Παρασκευή 24 Αυγούστου 2012

Αριάδνης Αλαβάνου: H ''γραμμή παραμονής στο ευρώ'' χρεοκοπεί ραγδαία


Της Αριάδνης Αλαβάνου

Ύστερα από συνάντηση με τον πρόεδρο του Eurogroup Ζαν-Κλοντ Γιούνγκερ, στην Αθήνα, όπου διαπιστώθηκε η πλήρης συμφωνία τους, ο Αντώνης Σαμαράς αναχωρεί για Βερολίνο και Παρίσι, όπου θα συναντηθεί στις 24 και 25 του μηνός με την Α. Μέρκελ και τον Φ. Ολάντ. Το αίτημά του είναι να δοθεί μια «ανάσα» στην κυβέρνησή του, ήτοι επιμήκυνση κατά δύο χρόνια του προγράμματος περικοπών δημοσίων δαπανών, απολύσεων κοκ. Βασική πολιτική αποσκευή του είναι η γραμμή της «παραμονής στο ευρώ».
Μ’ αυτή συντάσσεται, ασφαλώς με διαφοροποιήσεις ως προς τη διαπραγματευτική τακτική και τους στόχους, η αξιωματική αντιπολίτευση του Σύριζα-ΕΚΜ, που διά στόματος εκπροσώπου του Π. Σκουρλέτη φρόντισε, λίγες μόνο ημέρες πριν από το πρωθυπουργικό ταξίδι, σε μια ένδειξη υποστήριξης –πώς αλλιώς μπορεί να εκληφθεί αυτό;--να δηλώσει: «Κανείς από τον Σύριζα δεν θέτει θέμα εξόδου από το ευρώ». 
Η παραμονή στο ευρώ σε όποια παραλλαγή της, την πιο σκληρή, «πάση θυσία», ή την πιο ήπια, «όχι τόσες θυσίες», σημαίνει ούτως ή άλλως περικοπές μισθών, συντάξεων, κοινωνικών υπηρεσιών πολλών δισ. ευρώ, 14 για την ακρίβεια τα επόμενα δυο χρόνια, σύμφωνα με τελευταίες εκτιμήσεις της τρόικας (Der Spiegel), προκειμένου να λάβει η Ελλάδα την επόμενη δόση του τελευταίου δανείου, ύψους 31,5 δις. ευρώ. Τα περιθώρια διαπραγμάτευσης, όπως φανερώνει σύμπας ο γερμανικός Τύπος, είναι ελάχιστα.
Ο Α. Σαμαράς, αποφασισμένος ούτως ή άλλως λόγω πεποιθήσεων να εφαρμόσει τα σκληρά μέτρα λιτότητας και ιδιωτικοποίησης, αλλά και να δώσει τα κατάλληλα διαπιστευτήρια, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Bild προσπαθεί να πείσει τους Ευρωπαίους ιθύνοντες να του δώσουν χρόνο (και πολιτικό μέλλον): «Αν αφεθεί η Ελλάδα να χρεοκοπήσει, η ανασφάλεια και το ευάλωτο των άλλων μελών της Ευρωζώνης θα αυξηθούν, για να μην αναφερθούμε στις δραματικές επιπτώσεις για τις χρηματοπιστωτικές αγορές».
Τόσο ο κ. Σαμαράς, όσο και άλλοι υποστηρικτές της παραμονής στο ευρώ, φαίνεται να έχουν μείνει αρκετές φάσεις πίσω στην κρίση της Ευρωζώνης. Βρίθουν τα σενάρια για τη διάλυσή της. Κρατικοί αξιωματούχοι (όπως ο Φιλανδός υπουργός Εξωτερικών Έρκι Τούομιογια) δηλώνουν επίσημα ότι αποτιμούν το κόστος και το όφελος των αποχωρήσεων από το ευρώ. Ο Αυστριακός ομόλογός του, Μ. Σπίντελεγκερ, δήλωσε ότι πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα να αποβάλλονται από τη νομισματική ένωση χώρες που «δεν τηρούν τις δεσμεύσεις τους»(Γ. Δελαστίκ, «Πριν» 19/8). Άλλοι (βλ. Μ. Χάτσινσον,”How Will the Euro Break Up?”, στο συντηρητικό αμερικανικό σάιτ Prudentbear.com 20/8) δημοσιοποιούν σενάρια για το τι είδους νομισματικές ενώσεις θα προκύψουν από μια πιθανή διάσπαση της Ευρωζώνης. Η προβολή αυτών των απόψεων από ασιατικά ΜΜΕ (Asia Times), σε μια περίοδο που ανακοινώνεται μείωση εξαγωγών της Κίνας στην Ευρώπη και αύξηση του εμπορικού ελλείμματος της Ιαπωνίας λόγω κρίσης της Ευρωζώνης, έχει τη σημασία της.
Σενάρια ευρωδιάσπασης
Συζητούνται πολλές παραλλαγές ευρωδιάσπασης: «μεσογειακό ευρώ» με μέλη τις Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία και πιθανώς Μάλτα και με υποτίμηση 10-15%. «Ιβηρικό ευρώ»,( θεωρείται ότι η Πορτογαλία και η Ισπανία δεν θα ενταχθούν σε κοινό νόμισμα με τη Γαλλία και την Ιταλία χωρίς το γερμανικό αντίβαρο), στο οποίο θα ενταχθούν πιθανώς η Ιρλανδία, η Μάλτα, η Σλοβενία και η Σλοβακία, χώρες που δεν θα άντεχαν την ανατίμηση του ευρώ κατά 10-15%, σε περίπτωση αποχώρησης της Ιταλίας και της Γαλλίας. Ευρώ της Αυστρίας, Γερμανίας, Φιλανδίας, Λουξεμβούργου, Ολλανδίας, Εσθονίας, μιας ομάδας χωρών που θεωρείται σχετικά συμπαγής, με «ορθή» δημοσιονομική διαχείριση, η οποία θα σχηματίσει ένα πυρήνα ισχυρού νομίσματος, ανατιμημένου κατά 10-15%, με τον οποίο θα ενωθούν πιθανώς η Λετονία, η Πολωνία και ίσως η Σουηδία και η Δανία. 
Βρετανία, Ελλάδα, Κύπρος και κάποιες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης θα μείνουν εκτός νομισματικών ενώσεων, αλλά «μέσα στην Ε.Ε».
Ιταλία και Γαλλία, θεωρείται ότι θα μείνουν ανεξάρτητες, λόγω οικονομικού μεγέθους.
Πιθανώς αυτά τα σενάρια να μην είναι και τόσο βάσιμα στη λεπτομέρειά τους, φανερώνουν όμως την έντονη συζήτηση που διεξάγεται διεθνώς για το μέλλον της Ευρωζώνης, που δεν διαγράφεται καθόλου ευοίωνο.
Ακόμη και ο βρετανικός Economist, άκρως φιλοευρωπαϊκό έντυπο, δημοσίευσε άρθρο περί πιθανής διάλυσης της Ευρωζώνης (11/8). Στην ηλεκτρονική έκδοση συνοδεύεται από μια συμβολική φωτογραφία: μια σκεπτική Α. Μέρκελ να κρατά ένα βιβλίο με την επικεφαλίδα «Άκρως εμπιστευτικό: Πώς θα σπάσει η Ευρωζώνη», και με τίτλο «Η Άνγκελα έχει μπει σε πειρασμό;» Το άρθρο αυτό έρχεται σε συνέχεια άλλων που επισημαίνουν την «κόπωση της ατμομηχανής της Ευρωζώνης», τα απογοητευτικά οικονομικά στοιχεία της Γερμανίας πρόσφατα.
Παρόλο που οι αποτιμήσεις κόστους-οφέλους από μια διάσπαση της Ευρωζώνης δείχνουν ακόμη μερικά πλεονεκτήματα διατήρησής της, ιδίως με τους δρακόντειους όρους που έχουν επιβληθεί στους ευρωπαϊκούς λαούς εν ονόματι του κοινού νομίσματος, με τα οικονομικά οφέλη που αποκομίζουν η Γερμανία και οι πλεονασματικές χώρες από την κρίση και με το χρέος να αποτελεί ένα εξαιρετικά πρόσφορο μέσο υποταγής σε μια βίαιη ομοσπονδοποίηση με γερμανικούς όρους, ο Economist σημειώνει: «γι’ αυτήν την πολύ πρακτική γυναίκα υπάρχει ένας επίσης πρακτικός λόγος να αρχίσει να σχεδιάζει τη διάσπαση: φαίνεται πολύ πιθανή». … Για να καταλήξει: «Προς στιγμήν, η διάσπαση της Ευρωζώνης θα ήταν πιο ριψοκίνδυνη από τη σταθεροποίησή της. Αλλά, αν δεν προχωρήσει μπροστά η κ. Μέρκελ [στην τραπεζική, δημοσιονομική και πολιτική ένωση], η επιλογή θα είναι ανάμεσα σε μια πανάκριβη διάσπαση, γρήγορα, ή σε μια καταστροφική, αργότερα».
*** **** ***
Πώς μεταφράζονται όλα αυτά για τους εργαζόμενους της Ελλάδας; (Εξαιρούνται βεβαίως όλοι όσοι κερδίζουν από το ευρώ και τους όρους διάσωσής του, τραπεζίτες, επιχειρηματίες, μέτοχοι, πολυεθνικές, δικηγορικά και τεχνικά γραφεία που εμπλέκονται σε προσοδοφόρες πωλήσεις δημόσιας περιουσίας και αποικιοκρατικές επενδύσεις και οι επαγγελματίες που εξυπηρετούν αυτές τις ομάδες κ.ά.)
Ένα είναι σίγουρο: είτε η πάση θυσία είτε η με λιγότερες θυσίες παραμονή στο κλυδωνιζόμενο ευρώ, με τους θανάσιμους σπασμούς του, είναι εις βάρος των εργαζομένων και εις βάρος της ανεξαρτησίας, της δημοκρατίας και της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας.
Όμως, ο τρόπος της εξόδου παίζει επίσης καθοριστικό ρόλο. Λόγω της μη αναστρέψιμης ύφεσης, παρά την ακραία λιτότητα ή μάλλον λόγω αυτής, που καθιστά την Ελλάδα «βαρέλι δίχως πάτο», όπως λέει και ο Β. Σόιμπλε, είναι πιθανός ο εξαναγκασμός της ελληνικής κυβέρνησης να κηρύξει επίσημη χρεοκοπία και να αποχωρήσει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο από τη νομισματική ένωση. Η επιβεβλημένη, με όρους Ευρωπαίων, έξοδος και με κυβερνήσεις τύπου Σαμαρά, Παπαδήμου κοκ θα είναι εξίσου καταστροφική για τη ζωή των εργαζομένων, εφόσον, κατά τεκμήριο, θα διατηρηθούν οι βασικές πολιτικές της λιτότητας και των διαρθρωτικών προσαρμογών (ιδιωτικοποιήσεις, απολύσεις, καταργήσεις συλλογικών δικαιωμάτων), αποπληρωμής χρεών και διάσωσης τραπεζών που έχουμε δει και στις μη ανήκουσες στο ευρώ χώρες της Ανατ. Ευρώπης. 
Αν υπάρξει αυτή η τροπή, σε κλίμα μεγάλης πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής αναταραχής, θα χρεοκοπήσουν περαιτέρω κυβερνητικά πολιτικά κόμματα και η συνολική πολιτική που εξάρτησε την οικονομική και δημοκρατική εξέλιξη στη χώρα μας από την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι όποιες απόπειρες να διαχειριστούν αυτή την κατάσταση δυνάμεις προσηλωμένες σε μια ανέφικτη Ευρωζώνη/Ε.Ε. με «αριστερό πρόσημο» δεν θα έχουν καλύτερη τύχη, μοιραία θα συνεχίσουν την πολιτική θυσιών για το λαό και θα συμβάλουν στην αναστροφή μιας πολύ αναγκαίας ριζοσπαστικοποίησης της λαϊκής συνείδησης.
Αλλά και στο πεδίο της διεθνιστικής ευρωπαϊκής δράσης, ενοποιητικό στοιχείο δεν μπορεί παρά να είναι η αντίθεση στην Ευρωζώνη/ Ε.Ε. που ενσωματώνουν τη λιτότητα, την αποικιακή εκμετάλλευση και την κατάργηση λαϊκών/δημοκρατικών δικαιωμάτων, για την πλειονότητα των Ευρωπαίων εργαζόμενων.
Δεν υπάρχει περιθώριο για τη συνεπή ριζοσπαστική και κομμουνιστική αριστερά να επιτρέψει να επωφεληθούν απ’ αυτές τις συνθήκες ακραίες συντηρητικές, δεξιές και φασιστικές δυνάμεις, όπως δείχνουν εξελίξεις σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες. Ιδίως, τώρα, που στη Μέση Ανατολή ηχούν όλο και πιο δυνατά τα τύμπανα του πολέμου, μέσα σε ένα περιβάλλον γεωπολιτικής ρευστότητας και ανατροπών.
Συνεπώς, τίθεται ως άμεσο ζήτημα να στραφεί η συνείδηση του κόσμου προς ένα λαϊκό και οργανωμένο πολιτικό κίνημα αποδέσμευσης από ευρώ/Ε.Ε., ανεξαρτησίας, δημοκρατίας, ισότιμης διακρατικής συνεργασίας και ανάπτυξης προς όφελος των εργαζομένων και της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας. Και αυτό το κίνημα να βάλει τη σφραγίδα του στις επερχόμενες εξελίξεις.

 αναδημοσίευση από: αριστερη αντεπιθεση
Πηγή:tometopo

Αντιμετωπίζοντας το φασισμό


Του Σπύρου Μαρκέτου

Νυρεμβέργη: Εμπειρία, θεωρία και στρατηγική της νίκης

Τρεις μήνες αφότου αποκαλύφθηκε, στις εκλογές του Μαΐου, η κλιμάκωση της φασιστικής απειλής, κι ενώ η ακροδεξιά χούντα που μας κυβερνά τροφοδοτεί συστηματικά τον ρατσισμό για να φορτώσει στους μετανάστες τα κρίματα των τραπεζιτών, εμφανίζονται σοβαρές ενδείξεις ότι η κοινωνία αφυπνίζεται. Δεν είναι περίεργο ότι έρχονται από τη βάση μάλλον παρά από την κορυφή. 

