Του Άρη Θαλασσινού Η διαφαινόμενη όξυνση της ταξικής πάλης, που φέρνουν το μνημόνιο, η εξαθλίωση και η προοπτική της χρεωκοπίας, ωθεί στην πρώτη γραμμή της αντιπαράθεσης το ζήτημα της βίας και στις τρεις διαστάσεις του: Ως πολιτικό- πρακτικό πρόβλημα του λαϊκού κινήματος, που χρειάζεται αποτελεσματικές απαντήσεις στη βία του ολιγαρχικού- απολυταρχικού κράτους. Ως ιδεολογικό πρόβλημα, αντιμετώπισης του διαρκούς ψυχολογικού πολέμου που διεξάγουν τα αστικά μέσα ενημέρωσης για την τρομοκράτηση του λαού και την παράλυση των αγωνιστικών αντανακλαστικών. Και ως θεωρητικό- πολιτιστικό πρόβλημα στο εσωτερικό της Αριστεράς, απέναντι στη συνωμοσιολογία των γραφειοκρατών που αναγορεύουν σε προβοκάτσια κάθε αυθόρμητη έκρηξη των μαζών και στην αναρχίζουσα αποθέωση της βίας, που προβιβάζει τον χουλιγκανισμό σε επανάσταση. 1. Η αντιμετώπιση του αστυνομικού κράτους εκτάκτου ανάγκης Ο κοινωνικός Αρμαγεδώνας που έχουν εξαπολύσει κυβέρνηση και τρόικα σέρνει μαζί του μια απολυταρχική εκτροπή με κοινοβουλευτικό μανδύα. Ουσιαστικά, η χώρα έχει κηρυχθεί σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, η οποία τείνει να μετατραπεί σε μόνιμο καθεστώς. Τα δικαστήρια λειτουργούν ως έκτακτα, διαρκή απεργοδικεία, κατ’ αναλογία με τα έκτακτα, διαρκή στρατοδικεία του εμφυλίου πολέμου. Κάθε απεργία που θα ξεπεράσει τα όρια μιας λιτανείας της ΓΣΕΕ είναι βέβαιο ότι θα κηρυχθεί παράνομη και καταχρηστική, ενώ κάθε εργοδοτική παρανομία, όπως οι ατομικές συμβάσεις με το πιστόλι της απόλυσης στον κρόταφο του εργαζόμενου, σύννομη και λογική. Εν όψει συλλαλητηρίων, επιβάλλεται προληπτικά απαγόρευση της κυκλοφορίας οχημάτων στο κέντρο της πόλης επί 24ωρο, ενώ οι πορείες διαλύονται πριν φτάσουν στη Βουλή με γκλομπς και καρκινογόνα χημικά αέρια. Η προκλητική παρουσία εκατοντάδων χαφιέδων, που δεν ξεχωρίζουν εμφανισιακά από τους διαδηλωτές, έχει στόχο να σπείρει τη δυσπιστία στους πολίτες, που θα αναρωτιούνται αύριο, στην επόμενη πορεία, αν ο διπλανός τους είναι αγανακτισμένος διαδηλωτής ή επαγγελματίας προβοκάτορας που θα κάψει την επόμενη Μαρφίν. Στο έργο της τρομοκράτησης συνεργάζονται, φτάνοντας τα όρια της συγχώνευσης, οι παραδοσιακοί κατασταλτικοί μηχανισμοί με τους κατ’ εξοχήν ιδεολογικούς μηχανισμούς του σύγχρονου καπιταλισμού, τα ΜΜΕ και ιδιαίτερα την τηλεόραση. Τι θα ήταν ο ΜΑΤατζής που ανοίγει κεφάλια φοιτητών και ψεκάζει με χημικά τον Μανώλη Γλέζο χωρίς τον μεγαλοδημοσιογράφο που δεν βλέπει τίποτα από αυτά και αναγουλιάζει μόνο μπροστά στην ανοιγμένη μύτη του Χατζηδάκη; Απέναντι σ’ αυτή την ψαρωτική επίδειξη δύναμης, το μαζικό λαϊκό κίνημα δεν μπορεί να αντιτάξει μόνο ρητορικές επιδείξεις ανήμπορης οργής. Είναι καιρός να περάσει από το όπλο της κριτικής στην κριτική των όπλων- των δικών του όπλων, της μαζικής, λαϊκής ανυπακοής και της επιβολής των δημοκρατικών δικαιωμάτων των