“Οι ψευτοεπαναστάτες συνδικαλιστές της Ιταλίας φτάνουν συχνά
μέχρι του σημείου να συζητούν αν συμφέρει να γίνει το συνδικάτο (για
παράδειγμα των σιδηροδρομικών) ένας κλειστός κύκλος, που δεν υπολογίζει
παρά μόνο στους «επαναστάτες», παρά μόνο στην τολμηρή μειοψηφία που
συμπαρασύρει τις ψυχρές και αδιάφορες μάζες, δηλαδή φτάνουν να αρνούνται
την στοιχειώδη αρχή του συνδικαλισμού που είναι να οργανώσει το σύνολο
των μαζών.”
A.Gramsci, «Συνδικαλισμός και συμβούλια»
του Νίκου Γουρλά
H
κινηματική αδράνεια των έξι τελευταίων μηνών μπορεί να εξηγείται σε ένα
βαθμό από την ελπίδα της εργατικής τάξης να δοθεί λύση για την
ισοπέδωση μισθών και δικαιωμάτων της μέσα από τη διαδικασία των εκλογών,
που καλλιέργησε «εκλογικές αυταπάτες» και καθήλωσε τις αγωνιστικές
συνειδήσεις, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι. Όμως δεν φτάνει αυτή η εξήγηση
για να δοθεί απάντηση στο γιατί παρά το ρήγμα που δημιουργήθηκε στις
συνειδήσεις των εργαζομένων από τους αγώνες των δυο τελευταίων ετών που
μετατόπισε προς τα αριστερά μεγάλα κομμάτια της τάξης (με όλη φυσικά την
αντιφατικότητα, το βάθος και το βαθμό συνείδησης από τμήματα των
εργαζομένων), παρά τις μεγάλες προσπάθειες που γίνονται από ταξικά
συνδικάτα στον ιδιωτικό τομέα αλλά και σωματείων και ομοσπονδιών του
δημόσιου με αγωνιστικό πρόσημο, τα αποτελέσματα παραμένουν φτωχά και
αναντίστοιχα του οδοστρωτήρα των μνημονιακών μέτρων που υλοποιεί η άθλια
συγκυβέρνηση. Aπό την άλλη βρίσκεται σε εξέλιξη το μεγαλύτερο
σχέδιο αναδιανομής του πλούτου προς όφελος του κεφαλαίου και σε βάρος
των δυνάμεων της εργασίας που έχει υπάρξει μεταπολεμικά. Σε αυτή τη
λογική εντάσσονται οι ΕΟΖ, η σύνθλιψη των μισθών στο δημόσιο και στον
ιδιωτικό τομέα (ήδη σε μεγάλη αλυσίδα πολυκαταστημάτων, προσλαμβάνουν
εργαζόμενους με 280 ευρώ για εξάωρη εργασία νομιμότατα) παράλληλα με την
κατάργηση της εργατικής νομοθεσίας, την τρομοκρατία, το τσάκισμα και
των τελευταίων αντιστάσεων στους τόπους δουλειάς, ιδιαίτερα του
ιδιωτικού τομέα, με πογκρόμ απολύσεων όσων αντιστέκονται στις μειώσεις
και τις ατομικές συμβάσεις. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το
εργατικό κίνημα δεν κατάφερε να ανατρέψει κανένα από τα μέτρα που
εφάρμοσαν οι μνημονιακές κυβερνήσεις του κεφαλαίου, δημιουργούν μεγάλα
ερωτηματικά στη μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων αφού ακόμα και
παρατεταμένοι επίμονοι αγώνες όπως αυτός της Χαλυβουργίας τελικά
ηττήθηκαν. Με δεδομένο ότι οι πλειοψηφίες των ΓΣΕΕ - ΑΔΕΔΥ είναι πια
περιφερόμενα πολιτικά και κινηματικά πτώματα, αφού το σύστημα τους έχει
αφαιρέσει ακόμα και τα ελάχιστα προσχήματα «διαπραγμάτευσης», δεν
παίζουν πια κανένα ρολό ούτε καν αυτόν του δήθεν «εταίρου» που το
σύστημα στην προ κρίσης εποχή τους είχε αναθέσει. Όσο και αν δεν πρέπει
να υποτιμάται ο ρόλος τους, ιδιαίτερα σαν ρεύμα αστικής αντίληψης μέσα
στα συνδικάτα που οδηγεί στον ταξικό συμβιβασμό, την ηττοπάθεια, μέχρι
και το ανοιχτό ξεπούλημα στην εργοδοσία, παρ΄ όλα αυτά τους έχει
αφαιρεθεί η δυνατότητα διαμεσολάβησης που είχαν και δεν παίζουν κανένα
ρόλο παρά μόνο αυτό της εξαγγελίας κατόπιν πιέσεων από την
συνδικαλιστική αριστερά 24ωρων απεργιών.