Αντίσταση, Μεταρρύθμιση, Επανάσταση

Μια συζήτηση για τις προβληματικές μορφές αντικαπιταλισμού σήμερα



Την Τετάρτη, 30/5, η ομάδα πλατύπους οργάνωσε τη σχετική συζήτηση στη Θεσσαλονίκη με ομιλητές τους Νικόλα Σεβαστάκη – αναπλ. καθηγητή του τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Α.Π.Θ., Θοδωρή Καρυώτη – συμμετέχει σε εγχειρήματα άμεσης δημοκρατίας και αλληλέγγυας οικονομίας, Άρη Τσιούμα – μέλος της Κίνησης Εργατικής Χειραφέτησης και Αυτοοργάνωσης και Κώστα Γούση – μέλος του Νέου Αριστερού Ρεύματος (ΝΑΡ).
Η ‘Platypus Affiliated Society’, δημιουργήθηκε τον Δεκέμβρη του 2006 και οργανώνει ομάδες μελέτης, δημόσια φόρουμ, επιδιδόμενη σε έρευνα και δημοσιογραφία. Εστιάζει στα προβλήματα και καθήκοντα, που μας κληρονόμησε η «Παλιά» (δεκαετίες ’20 και ’30), η «Νέα» (’60 και ’70) και η μετα-πολιτική (’80 και ’90) Αριστερά, για τις δυνατότητες της απελευθερωτικής πολιτικής σήμερα.
Παρακάτω, δημοσιεύουμε τμήματα των εισηγήσεων των ομιλητών και μέρος του σκεπτικού της διοργάνωσης της εκδήλωσης από πλευράς συνοψίζεται σύμφωνα με την ομάδα πλατύπους  ως εξής στο παράθεμα από το έργο του Μόις Ποστόουν:
«Μετά την αποτυχία της Νέας Αριστεράς τη δεκαετία του 1960, η υποβόσκουσα απόγνωση αναφορικά προς την πραγματική αποτελεσματικότητα της πολιτικής βούλησης και παρέμβασης (σε μια ιστορική κατάσταση αυξημένης ανημπόριας) αυτοσυγκροτήθηκε ως κάτι παρείσακτο και αλλότριο, παρά ως εργαλείο μετασχηματισμού. Εστιάζοντας στη γραφειοκρατική στασιμότητα του φορντιστικού, όψιμου κόσμου του 20ού αιώνα, απηχούσε την καταστροφή αυτού του κόσμου από τη δυναμική του κεφαλαίου: τον νεοφιλελευθερισμό και την παγκοσμιοποίηση.Η ιδέα ενός θεμελιώδους μετασχηματισμού απομονώθηκε και, αντ’ αυτού, αντικαταστάθηκε από την ασαφέστερη έννοια της “αντίστασης”. Η έννοια της αντίστασης, ωστόσο, δεν διευκρινίζει τη φύση του πράγματος που προκαλεί την αντίσταση, ή τη φύση των εμπλεκόμενων πολιτικών της αντίστασης – δηλαδή τον χαρακτήρα των προσδιορισμένων μορφών της κριτικής, της αντίθεσης, της εξέγερσης και της “επανάστασης”. Η έννοια της “αντίστασης” εκφράζει συχνά μια βαθιά δυιστική κσμοαντίληψη που τείνει να πραγμοποιήσει τόσο το σύστημα της κυριαρχίας όσο και την ιδέα της μεσολάβησης.Η “αντίσταση” στηρίζεται σπάνια σε μια αναστοχαστική ανάλυση των δυνατοτήτων για θεμελιώδη αλλαγή, οι οποίες παράγονται αλλά και καταπιέζονται από μία δυναμική ετερόνομη τάξη [του κεφαλαίου]. [Η "αντίσταση"] είναι μια μη διαλεκτική κατηγορία που δεν συλλαμβάνει τις δικές της συνθήκες δυνατότητας· αποτυγχάνει δηλαδή να συλλάβει το δυναμικό ιστορικό πλαίσιο του οποίου αποτελεί μέρος.»
– Μόις Ποστόουν, “Ιστορία και ανημπόρια: Μαζική κινητοποίηση και σύγχρονες μορφές αντικαπιταλισμού”, 2006
ΕΚΔΗΛΩΣΗ
Νικόλας Σεβαστάκης:
Η έκκληση για αντίσταση – και μιλώ για τις πολλαπλές εκκλήσεις αντίστασης που καταλαμβάνουν τη σκηνή τις τελευταίες δεκαετίες – μεταφράζει συχνά μια αμηχανία έναντι των ιδρυτικών «σκοπεύσεων» του ριζοσπαστικού κινήματος. Αμηχανία ή ακόμα και υπεκφυγή σε σχέση με τον στόχο της αληθινής υπέρβασης του καπιταλισμού. Ας το πω αλλιώς. Η πρόθεση της ριζικής συστημικής αλλαγής υποκαθίσταται από τις πρακτικές της «παρεμπόδισης» ή της ανάσχεσης των πιο ακραίων ή των πιο αρνητικών πτυχών ενός καθεστώτος κυριαρχίας, μιας πολιτικής, μιας κυβερνητικής απόφασης… Στο σημείο αυτό, η αντίσταση, ακόμα και αν συνοδεύεται με όρους «ρηξικέλευθους και ανατρεπτικούς» ανακαλεί εκείνη την ιδέα σύμφωνα με την οποία η κίνηση είναι το παν και όχι ο σκοπός (ιδέα που διατυπώνεται αρχικά, όπως γνωρίζουμε, σε μια ρεφορμιστική παράδοση). […]
Παρά λοιπόν τα όρια που έχει η λογική των αντιστάσεων ( και της αντιστασιακής έκκλησης), παρά δηλαδή το γεγονός ότι όντως «φέρει εντός της» την εμπειρία των απωλειών και των πολλαπλών αποτυχιών των κινημάτων χειραφέτησης, θεωρώ προβληματική, πολιτικά και ηθικά, την «απώθηση» αυτής της εμπειρίας [της απώλειας ή της αποτυχίας] στο βωμό κάποιας νέας αλήθειας ως κατάφασης, ως πράξης με την οποία «απαλλασσόμαστε με ένα άλμα» από το βάρος μιας θλιμμένης ή ένοχης συνείδησης. Για να το εκφράσω διαφορετικά: πιστεύω ότι η εμπειρία της απώλειας ως αφετηρία για την τολμηρή αναγνώριση του ηθικού και πολιτικού κακού το οποίο αναδύθηκε και στο εσωτερικό της ριζοσπαστικής παράδοσης (κυρίως αλλά όχι αποκλειστικά εντός του κομμουνισμού) είναι προτιμότερη από τη γοητεία την οποία ασκεί στις μέρες μας ένας ορισμένος δογματικός τόνος. Η αναγκαία απόσταση από τις παλαιότερες «αποπροσανατολιστικές» στιγμές της μεταμοντέρνας θρηνολογίας για το χαμένο Νόημα ή της φιλελεύθερης πτωματολογίας (αναφορικά, για παράδειγμα, με τις σκοτεινές πτυχές των επαναστατικών κινημάτων του εικοστού αιώνα) δεν πρέπει να δώσει τη θέση της σε ένα είδος «ηθικής αναισθησίας» καλυμμένης κάτω από το πέπλο της Ριζικής Πράξης, της ριζικής Απόφασης (σε αυτό το σημείο συνάντησης ενός Καρλ Σμιτ και ενός Λένιν το οποίο ελκύει πολλούς ριζοσπάστες της εποχής μας). Όσο κριτική και αν οφείλει να είναι η προσέγγισή μας στις παραλυτικές πλευρές της όποιας «μελαγχολικής» πολιτικής, δεν επιτρέπεται να λησμονήσουμε ούτε στιγμή το τεράστιο πλήγμα που υπέστη και υφίσταται ακόμα η ιδέα της χειραφέτησης από τις λογικές μιας δίχως αναστολές «θετικότητας», μιας «πολεμικής αποφασιστικότητας» η οποία έστηνε απέναντί της τη διαφωνία ως μικροαστικό συναισθηματισμό ή «ασυνάρτητη μελαγχολία»… […]
Νομίζω καταρχάς ότι όλοι εδώ θα συμφωνήσουμε στην παραδοχή ότι το σημερινό πλαίσιο (το νεοφιλελεύθερο πλαίσιο της κρίσης και της κατάρρευσης των «ευημεριστικών» συμβιβασμών του παρελθόντος) αλλάζει σημαντικά τους όρους των κοινωνικών και πολιτικών ανταγωνισμών. Από τη σκοπιά της δομής (ή της κυρίαρχης τάσης πολιτικών συστημάτων και οικονομικής αρχιτεκτονικής) ο μεταρρυθμισμός, τουλάχιστον στην εξελικτική και ήπια θεσμοκρατική του εκδοχή, μοιάζει πράγματι «μπλοκαρισμένος» και δίχως περιθώρια κινήσεων. Αυτός ο παλιός, «αξιοσέβαστος» και καθηλωμένος στην ιδέα της ορθολογικής συναίνεσης ρεφορμισμός ανήκει, πράγματι, στις περιόδους των μεγάλων κοινωνικών συμβιβασμών και των σοσιαλδημοκρατικών συμβολαίων. Αλλά αν λάβουμε σοβαρά υπόψη το συλλογικό ήθος και τις κοινωνικές αναπαραστάσεις των εργαζομένων τάξεων (στις ευρωπαϊκές τουλάχιστον κοινωνίες), η επανάσταση, η ιδέα της επανάστασης, δεν διαθέτει καμιά αξιοπιστία. Είναι εν πολλοίς κάτι εντελώς αόρατο και ξένο. Για πολλούς και διάφορους λόγους, το Επαναστατικό Εγχείρημα, έτσι όπως διαμορφώθηκε στο εποχικό διάνυσμα από το 1789 ως το 1968, δεν αναγνωρίζεται πλέον ως «ιστορικά ενεργό» ούτε, για να είμαστε ειλικρινείς, ως ηθικά-πολιτικά επιθυμητό. Από τη μεγάλη πλειονότητα των λαϊκών τάξεων και όχι μόνο από τους διανοουμένους ή τους καθηγητές πανεπιστημίων. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε λοιπόν είναι να αποκαταστήσουμε τον δεσμό της μεταρρύθμισης με τη δομική ρήξη, με συγκεκριμένα δραστικά ρήγματα στο «καθεστώς παγίωσης» του «Δεν Υπάρχει Άλλος Δρόμος», there is no Alternative. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί να ανοιχτεί εκ νέου μια δυνατότητα: μέσα από τέτοια «μεταρρυθμιστικά ρήγματα» που στις σημερινές συνθήκες θα επιτρέψουν στους από κάτω την ελπίδα, την επιθυμία για το καλύτερο, ενδέχεται να επανεισαχτεί η «δυναμική της αμφισβήτησης» στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο. Αυτό κατά τη γνώμη μου είναι εξαιρετικής σημασίας. Και πιστεύω ότι μια ριζοσπαστική πολιτική, αν δεν θέλει να είναι απλώς αναμνηστική, οφείλει να επιμείνει πλέον στην ιδέα της δημοκρατίας έτσι όπως αυτή συναρθρώνεται ξανά με το κοινωνικό ζήτημα, με το ζήτημα της κατανομής της κοινωνικής εξουσίας.
Δουλεύοντας πάνω σε αυτό τον κόμβο (δημοκρατίας-κοινωνικού ζητήματος) θα μπορούσαμε ενδεχομένως να προσδοκούμε βάσιμα στην επανεμφάνιση ενός «πληθυντικού» στις πηγές του αντικαπιταλισμού. Γιατί ο αντικαπιταλισμός, παρά τη λαϊκή δυσφορία για τους πλούσιους και για τη διαφθορά των νέων αδίστακτων ολιγαρχιών, παρά τις «διάσπαρτες αντιπλουτοκρατικές» διαθέσεις που αναπτύσσονται στον αέρα των σκανδάλων και των διαψεύσεων του κόσμου, παραμένει μια εξαιρετικά μειονοτική ευαισθησία. Και σε πολλές άλλες κοινωνίες από τη δική μας, ο αντικαπιταλισμός είναι περισσότερο απόμακρος και από την ιδέα του εποικισμού του πλανήτη Άρη. Μπορεί παρόλα αυτά να ξαναϋπάρξει ως σοβαρή προοπτική, ως στοιχείο της «ενεργού πραγματικότητας» μόνο μέσα από μια εμπειρία της δημοκρατίας στην οποία θα «ενσωματώνονται» τα κριτικά στοιχεία και αυτής ακόμα της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Εννοείται φυσικά ότι το πέρασμα από την ιδέα της δημοκρατίας στον αντικαπιταλισμό και ειδικότερα σε έναν αριστερό και σοσιαλιστικό αντικαπιταλισμό είναι μια υπόθεση που προϋποθέτει την άρση της κατάστασης του κοινωνικού ζόφου. Η μείωση της κοινωνικής καχεξίας και ατροφίας, η «αποτροπή» της περαιτέρω βιοτικής απαθλίωσης ευρύτερων στρωμάτων, η ανάσχεση ας πούμε του πιο επιθετικού πυρήνα των «μνημονιακών προγραμμάτων» δεν είναι έτσι κάτι ασήμαντο το οποίο πρέπει να αντιμετωπιστεί ως Εμπόδιο, αυταπάτη ή παραπλάνηση. Σε συνθήκες όπου υφίσταται ουσιαστική αναστολή των όρων μιας φιλελεύθερης και κοινωνικής δημοκρατίας, η απαίτηση για πραγματική δημοκρατία και η συμβολική επικύρωση των συντακτικών αξιών της κοινωνικής αλληλεγγύης και της αξιοπρέπειας, μπορούν να είναι, εν δυνάμει, πολύ πιο δραστικές από άλλες «εκκλήσεις». […]
Η σύγχυση μεταξύ γλωσσικής «επαναστατικής» ευφορίας και ριζοσπαστισμού συνιστά κατά τη γνώμη μου κατάλοιπο μιας στατικής τοποθέτησης για τη σχέση μεταρρύθμισης και επανάστασης. Αυτή η μαγεία των ανατρεπτικών λέξεων έχει βέβαια μια αξία: μπορεί να είναι μια υπενθύμιση των «συγκρουσιακών» θεμελίων κάθε κανονιστικής τάξης, κάθε ορθολογικής συναίνεσης, κάθε πολιτικής μεσολάβησης σε μια ανταγωνιστική και βαθιά άνιση κοινωνία. Αλλά η αξία της υπενθύμισης μετατρέπεται συχνότατα σε αυταπάτη περί «καθαρότητας των μετώπων», σε ένα είδος πολιτικής της άρνησης των αποχρώσεων, της περιφρόνησης για τις πολύπλοκες μεταβάσεις και τις «μικτές στιγμές».
Τελειώνω, λέγοντας ότι κατά τη γνώμη μου ζούμε μια κατεξοχήν μικτή και ακάθαρτη πολιτική συγκυρία. Και η Αριστερά καλείται να «κάνει κάποια πράγματα» περισσότερο από το να εμμένει στα σεβάσμια λεξιλόγια και στις γνώριμες μεθόδους με τις οποίες αυτοσυντηρείται στο χρόνο με τους φίλους και τους αποστάτες της, τις ενοχές και τις προδοσίες της, τις ορθοδοξίες και τις αιρέσεις της…
Αυτά τα πράγματα, αν και εφόσον τα προσπαθήσει, είναι φυσικά «λίγα», είναι υποδεέστερα του σκοπού της, του ονείρου ή του σχεδίου της στη νεωτερικότητα. Αναδύονται ωστόσο ως ανάγκες από την ίδια την οδύνη του κοινωνικού είναι, από την σημερινή κατάπτωση των σωμάτων που ζητούν να στηθούν ξανά όρθια, να διεκδικήσουν περιθώρια συγκεκριμένης ελευθερίας από τον δεσποτισμό της «μνημονιακής τάξης» και των πολιτικών της κελευσμάτων.
Θοδωρής Καρυώτης:
Ας τολμήσουμε να αντιστρέψουμε την – κοινή στην ελευθεριακή σκέψη – παραδοχή ότι το κράτος και η αγορά είναι «εξωκοινωνικοί θεσμοί». Πράγματι σήμερα είναι δύσκολο να βρούμε κάποια αγνή και αμόλυντη “κοινωνία” κάτω από το κράτος και την αγορά, με την έννοια ότι οι βασικοί δεσμοί που αναπαράγουν την κοινωνική ζωή είναι δομημένοι μέσα από το κράτος και την αγορά. Οι καταναγκαστικοί μηχανισμοί του κράτους και της αγοράς, όπως το μονοπώλιο της νόμιμης βίας και ο μηχανισμός του χρέους, είναι οι τελευταίοι σε μια σειρά μηχανισμών στους οποίους καταφεύγουν αυτοί οι θεσμοί για να επιβάλλουν τη λογική τους. Σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας εσωτερικεύουμε τους μηχανισμούς με τους οποίους αναπαράγονται, για παράδειγμα μέσα από την αρχή της ανάθεσης/αντιπροσώπευσης ή μέσα από την αρχή της μεγιστοποίησης του κέρδους, κτλ.
Ακολουθώντας τον Φουκώ, ας ονομάσουμε «βιοπολιτικό» αυτό το πεδίο αναπαραγωγής των κοινωνικών σχέσεων . Το υποκείμενο είναι προϊόν της εξουσίας: οι εμπορευματικές, ταξικές και κυριαρχικές σχέσεις μάς έχουν καθορίσει σε τέτοιο βαθμό που είμαστε καταδικασμένοι να τις αναπαράγουμε. Κάθε ένας από εμάς είναι ένας φορέας αναπαραγωγής του καπιταλισμού. Το κράτος και η αγορά λοιπόν δεν κυριαρχούν παρασιτικά, από έξω, αλλά από το εσωτερικό της κοινωνικής ζωής.
Φυσικά το βιοπολιτικό πεδίο δεν είναι αρκετό για την αναπαραγωγή του καπιταλισμού, απαιτείται επίσης ένα «πολιτικό» πεδίο με την παραδοσιακή έννοια του όρου: το κράτος, το αντιπροσωπευτικό σύστημα, οι νόμοι, οι οικονομικοί θεσμοί, οι μηχανισμοί καταστολής και ενσωμάτωσης, οτιδήποτε έχει να κάνει με τη διαχείριση της καπιταλιστικής ολότητας.
Υπό αυτή την οπτική, οι στρατηγικές κοινωνικής χειραφέτησης που επικεντρώνονται στην αλλαγή του «πολιτικού» χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους το «βιοπολιτικό», θα καταφέρουν στην καλύτερη περίπτωση πολύ αποσπασματικές και πρόσκαιρες νίκες: είμαστε προγραμματισμένοι να αναπαράγουμε τον καπιταλισμό.
Είναι βέβαια υπερβολή να πούμε ότι το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων καθορίζονται από το κράτος και την αγορά. Επιβιώνουν στην κοινωνία σχέσεις κοινοτικές, συλλογικές συνεργατικές που βγαίνουν από την λογική της εξατομίκευσης και της μεγιστοποίησης του οφέλους, της αφηρημένης εργασίας και της συσσώρευσης.
Η παρούσα οικονομική κρίση δημιούργησε μια έκρηξη κοινωνικής δημιουργικότητας προς αυτή την κατεύθυνση. Η απόσυρση του κοινωνικού κράτους και η επιβολή της λογικής της αγοράς σε νέους τομείς της κοινωνικής ζωής είχαν ως “παρενέργεια” την απαγκίστρωση μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας από την κρατική κηδεμονία, και την ανάδειξη των δυνάμεων συνεργασίας και αλληλεγγύης της ίδιας της κοινωνίας.
Θα ήταν βέβαια αφελές να υποστηρίξουμε ότι όλα αυτά τα νέα εγχειρήματα είναι ανοιχτά ανταγωνιστικά προς τον καπιταλισμό, ή ότι αποτελούν μια ξεκάθαρη και ομογενή πρόταση υπέρβασης του καπιταλισμού με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Πρόκειται περισσότερο για την ανάδειξη του «πλήθους» όπως το αντιλαμβάνονται οι Χαρντ και Νεγκρι, παρά για την ανάδειξη ενός νέου επαναστατικού υποκειμένου με την μαρξιστική έννοια. […]
Εμείς λοιπόν φτιάχνουμε τον καπιταλισμό. Πρέπει να σταματήσουμε να τον φτιάχνουμε και να κάνουμε κάτι άλλο. Σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να κατανοήσουμε την ανάδυση αυτής της πληθώρας νέων εγχειρημάτων βασισμένων στην αρχή της ισότητας, της οριζοντιότητας, της συμμετοχής.
Κοινωνικά κέντρα, καταναλωτικοί και παραγωγικοί συνεταιρισμοί, αστικές καλλιέργειες, οικοκοινότητες, πειράματα κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, δίκτυα ανταλλαγών, χαριστικά παζάρια, συνελεύσεις γειτονιών, κινήσεις για την προάσπιση των κοινωνικών αγαθών, δομές κοινωνικής αλληλεγγύης, και η λίστα εμπλουτίζεται συνεχώς.
Ανεξάρτητα από τις ιδιαιτερότητες της κάθε μίας, θα μπορούσε κανείς να πει ότι όλες αυτές οι νέες συλλογικότητες εκφράζουν μία απογοήτευση από τα πολιτικά κόμματα και το κράτος, ως ενιαίων χώρων διοχέτευσης και επίλυσης των αιτημάτων τους, και προτάσσουν ένα στόχο ριζοσπαστικό: μια συνολική μεταμόρφωση του τρόπου δράσης και σκέψης. Σε περιορισμένο βαθμό, και με τις αντιφάσεις και αμφισημίες που χαρακτηρίζουνε όλα τα κοινωνικά κινήματα ως απόπειρες υπέρβασης του υπάρχοντος, τα εγχειρήματα αυτά έχουν δημιουργήσει στο εσωτερικό τους κοινωνικές σχέσεις αντίθετες στη δυναμική της αγοράς και στην “κρατικο-κεντρική” ιεραρχία.
Πρόκειται για πειράματα κοινωνικής χειραφέτησης από τα κάτω τα οποία δεν επιβάλλουν αλλαγές σε όλο τον κοινωνικό ιστό. Δημιουργούν ξεκάθαρες προτάσεις αλλά δεν έχουν ένα σχέδιο συνολικού κοινωνικού μετασχηματισμού από τα πάνω. Δεν θέλουν να επιβάλουν το όραμά τους, ίσως αυτό θα τους φαινόταν αντιφατικό . Η ίδια τους η πολυμορφία είναι ένδειξη ελευθερίας στην πράξη: Δεν έχουμε ένα μοναδικό μοντέλο που θα πρέπει να εφαρμοστεί, αλλά μία πληθώρα μοντέλων βασισμένων σε παρόμοιες αξίες, αρχές και πρακτικές.
Αυτά τα εγχειρήματα αποτελούν ταυτόχρονα λύση σε άμεσες πρακτικές ανάγκες, αλλά και κοινωνικό πειραματισμό, δηλαδή απόπειρα κοινωνικής αλλαγής στο εδώ και στο τώρα, αφού δεν περιμένουν την αβέβαιη μαγική στιγμή της επανάστασης. Αλλά και όταν έρθει αυτή η στιγμή, θα έχουν μια καλή ιδέα για το τι μπορεί να λειτουργήσει στη μετεπανασταστική κοινωνία και τι όχι.
Το να τα χαρακτηρίσουμε «κινήματα αντίστασης» σημαίνει ελλιπή κατανόηση τους: πρόκειται για μικρά πειράματα «αυτονομίας» ή, καλύτερα, «αυτονόμησης», για να δοθεί έμφαση στην διαδικασία και όχι στην κατάσταση, που περνάν από την καταγγελία του υπάρχοντος προς την προεικονιστική οικοδόμηση διαφορετικών κοινωνικών σχέσεων και δομών. Δεν περιορίζονται στο «βιοπολιτικό» πεδίο, αν και αυτό είναι το κατεξοχήν πεδίο δράσης τους, αλλά το παίρνουν ως αφετηρία με σκοπό τη δημιουργία ενός νέου πολιτισμού, ενός νέου ανθρωπολογικού τύπου που συνειδητά θα απορρίψει τις αξίες του καπιταλισμού.
Φυσικά όπως είπα και πιο πάνω ούτε όλα αυτά τα εγχειρήματα είναι ανοιχτά ανταγωνιστικά προς τον καπιταλισμό, ούτε αποτελούν πανάκεια για όλα τα πολιτικά μας προβλήματα. Σίγουρα από μόνα τους δεν είναι αρκετά τα εγχειρήματα αυτονομίας. Το πολιτικό πλαίσιο στο οποίο κινούνται βάζει περιορισμούς και πρέπει να βρεθούν δημιουργικοί τρόποι υπέρβασης τους. Πάντα επίσης υποβόσκει ο κίνδυνος του αναχωρητισμού και της απομόνωσης από την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα. […]