πολλών πάνω στον επωαζόμενο ολοκληρωτισμό των λίγων. Αυτό σημαίνει: -Τη ματαίωση της ποινικής απαγόρευσης απεργιών και της πολιτικής επιστράτευσης με πολιτική ανυπακοή, που θα στηριχτεί από το σύνολο των αριστερών κομμάτων και οργανώσεων με γενική, συντονισμένη κινητοποίηση αλληλεγγύης (ανθρώπινες ασπίδες έξω από χώρους εργασίας), όπως επίσης από τους δικηγορικούς συλλόγους, συνταγματολόγους κλπ. -Την ανακατάληψη των δρόμων και της πλατείας Συντάγματος, ως δημόσιων χώρων ελεύθερης έκφρασης, από τις δυνάμεις καταστολής και την επιβολή στην πράξη του δικαιώματος της πορείας, με συντονισμένη, πειθαρχημένη και αποφασιστική κινητοποίηση όλης της πολιτικής και κοινωνικής Αριστεράς (και με εξέχουσες προσωπικότητές της στην πρώτη γραμμή των συλλαλητηρίων). -Τη συγκρότηση ενός αριστερού δικτύου παρακολούθησης και καταγραφής της δράσης των κατασταλτικών και παρακρατικών μηχανισμών, άμεσης ενημέρωσης στη διάρκεια των συλλαλητηρίων, με χρήση των νέων, διαδικτυακών μέσων (blogs, twitter κ.α.). Ιδιαίτερο ρόλο μπορούν να παίξουν αριστεροί δημοσιογράφοι στην καταχώρηση ντοκουμέντων (φωτογραφίες, βίντεο) από τη δράση του παρακράτους και το ηλεκτρονικό «φακέλλωμα» των παρακρατικών, ώστε να τρομοκρατηθούν οι τρομοκράτες! -Τη δημιουργία μηχανισμού υποστήριξης των θυμάτων κρατικής βίας και των διαδηλωτών που συλλαμβάνονται από τις δυνάμεις καταστολής, τόσο στη διάρκεια των ίδιων των συλλαλητηρίων όσο και μετά από αυτά, με τη συμμετοχή προοδευτικών νομικών και δημοσιογράφων. -Τη μελέτη και αξιοποίηση της πείρας άλλων κινημάτων (ιδιαίτερα του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης, βλ. Σιάτλ, Γκέτεμποργκ και ιδίως Γένοβα) αναφορικά με τη μαζική, λαϊκή αυτοάμυνα στην αστυνομική και παρακρατική βία. -Τη «στοχοποίηση», με την πολιτική έννοια, από το μαζικό κίνημα, με μορφές συμβολικής περικύκλωσης, αποκλεισμού, δημιουργίας πανδαιμόνιου με μεγάφωνα, μποϊκοτάζ, αποκαλύψεων κ.ο.κ, των μεγάλων συγκροτημάτων της ενημέρωσης που παίζουν τον πιο βρώμικο ρόλο στον κοινωνικό πόλεμο και των μεγαλοστελεχών τους, που λειτουργούν σαν πληρωμένοι μπράβοι του κεφαλαίου. 2. Η ιδεολογική τρομοκρατία των Εξορκιστών της βίας Οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του συστήματος αξιοποιούν στο έπακρο περιστατικά τυφλής βίας (αν δεν τα οργανώνουν ή συνδαυλίζουν οι ίδιες οι υπηρεσίες τους), από το απολίτικο μπάχαλο προς το οποίο τείνουν περιθωριοποιημένα ή απειλούμενα με περιθωριοποίηση κομμάτια του πληθυσμού, μέχρι εγκληματικές ενέργειες τύπου Μαρφίν. Καλλιεργώντας την ιδέα ότι η Αριστερά, ακόμη κι αν δεν έχει άμεση σχέση με παρόμοιες πρακτικές, ευθύνεται για την ηθική τους νομιμοποίηση- λόγω της ανατρεπτικής της ιδεολογίας, που δεν αναγνωρίζει τη «δημοκρατική νομιμότητα»- ασκούν έντονη ιδεολογική πίεση στις αριστερές ηγεσίες να δίνουν κάθε τόσο διαπιστευτήρια κοινοβουλευτικής