Κατά τη γνώμη μου, αυτή η κίνηση προς την αυτονομία περνάει απαραίτητα από τη δημιουργία φορέων από την ίδια την κοινωνία για τη δικτύωση μεταξύ κοινοτήτων, τη διαχείριση των κοινών και την επίλυση διαφορών. Είναι απαραίτητη η δημιουργία θεσμών που θα ενώσουν το βιοπολιτικό πεδίο με το πολιτικό και θα συγκροτήσουν ένα νέο πόλο «από τα κάτω» στην πολιτική ζωή.
Κάποια από τα χαρακτηριστικά των νέων αυτών θεσμών θα πρέπει να είναι:
  • Να επιτρέπουν έναν καταμερισμό εργασίας που να μην ευνοεί όμως την εξειδίκευση και την ανάθεση, πχ μέσω κληρωτών θέσεων ευθύνης.
  • Να επιτρέπουν έναν «ήπιο» βαθμό εκπροσώπησης χωρίς να φτάνουν όμως στην αντιπροσώπευση.
  • Να οριοθετούν τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των συλλογικοτήτων που τους αποτελούν.
  • Να θεσμίσουν μηχανισμούς συλλογικής απόφασης, σύνθεσης των απόψεων, επίλυσης διαφορών.
Με αυτό τον τρόπο τα εγχειρήματα βάσης θα μπορούν να μεταφέρουν την πολιτική κουλτούρα των συνελεύσεων τους σε ένα ανώτερο επίπεδο δικτύωσης, και θα αποτελέσουν έτσι εργαλεία «εποικισμού» της πολιτικής ζωής με τις αξίες των κινημάτων κοινωνικής χειραφέτησης από τα κάτω, αντίθετα με τους μηχανισμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, που αποτελούν ακριβώς το ανάποδο.
Άρης Τσιούμας:
Η δική μου συνεισφορά στη κουβέντα θα γίνει μέσω της παρουσίασης ενός σχήματος το οποίο επιθυμεί να παράξει ένα πολιτικό πρόσημο μέσω της παρακολούθησης των ταξικών ανα-διαρθρώσεων του καπιταλισμού τα τελευταία χρόνια, και την επακόλουθη αλληλεπίδραση τους με τις δυναμικές συγκροτήσεις, αφηγήσεις και τακτικές του ευρύτερου αντικαπιταλιστικού κινήματος και των προβληματικών που αυτό ανέπτυξε.
Κάνοντας μια εισαγωγή, θα ορίσω ως ιστορική αφετηρία του σχήματος, το έτος 1933, όπου η ρύθμιση του New Deal, θα αποτελέσει την πρώτη διαμόρφωση μιας σοσιαλδημοκρατικής οικονομικής βάσης, στην προσπάθεια της κυβέρνησης των ΗΠΑ να απαντήσει αποτελεσματικά στην κρίση του 1929. Η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία της Γερμανίας την ίδια χρονιά και η σταδιακή αναβάθμιση του ρόλου της ΕΣΣΔ την ίδια περίοδο θα καταδείξουν ένα σημαντικό πρόβλημα. Η ρύθμιση του New Deal και η νέα διαχείριση που εισάγει δεν αποτελούν ακόμα ένα οικουμενικό μοντέλο. Οι εναλλακτικές διαχειρίσεις του καπιταλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο θα αποτελέσουν έναν ακόμα από τους πολλούς λόγους, εξ αιτίας των οποίων η ανθρωπότητα θα οδηγηθεί σε μια παγκόσμια πολεμική σύρραξη.
Η επόμενη μέρα του πολέμου θα βρει την Ευρώπη στη μέση δυο υπερδυνάμεων με μόνη ελπίδα μια μεγεθυμένη ανάπτυξη από αυτές που μπορούν να υπάρξουν μόνο πάνω στα ερείπια ενός ολοκληρωτικού πολέμου. Την περίοδο μεταξύ 1950–1970 η Ευρώπη – και οι λαοί της – θα γνωρίσουν την πλήρη ανάπτυξη του σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου. Πρόκειται για την αναβάθμιση της σοσιαλδημοκρατικής οικονομικής βάσης μέσω κυρίως του κρατικού παρεμβατισμού σε νέα βιοπολιτική διαχείρισης του καπιταλισμού. […]
Ο τρόπος λειτουργίας του σοσιαλδημοκρατικού συστήματος υπήρξε σχετικά απλός. Ένα κρατικό πλέγμα προστασίας απλώνεται με όρους ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και την εργατική δύναμη. Παράλληλα καλλιεργείται ο χυδαίος ορισμός του δημόσιου αγαθού ως κρατικού προϊόντος. Παρακολουθούμε δηλαδή την ανάπτυξη της διαδικασίας εισδοχής των δημόσιων αγαθών στην αγορά, την εμπορευματοποίηση τους.
Οι βασικοί στόχοι της όλης διαδικασίας είναι: η διατήρηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και η συνεχής διαχείριση της εξουσίας από την αστική ελίτ μέσω του ελέγχου του κράτους από το πολιτικό προσωπικό.
Με θεωρητικό πλαίσιο τις υποσχέσεις ευμάρειας και πρακτικό εργαλείο τους μαζικούς φορείς ενσωμάτωσης [τα πολιτικά κόμματα, και τα συνδικάτα ως μέρος του κρατικού μηχανισμού] ξεκινά η διαδικασία πρόσδεσης της εργατικής τάξης στο πλάνο ανάπτυξης του καπιταλισμού.
Πρόκειται για την προσπάθεια ευνουχισμού μέσω της αποπολιτικοποίησης της εργατικής τάξης που εκ της θέσης της [είναι η τάξη η οποία αναπαράγει τον καπιταλισμό] είναι δυνάμει επαναστατική. Αυτή η διαπίστωση μας φέρνει και στο κύριο σώμα της σημερινής εκδήλωσης. […]
Με μήτρα και γέννημα ταυτόχρονα το Μάη του 1968, θα αναπτυχθεί η Νέα Αριστερά της οποίας βασικό στοιχείο χαρακτηροδομής θα αποτελέσουν τα νέα κοινωνικά κινήματα.
Σε ένα πρόχειρο πλαίσιο ο J. Alexander θα πει ότι: «τα κοινωνικά κινήματα αποτελούν βάση έκφρασης των μεταμοντέρνων κοινωνιών και ταυτόχρονα βασικό χαρακτηριστικό τους».
Ο A. Touraine θα συμπληρώσει επεξηγηματικά: «το κοινωνικό κίνημα αποτελεί ένα πλαίσιο πολιτισμικών μοντέλων που θέτουν κοινωνικές πρακτικές», ενώ τονίζει ότι: «οι υλικές απαιτήσεις και οι ταξικές διακρίσεις δεν βρίσκονται πλέον στο επίκεντρο». Η δε συνοχή των κοινωνικών κινημάτων δεν εδράζεται στο έδαφος του ταξικού, αλλά μέσα από το σχήμα του «ενεργού πολίτη» [της ταυτότητας δηλαδή υπηκόου της κοινωνίας των πολιτών] εδράζεται πλέον σε διαταξικά σχήματα. Στόχος είναι είτε οι νομοθετικές μεταρρυθμίσεις υπέρ της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων ή η εδραίωση νέων συλλογικών συμπεριφορών.
Μη αναγνωρίζοντας ως βασική αντίθεση της καπιταλιστικής διάρθρωσης της κοινωνίας την αντίθεση μεταξύ κεφαλαίου-εργασίας, αυτά τα κινήματα μετακινούνται από την ταξική σύγκρουση στην ενασχόληση με ζητήματα εποικοδομήματος [φύλο, μειονότητες, μεταναστευτικό, αντιψυχιατρικό, εγκλεισμού κλπ].
Αυτή η διαδικασία θα έχει ως αποτέλεσμα να μετατεθεί το βάρος από την επανάσταση ως μέσο απελευθέρωσης στη μεταρρύθμιση μέσω του συμπεριφορισμού του μαζικού ατόμου που πετυχαίνει τη νομοθετική ρύθμιση προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από το ίδιο το πλαίσιο εξουσίας στο οποίο εναντιώνεται.
Στην Ελλάδα λόγω της λενινιστικής επικυριαρχίας το κίνημα αυτό θα εκπροσωπηθεί σχεδόν αποκλειστικά από το νεοελευθεριακό ρεύμα και μετά το 1990 από το μετα-αναρχικό.
Πρόκειται ουσιαστικά για τη θέσμιση του κοινωνικού ρεφορμισμού μέσω των διαταξικών σχημάτων πρωτοβουλίας πολιτών σε πολιτικό ρεφορμισμό, μια διορθωτική κίνηση εν τέλει μέσα στον καπιταλισμό με τη μορφή παρέμβασης στο νομοθετικό του πλαίσιο. Μια διαδικασία η οποία μιλά στο όνομα της επανάστασης, φέρει όμως το ονοματεπώνυμο «Μεταρρύθμιση».
Σε έναν εντελώς φανταστικό αντίποδα θα καλλιεργήσει μετά το 1990 και με αφορμή την κατάρρευση των σοσιαλιστικών σχηματισμών ένα κομμάτι της μετά-σταλινικής αριστεράς το δικό του κίνημα «αντίστασης».
Χρησιμοποιώντας μια επίφαση μαρξικής κληρονομιάς, αυτή η αριστερά θα επικαθορίσει το κοινωνικό με βάση μια πολιτική φαντασιακή θέσμιση. Συγκεκριμένα, ερμηνεύοντας τον κόσμο με όρους αναδίπλωσης των χειραφετησιακών κινημάτων, θα διατηρήσει τις αναφορές της στην ταξική πάλη, η οποία πλέον όμως στη βάση μιας «ρεαλιστικής προσέγγισης» θα συνδικαλιστικοποιηθεί.
Ενώ η συνοχή του κινήματος αντίστασης δεν διαφέρει ουσιαστικά από την διαταξική σύσταση του μεταμοντέρνου κινήματος μεταρρύθμισης, η διαφορά θα σημειωθεί στους όρους χρήσης.
Και πάλι στο όνομα της επανάστασης ένας πολιτικός ρεφορμισμός, ο οποίος συνέχεται στο πεδίο της άρνησης περιγραφής ενός άλλου παραγωγικού μοντέλου, μιας «μεγάλης αφήγησης» της απελευθέρωσης με κοινωνικούς όρους, θα εκφυλιστεί σε έναν κοινωνικό ρεφορμισμό μέσω της οριοθέτησης αυστηρά συντεχνιακών αιτημάτων τα οποία μπορούν να βρουν πεδίο ανάπτυξης σε όλες τις κοινωνικές τάξεις διαμέσου μιας πολιτικής του χώρου.
Η απόφαση του κινήματος αντίστασης, [το οποίο στην Ελλάδα θα εκπροσωπήσουν όλες οι δυνάμεις του αριστερού εξωκοινοβουλίου] ότι οι εργαζόμενοι [με τους οποίους δεν θα αποκτήσουν ποτέ οργανική σχέση] βρίσκονται σε μαζική άμυνα, θα μετατρέψει την ίδια την αντίσταση σε ένα αποκομμένο, κούφιο νοήματος, κέλυφος, έναν φαύλο κύκλο, καθώς η διαλεκτική σχέση της αντίστασης, ως προοίμιο της επανάστασης, θα διακοπεί βίαια. Το όνομα που θα φέρει αυτή η διαδικασία είναι το όριο της αιώνιας αντίστασης· πρόκειται ουσιαστικά για την μετουσίωση του πολιτικού ρεφορμισμού σε κοινωνικό ρεφορμισμό. […]
Ρόλος των χειραφετησιακών κινημάτων σήμερα που μιλούν και όντως τάσσονται με την επαναστατική διαδικασία είναι να υπενθυμίζουν διαρκώς στην τάξη και την κοινωνία των καταπιεσμένων ότι:
Δεν μπορεί να υπάρξει καμιά επαναστατική πολιτική, εάν δεν μιλάς για την αυτοδιεύθυνση της κοινωνίας από αυτούς που παράγουν τον πλούτο, εάν δεν μιλάς για την ολοκληρωτική άρση της διαχωρισμένης εξουσίας σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο.
Δεν μπορεί να υπάρξει καμιά χειραφετησιακή πολιτική από τα πάνω προς τα κάτω, κανένα λαϊκό κίνημα στη βάση επικυριαρχίας του πολιτικού στο κοινωνικό. Η άμεση δημοκρατία ως μια πολιτική μορφή κομμουνισμού αποτελεί απαραίτητο συντελεστή στην προσπάθεια χειραφέτησης του ανθρώπου.
Δεν μπορεί να υπάρξει καμιά αριστερά και καμιά αναρχία, εάν δεν μιλούν για το ζήτημα αλλαγής παραγωγικού μοντέλου, εάν δεν μιλούν για το ζήτημα της κατάργησης της ιδιοκτησίας, της κατάργησης της εξουσίας ανθρώπου σε άνθρωπο σε όλα τα επίπεδα.
Μένει να υπενθυμίζουμε και να δρούμε διαρκώς με βάση την αποστροφή: «Όσα είπαμε ισχύουν».
Κώστας Γούσης:
Την ώρα που ξεσπά η μάχη αποτελεί πολυτέλεια και συχνά θρασυδειλία να κάθεσαι άπραγος, επειδή οι συνθήκες δεν είναι αρκετά ώριμες, ο διεθνής συσχετισμός είναι αρνητικός κ.ο.κ. Η λενινιστική τομή άλλωστε του Οκτώβρη του 1917 συνίσταται στην επαναστατική πολιτική παρέμβαση που αξιοποιεί τις δυνατότητες της κοινωνικής ρήξης με το ρίσκο των αντίξοων συνθηκών. Ταυτόχρονα όμως  μας υπενθυμίζει την ανάγκη να αναγνωρίζονται οι ανεπάρκειες, τα ελλείμματα, οι δυσκολίες, τα πράγματα με μια πιο γενική έννοια, ως έχουν και να μη βαφτίζεται η ανάγκη αρετή.
Η πρόσληψη της πραγματικότητας στο λενινιστικό παράδειγμα τοποθετεί στο κέντρο της την προτεραιότητα της κομμουνιστικής στρατηγικής και τις συνολικές εξελικτικές τάσεις της ανθρωπότητας έναντι των τακτικών επιλογών μιας περιόδου. Το αντίθετο, σύμφωνα με την εύστοχη διατύπωση του Λούκατς, αποτέλεσε το κέντρο της μεθόδου του Στάλιν, σαν ουσία της οντολογίας του κοινωνικού είναι. Ο επαναστατικός μαρξισμός επομένως παρακμάζει όταν η θεωρία έχει την αποστολή να έρθει εκ των υστέρων για να καθαγιάσει την τακτική επιλογή και να την εμφανίσει σαν αναγκαίο συμπέρασμα της μαρξιστικής και λενινιστικής μεθόδου. […]
Σε αυτή την εισήγηση θα δώσουμε βαρύτητα στη θεωρητική πλευρά της σχέσης κοινωνικής αντίστασης, μεταρρύθμισης κι επανάστασης. Σπεύδω όμως να τονίσω πως σε κάθε περίπτωση ανάμεσα στη θεωρητική, την πολιτική, την οργανωτική και κινηματική διάσταση της συζήτησης δεν υπάρχουν σινικά τείχη και, όπως δεν πρέπει να ταυτίζονται, έτσι δεν πρέπει και να αυτονομούνται μεταξύ τους τα διαφορετικά επίπεδα μιας δυναμικής σχέσης αλληλεπίδρασης. Άλλωστε, μία σοβαρή παγίδα που μπορεί να εγκλωβίσει τον επαναστατικό μαρξισμό στον βάλτο της ακινησίας σε μια περίοδο, όπου όλα κινούνται και όλα αλλάζουν, βρίσκεται σε μια υποθετική θεώρηση των πραγμάτων σαν την παρακάτω ∙ η θεωρία ασχολείται με τον κομμουνισμό ως αφηρημένη ιδέα, το κίνημα περιορίζεται στην κοινωνική αντίσταση χωρίς άλλο ορίζοντα πάλης ή έστω προσδοκιών και οι επαναστατικές οργανώσεις – αριστερές περιθωριακές τάσεις μεγάλων κομμάτων προπαγανδίζουν την επανάσταση ως ιδεολογικό συμπλήρωμα σε μια κυρίαρχη στρατηγική που συνίσταται σε μεταρρυθμίσεις με όρους προοδευτικής κυβερνητικής διαχείρισης κι ενός νέου ιστορικού συμβιβασμού για τη διέξοδο από την κρίση.
Προφανώς, οι ομοιότητες της παραπάνω υπόθεσης με πραγματικά πρόσωπα και καταστάσεις της τρέχουσας κοινωνικής και πολιτικής συγκυρίας και τα νέα διακυβεύματα της κρίσης δεν είναι καθόλου τυχαίες. Για να αντιληφθούμε όμως τους όρους και τους δρόμους επανεμφάνισης της προγραμματικής συζήτησης για μεταρρυθμίσεις, επαναστάσεις, τακτική και στρατηγική τη νέα περίοδο, πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη το σοκ της κατάρρευσης και την ισχύ της ρεβανσιστικής και αλαζονικής διακήρυξης του «τέλους της ιστορίας» τη δεκαετία του ’90. Το παράδοξο μάλιστα με το «τέλος της ιστορίας» είναι πως πολλοί απ’ όσους έριχναν κατάρες ενάντια στον Φουκουγιάμα κατά βάθος ήταν και οι ίδιοι πολύ απαισιόδοξοι σε σχέση με τη δυνατότητα των μαζών να καθορίσουν τις εξελίξεις. Δεν έλειψαν βέβαια κι εκείνη την περίοδο όσοι επεσήμαναν πως η ιστορία δεν τέλειωσε και αργά ή γρήγορα νέοι κοινωνικοί τριγμοί θα τραντάξουν την «ησυχία, τάξη και ασφάλεια» των όπου γης κεφαλαιοκρατών. […]
Οι ουδέποτε ηγεμονεύουσες επαναστατικές απόπειρες του εξεγερσιακού κύκλου που άνοιξε με τον Μάη του ’68 κατέρρευσαν μαζί με τις δεκαετίες των ιστορικών συμβιβασμών και αυταπατών για το δημοκρατικό, κοινοβουλευτικό και ειρηνικό μετασχηματισμό του καπιταλιστικού κράτους. Τη δεκαετία του ’90 με βάση τον πρώτο κύκλο ριζοσπαστισμού στη Λατινική Αμερική με το παράδειγμα των Ζαπατίστας και τις νέες κινηματικές εμπειρίες του κινήματος κατά της καπιταλιστικής διεθνοποίησης διάφορες αυτόνομες κι αναρχικές προσεγγίσεις αναπτύχθηκαν δυσανάλογα σε σχέση με τη θεωρητική δυναμική τους.
Την ίδια στιγμή κι εντός της πολλαπλότητας των αναρχικών ρευμάτων πήρε προβάδισμα μια μετα–ηγεμονική και αντιπολιτική διάσταση, όπως χαρακτηριστικά εκφράζεται στο βιβλίο του Ρίτσαρντ Ντέι Gramsci is Dead, όπου το ίδιο το ερώτημα «μεταρρύθμιση ή επανάσταση» θεωρείται παρωχημένο, καθώς δεσμεύεται σε παραδόσεις θεμελιώδους κοινωνικής αλλαγής που χαρακτήρισαν τόσο τον κλασσικό μαρξισμό όσο και τον κλασσικό αναρχισμό. Ο μετα-αναρχισμός μοιράζεται με τις μεταμαρξιστικές προσεγγίσεις των Λακλάου και Μουφ τις αναφορές στον Λακάν και την παραίτηση από το όραμα μιας κοινωνίας χωρίς κράτος, εξουσία κι εκμετάλλευση.
Από διαφορετικές αφετηρίες μια σειρά από προσεγγίσεις χωρίς τις ίδιες θεωρητικές καταβολές και διαδρομές καταλήγουν στο να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία, όπως διακήρυξε ο Τζον Χόλογουεϊ. Ο περιορισμός σε αυτόνομες νησίδες κατέληξε στην αυτονόμησή τους από κάθε γενικό πολιτικό σχέδιο και μια αντιπολιτική των συμβάντων χωρίς προϋποθέσεις και προοπτική. Στον αντίποδα στήθηκε μια εξιδανίκευση της λογικής των αριστερών προοδευτικών κυβερνήσεων με βάση τους εν εξελίξει λατινοαμερικάνικους ριζοσπαστισμούς που υποτίμησε όμως τη δυναμική της ενσωμάτωσης, τα δομικά όρια των «από τα πάνω» μεταρρυθμίσεων στα πλαίσια του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού και τις «από τα κάτω» λαϊκές συγκροτήσεις σαν καθοριστικό παράγοντα των εξελίξεων.
Το ξέσπασμα της κρίσης του καπιταλισμού, η νέα ποιότητα και το βάθος της άλλαξαν άρδην τα δεδομένα. Έχοντας πλέον μια τετραετία πίσω μας ο αναρχικός χώρος φαίνεται να διαπερνιέται από μια στρατηγική αμηχανία απέναντι στα ερωτήματα της κρίσης, ενώ οι προτάσεις προοδευτικής διαχείρισης αυτού που ο Μπαντιού έχει αποκαλέσει καπιταλοκοινοβουλευτισμό συγκροτεί πράγματι στη συγκυρία μια δυναμική σχέση με τα ρεύματα της κοινωνικής αντίστασης και της νέας πολιτικοποίησης. Στα πλαίσια αυτής της εισήγησης θέτουμε αφοριστικά την εκτίμηση πως η δυναμική της περιόδου θα σπρώχνει αντικειμενικά είτε προς αντικαπιταλιστικές ανατρεπτικές απαντήσεις είτε προς μια επικίνδυνη αντιδραστική αναμόρφωση του συνολικού σκηνικού. Κι αυτό όχι μόνο με όρους μακροπρόθεσμου ξεδιπλώματος ενεργών αντιφάσεων, αλλά και όσον αφορά στις άμεσες απαντήσεις «εδώ και τώρα» για την επιβίωση – ανακούφιση του λαού.
Με αυτή την έννοια χρειαζόμαστε μια πολιτική των καταπιεσμένων που να συγκροτηθεί ως μεταβατικό πρόγραμμα που θα ανοίξει τον δρόμο προς τον θεμελιώδη κοινωνικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Η λογική του μεταβατικού προγράμματος είναι η λογική της διαρκούς επαφής και πολιτικοποίησης της κοινωνικής αντίστασης με στόχο τη γέννηση νέων πρωτοποριών, αλλά και την προώθηση της επαναστατικής διαδικασίας μέσα από την πείρα των ίδιων των μαζών. Το ΝΑΡ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχουν προτείνει στο μαζικό κίνημα ένα τέτοιο πρόγραμμα με βασικούς άξονες: την αύξηση μισθών και συντάξεων, την κατάργηση των μνημονίων και των μέτρων τους, την παύση πληρωμών και διαγραφή του χρέους, την έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ με διεθνιστική προοπτική, το πέρασμα στο Δημόσιο των τραπεζών και των μονάδων στρατηγικής σημασίας χωρίς αποζημίωση, με εργατικό έλεγχο και προς όφελος του λαού, την απαγόρευση των απολύσεων – κοινωνική προστασία των ανέργων και των φτωχών, μέτρα που συμπυκνώνονται στον πολιτικό στόχο της αντικαπιταλιστικής ανατροπής.
Ένα σχέδιο ηγεμονίας όμως και μετασχηματισμού των ρευμάτων της κοινωνικής αντίστασης σε ρεύματα της επαναστατικής ανατροπής δεν θα κριθεί μόνο από ένα άμεσο αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης, αλλά και από την επαναθεμελίωση μιας νέας κομμουνιστικής προοπτικής. Ενός κομμουνισμού ως ρυθμιστικής στρατηγικής υπόθεσης (hypothèse stratégique régulatrice) με τους όρους που το έθετε ο Ντανιέλ Μπενσαΐντ σε ένα από τα τελευταία του κείμενα. Μια στρατηγική υπόθεση που δίνει προσανατολισμό στην καθημερινή δράση και αποτελεί ασπίδα προστασίας απέναντι στον εκφυλισμό μιας ενσωματωμένης πολιτικής χωρίς αρχές. Η επανεξόρμηση των κομμουνιστικών ιδεών δε δημιουργεί βέβαια από μόνη της επαναστατικά γεγονότα. Δημιουργεί όμως το πιο προωθημένο ρεύμα που θα αποτελέσει πόλο έμπνευσης και πυξίδα προοπτικής στις κρίσιμες επόμενες καμπές, όπου η κοινωνική αντίσταση ή θα κάνει άλμα προς τα μπρος ή άλμα στο κενό.

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2012

Εξιλαστήριο θύμα οι μετανάστες

αναδημοσίευση από: αριστερό blog
Κείμενα: Θανάσης Σκαμνάκης, Παναγιώτης Φραντζής
 
Μια μεγάλων και επικίνδυνων διαστάσεων εκστρατεία βρίσκεται σε εξέλιξη το τελευταίο διάστημα με άμεσα θύματα τους μετανάστες. Επίσημη πολιτεία, αστυνομικό παρακράτος και παρακρατικές ομάδες, με επίσημο όνομα ή χωρίς, έχουν ξεκινήσει σαφάρι εναντίον των ξένων. Ο ειρωνικής ονομασίας «Ξένιος Ζευς» εγκαινιάζει το επίσημο πογκρόμ και στα απόνερα του ενεργοποιείται ολόκληρος ο ξενοφοβικός και φασιστικός εσμός.
 
Το όλο θέμα δεν είναι πρόβλημα των «άκρων» αλλά ζήτημα της καθημερινής ζωής των Ελλήνων. Και η ελληνική κοινωνία, προσθέτει στην ανασφάλεια της, εξαιτίας της οικονομικής δυσπραγίας της, τον καθημερινό φόβο από τα μικρά, αλλά και τα μεγάλα εγκλήματα των ξένων (ή τουλάχιστον εκείνα που αποδίδονται στους ξένους), τη γενική έξαρση της εγκληματικότητας, η οποία έχει σχέση και με την οικονομική κρίση αλλά σε ένα βαθμό και με κάποιους ξένους. Και προσθέτοντας αυτή την ανασφάλεια είναι έτοιμη να δώσει δίκιο, συνεπικσυρούντων των μέσων ενημέρωσης, στις ρατσιστικές επιθέσεις. Το φαινόμενο παίρνει ανεξέλεγκτες κοινωνικές διαστάσεις και η επίκληση του ανθρωπισμού δεν μπορεί να πείσει τη νοικοκυρά του Αγίου Παντελεήμονα, τον συνταξιούχο ή τον αγρότη που μπήκαν σπίτι του στην ερημιά και τον ρήμαξαν, ούτε τη μάνα της κοπέλας από την Πάρο, ούτε την έγκυο γυναίκα εκείνου του άτυχου που τον σκότωσαν Αφγανοί στην Ηπείρου για μια βιντεοκάμερα. Κι έτσι ο φορτηγατζής ακροατής του ραδιοφωνικού σταθμού, είτε είναι φασίστας είτε όχι, αφελής ωστόσο, «δεν καταλαβαίνει Χριστό» όπως λέει, κι αν πιάσει τους ξένους που του έχουν κλέψει το τσαντάκι με τα λεφτά του δυό φορές, το κινητό του πέντε κ.ο.κ., «θα τους φάει ζωντανούς». Ο ανθρωπισμός είναι μια προσιτή στον καθένα ιδεολογική σύλληψη σε μια εποχή που έχεις την πολυτέλεια να είσαι άνθρωπος. 'Οταν έρχεται η εποχή της στέρησης, αρχίζει ο βαθύς διχασμός και η ανθρωποφαγία. Ο διπλανός είναι ένας ορατός και προσιτός εχθρός. Το να τα βάζεις με τις κυβερνήσεις είναι εξαιρετικά δύσκο^ Είναι μακρινοί στόχοι και τώρα που έχουν μεταφέρει το κέντρο τους στις Βρυξέλλες και το Βερολίνο είναι απρόσωπες, μακρινές και ακατάβλητες. Το να θυσιάσεις τον διπλανό σου φτωχοπρόδρομο είναι μια προσιτή δυνατότητα. Κι έτσι, στην κρίση, αμυνόμαστε με ανθρωποθυσίες. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να μη νιώθεις πως δεν κάνεις τίποτα. Είναι όμως αποτελεσματικός; Φυσικά όχι. Ποιος βολεύεται απ' αυτό; Φυσικά οι δημιουργοί της κρίσης. Μπαίνουμε στη νέα εποχή με αναπεπταμένες τις σημαίες τον μίσους. Μάλλον πρέπει να δώσουμε μεγαλύτερο ρόλο στη σκέψη και το μυαλό μας.
 
Σήμερα δεν υπάρχουν φυσικές καταστροφές», είχε πει ο Ζαν-Πολ Σαρτρ, θέλοντας να υπογραμμίσει πως κάθε φαινόμενο στον καπιταλιστικό μας κόσμο έχει κοινωνικές αιτίες, ή έστω η κοινωνική κατάσταση το επηρεάζει κατά τρόπο καθοριστικό. Στην εποχή μας, όπου η ρήση αποδεικνύεται όσο ποτέ αληθινή, η κοινωνία αρχίζει να πιστεύει το ακριβώς αντίθετο. Πως ακόμα και οι κοινωνικές καταστροφές, όπως η οικονομική κρίση, έχουν φυσικά αίτια, ή έστω έχουν τη δύναμη φυσικού φαινομένου, και συνεπώς δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν. «Οι δυνάμεις της αγοράς» είναι απρόσωπες, απρόσιτες και πανίσχυρες. Πάνω από ανθρώπους αλλά και κράτη ολόκληρα.
Από την άλλη πλευρά υπάρχουν μερικά φαινόμενα σοβαρά που έχουν ασφαλώς κοινωνικό χαρακτήρα. Ο φορτηγατζής που θέλει να «φάει» τον κλέφτη και η κυρία του Αγίου Παντελεήμονα που θέλει τα ΜΑΤ και τη Χρυσή Αυγή να κυνηγάνε και να δέρνουν μετανάστες για να έχει το κεφάλι της, και το πορτοφόλι της, ήσυχο, ξέρουν.
Φυσικά, δεν είναι βέβαιο πως επιλέγουν τον καλύτερο δρόμο για εξασφαλίσουν και το κινητό και το κεφάλι και το πορτοφόλι τους, αλλά επιμένουν πως αυτός είναι ο μόνος τρόπος να αντιδράσουν. Αυτό τους χρειάζεται, των ξένων. Να τους τρομοκρατήσουμε, να τους διώξουμε, να τους «φάμε».
 
Η «ικανοποιημένη πλειοψηφία», όπως την έλεγε ο Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ νιώθει να απειλούνται τα κεκτημένα της, τα οποία σαρώνονται από την οικονομική κρίση, και ζητά ένα προσιτό εξιλαστήριο θύμα για να εκτονώσει την αγανάκτηση της και να πολεμήσει το φόβο της.
Η νέα μας εποχή, που τόσο πολύ διαφημίσανε, και εξακολουθούν να διαφημίζουν, τηλεοπτικοί αστέρες και τηλεοπτικοί διανοούμενοι και πολιτικοί, μας εισάγει σε μια νέα κοινωνική βαρβαρότητα της οποίας οφείλουμε να δούμε τις αιτίες και τη διαδρομή. Πριν καταλήξουμε στο αφοριστικό και ασφαλές (για τις μεταξύ μας σχέσεις) συμπέρασμα πως φταίει ο καπιταλισμός, πρέπει να δούμε τι συμβαίνει και οι κοινωνικές καταστροφές θεωρούνται σήμερα φυσικά φαινόμενα και γιατί οι φτωχοί ενοχοποιούν άλλους φτωχούς και συμμετέχουν σε εκστρατείες εναντίον τους.
 
Οι απαντήσεις δεν είναι απλές και κυρίως μονοσήμαντες. Δεν μπορεί κανείς να διαφεύγει από τα αμείλικτα και επιτακτικά ερωτήματα της πραγματικότητας, που ζητούν απαντήσεις εδώ και τώρα, αλλά επίσης ούτε να εγκλωβίζεται στην αμείλικτη τωρινή και δυσμενή πραγματικότητα για να οδηγηθεί χωρίς σκέψη και χωρίς προοπτική σε απαντήσεις οι οποίες υπονομεύουν και το παρόν και το μέλλον, και στην ουσία δεν λύνουν κανένα πρόβλημα όσο κι αν δείχνουν το αντίθετο.
Επί του θέματος χρειάζεται να γίνουν μερικές επισημάνσεις.
 
Επισήμανση πρώτη και βασική: Η παγκοσμιοποίηση προήλθε (αλλά και σήμανε) από τη δυνατότητα των μεγάλων βιομηχανιών να πηγαίνουν όπου θέλουν. Κι αυτές μεταφέρθηκαν στην Κίνα, στις Ινδίες, στο Μεξικό και άλλου όπου κατασκεύασαν ολόκληρες παρα-γκουπόλεις και τις γέμισαν εργάτες με ημερομηνία λήξεως, οι οποίοι δουλεύουν για ισχνότατα μεροκάματα, ζουν σε παράγκες από πισόχαρτο και πεθαίνουν σύντομα, γεγονός που δεν ενοχλεί κανέναν εργοδότη καθώς τους αντικαθιστά γρήγορα και ανέξοδα. Κι έτσι η εργατική τάξη στις χώρες του λοιπού, του «ανεπτυγμένου», κόσμου βγαίνει οτην ανεργία, αλλάζει ειδικότητες, χάνει τη συνοχή της, τη δύναμη της συλλογικής δράσης και της πολιτικής της έκφρασης.
 
Επιπλέον, η πτώση του ποσοστού κέρδους στη βιομηχανία και την παραγωγή και η στροφή του κεφαλαίου στο χρηματοπιστωτικό σύστημα κάνουν τους εργαζόμενους λιγότερο αναγκαίους για την αύξηση των κερδών. Στη βάση αυτή και προς ενίσχυση, πολιτική και ιδεολογική, αναπτύσσονται οι νεοφιλελεύθερες οικονομικές και πολιτικές θεωρίες (μοντέρνες και κυρίως μεταμοντέρνες) ως έκφραση της σύγχρονης «ατομικής» αναζήτησης, που αποσυνδέει («αποδομεί») τα ενιαία κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά γεγονότα σε επιμέρους περιστατικά, σε ατομικές αναζητήσεις, στη λογική του κάθε άνθρωπος έχει τη δική του αλήθεια και το δικό του δίκιο. Και συνεπώς είναι ένοχος και για τη φτώχεια του. Στην ιεράρχηση των κοινωνικών αξιών αλλάζει η σειρά. Και στην πολιτική κάθε απόφαση αξιολογείται με βάση την οικονομική της αξία. Η προστασία του περιβάλλοντος (που καταστρέφεται στη Χαλκιδική, αλλά και οτην Αρκτική) δεν είναι το πρώτιστο μέλημα της πολιτικής. Το πρώτιστο είναι οι οικονομικές επενδύσεις και όσα αποφέρουν, δελεάζοντας τον ανυποψίαστο, αφελή ή ανέντιμο πολίτη με το καρότο της απασχόλησης και της ανόδου της οικονομικής του ζωής.
 