υπεθυνότητας, με πορείες- κομματικές παρελάσεις και αποχή από οποιαδήποτε δυναμική μορφή αγώνα. Αυτός ο ψυχολογικός πόλεμος της κυρίαρχης τάξης έχει αποτελέσματα γιατί η Αριστερά δεν έχει καταφέρει μέχρι τώρα να διαλύσει τον βασικό πυρήνα του: Την ψευδή αντίληψη ότι η βία, είτε προέρχεται από το στρατόπεδο της κοινωνικής διαμαρτυρίας, είτε έστω από τους Πραιτωριανούς του συστήματος, αποτελεί προσωρινή «εκτροπή» (δικαιολογημένη ή όχι) από μια ομαλή, ειρηνική κατάσταση πραγμάτων, που εκπροσωπεί, τάχα, τον κανόνα της καθημερινότητας σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία. Στην πραγματικότητα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: Η αθόρυβη βία είναι διαρκώς παρούσα, σαν το αίμα που κυλάει στις αρτηρίες του συστήματος- από τη ρητή βία του επιστάτη μέχρι την άρρητη βία που ασκεί στον εργαζόμενο ο τρόμος της ανεργίας και της έκπτωσης στη φτώχεια. Το δημοκρατικό πρόσωπο του ειρηνικού, ομαλού καπιταλισμού απεικονίζεται πάνω στη μορφή της Κωνσταντίνας Κούνεβα. Έπειτα, το κλασικό μαρξιστικό σχήμα κατά το οποίο ο καπιταλισμός στηρίχθηκε στην ωμή, εξωοικονομική βία μόνο κατά τη βρεφική ηλικία της πρωταρχικής συσσώρευσης και ότι στη μετέπειτα, «κανονική» ανάπτυξή του αυτή η πολιτική, εξωοικονομική βία περιορίζεται στο ρόλο της εφεδρείας για τις δύσκολες στιγμές, είναι ελλιπές: Παραλείπει να σημειώσει (κάτι που έκανε η Λούξεμπουργκ) ότι ο καπιταλισμός είναι αναγκασμένος να επιστρέφει διαρκώς στο προπατορικό αμάρτημα της πρωταρχικής συσσώρευσης, της αναπαραγωγής με την ανοιχτή βία, πειρατεία και καταστροφή, για να ξεπερνά τις κρίσεις του και να εξασφαλίζει την αναπαραγωγή του. Τα φαινόμενα της αποικιοκρατίας, του ιμπεριαλισμού και του φασισμού αυτό υποδηλώνουν, σε γιγαντιαία κλίμακα. Στην εποχή μας, η γυμνή, εξωοικονομική βία γίνεται οργανικό, εσωτερικό συστατικό των μηχανισμών αναπαραγωγής ενός ολιγαρχικού, «ολοκληρωτικού» καπιταλισμού σε τροχιά ιστορικής κρίσης. Ο καπιταλισμός της «γενικής διάνοιας», που στηρίζεται στη χωρίς προηγούμενο κοινωνικοποίηση της γνώσης- με το Ίντερνετ να αντιπροσωπεύει την πρώτη, πραγματικά παγκόσμια παραγωγική δύναμη του ανθρώπου- επιστρατεύει τις μεθόδους «περίφραξης γης» (enclosures), της πρωταρχικής συσσώρευσης, για να περιφρουρήσει τα «πνευματικά δικαιώματα», τις πατέντες, τα προϊόντα της πνευματικής εργασίας. Η παγκοσμιοποίηση που κηρύσσει την κατάργηση των οικονομικών συνόρων, γράφει τα γεωγραφικά σύνορα των νέων ζωνών επιρροής με πυρωμένο σίδερο πάνω στο σώμα των εθνών, όπως έγινε στο Ιράκ. Αυτοί που δοξάζουν τη μη βία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, βομβάρδισαν ανηλεώς τη Σερβία για να φτιάξουν στο Κόσοβο ένα άθλιο προτεκτοράτο με πρωθυπουργό έναν αρχιμαφιόζο, επικεφαλής σπείρας που βιάζει και σκοτώνει μετανάστες για να πουλήσει τα νεφρά τους σε κλινικές μεταμοσχεύσεων