Επισήμανση δεύτερη, και εξίσου βασική: Εάν η παραγωγή δεν αγωνιά για εργατικά χέρια, οι φτωχοί και οι άνεργοι γίνονται περιττοί. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να διατηρείται το «κράτος πρόνοιας», το οποίο αποσκοπούσε να διατηρεί σε περιόδους οικονομικής ύφεσης το άνεργο εργατικό δυναμικό σε ετοιμότητα, ως «εφεδρικό στρατό εργασίας», προκειμένου να επιστρατευτεί στην επόμενη φάση, όταν η βιομηχανία θα το χρειαζόταν. Συνεπώς, οι φτωχοί και οι άνεργοι, οι οποίοι επιπλέον διαπράττουν και τα άλλο θανάσιμο αμάρτημα, να μην είναι καταναλωτές, γίνονται βάρος, περιθώριο, περισσεύουν, εξοβελίζονται στα όρια της ανυπαρξίας. Απειλούν με την ύπαρξη τους την «ικανοποιημένη πλειοψηφία». Οι οικονομικές αξίες δεν έχουν θέση γι' αυτούς στον κόσμο και θα ήταν ευχής έργο να μπορούσαν να εξαφανιστούν, και όχι μόνο μεταφορικά!.. Υπάρχουν τρόποι γι' αυτό; Υπάρχουν, και πολλοί μάλιστα.
 
Επισήμανση τρίτη, κι εδώ επιτέλους ερχόμαστε στο θέμα: Εφόσον το κράτος πρόνοιας, η οικονομική «τάξη» και οι εργασιακές σχέσεις έχουν τόσο ριζικά διασαλευθεί, η ελπίδα «αποκατάστασης» της κοινωνικής ισορροπίας δεν βρίσκεται στην οικονομική ανάπτυξη και την επιστροφή στον «παλιό καλό καιρό». Και επειδή πάντα υπάρχει ο κίνδυνος οι περιττοί να διεκδικήσουν, και διεκδικούν, είτε από απόγνωση είτε από συνείδηση, το μερίδιο τους και να καταστούν έτσι κοινωνικά επικίνδυνοι, διογκώνονται οι μηχανισμοί καταστολής. Οι καταναλωτές πολίτες είναι διατεθειμένοι να δεχτούν όλα τα μέτρα (τι σημαίνουν ελευθερία και ανθρώπινα δικαιώματα, όταν η ύπαρξη τους απειλεί το δικαίωμα μου να καταναλώνω;). Ο φαύλος κύκλος έχει ανοίξει και δεν κλείνει αν δεν συντριβεί. Οι απόκληροι γίνονται παραβάτες, και κάποιοι εγκληματίες. Κάποιοι, όπως οι κολασμένοι των παρισινών περιχώρων, καταφεύγουν σε τυφλές εξεγέρσεις, πολλαπλασιάζοντας το φόβο και καθιστώντας ακόμα πιο αναγκαία τα μέτρα καταστολής, στα μάτια και στα μυαλά της «σιωπηρής πλειοψηφίας». Οι αντιθέσεις ήταν πραγματικές και τώρα έγιναν αμείλικτες. Κηρύσσεται πόλεμος εναντίον των φτωχών, των μεταναστών, των απόκληρων. Και ασφαλώς οι μετανάστες, οι ξένοι, είναι πάντα ο πιο εύκολος στόχος... Ούτως ή άλλως ο ξένος αποτελεί πάντα έναν πρόσφορο αντίπαλο. Η μάχη των φτωχών εναντίον των φτωχών μόλις άρχισε και στην Ελλάδα της κρίσης.
Ανάμεσα στο «Ξένιο Δία», τη Χρυσή Αυγή, την «ενημερωτική» πολιτική καναλιών και εφημερίδων και τις δολοφονικές επιθέσεις εναντίον ξένων υπάρχει ένας ισχυρός συνεκτικός ιδεολογικός ιστός. Που συνδέεται με τη σκληρή πραγματικότητα της κρίσης.
 
Οι επισημάνσεις αυτές δεν κομίζουν γλαύκα στην Αθήνα. Αυτά έχουν γραφτεί και ειπωθεί κατ' επανάληψη τα τελευταία χρόνια. Μόνο που τώρα μας γίνονται βίωμα. Και μπορούν να θεωρηθούν μια μεθοδολογική εισαγωγή στη μελέτη του προβλήματος, ώστε οι πολιτικές αποφάσεις που θα ληφθούν να είναι σοβαρές και αποτελεσματικές. Υπό το πρίσμα αυτών των σκέψεων πρέπει να κατανοηθεί πως η αναζήτηση της συλλογικής κοινωνικής δράσης, σε όλα τα επίπεδα και με όλες τις μορφές, η εκδήλωση της κοινωνικής αλληλεγγύης, η ενότητα των ανθρώπων, γίνονται πρωταρχικά ζητούμενα. Όπου η πολιτική και ιδεολογική στρατηγική έχουν καταλυτικό ρόλο, αλλά και δεν γίνονται εμπόδιο στην κοινή δράση και ζωή, αντίθετα διευκολύνουν τους πιο πρωτοπόρους ανθρώπους να αποκτούν ουσιαστικότερη συνείδηση του κόσμου και της πράξης τους, κάνοντας πιο εφικτή την ενότητα. Απαντώντας σε «μια κατακερματισμένη πολιτική, στα μέτρα του κατακερματισμένου κόσμου και της κατακερματισμένης ανθρώπινης ύπαρξης», όπως γράφει ο Ζ. Μπάουμαν.
 
Το δρομολόγιο Πάρος-«Ξένιος Ζευς»
 
Η τεράστια δημοσιότητα που πήρε η υπόθεση της κακοποιημένης κοπέλας στην Πάρο ήρθε να κολλήσει σαν να ήταν αποτέλεσμα υποδειγματικού προπαγανδιστικού μοντάζ με την επιχείρηση «Ξένιος Ζευς». Και αυτή με τη σειρά της άνοιξε τα πλάνα άγριων μεταμεσονύκτιων δολοφονικών επιθέσεων κατά μεταναστών. Πριν κακολογήσουμε τους αδιάφορους πολίτες, πριν ψάξουμε για τον φασίστα της διπλανής πόρτας, ας σκεφτούμε πώς παρεμβαίνουν ακριβώς τα μέσα ενημέρωσης.
Η τοπική εφημερίδα των Κυκλάδων Κοινή Γνώμη είχε την προηγούμενη εβδομάδα δισέλιδο ρεπορτάζ για τη σύλληψη του νεαρού Πακιστανού, που φέρεται να ομολόγησε την πράξη του. Μετά τις πληροφορίες που έδωσε η αστυνομία για την προκλητική συμπεριφορά του κρατούμενου, όπου ως προκλητικό παρουσιάζεται το ότι γνώριζε τα δικαιώματα του, το κομμάτι ολοκληρώνεται με την ανακοίνωση της Χρυσής Αυγής καθοδηγώντας ωμά τον αναγνώστη σε συμπεράσματα.
Τις ίδιες μέρες, με τις ίδιες πληροφορίες από την αστυνομία συν τις δηλώσεις της διορισμένης δικηγόρου του κατηγορουμένου, η πλύση εγκεφάλου συνεχίστηκε από δελτία ειδήσεων και τηλεοπτικές εκπομπές, που μεταξύ κουτσομπολιού και επίδειξης ευαισθησίας έκαναν τον πόνο μιας οικογένειας πεδίο ανοιχτής προβολής της ακροδεξιάς. Η εφημερίδα του Θέμου Αναστασιάδη τερματίζει τον κιτρινισμό όταν, σε πρωτοσέλιδο της προηγούμενης βδομάδας, απευθύνει στον Αλέξη Τσίπρα το «ρητορικό» ερώτημα τι θα έκανε αν είχαν χτυπήσει το δικό του παιδί.
 
Το δεύτερο έγκλημα που έλαβε χώρα στο νησί των Κυκλάδων, η δολοφονία ενός ταξιτζή από δύο ληστές τράπεζας κατά τη διαφυγή τους, λειτούργησε κι αυτό ενισχυτικά για την ακροδεξιά με τον παρακάτω τρόπο. Με το που βγήκε η είδηση, όλα τα κανάλια παίζουν μαζί με το θέμα ανακοίνωση της Χ.Α. που βιάστηκε να μαντέψει την εθνικότητα των δραστών ενοχοποιώντας συλλογικά τους μετανάστες. Κάπου εκεί έρχεται και ο Ξένιος Ζευς. Απάντηση με πλήρη τηλεοπτική κάλυψη στα «εγκλήματα των μεταναστών».
 
Η είδηση για τον Ιρακινό που μαχαιρώθηκε άγρια στο κέντρο της Αθήνας δεν χρειάζεται να περάσει στα ψιλά. Μπορεί να λειτουργήσει σαν άλλοθι, ή και σαν διαφήμιση για το είδος εκείνων των αντιποίνων που πολλοί θα επιθυμούσαν έχοντας ήδη προετοιμαστεί κατάλληλα από τα κίτρινα στην πλειοψηφία τους πλέον ΜΜΕ. Όταν τον Δεκαπενταύγουστο μαθαίνουμε για δύο πτώματα μεταναστών σε κάδο κοντά στο σταθμό Αττικής, είναι η δική μας πλευρά που βιάζεται να μαντέψει την ταυτότητα των δραστών. Τελικά η αστυνομία ανακοινώνει την Πε'μπτη ότι ο δράστης του διπλού εγκλήματος είναι Πολωνός, και ένας νέος γΰρος είναι έτοιμος να αρχίσει.
 
Ο φασισμός ποτέ δεν απευθύνεται στη λογική. Προτιμά την επικράτεια του θυμικού. Αυτό κάνει την ακροδεξιά να ξεχωρίζει από τον υπόλοιπο πολιτικό κόσμο στα μάτια των πολιτικά καθυστερημένων τμημάτων του λαού. Και γι' αυτά τα στρώματα το κατεξοχήν πεδίο διαμόρφωσης συνείδησης είναι το εμπειρικό και συναισθηματικό πεδίο. Σε αντίθεση με την Αριστερά, που στις ανακοινώσεις της θα βγει να υπερασπιστεί κατακτήσεις του κράτους δικαίου, όπως τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, η ακροδεξιά θα εκφράσει αυτό ακριβώς που λέει στο κουρείο ο πελάτης ακούγοντας την είδηση: «Να τον κρεμάσουν τον κερατά!». Για να γίνει ακόμα πιο πιστευτή, θα στείλει τους ανθρώπους της στο λιμάνι να υποδεχτούν τον κατηγορούμενο Πακιστανό, συνοδεία των τηλεοπτικών συνεργείων.
 
'Οταν πολλά καθεστωτικά ΜΜΕ υποδέχονταν με χαρά τις πλατείες της αγανάκτησης, δεν εξυπηρετούσαν αντιπολιτευτικές σκοπιμότητες. Έσπρωχναν συνειδητά τον κόσμο να εκδηλώσει συναισθήματα οργής για το πολιτικό σύστημα έξω από τα κόμματα και τις οργανωμένες δυνάμεις του κινήματος. Έξω εντέλει από ό,τι μπορεί να θύμιζε επιχειρήματα, δομημένο σκεπτικό, πολιτικές αρχές. Η άνοδος της Χρυσής Αυγής και η θεαματική καταγραφή των Ανεξάρτητων Ελλήνων στις εκλογές του Μαΐου σχετίζονται απολύτως με αυτή την κατεύθυνση, που υπηρετούσαν κι όσοι επέμεναν να περιλαμβάνουν συλλήβδην την Αριστερά στο χρεοκοπημένο πολιτικό σύστημα.
 
Η υποχώρηση της γνώσης και της ορθολογικής σκέψης, που χαρακτηρίζει τις δεκαετίες μετά το '70, η εξάντληση του πολιτιστικού παραδείγματος που συνέδεε το ανυπότακτο πνεύμα και το σώμα του λαού, εξυψώνοντας τον, οδήγησαν στη συγκυριαρχία μιας αισθητικής απομίμησης του λαϊκού, αυτού που ονομάστηκε σκυλάδικο, και μιας αντίστοιχης διανοητικής κατασκευής αποσυνδεδεμένης από τις λαϊκές ανάγκες, αυτού που υποτιμητικά ονομάστηκε κουλτουριάκο.
 
Ο ιδεότυπος του αριστερού ήταν αυτός του ανέμυαλου μεσοαστού αμφισβητία, που συγγένευε περισσότερο με το δεύτερο είδος. Ενώ ο δεξιός, και ο πασόκος λαϊκός άντρας, με το πρώτο. Στην πορεία ο αριστερός είτε μαραζώνει στη μοναξιά της ήττας του, συνδεόμενος με τη μοίρα των παλαβών ή των μειονοτήτων, είτε μετατρέπεται• σε ατομιστή πραγματιστή που εγκαταλείπει σταδιακά τις ιδέες του για να σταδιοδρομήσει. Αυτά τα στερεότυπα εμφανίστηκαν στην τηλεοπτική κουλτούρα με τις ταινίες του Χάρυ Κλυν, αλλά και στο ντεμπούτο της ιδιωτικής τηλεόρασης, σε επιτυχημένες σειρές όπως Οι απαράδεκτοι. Σε μια πορεία επικρατούν αναπαραστάσεις των αριστερών στον Τύπο και στα ΜΜΕ, σαν πολιτικών όντων που στερούνται λογικής ή διακατέχονται από ένα παράλογο πάθος. «Δεν τα βρίσκουν μεταξύ τους», «δεν έχουν προτάσεις», «θα μας βάλουν σε μπελάδες».
 
Ο ακροδεξιός εμφανίζεται τότε στο προσκήνιο σαν ένα είδος επιγόνου του λαϊκού τύπου του οποίου θαύμαζε τη μαγκιά και που επιχειρεί να συνδεθεί σωματικά με τον πόνο του λαού. Όχι όμως ενός λαού περήφανου που παλεύει για να νικήσει τον υπέρτερο αντίπαλο. Αλλά ενός λαού ποδοπατημένου, χωρίς καμία εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του, που μες στη μιζέρια του συνηθίζει όλο και πιο πολύ να εχθρεύεται τους φτωχούς παρά τη φτώχεια.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΡΙΝ, 19.8.2012

Σύντομη Περιγραφή: 

Κείμενα: Θανάσης Σκαμνάκης, Παναγιώτης Φραντζής
Το κράτος πρόνοιας, η οικονομική «τάξη» και οι εργασιακές σχέσεις έχουν τόσο ριζικά διασαλευθεί, η ελπίδα «αποκατάστασης» της κοινωνικής ισορροπίας δεν βρίσκεται στην οικονομική ανάπτυξη και την επιστροφή στον «παλιό καλό καιρό». Και υπάρχει ο κίνδυνος οι περιττοί να διεκδικήσουν το μερίδιο τους και να καταστούν έτσι κοινωνικά επικίνδυνοι, διογκώνονται οι μηχανισμοί καταστολής. Οι απόκληροι γίνονται παραβάτες, και κάποιοι εγκληματίες. Κηρύσσεται πόλεμος εναντίον των φτωχών, των μεταναστών, των απόκληρων. Και ασφαλώς οι μετανάστες, οι ξένοι, είναι πάντα ο πιο εύκολος στόχος...

Κυριακή 19 Αυγούστου 2012

Θάνατος για την Ελλάδα το διπλό νόμισμα


του
Λεων. Βατικ
Με προοπτική αναπόδραστη φαντάζει όσο περνάει ο καιρός η αποπομπή της Ελλάδας από την ευρωζώνη με πρωτοβουλία της Γερμανίας. Τα σχετικά δημοσιεύματα όπως κι οι παρεμβάσεις γερμανών αξιωματούχων πληθαίνουν, δείχνοντας ότι πρόκειται για κάτι πολύ περισσότερο από τις υστερικές, σε βαθμό γραφικότητας, κραυγές του γερμανο-βιετναμέζου αντικαγκελάριου Φίλιπ Ρέσλερ, που προσπαθεί με αυτό τον τρόπο να...
αυξήσει την πολύ χαμηλή επιρροή του κόμματός του. Ακόμη όμως και τα επιχειρήματα που επικαλέστηκε ο επικεφαλής του κόμματος των Ελεύθερων Δημοκρατών στην τελευταία του δημόσια παρέμβαση, την Κυριακή 29 Ιουλίου, είχαν την ιδιαίτερη σημασία τους.

Αντίθετα με το παρελθόν, δεν εμφάνισε την αποπομπή της Ελλάδας ως απειλή ή τιμωρία για την υποτιθέμενη απροθυμία της να εφαρμόσει τα αντιλαϊκά μέτρα. Ισχυρισμός, ο οποίος εντελώς άκριτα επαναλαμβάνεται και στο εσωτερικό της Ελλάδας προκειμένου να δημιουργήσει τις απαραίτητες ενοχές και την αναγκαία συναίνεση για την επιβολή της λιτότητας, που είναι πέρα για πέρα αβάσιμος κι εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Τρόικας. Αυτή τη φορά ο Ρέσλερ υποστήριξε ότι «η έξοδος της Ελλάδας δεν μας τρομάζει πια». Με άλλα λόγια, οι προετοιμασίες της γερμανικής κρατικής μηχανής έχουν ολοκληρωθεί, τα κόστη κι οι αλυσιδωτές αντιδράσεις έχουν υπολογιστεί μέχρι κεραίας και δεν υφίσταται ο κίνδυνος των ανεξέλεγκτων συνεπειών που υπήρχε μέχρι πρόσφατα ή τουλάχιστον δεν υφίσταται στον ίδιο βαθμό.

Αποπομπή από την ευρωζώνη

Αλλαγή στάσης μαρτυρούν επίσης και τα επιχειρήματα που εκπορεύονται από το Βερολίνο για τη διαχείριση του ελληνικού ζητήματος. Μέχρι πρόσφατα αυτό που ακούγαμε διαρκώς ήταν η καθησυχαστική διαβεβαίωση πως η παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη αποτελεί την καλύτερη λύση για να μην αμφισβητηθεί το κεκτημένο της ευρωζώνης. «Η Ελλάδα έσωζε το ευρώ», εν ολίγοις, ακόμη κι αν η παραμονή της στην ευρωζώνη δεν ήταν πρώτη επιλογή. Τις τελευταίες εβδομάδες όμως η επιχειρηματολογία έχει αλλάξει άρδην. Από την καρδιά του Τέταρτου Ράιχ αυτό που ακούγεται είναι ότι μια πιθανή αποπομπή της Ελλάδας αποτελεί το αναγκαίο τίμημα για να συνεχίσει να υπάρχει η ευρωζώνη. Η Ελλάδα δηλαδή αντιμετωπίζεται από την Γερμανία σαν η σαβούρα που πρέπει να πεταχτεί για να συνεχίσει το ταξίδι του το κοινό νόμισμα και να μη βυθιστεί. Τούτη η θέση προφανώς δεν θα είχε ωριμάσει αν η τρίτη και η τέταρτη οικονομία της ευρωζώνης, δηλαδή Ιταλία και Ισπανία, με ένα δυσθεώρητο δημόσιο χρέος κι οι δύο τους ύψους 2,8 τρισ. ευρώ, δεν έφθαναν στο χείλος του γκρεμού, όπου βρίσκονται τους τελευταίους μήνες. Με άλλα λόγια, η Γερμανία φαίνεται να επιλέγει τον ακρωτηριασμό της Ελλάδας έτσι ώστε η γάγγραινα που απειλεί την ευρωζώνη να μην μεταδοθεί σε άλλα μέλη, που αν πλήττονταν οι κίνδυνοι τότε για την ίδια θα ήταν πολύ μεγαλύτεροι. Γι’ αυτόν ίσως τον λόγο οι αναφορές στην Ελλάδα απουσιάζουν συστηματικά από κάθε δημόσια ανακοίνωση που συντάσσεται τον τελευταίο καιρό με ευθύνη της Γερμανίας: Από τα συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ στις 29 Ιουνίου μέχρι την ανακοίνωση που εξέδωσαν οι Σόιμπλε και Γκάιτνερ στην πρόσφατη συνάντησή τους, με αφορμή την επίσκεψη του αμερικανού υπουργού Οικονομικών στην Ευρώπη.

Τη δική της σημασία είχε κι η δημόσια παρέμβαση ομάδας γερμανών οικονομολόγων μεταξύ των οποίων ήταν ο πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της Ντόιτσε Μπανκ, Τόμας Μάγιερ, ο πρόεδρος του Ομοσπονδιακού Συνδέσμου Μεσαίων Επιχειρήσεων, Μάριο Οχόβεν, κ.α. Με βάση δημοσίευμα της οικονομικής εφημερίδας Χάντελσμπλαντ οι γερμανοί οικονομολόγοι πρότειναν την παράλληλη κυκλοφορία ευρώ και νέας δραχμής. Με βάση το σχέδιο τους η ισοτιμία της δραχμής θα υποτιμηθεί σημαντικά έναντι του ευρώ και θα είναι κυμαινόμενη ενώ οι συντάξεις και πιθανά οι δημόσιοι υπάλληλοι θα πληρώνονται σε δραχμές.
Πρόκειται για ένα σχέδιο καταστροφικό, το οποίο πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία!

Γερμανικά σχέδιο
Κατ’ αρχάς αυτό που πρέπει να ομολογηθεί, πριν από οποιαδήποτε άλλη συζήτηση, είναι ότι το γερμανικό σχέδιο έρχεται να διαχειριστεί την εγγενή αποτυχία της ευρωζώνης. Συνιστά ένα σχέδιο Β που καλείται να εκ των υστέρων να περιορίσει τις ζημιές για τα γερμανικά συμφέροντα από μια ολοένα και πιο ορατή ρήξη της ευρωζώνης, όπως την προανήγγειλε κι ο αμερικάνος νομπελίστας οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν σε συνέντευξή του στην γερμανική τηλεόραση την 1η Αυγούστου όταν πρόβλεψε πως εντός του 2012 η Ελλάδα θα έχει εξέλθει της ευρωζώνης. Στην ίδια μάλιστα συνέντευξη δεν παρέλειψε να καταλογίσει και τις δέουσες ευθύνες στην Γερμανία, δείχνοντας με αυτό τον τρόπο ότι οι αιτίες δεν βρίσκονται στην ελλιπή εφαρμογή των μέτρων λιτότητας, αλλά στον σχεδιασμό της ευρωζώνης. Ως θέμα χρόνου είχε χαρακτηρίσει την έξοδο της Ελλάδας και πρόσφατη έκθεση της Citigroup ανεβάζοντας τις σχετικές πιθανότητες στο 90% από 50%-75% που ήταν προεκλογικά. Τότε θα ανέμενε κανείς ότι η εκλογική επιτυχία των φιλο-Μνημονιακών κομμάτων θα μείωνε αν δεν εξάλειφε την πιθανότητα εξόδου από την ευρωζώνη. Το γεγονός ότι συνέβη το αντίστροφο δείχνει τελικά ότι κάτι σάπιο υπάρχει στην ευρωζώνη κι όχι στην Ελλάδα.


Η αλήθεια είναι πως το σχέδιο παράλληλης κυκλοφορίας δύο νομισμάτων στην Ελλάδα (ευρώ και δραχμής) πρωτοεμφανίστηκε επίσημα και τεκμηριωμένα σε έκθεση της Ντόιτσε Μπανκ με ημερομηνία 18 Μαΐου 2012 και τίτλο: «Το Geuro: Ένα παράλληλο νόμισμα για την Ελλάδα;». Και σε αυτή την έκθεση παρατηρούμε ότι και στην έκθεση της Citigroup: Το σενάριο της εξόδου από την ευρωζώνη, έστω σε μια ενδιάμεση κι όχι καθαρή μορφή, και της εισαγωγής του νέου νομίσματος θα υλοποιούταν αν κέρδιζαν οι πολιτικές δυνάμεις που απέρριπταν το Μνημόνιο, οπότε θα τερματιζόταν η παροχή βοήθειας από το εξωτερικό και για να αντιμετωπιστούν τότε οι ανάγκες πληρωμών η ελληνική κυβέρνηση θα αναγκαζόταν να εκδώσει το δικό της νόμισμα: το Geuro, κατά την Ντόιτσε Μπανκ.

Εφιάλτης η διπλή κυκλοφορία

Τρεις μήνες λοιπόν μετά, επανέρχονται τα σενάρια που είχε διατυπώσει η γερμανική τράπεζα, παρότι η κυβέρνηση που εξελέγη είναι της απόλυτης αρέσκειας του Βερολίνου. Το σενάριο της διπλής κυκλοφορίας συνιστά την γερμανική απάντηση στην προοπτική εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη και πρέπει να αποτραπεί με κάθε τρόπο, καθώς επί της ουσίας θα σημάνει την διχοτόμηση της οικονομίας σε δύο ζώνες: Σε μια ζώνη δραχμής και σε μια ζώνη ευρώ, που μπορεί μεταξύ τους να μην χωρίζονται από σινικά τείχη, θα εκπροσωπούν ωστόσο η μια την ζώνη της φτώχειας κι η άλλη τη ζώνη του πλούτου. Η πρώτη θα αποτελείται από μισθωτούς του δημόσιου κι ιδιωτικού τομέα και συνταξιούχους, που θα πληρώνονται στο νέο εθνικό νόμισμα, το οποίο θα είναι υποτιμημένο ακόμη και κατά 50% έναντι του ευρώ, όπως προτείνει η έκθεση της Ντόιτσε Μπανκ. Η δεύτερη ζώνη θα αποτελείται από τα πιο διεθνοποιημένα τμήματα της οικονομίας που θα εξακολουθούν να χρησιμοποιούν το ευρώ για τις συναλλαγές με το εξωτερικό, το διεθνές εμπόριο και την αγορά πολυτελών ακόμη κι επώνυμων αγαθών, από είδη ρουχισμού μέχρι διαρκή καταναλωτικά αγαθά όπως ηλεκτρικές συσκευές. Περιττό δε να ειπωθεί πως όπου έχει συμβεί κάτι τέτοιο – αναγκαστική, παράλληλη κυκλοφορία δύο ή και περισσότερων νομισμάτων για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα ρευστότητας κι έλλειψης μέσων νομισματικής ανταλλαγής, όπως για παράδειγμα στην Αργεντινή το 2001 – αφθονούσαν οι επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών κυρίως (εστιατόρια, εμπορικά κέντρα, κ.α.) που δεν δέχονταν το «εθνικό», υποτιμημένο νόμισμα, λόγω του ότι έχανε καθημερινά μέρος της αξίας του κι εδώ ακριβώς είναι που διαμορφώνονταν οι ζώνες του οικονομικού απαρτχάιντ. Η ουσιαστικότερη λειτουργία όμως της διπλής κυκλοφορίας, είναι ότι θα διασφαλίσει την συνέχιση της αποπληρωμής του δημόσιου χρέους. Εν κατακλείδι θα πρόκειται για ένα νέο εφιάλτη, made in Germany κι αυτός, που θα έρθει να σφραγίσει τον δρόμο ριζοσπαστικών, φιλολαϊκών μεταρρυθμίσεων που θα μπορούσαν να δρομολογηθούν ως απάντηση στην επόμενη μέρα της ρήξης της ευρωζώνης κι οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν ακόμη κι ανταγωνιστικό χαρακτήρα απέναντι στα γερμανικά συμφέροντα.

Εναλλακτικό σχέδιο

Δεδομένης της προοπτικής αποπομπής της Ελλάδας από την ευρωζώνη και των εφιαλτικών σεναρίων που καταστρώνει το Τέταρτο Ράιχ έτσι ώστε ακόμη κι η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη να μην βλάψει τα συμφέροντά του, αποκτά ξεχωριστή σημασία η διαμόρφωση ενός εναλλακτικού σχεδίου για τότε που θα διασφαλίζει πως η έξοδος από το ευρώ δεν θα είναι χειρότερη από την παραμονή σε αυτό. Δεν θα συνοδεύεται δηλαδή από έκρηξη της ανεργίας, ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου, συνεχείς μειώσεις μισθών και συντάξεων κι εξαφάνιση του κράτους πρόνοιας, όπως επιβάλλουν τα Μνημόνια. Συστατικά στοιχεία ενός τέτοιου προγράμματος θα ήταν η καταγγελία των Μνημονίων και των δανειακών συμβάσεων, η σύσταση ανεξάρτητης επιτροπής λογιστικού ελέγχου που θα επιτρέψει την διαγραφή μεγάλου μέρους του δημόσιου χρέους τεκμηριώνοντας τον παράνομο ή απεχθή χαρακτήρα του κι επίσης: Απόρριψη κάθε σχεδίου παράλληλης κυκλοφορίας δύο νομισμάτων που θα μονιμοποιούσε την υποβάθμιση της ελληνικής οικονομίας στον διεθνή καταμερισμό και θα έδινε διαρκή και μη αντιστρεπτό χαρακτήρα στην ραγδαία υποβάθμιση της ζωής των φτωχών στρωμάτων όπως συνέβη τα δύο τελευταία έτη. Επομένως, επίσημη κυκλοφορία εθνικού νομίσματος που λίγες εβδομάδες μετά την εξαγγελία του θα μπορούσε να εισαχθεί σε όλες τις συναλλαγές και θα αντικαταστήσει πλήρως το ευρώ. Η ισοτιμία αυτού του νομίσματος θα όφειλε για ένα ακαθόριστο χρονικό διάστημα, το οποίο θα αποφασιστεί όμως από την ελληνική κυβέρνηση και κανέναν άλλον, να είναι διοικητικά καθορισμένη και σε σχέση 1 προς 1 με το ευρώ (παρά το γεγονός ότι η ισοτιμία του κοινού νομίσματος είναι αναντίστοιχη με τα θεμελιώδη μεγέθη της ελληνικής οικονομίας) έτσι ώστε να προφυλαχθεί η αγοραστική δυνατότητα των κατοίκων της χώρας.

Απαράβατοι όροι για να εφαρμοστεί με επιτυχία ένα τέτοιο σχέδιο είναι η εξασφάλιση του δημόσιου ελέγχου του χρηματοπιστωτικού συστήματος και η επιβολή εμποδίων στην είσοδο και την έξοδο κεφαλαίων από την χώρα, άνω ενός σημαντικού ποσού π.χ. 10.000 ή 15.000 ευρώ. Πολλά ακόμη μέτρα εξ ίσου σημαντικά θα μπορούσαν να προστεθούν όπως για παράδειγμα η στήριξη των λαϊκών εισοδημάτων που θα επιτρέψει την επανεκκίνηση της παγωμένης εγχώριας αγοράς. Υπεράνω όλων όμως βρίσκεται η ανάγκη να πάψει η πρωτοβουλία των κινήσεων και το προνόμιο της κατάστρωσης σχεδίων να βρίσκεται σε όσους μας οδήγησαν στο σημερινό χάλι κι εξακολουθούν ακόμη και σήμερα, χωρίς να αναλαμβάνουν καμιά ευθύνη, να επεξεργάζονται εναλλακτικά, μελλοντικά σχέδια.


Δημοσιεύτηκε στα Επίκαιρα, 9-15/8/2012

Παρασκευή 17 Αυγούστου 2012

Σταύρος Δ. Μαυρουδέας: Η αρχή του τέλους του ελληνικού δράματος;