της πολιτισμένης Ελβετίας. Καθώς στις μέρες μας δεν είναι δυνατή η εκτόνωση της ιστορικής κρίσης που περνάει το σύστημα μέσω ενός νέου, μεγάλου πολέμου που θα καταστρέψει πλεονάζοντα κεφάλαια και παραγωγικές δυνάμεις, η εφιαλτική «εξυγίανση» γίνεται εσωτερικά, μέσω του παγκόσμιου, εμφυλίου πολέμου, που έχει κηρύξει μονομερώς το χρηματιστικό κεφάλαιο. Η αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους αποτελεί βασικό μηχανισμό βίαιης λεηλασίας ολόκληρων λαών από το διεθνές τοκογλυφικό κεφάλαιο, απείρως μεγαλύτερης κλίμακας από τα ανδραγαθήματα γενιών ολόκληρων «κονκισταδόρες» στη Λατινική Αμερική. Χρειάζεται υποκρισία χιλίων καρδιναλίων για βγαίνουν ανερυθρίαστα στα γεγονότα των οκτώ και να καταδικάζουν τη «βία» οι εκπρόσωποι μιας κατοχικής δύναμης, που ξεκληρίζει από τη μια στιγμή στην άλλη χιλιάδες κι εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, που κόβει τις εξετάσεις καρκινοπαθών και τα παπούτσια διαβητικών που απειλούνται με ακρωτηρισμό. Όταν οι ίδιοι άνθρωποι καταγγέλλουν την Αριστερά ως υπεύθυνη για κάθε σπασμένο τζάμι, αλλά δεν βρίσκουν ούτε μία λέξη για τη δήλωση του Άδωνι Γεωργιάδη ότι «όταν δρα η Αστυνομία, αναπόφευκτο είναι να σκοτωθούν και αθώοι», το συμπέρασμα είναι ότι ο εκφασισμός προχωρά ακάθεκτος από το πολιτικό περιθώριο στο πολιτικό «κέντρο». Ο Τζιόρτζιο Αγκάμπεν ανέδειξε μια αινιγματική φιγούρα του ρωμαϊκού Δικαίου, τον homo sacer, τον παρία που έχει εξοστρακιστεί εκτός νομιμότητας της πόλης και τον οποίο μπορεί να φονεύσει ατιμώρητα οποιοσδήποτε πολίτης, πράγμα που τον καταδικάζει να ζει σε μια γκρίζα ζώνη μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας, σαν ζωντανός- νεκρός, λυκάνθρωπος, φάντασμα. Χθες, στη θέση του homo sacer βρέθηκαν οι ξεριζωμένοι προλετάριοι της Νέας Ορλεάνης, σήμερα τα εκατομμύρια των παραγκουπόλεων στον παγκόσμιο Νότο και των νεόπτωχων στον παγκόσμιο Βορρά. Αύριο, στη θέση αυτή θα βρίσκεται ή θα απειλείται να εκπέσει ένα πολύ μεγάλο, ίσως και πλειοψηφικό τμήμα των λαϊκών τάξεων. Σ’ αυτό το σκηνικό του ανελέητου κοινωνικού πολέμου, κάθε «ειρήνη» που επιβάλλεται από τις κυρίαρχες τάξεις είναι βίαιη και κάθε «βία» που επιστρατεύεται από τους κυριαρχούμενους αμυντική- άλλο θέμα αν είναι πολιτικά χρήσιμη ή επιζήμια. 3.Να περιφρουρήσουμε το κίνημα από την προβοκάτσια ή το κόμμα από το κίνημα; Ισχυρές ομάδες στα ηγετικά επιτελεία της Αριστεράς (όχι μόνο σε ένα κόμμα) βρίσκουν σε τυφλά ξεσπάσματα βίας των διαδηλωτών ένα βολικό άλλοθι για να δικαιολογήσουν μια πολιτική διαχωρισμού από κάθε εκδήλωση του κινήματος που απειλεί να ξεφύγει από το σαβουάρ βιβρ της αστικής νομιμότητας. Κάθε τι που φέρνει τον αέρα της εξέγερσης, τους μυρίζει προβοκάτσια. Λες και μπορεί ποτέ να υπάρξει πραγματική κοινωνική παλλίροια που να μην φέρει στην επιφάνεια και σαβούρα του βυθού, λες και μπορεί να υπάρξει «επανάσταση όπου δεν θα σπάσει ούτε τζάμι» (!), εξέγερση όπου δεν θα δρουν και πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών προσπαθώντας να την υπονομεύσουν από τα μέσα, ή λες και η επανάσταση του 1905 δεν ήταν επανάσταση επειδή μπροστά πήγαινε, κάποια στιγμή, ο παπα- Γκαμπόν ή λες και οι μπολσεβίκοι δεν ήταν μπολσεβίκοι επειδή βρέθηκε κάποτε στις γραμμές τους ο χαφιές Μαλινόφσκι. Ασφαλώς, οι ομάδες αυτές έχουν δίκιο όταν λένε ότι ο παρατεταμένος λαϊκός πόλεμος που έχουμε μπροστά μας απαιτεί υψηλό βαθμό οργάνωσης, πειθαρχίας και συνειδητότητας, μια συντεταγμένη μάχη που θα ξεπερνά τα τυφλά ξεσπάσματα και θα περιφρουρεί το κίνημα από τις παγίδες του αντίπαλου. Άλλο όμως περιφρούρηση του κινήματος από την πολιτική προβοκάτσια (που κι αυτό δεν μπορεί να είναι υπόθεση ενός κόμματος) κι άλλο περιφρούρηση του κόμματος από το κίνημα. Όταν μια κομματική ηγεσία αρχίζει και βλέπει κάθε οιωνεί εξεγερτική εκδήλωση ως απειλή για την ηγεμονία της στο χώρο της Αριστεράς (και αυτό ακριβώς συμβαίνει με κάποιους σήμερα), όταν ανακαλύπτει «κέντρα» πίσω από κάθε άλλη αριστερή οργάνωση, τότε το ένστικτο της γραφειοκρατικής αυτοσυντήρησης έχει υπερνικήσει προ πολλού κάθε υπόλειμμα επαναστατικής τόλμης. Μια τέτοια ηγεσία μπορεί να αυταπατάται ότι θα επιβιώσει στο ασηπτικό περιβάλλον της κομματικής περιχαράκωσης, όπου δεν υπάρχουν επικίνδυνοι «ιοί», σύντομα όμως θα διαπιστώσει ότι όσο πασχίζει να κρατά μακριά τα καινά δαιμόνια, τόσο θα τα αναπαράγει σε διευρυμένη μορφή στο εσωτερικό της. Όσο κι αν κάνουν γαργάρα με τον «κομμουνισμό», δεν μπορούν να κρύψουν ότι οραματίζονται έναν κομμουνισμό χωρίς επανάσταση και μια ταξική πάλη διά πληρεξουσίων. Εξίσου σαφής οφείλει να είναι, ωστόσο, η ρήξη της μαχόμενης Αριστεράς με τις αναρχικές λογικές της τυφλής βίας. Για τον Μαρξ και τον Ένγκελς η βία ήταν μαμή της ιστορίας, ποτέ μητέρα της. Η ουσία της κοινωνικής επανάστασης βρίσκεται όχι στο τι γκρεμίζει, αλλά στο τι χτίζει και δεν υπάρχει σοβαρή άρνηση χωρίς σταθερή θέση. Η καταστροφική, μηδενιστική εξέγερση είναι μια από τις δύο ψυχολογικές προδιαθέσεις του μικροαστού που απειλείται να καταστραφεί- η άλλη, η πιο συνήθης, που διαδέχεται την πρώτη, είναι η απάθεια και η δουλοπρέπεια. Η εργατική τάξη είναι η κατ’ εξοχήν δημιουργική τάξη της κοινωνίας και γνωρίζει από την πείρα της ότι η βία είναι το όπλο του αδύνατου, το όπλο αυτού που δεν μπορεί να ηγεμονεύσει και πρέπει να καταφύγει στο έσχατο μέσο εκτάκτου ανάγκης για να διασωθεί. Γι αυτό είναι ένα μαχαίρι δίκοπο, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο προσωρινά, προσεκτικά και με προϋποθέσεις. Πάνω απ’ όλα, οι επαναστάτες δεν επιτρέπεται να λησμονούν τη συμβουλή του Νίτσε ότι όποιος συναναστρέφεται με τα τέρατα κινδυνεύει να γίνει τέρας κι όποιος κοιτά πολύ την άβυσσο κινδυνεύει να κάνει άβυσσο την ψυχή του. |