 
Από την υπαγωγή της στο Μνημόνιο που συνομολόγησε η ελληνική αστική τάξη με την ΕΕ και το ΔΝΤ η ελληνική κοινωνία – και ιδιαίτερα η μεγάλη εργαζόμενη πλειοψηφία της – βιώνει ένα δράμα. Λαϊκές κατακτήσεις ετών εξαφανίζονται εν ριπή οφθαλμού, εργασιακά δικαιώματα καταβαραθρώνονται και το επίπεδο διαβίωσης των εργαζομένων (αλλά και των εκτεταμένων μεσοστρωμάτων) απομειώνεται ταχύτατα.
Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση που ξέσπασε το 2007-8 – μία κρίση που είναι βαθειά και δομική ξεκινώντας από τον πυρήνα της καπιταλιστικής παραγωγής και όχι απλά μία χρηματοπιστωτική κρίση όπως οι αστικές απόψεις αλλά και αρκετές ψευδεπίγραφα ριζοσπαστικές διατείνονται – έπληξε ιδιαίτερα τους καπιταλισμούς μεσαίου και χαμηλού επιπέδου ανάπτυξης που ανήκουν στην ΕΕ. Όχι μόνο γιατί η καπιταλιστική κρίση εκδηλώθηκε και σε αυτές αλλά, επιπλέον, γιατί φορτώθηκαν και βάρη από τους ηγεμονικούς καπιταλισμούς της ΕΕ. Η υπαγωγή των ευρω-περιφερειακών οικονομιών σε μνημόνια (είτε ρητά [βλέπε Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιρλανδία] είτε υπόρρητα [βλέπε Ισπανία]) σηματοδοτεί την υποβάθμιση τους μέσα στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα.
Μπροστά στις εξελίξεις αυτές η ελληνική αστική τάξη δειλή, μοιραία και άβουλη αδυνατεί να διαπραγματευθεί σοβαρά με τους ηγεμονικούς ευρωπαϊκούς καπιταλισμούς. Ίσως ιστορικά να βρίσκεται στις χειρότερες και πιο αδύναμες στιγμές της μέσα στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα (μηδέ της Μικρασιατικής καταστροφής εξαιρούμενης). Παρόλο ότι βλέπει την υποβάθμιση της, είναι βαθύτατα δεσμευμένη οικονομικά και πολιτικά στο ευρωπαϊκό μπορντέλο (κατά Economist). Οι συστηματικές υποχωρήσεις που έχει κάνει στο οικονομικό επίπεδο – όπως έφθασε να παραδεχθεί μέχρι και ο Στ.Ψυχάρης στο ΒΗΜΑ (12/8/2012) – έχουν υποβαθμίσει την παραγωγική δομή της ελληνικής οικονομίας και, κυρίως, την έχουν δέσει πολυσχιδώς στις ηγεμονικές ευρωπαϊκές οικονομίες. Όλα αυτά κάνουν το οικονομικό κόστος μιας αυτονόμησης του ελληνικού καπιταλισμού δυσθεώρητο, χωρίς φυσικά να συνυπολογισθούν τα γεωπολιτικά προβλήματα που θα προέκυπταν. Γι’ αυτό το ελληνικό κεφάλαιο κάνει το στανιό φιλότιμο και κοιτάζει να μεταφέρει όσο το δυνατόν περισσότερα από τα «σπασμένα» στη ράχη των εργαζόμενων μειώνοντας δραματικά τους μισθούς, καταργώντας ασφαλιστικά δικαιώματα και κατακρεουργώντας τις εργασιακές σχέσεις. Για δύο ζητήματα μόνο φαίνεται ότι δίνει, αυτή την περίοδο, μία μάχη με τους ξένους «εταίρους».
Το πρώτο ζήτημα είναι ο έλεγχος του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Το τελευταίο αποτελεί την σύγχρονη κορωνίδα του ελληνικού καπιταλισμού. Πίσω από τον «αγγελικό» κόσμο των τραπεζιτών κρύβονται όλες σχεδόν οι βασικές μερίδες του ελληνικού κεφαλαίου (από τους εφοπλιστές, ξενοδόχους, κατασκευαστές και καναλάρχες μέχρι τους απροκάλυπτα μαφιόζους). Αποτέλεσε βασική αιχμή της Βαλκανικής ιμπεριαλιστικής επέκτασης του ελληνικού καπιταλισμού και ταυτόχρονα το βασικό εργαλείο για μία σειρά «νόμιμες» λοβιτούρες στο εσωτερικό. Την κορωνίδα αυτή δεν μπόρεσε μέχρι τώρα να αλώσει ικανοποιητικά το ξένο κεφάλαιο παρά την είσοδο ξένων κεφαλαίων στο ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Όχι μόνο αυτό αλλά σήμερα, μέσα στην κρίση, πολλά από τα ξένα κεφάλαια τα μαζεύουν και φεύγουν. Η σημερινή άρον-άρον φυγή της Credit Agricole από την Εμπορική Τράπεζα και αντίστοιχες κινήσεις της Societe Generale στην Γενική Τράπεζα είναι ενδεικτικές. Όπως θα εξηγηθεί και στο επόμενο σημείο, οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν δομές, πρακτικές, διασυνδέσεις και ένα τέτοιο ιδιότυπο επιχειρηματικό κλίμα που οι Δυτικοί δεν μπορούν να χειρισθούν άνετα. Έτσι ακόμη και εκεί που έχουν την ιδιοκτησία και την διεύθυνση ουσιαστικά αδυνατούν να εξασκήσουν πλήρως το διευθυντικό δικαίωμα και είναι υποχρεωμένοι να προσφεύγουν στις υπηρεσίες εγχώριων κεφαλαίων (συνήθως των πρώην ιδιοκτητών των εξαγορασμένων εταιρειών). Με τον τρόπο αυτό οι τελευταίοι ουσιαστικά παραμένουν διευθυντές και προσπορίζονται νόμιμα ή παράνομα σημαντικά οικονομικά οφέλη (με υπεργολαβίες, μοιρασιές δουλειών, μίζες κλπ.). Αυτή η κορωνίδα του ελληνικού καπιταλισμού – με την οποία στήνονταν σχεδόν όλες οι υπόλοιπες «δουλειές» στην οικονομία – σήμερα κινδυνεύει να χαθεί. Όχι από το ελληνικό Δημόσιο -  όπως θα έπρεπε καθώς έχει χρυσοπληρώσει την διάσωση των ελληνικών τραπεζών – αλλά από τους ξένους «εταίρους». Οι τρύπες των τραπεζών και η ανακεφαλαιοποίηση τους από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας οδηγούν στις υστερικές οιμωγές περί κινδύνου «αφελληνισμού» του χρηματοπιστωτικού συστήματος που ξέσπασαν όταν για μία στιγμή οι δυτικοί «εταίροι» είπαν ότι η επανακεφαλαιοποίηση πρέπει να γίνει με κοινές μετοχές, δηλαδή οι χρυσοκάνθαροι έλληνες τραπεζίτες να χάσουν τον έλεγχο των τραπεζών όπως θα έπρεπε καθώς τα μετοχικά μερίδια τους έχουν μειωθεί δραματικά (καθώς βγάζουν τα προσωπικά λεφτά τους σε φορολογικούς παραδείσους του εξωτερικού αντί να τα βάζουν στις τράπεζες τους). Αυτό προς το παρόν αποφεύχθηκε με σκανδαλώδη τρόπο: το Δημόσιο δανείσθηκε, επανακεφαλαιοποίησε τις τράπεζες αλλά τους άφησε την διοίκηση και άρα την δυνατότητα για τα γνωστά βρώμικα παιχνίδια τους. Όμως ο κίνδυνος δεν έχει εκλείψει καθώς οι τρύπες των ελληνικών τραπεζών αυξάνουν και επικρέμεται η νέα απειλή της Τραπεζικής Ένωσης της ΕΕ όπου οι δυτικοί θα πάρουν άμεσα σχεδόν τον έλεγχο των τραπεζών. Και αυτή τη φορά, με την αλλαγή οικονομικών και λογιστικών προτύπων έτσι ώστε να ταιριάζουν με τα δυτικά αλλά και με τις ριζικές αλλαγές ιδιοκτησίας που απειλούνται, το ελληνικό κεφάλαιο μπορεί να μην μπορέσει να παίξει κρυφτούλι με τα δυτικά κεφάλαια και να αναγκαστεί να εκχωρήσει την κορωνίδα του. Υπάρχει και άλλο ένα καθόλου ευκαταφρόνητο στοιχείο σε αυτή την οικονομική διελκυστίνδα: το ελληνικό δημόσιο έχει γεμίσει από ομογενείς οφικιάλιους που προέρχονται από μεγάλους δυτικούς ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς (Αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα, ΔΝΤ, ΟΟΣΑ κλπ.) που λειτουργούν ουσιαστικά σαν εκφραστές – αν όχι σαν κάτι χειρότερο – των δυτικών συμφερόντων.
Το δεύτερο ζήτημα είναι συναφές με το πρώτο και αφορά τις ιδιωτικοποιήσεις που επιβάλλονται από το Μνημόνιο. Το ελληνικό κεφάλαιο είναι ίσως από τα πιο ευρηματικά παγκοσμίως στο να κάνει μπίζνες με δημόσια χρήματα. Έτσι πίσω από και μέσα στις δημόσιες επιχειρήσεις λειτουργούν ισχυρότατα ιδιωτικά συμφέροντα που, με τον έλεγχο διοικητικών συμβουλίων και την πολιτική διαπλοκή, απομυζούν παχυλά συμβόλαια και υπεργολαβίες. Πρόκειται ουσιαστικά για ιδιωτικές μπίζνες όπου οι ιδιώτες επικαρπωτές δεν επωμίζονται κανένα σχεδόν βασικό πάγιο κόστος αλλά ξεκοκαλίζουν όλα τα φιλέτα. Ουσιαστικά δηλαδή πίσω από το δημόσιο κέλυφος κρύβονται ισχυρά – άλλοτε συνεργαζόμενα και άλλοτε ανταγωνιστικά – ιδιωτικά συμφέροντα. Εάν οι δημόσιες αυτές επιχειρήσεις ιδιωτικοποιηθούν και μάλιστα καταλήξουν σε ξένα κεφάλαια τότε τα ελληνικά κεφάλαια κινδυνεύουν να χάσουν αυτές τις χρυσοτόκες όρνιθες καθώς οι νέοι ξένοι ιδιοκτήτες δύσκολα θα ανεχθούν να τους «δαγκώνουν» οικονομικά οι εγχώριοι επιχειρηματίες όπως έκαναν προηγουμένως στις δημόσιες επιχειρήσεις. Μέχρι τώρα, σε μία σειρά ιδιωτικοποιήσεις (ή και σε εξαγορές ιδιωτικών επιχειρήσεων – βλέπε, για παράδειγμα, την περίπτωση του τηλεοπτικού σταθμού Alpha, την αγορά του από την RTL που ποτέ δεν μπόρεσε να αυτονομηθεί από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη Κοντομηνά και που τελικά φέτος έδωσε το σταθμό πίσω σ’ αυτόν) που ενεπλάκησαν ξένα κεφάλαια τα τελευταία σπάνια κατάφεραν να αποκτήσουν τον πλήρη έλεγχο των επιχειρήσεων αυτών και ουσιαστικά παρέμειναν δέσμια των ελληνικών κεφαλαίων που τις έλεγχαν προηγουμένως. Όμως μία του κλέφτη, δύο του κλέφτη που λέει και ο λαός μας …
Μπορεί το ελληνικό κεφάλαιο να δίνει αυτές τις δύο μάχες για το τομάρι του αλλά είναι φανερό ότι συνολικά η ελληνική οικονομία πορεύεται προς την άβυσσο. Το Μνημόνιο, δηλαδή η κυρίαρχη στρατηγική αντιμετώπισης της κρίσης που συνομολογήθηκε από την ελληνική αστική τάξη και τους ηγεμονικούς δυτικούς ιμπεριαλισμούς, είναι σαφές ότι δεν έχει πιθανότητα επιτυχίας (για τους λόγους αποτυχίας του Μνημονίου βλέπε «Το νέο Μνημόνιο οδηγεί στην καταστροφή – Μόνη διέξοδος η αποδέσμευση από την ΕΕ», http://stavrosmavroudeas.wordpress.com/2012/02/12/%CF%84%CE%BF-%CE%BD%CE%AD%CE%BF-%CE%BC%CE%BD%CE%B7%CE%BC%CF%8C%CE%BD%CE%B9%CE%BF-%CE%BF%CE%B4%CE%B7%CE%B3%CE%B5%CE%AF-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%B1%CF%83%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%86/). Αυτό γίνεται πλέον και δημόσια παραδεκτό, βλέπε πρόσφατες δηλώσεις του έλληνα εκπροσώπου στο ΔΝΤ Π.Ρουμελιώτη ότι το τελευταίο γνώριζε από την αρχή ότι το ελληνικό πρόγραμμα δεν πρόκειται να πετύχει. Μάλιστα γίνεται και ένας μικρός σκυλοκαβγάς γι’ αυτό που προφανώς εμπλέκεται στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς μεταξύ ΗΠΑ, ΕΕ και «νεο-αναδυόμενων» οικονομιών. Το ΔΝΤ προσπαθεί να βγάλει την ουρά του έξω από την διαφαινόμενη ελληνική αποτυχία για μία σειρά λόγους. Πρώτον, προσπαθεί να μην λερώσει κι άλλο το ούτως ή άλλως αμαυρωμένο όνομα του με μία ακόμη παταγώδη αποτυχία. Δεύτερον, μέσω αυτού οι ΗΠΑ πιέζουν την ΕΕ για τις δικές τους στρατηγικές επιλογές (βλέπε «ΕΕ και Ελλάδα: καπιταλιστική κρίση και ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί», https://stavrosmavroudeas.wordpress.com/2011/10/29/%CF%84%CE%BF-%CE%BA%CE%B5%CE%AF%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%BF-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BF%CE%BC%CE%B9%CE%BB%CE%AF%CE%B1%CF%82-%CE%BC%CE%BF%CF%85-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B7%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%AF%CE%B4/). Τρίτον, γιατί πιέζουν την ΕΕ και οι «νεο-αναδυόμενες» οικονομίες, που άλλωστε το μερίδιο τους στα κεφάλαια του ΔΝΤ έχει αυξηθεί και φυσικά δεν σκοπεύουν να το ξοδέψουν ξελασπώνοντας την ΕΕ. Είναι φανερό πλέον ότι ο μόνος στόχος συνέχισης της Μνημονιακής στρατηγικής είναι το κέρδισμα χρόνου για την ΕΕ μέχρι να δουν οι ηγεμονικοί ευρωπαϊκοί καπιταλισμοί τι γίνεται με την παγκόσμια οικονομική κρίση και τους ανταγωνισμούς τους με τα άλλα παγκόσμια ιμπεριαλιστικά κέντρα.
Υπό την πίεση αυτών των διλημμάτων η τριμερής φιλο-μνημονιακή κυβέρνηση (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ) – που η ελληνική αστική τάξη μαζί με τους ξένους «εταίρους» της πειθαναγκαστικά επέβαλε στις τελευταίες εκλογές – δεν κρατά πλέον κανένα πρόσχημα παρά τα επικοινωνιακά εσωτερικά ψευτο-καυγαδάκια της. Δεν κρατά καμία από τις προεκλογικές υποσχέσεις της περί επαναδιαπραγμάτευσης του Μνημονίου και προχωρά να το εφαρμόσει παίρνοντας νέα βαριά αντιλαϊκά μέτρα. Χρησιμοποιώντας όλο το οπλοστάσιο παραπληροφόρησης και διαστροφής της πραγματικότητας που διαθέτει – ιδιαίτερα με τα ΜΜΕ της διαπλοκής που παρεμπιπτόντως δεν πληρώνουν τίποτα για τις κρατικές συχνότητες που έχουν ιδιωτικοποιήσει (άλλο ένα εξαίσιο παράδειγμα ιδιωτικοποίησης) – και που θα το ζήλευε και ο Γ.Γκαίμπελς. Παρόλα αυτά, με όλα τα κόλπα και την προσπάθεια τους να προκαλέσουν έναν εσωτερικό κοινωνικό εμφύλιο (στρέφοντας την μία κοινωνική ομάδα ενάντια στην άλλη και, τελευταία, ενεργοποιώντας τον ρατσισμό) δεν πρόκειται να σώσουν την οικονομία. Γνωρίζουν ότι ο «λογαριασμός» δεν βγαίνει καθώς έχουν αποτύχει σε όλους τους ποσοτικούς στόχους τους (εκτός από τον αδήλωτο στόχο της αύξησης της εργατικής εκμετάλλευσης). Δεν έχει επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα καθώς τα δημοσιονομικά έσοδα (λόγω ύφεσης και αδυναμίας δομικού μετασχηματισμού του ελληνικού καπιταλισμού μέσα σ’ αυτήν) μονίμως υστερούν ενώ η αστική τάξη και το πολιτικό προσωπικό της δεν περικόπτουν επ’ ουδενί τις δικές τους σπατάλες. Εξ ου και οι εν μέρει πραγματικές εν μέρει υποκριτικές ευρωπαϊκές κραυγές (βλέπε Γιουνκέρ) ότι βλέπουν πολλούς έλληνες φτωχούς να υποφέρουν αλλά κανένα πλούσιο. Η ανταγωνιστικότητα και οι εξαγωγές καρκινοβατούν γιατί η ανάκαμψη μέσω αυτών είναι μία μακροχρόνια διαδικασία και επιπλέον η αποδιάρθρωση της οικονομίας λόγω Μνημονίου τις υπονομεύουν (χαρακτηριστικό παράδειγμα η δυσκολία απόκτησης εμπορικών πιστώσεων). Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ δεν πρόκειται να πετύχει τους ορισμένους στόχους (άλλωστε και το 120% το 2015 δεν είναι ένα βιώσιμο επίπεδο και συνεπώς δεν λύνει το πρόβλημα το χρέους). Τέλος, και πιο σημαντικό απ’ όλα, η ελληνική οικονομία έχει μπει σε ένα υφεσιακό σπιράλ που συνεχίζεται αδιάπτωτο εξευτελίζοντας τόσο τις δηλωμένες όσο και τις αδήλωτες προβλέψεις του Μνημονίου. Χαρακτηριστικά, είναι πλέον προφανές  ότι – ακόμη και με τις γνωστές αλχημείες – η ύφεση εφέτος θα ξεπεράσει τα περσινά επίπεδα και φυσικά οι βλακώδεις προβλέψεις για ανάκαμψη από το 2013 είναι απλό κουτόχορτο.
Σε τι ελπίζει λοιπόν η ελληνική αστική τάξη; Απλά σε κάποια κόκκαλα από τους δυτικούς ηγεμόνες και ίσως σε κάποιο υπερατλαντικό από μηχανής θεό. Τα κόκκαλα έχουν να κάνουν με τον φόβο της ΕΕ για τις συνέπειες από μία ελληνική κατάρρευση. Ο υπερατλαντικός από μηχανής θεός εντάσσεται στις γενικότερες πιέσεις των ΗΠΑ για ποσοτική χαλάρωση και στην ΕΕ (βλέπε «ΕΕ και Ελλάδα: καπιταλιστική κρίση και ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί», https://stavrosmavroudeas.wordpress.com/2011/10/29/%CF%84%CE%BF-%CE%BA%CE%B5%CE%AF%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%BF-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BF%CE%BC%CE%B9%CE%BB%CE%AF%CE%B1%CF%82-%CE%BC%CE%BF%CF%85-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B7%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%AF%CE%B4/) καθώς και στους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς τους. Με λίγα λόγια, η ελληνική αστική τάξη και το πολιτικό προσωπικό της κοιτάνε μυωπικά το τομάρι τους και ταυτόχρονα εκλιπαρούν για στήριξη. Σε καμία περίπτωση δεν φαίνονται ικανοί να διαμορφώσουν ένα δικό τους αυτοτελές σχέδιο και εξαρτώνται πλέον ασφυκτικά από τις επιλογές των ξένων «εταίρων» τους.
Τι όμως προσπαθούν να κάνουν οι ηγεμόνες της ΕΕ; Και εδώ φαίνεται ότι κάθε αυτοπεποίθηση και σιγουριά έχει χαθεί και πλέον παλεύουν και αυτοί με τις αντιφάσεις τους ενώ πλέον εμφανίζονται και σημαντικές διαφωνίες και ρωγμές. Η ατιμωτική εκδίωξη του Ν.Σαρκοζύ από την γαλλική αστική τάξη (ο πρώτος Γάλλος πρόεδρος που δεν επιτυγχάνει δεύτερη θητεία) και οι βρώμικες (γιατί γίνονται στην πλάτη των ευρω-περιφερειακών οικονομιών) εκ νέου διαπραγματεύσεις με την Γερμανία είναι ενδεικτικές: ο γαλλο-γερμανικός άξονας τίθεται υπό διαπραγμάτευση και δεν είναι πλέον εκ προοιμίου δεδομένος. Τα γαλλικά παιχνίδια με τις ΗΠΑ είναι χαρακτηριστικά ενώ ο άλλος αμερικανικός εταίρος – η Αγγλία – προσπαθεί να επανατοποθετηθεί στο ευρωπαϊκό παιχνίδι αν και η οικονομία της είναι σε άθλια κατάσταση (και οι πολιτικές λιτότητας του Κάμερον την χειροτερεύουν ήδη). Ακόμη περισσότερο οι εσωτερικές αντιπαραθέσεις στη Γερμανία, που μέσα στην κρίση έχει ισχυροποιηθεί μεν ιδιαίτερα (λόγω καλύτερης οικονομικής κατάστασης, που φυσικά την έχουν πληρώσει οι γερμανοί εργαζόμενοι και η ευρω-περιφέρεια) αλλά ταυτόχρονα καλείται να πληρώσει και την λυπητερή.
Οι ευρωπαίοι ηγεμόνες – ο καθένας για το εαυτό του και όλοι μαζί – προσπαθούν να αξιολογήσουν την κατάσταση και να χαράξουν γραμμή πλεύσης. Το βασικό δίλλημα του γαλλο-γερμανικού άξονα είναι αν θα αναγκαστούν να προχωρήσουν σε μία ποσοτική χαλάρωση α-λα-ΗΠΑ (δηλαδή με κατευθείαν αγορές κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ και τύπωμα χρήματος) που όμως θα θάψει τις ελπίδες για μία αμφισβήτηση της ηγεμονίας του δολαρίου και ταυτόχρονα θα διασαλεύσει τις πολιτικές λιτότητας τόσο στο εσωτερικό τους όσο και στην κινεζοποιούμενη ευρω-περιφέρεια. Κάτι τέτοιο γνωρίζουν ότι απλά θα απομακρύνει την κρίση χωρίς να την επιλύσει και ταυτόχρονα ότι έχουν προσπαθήσει μέχρι τώρα με την ευρωπαϊκή ιμπεριαλιστική ενοποίηση θα πάει περίπατο. Επιπλέον, τσακώνονται για το κόστος μίας τέτοιας επιλογής καθώς είναι προφανές ότι θα το επωμιστεί ιδιαίτερα η Γερμανία (και οι χώρες γύρω από αυτήν), κάτι φυσικά αδιανόητο γι’ αυτήν. Ήδη, τόσο με τα LTRO (μακροχρόνιες διαδικασίες επαναχρηματοδότησης) όσο και με τα προγράμματα ELA (παροχή έκτακτης ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες σε ιδιωτικές), μία περιορισμένη και ελεγχόμενη πολιτική ποσοτικής χαλάρωσης έχει προωθηθεί. Όμως αυτή είναι περιορισμένη, βραχυπρόθεσμη και ακόμη πραγματικά λεφτά δεν έχουν μπει στο τραπέζι καθώς όλα αυτά τα παιχνίδια γίνονται με μόχλευση, δηλαδή «τοξικά» εν τέλει (καθώς είναι «φούσκες») εργαλεία. Ουσιαστικά τα διεθνή ιμπεριαλιστικά κέντρα παίζουν κρυφτούλι  μεταξύ τους. Προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την κρίση υπερσυσσώρευσης αυξάνοντας την εκμετάλλευση (πράγμα που επιδρά θετικό στο ποσοστό κέρδους) αλλά διστάζοντας να προχωρήσουν δραστικά στην απαξίωση κεφαλαίων (δηλαδή στην απο-συσσώρευση κεφαλαίου) καθώς φοβούνται ότι έτσι θα ανοίξουν πύλες της κολάσεως αντίστοιχες (αν όχι χειρότερες) με αυτές της κρίσης του 1929. Έτσι το κάθε ένα διεθνές ιμπεριαλιστικό κέντρο προσπαθεί να φορτώσει στο άλλο ιδιαίτερα το κόστος της απαξίωσης κεφαλαίων.
Πως εμπλέκονται αυτοί οι ιμπεριαλιστικοί σκυλοκαβγάδες με την ελληνική τραγωδία; Μα φυσικά άμεσα. Η χώρα μας έχει την ατυχία, ιδιαίτερα χάρη στη σύγχρονη «Μεγάλη Ιδέα» της ελληνικής αστικής τάξης για ένταξη στην ΕΕ (βλέπε «Η κρίση της ΕΕ, η Ελλάδα και η Αριστερά», http://stavrosmavroudeas.wordpress.com/2012/01/11/%CE%B7-%CE%BA%CF%81%CE%AF%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B5%CE%B5-%CE%B7-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B7-%CE%B1%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%AC/), να έχει βρεθεί κυριολεκτικά στο μάτι του κυκλώνα. Μαζί με τις υπόλοιπες ευρω-περιφερειακές χώρες ωθήθηκε στη ζώνη της εσωτερικής ευρωπαϊκής «κινεζοποίησης» (δηλαδή οικονομίες-παρίες χαμηλού εργασιακού κόστους) έτσι ώστε να στηριχθεί η κερδοφορία τόσο του ελληνικού κεφαλαίου όσο, και κυρίως, του ξένου. Όταν το εγχείρημα αυτό ξέφυγε από τον έλεγχο και, χάρις και στους διεθνείς ενδο-ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, η ΕΕ στο σύνολο της μπήκε στο επίκεντρο της παγκόσμιας κρίσης τότε η χώρα μας έγινε όχι μόνο ένα πειραματόζωο αλλά και ένας δυνητικός αποδιοπομπαίος τράγος. Για τους ηγεμονικούς ευρωπαϊκούς καπιταλισμούς, στην προσπάθεια τους να αποφύγουν τη συνταγή της ποσοτικής χαλάρωσης και της ιμπεριαλιστικής υποβάθμισης, το δίλημμα είναι το ακόλουθο: μία τελετουργική θυσία ορισμένων χωρών (με την Ελλάδα πρώτη και καλύτερη μεταξύ αυτών) θα καταπράυνε τους διεθνείς ανταγωνιστές τους ή θα τους άνοιγε περισσότερο την όρεξη; Και επιπλέον, μία τέτοια κίνηση θα ήταν τεχνικά ελεγχόμενη ή θα οδηγούσε σε ένα ντόμινο ατυχημάτων που θα οδηγήσουν σε ολοκληρωτική καταστροφή. Με περισσότερο τεχνικούς όρους: μία ελληνική (κατ’ αρχήν) χρεωκοπία και έξοδος από την ΟΝΕ θα έπειθε τις διεθνείς αγορές ότι η ΕΕ συγυρίζει τα του οίκου της και γίνεται μία βιώσιμη οντότητα ή θα σηματοδοτούσε την έκρηξη των εγγενών αντιφάσεων της (ανισόμετρες και αποκλίνουσες οικονομίες, μη-βέλτιστη νομισματική περιοχή κλπ.) που θα επεξέτεινε το πρόβλημα στο σύνολο της ΕΕ και θα οδηγούσε τελικά στη διάλυση της;
Το δίλημμα αυτό μελετούν οι ηγεμονικοί ευρωπαϊκοί καπιταλισμοί ο καθένας για λογαριασμό του και με βάση τις δικές του οικονομικές και γεωπολιτικές προτεραιότητες. Το μελετά ιδιαίτερα ο γερμανικός καπιταλισμός που έχει και τον πρώτο λόγο καθώς έχει κερδίσει αλλά και κινδυνεύει να χάσει τα περισσότερα από την υπόθεση της ΕΕ. Το ερώτημα είναι δύσκολο καθώς εκτός από το άμεσο κόστος μίας ελληνικής τελετουργικής θυσίας (που ο Economist αποτίμησε σε 320 δις ευρώ – βλέπε http://www.euro2day.gr/specials/topics/135/articles/718673/Article.aspx) και ακόμη και αν θεωρηθεί ότι έχουν ελεγχθεί εντελώς οι όποιες «τοξικές» παρενέργειες στο ευρωπαϊκό και διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα με την πρόσφατη ελεγχόμενη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους (το «κούρεμα» μετέθεσε το ελληνικό χρέος κυρίως σε κρατικά χέρια) τίποτα δεν διαβεβαιώνει ότι στη συνέχεια δεν θα μπουν στο επίκεντρο (γιατί στο στόχαστρο ήδη είναι) η Ισπανία και η Ιταλία. Στην περίπτωση αυτή κανένα Μνημόνιο δεν μπορεί να υπάρξει γιατί απλά δεν υπάρχουν τα πραγματικά απαιτούμενα ποσά για μία «διάσωση» και φυσικά οι γεωπολιτικοί τριγμοί θα είναι συγκλονιστικοί.
Όσο επεξεργάζονται το δίλημμα αυτό οι ηγεμονικοί ευρωπαϊκοί καπιταλισμοί προβληματίζονται για μία σειρά ενδιάμεσες λύσεις. Η πρώτη είναι μία νέα ελεγχόμενη χρεωκοπία μέσα στο ευρώ. Αυτή θα αφορά τα δάνεια από την ΕΚΤ και τις χώρες-μέλη της ΟΝΕ. Στην κατεύθυνση αυτή πιέζει το ΔΝΤ (και για τους λόγους που προαναφέραμε). Όμως, στην περίπτωση αυτή για πρώτη φορά από την αρχή της ελληνικής κρίσης θα «πονέσουν» πραγματικά οι ηγεμονικές ευρωπαϊκές οικονομίες καθώς θα χάσουν χρήματα, ενώ μέχρι τώρα δάνειζαν με κέρδος ή έδιναν αέρα κοπανιστό με μόχλευση και εγγυήσεις. Η δεύτερη λύση είναι η επιμήκυνση του ελληνικού προγράμματος και φυσικά ο επιπρόσθετος δανεισμός (για να καλυφθεί η χρονική καθυστέρηση) καθώς πλέον ούτε τα παπαγαλάκια των ελληνικών ΜΜΕ της διαπλοκής δεν μπορούν πλέον να τιτιβίσουν ότι μπορεί να πετύχει και να βγάλει τη χώρα από την κρίση. Και η λύση αυτή έχει κόστος γιατί θα πρέπει – έστω με δανεισμό και μόχλευση – να δοθούν κάποια χρήματα (που ξεκίνησαν από 20 δις ευρώ και συνεχώς ο λογαριασμός ανεβαίνει όσο το Μνημονιακό πρόγραμμα πέφτει περισσότερο έξω). Και φυσικά, τώρα ιδιαίτερα που η ΕΕ μπαίνει σε ύφεση και η κρίση και οι ανταγωνισμοί αγριεύουν, κανένας από τους ούτως ή άλλως σφιχτοχέρηδες «εταίρους» μας δεν θέλει να δώσει. Βέβαια, όπως δημοσίευσαν οι Financial Times («Διετή παράταση χωρίς νέα δάνεια από εταίρους», http://www.euro2day.gr/ftcom_gr/194/articles/719438/ArticleFTgr.aspx), η οικτρή σημερινή ελληνική κυβέρνηση σκοπεύει να ζητήσει απλά την χρονική επιμήκυνση του Μνημονιακού προγράμματος (δηλαδή την μετάθεση της χρονικής επίτευξης των ούτως ή άλλως ανέφικτων στόχων) κατά δύο χρόνια χωρίς νέα δάνεια. Μένει φυσικά να δούμε αν οι ευρωπαίοι «εταίροι» θα την δώσουν έστω και αυτό το φύλλο συκής για να δικαιολογήσει το νέο γδάρσιμο του ελληνικού λαού που ετοιμάζει για τον Σεπτέμβριο.
Φυσικά υπάρχει και η περίπτωση του συνδυασμού αυτών των δύο λύσεων. Όμως και στις 2+1 αυτές περιπτώσεις (και ακόμη και στην παραλλαγή επαιτείας του Σαμαρά) η λιτότητα όχι μόνο δεν θα χαλαρώσει αλλά θα ενταθεί γιατί, εφόσον «πονέσουν» λίγο οι ξένοι και έλληνες καπιταλιστές θα απαιτήσουν ακόμη μεγαλύτερο πόνο από το λαό μας. Επίσης, όσα φληναφήματα και να ειπωθούν περί ανάπτυξης (δηλαδή χάδια για το ελληνικό κεφάλαιο) δεν θα υπάρξει τίποτα γιατί απλά τόσο η Μνημονιακή στρατηγική όσο και η σημερινή κατάσταση δεν επιτρέπουν κάτι τέτοιο.
Αν αυτές οι ενδιάμεσες λύσεις δεν ευοδωθούν τότε απεργάζονται πιο ρηξικέλευθες κινήσεις. Αυτή που σιγά-σιγά διαρρέεται προς τα έξω και προετοιμάζεται το έδαφος γι’ αυτήν είναι η εισαγωγή διπλού νομίσματος στην Ελλάδα και η έξοδος της από την ΟΝΕ σε μία παραλλαγή του παλιού «φιδιού στο τούνελ» (με το ECU) ή του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος (ΕΝΣ), δηλαδή των αποτυχημένων συστημάτων νομισματικής σύνδεσης που προηγήθηκαν της ΟΝΕ. Οι απόψεις αυτές, συζητημένες ήδη εν κρυπτώ αλλά και δημόσια παλιότερα, επαναδιατυπώθηκαν πρόσφατα από τον H.Sinn («Έξοδος μετ’ επιστροφής από ευρώ», http://www.euro2day.gr/ftcom_gr/194/articles/717217/ArticleFTgr.aspx).
Η αρχική κίνηση μάλλον θα είναι το ελληνικό δημόσιο να αρχίσει να πληρώνει μέρος των υποχρεώσεων με τη μορφή κάποιου χαρτιού IOY (αυτό έγινε κατά κόρον ιδιαίτερα από τις ομοσπονδιακές πολιτείες στην Αργεντινή πριν το σπάσιμο της δολαριοποίησης). Δηλαδή θα δημιουργηθεί ουσιαστικά ένα δεύτερο εσωτερικό νόμισμα που η ισοτιμία του θα κυμαίνεται και θα εξαρτάται από το ευρώ. Φυσικά άμεσα σχεδόν η ισοτιμία αυτή θα κατρακυλήσει καθώς η αξιοπιστία του εκδότη (δηλαδή του ελληνικού Δημοσίου) θα καταρρέει. Συνεπώς αυτό το IOY θα είναι ένα χαρτί εσωτερικής κυκλοφορίας και φθίνουσας αγοραστικής δύναμης που θα εντείνει τα προβλήματα επιβίωσης όσον αμείβονται με αυτό. Όμως ένα τέτοιο σύστημα διπλού νομίσματος είναι εγγενώς ασταθές για πάρα πολλούς λόγους και μπορεί να λειτουργήσει μόνο βραχυχρόνια. Αναγκαστικά θα οδηγήσει στην έξοδο από το ευρώ.
Εδώ θα ακολουθήσει η επόμενη κίνηση δηλαδή η έξοδος της Ελλάδας από την ΟΝΕ. Όμως η έξοδος αυτή δεν θα οδηγήσει στην ανεξαρτητοποίηση της χώρας από την ευρωπαϊκή μέγγενη. Αντιθέτως, πιθανά με κάποιο καρότο μίας «αναπτυξιακής» βοήθειας και της υπόσχεσης επιστροφής στο ευρώ αν είμαστε καλά παιδιά, το νέο νόμισμα θα είναι ένας δορυφόρος του ευρώ. Με λίγα λόγια, η συναλλαγματική ισοτιμία του θα κυμαίνεται μέσα σε ένα φάσμα διακύμανσης γύρω από το ευρώ. Και φυσικά το ελληνικό κράτος δεν θα μπορεί να ρυθμίσει την συναλλαγματική ισοτιμία αυτοβούλως (ακόμη και μέσα σ’ αυτά τα ελεγχόμενα περιθώρια) αλλά πάντα σε συμφωνία με τους ευρωπαίους δανειστές και επικυρίαρχους. Το σύστημα του «φιδιού στο τούνελ» και του ΕΝΣ ουσιαστικά εξαρτά ένα νόμισμα από ένα άλλο (καθώς η συναλλαγματική ισοτιμία του πρώτου επιτρέπεται να κινηθεί μέσα σε ένα συν-πλην φάσμα διακύμανσης από αυτή του δεύτερου). Πρακτικά το πρώτο νόμισμα γίνεται ένα φθηνό εξάρτημα του δεύτερου, η χώρα του αποκτά κάποιες δυνατότητες υποτίμησης που όμως είναι, είτε άμεσα είτε έμμεσα, υπό τον έλεγχο της χώρας του δεύτερου. Στην ελληνική περίπτωση θα είναι άμεσα καθώς η χώρα θα είναι δέσμια των δανειστών της. Συνεπώς, όλα τα εργαλεία οικονομικής πολιτικής (δημοσιονομική, νομισματική, συναλλαγματική, εμπορική και βιομηχανική) θα παραμείνουν δέσμιες των ευρωπαίων ηγεμόνων. Απλά η διαχείριση τους θα μπορεί να είναι πιο ελαστική. Σε καμία περίπτωση η χώρα δεν θα αποκτήσει τη δυνατότητα αυτόνομης χάραξης πολιτικής. Με την μέθοδο αυτή θα επιδιωχθεί να διατηρηθεί ο σκληρός πυρήνας της ΕΕ φτιάχνοντας και τυπικά μία μαλακή περιφέρεια γύρω του εξαρτημένη από αυτόν και πιο αδύναμη από πριν. Γι’ αυτό και η ελληνική αστική τάξη όταν είχαν πρωτοπροβληθεί, επί Σημίτη, οι απόψεις περί ΕΕ δύο ταχυτήτων είχε αντιδράσει υστερικά διακηρύσσοντας ότι θα είναι στην πρώτη ταχύτητα ότι θυσίες και να χρειασθούν. Φαίνεται πλέον ότι θα υποβιβασθεί όχι στη δεύτερη αλλά σε ακόμη χαμηλότερη ταχύτητα και θα το καταπιεί κάνοντας το στανιό φιλότιμο και ξεσπώντας στον ελληνικό λαό για να βγάλει κάποια από τα σπασμένα. Φυσικά σε μία τέτοια εξέλιξη η χώρα και ο λαός θα έχουν ήδη υποβαθμισθεί σε περίπου τριτοκοσμικά επίπεδα. Απλά η ελληνική αστική τάξη, όπως και στις προηγούμενες καταστροφές από τις παλιότερες «Μεγάλες Ιδέες» της, θα κρύψει και διασφαλίσει τον συσσωρευμένο πλούτο της και θα επιδιώξει να διασφαλίσει την κυριαρχία της – χρησιμοποιώντας «αριστερούληδες» ή ακροδεξιούς διαχειριστές εκτάκτων καταστάσεων – ελπίζοντας να μπορέσει να επανακάμψει στο μέλλον.
Είναι φανερό πλέον ότι όλες οι εξελίξεις οδηγούν σε αυτό που είναι το βασικό δίλημμα για την ελληνική κοινωνία και χωρίζει τα συμφέροντα των βασικών τάξεων της: μέσα ή έξω από την ΕΕ. Όχι απλά κάποια αναδιάρθρωση του χρέους ή έξοδος από την ΟΝΕ – όπως διατείνονται «αριστερούλικες» φωνές – καθώς αυτά είναι εργαλεία που ήδη χρησιμοποίησε ή πρόκειται να χρησιμοποιήσει η αστική τάξη και οι δυτικοί «εταίροι» της προς όφελος τους. Η βασική κόκκινη γραμμή, αυτή που χωρίζει τους φίλους και τους αντιπάλους του συστήματος, είναι η συνολική στάση απέναντι στην ΕΕ. Μία Αριστερά που σέβεται το εαυτό της, δεν στρουθοκαμηλίζει, δεν σκιαμαχεί (και μεταξύ της) και δεν ονειρεύεται να γίνει διαχειριστής του συστήματος οφείλει να διατυπώσει ένα συνεκτικό και ρεαλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα με βασικό άξονα την αποδέσμευση από την ΕΕ. Το μεταβατικό αυτό πρόγραμμα αναγκαστικά θα είναι πρόγραμμα σοσιαλιστικής μετάβασης που ταυτόχρονα θα απαντά ρεαλιστικά στα πιεστικά και άμεσα λαϊκά προβλήματα (αναλυτικότερα βλέπε «Αποδέσμευση από την ΕΕ: κρίσιμη προϋπόθεση για το άνοιγμα μιας διαδικασίας σοσιαλιστικής μετάβασης στη χώρα μας», http://stavrosmavroudeas.wordpress.com/wp-admin/post.php?post=958&action=edit). Δυστυχώς, μέχρι τώρα όλα τα βασικά ρεύματα της ελληνικής Αριστεράς αδυνατούν να συγκροτήσουν ένα τέτοιο ρεαλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα και εξασκούνται, εκτός από ανούσιους διαξιφισμούς, είτε σε στρουθοκαμηλικά σχέδια διαχείρισης του συστήματος είτε σε φωνακλάδικα επαναστατικά κηρύγματα που όμως δεν φέρνουν καμία επανάσταση. Και όλα αυτά όταν ο τόπος χρειάζεται περισσότερο από ποτέ μία ριζική ανατροπή. Είτε για να αποφευχθούν τα χειρότερα είτε, εάν έρθουν τα χειρότερα, για να υπάρξει αχτίδα φωτός για το ταλαίπωρο λαό μας στο μέλλον.

Στις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες στο τέλος επέρχεται η κάθαρση, δηλαδή μία ριζική λύση. Η κάθαρση επίσης συνήθως συνδέεται με την έννοια της απόδοσης δικαιοσύνης. Μένει να δούμε τι θα γίνει στη σημερινή ελληνική τραγωδία. Η τραγωδία απλά θα έχει μία τραγική κατάληξη ή, αν δεν αποφευχθεί, τουλάχιστον θα φέρει την κάθαρση και την δικαιοσύνη; Μόνο στη δεύτερη περίπτωση μπορεί ξανά να ελπίζει σε ένα μέλλον ο κόσμος της εργασίας. Μένει να φανεί εάν ο τελευταίος έχει τις δυνάμεις να υπερβεί ανεπαρκείς γραμμές και σχηματισμούς και να χαράξει ένα τέτοιο μέλλον.