Στις παρούσες συνθήκες η
σημασία της αλλαγής ρότας του συνδικαλιστικού κινήματος για την
ανατροπή της συνολικότερης επίθεσης του κεφαλαίου έχει τεράστια σημασία
για την ανάστροφη του κλίματος απογοήτευσης και αναμονής. Υπάρχει
σοβαρός κίνδυνος με τη σημερινή κατάσταση των σωματείων και των
ομοσπονδιών, τον υπονομευτικό ρόλο των δυνάμεων του συμβιβασμού και της
υποταγής, οι εργαζόμενοι να μεταθέσουν για άλλη μια φορά τις ελπίδες
για το ζωή και το μέλλον τους για τις ερχόμενες εκλογές! Μη βλέποντας
καμία ελπίδα στους αγώνες που παραμένουν ασυντόνιστοι, ψοφοδεείς, με
24ωρες ντουφεκιές εκτόνωσης, να υποταχτούν σε λογικές που θα αναζητούν
«μεγάλους τιμονιέρηδες» που θα τους σώσουν από τα δεινά.
Θα
έχουμε μεγάλη ευθύνη όλες συνδικαλιστικές δυνάμεις της
αντικαπιταλιστικής και ριζοσπαστικής αριστεράς, αν συνεχίσουμε με τις
ίδιες πρακτικές σαν να μην άλλαξε τίποτα από την τελευταία απεργία του
Φεβρουαρίου μέχρι τώρα. Η ευθύνη βαραίνει πια ολοκληρωτικά τις ταξικές
δυνάμεις, τις δυνάμεις του κόσμου του αγώνα, αφού όλοι καταλαβαίνουν ότι
οι καιροί του «ναι μεν αλλά» έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί και ότι η
δημιουργία τώρα ενός μεγάλου ταξικολαϊκού μετώπου ρήξης και ανατροπής με
άμεσους αλλά και μακροπρόθεσμους στόχους, είναι θέμα ζωής ή θανάτου
για το εργατικό κίνημα. Καμιά αλλαγή συσχετισμών, στα σωματεία, στις
ομοσπονδίες και στη ΓΣΕΕ προς όφελος των ταξικών δυνάμεων, των δυνάμεων
του αγώνα, δεν θα έχει καμιά ουσία αν δεν υιοθετηθεί πλατιά από τις
ηγεσίες όλων των πολιτικών και συνδικαλιστικών ρευμάτων της Αριστεράς
αυτή η αναγκαιότητα.
Πολιτικοί και κινηματικοί οι λόγοι της καθήλωσης του κινήματος. Ενώ
η κοινωνία βράζει και η πολιτική κρίση βαθαίνει, ενώ το πολιτικό
σύστημα βρίσκεται στην πιο αδύναμη στιγμή του, μην μπορώντας να δώσει τα
ελάχιστα, ακόμα και σε βασικούς πυλώνες της κυριαρχίας του (σώματα
ασφάλειας, δικαστικοί, παπάδες, στρατιωτικοί κλπ), οι
πολιτικοσυνδικαλιστικές πρωτοπορίες της αριστεράς εκτιμούν πολύ σωστά
ότι προϋπόθεση για την ανατροπή της επίθεσης είναι η ανασυγκρότηση του
συνδικαλιστικού κινήματος σε νέα βάση. Για το πώς όμως θα γίνει αυτό
υπάρχουν σε όλη την Αριστερά διαφορετικά πολιτικά σχέδια που το κάθε ένα
από αυτά έχει τη δική του αξία και συμβολή. Όμως κανένα από αυτά τα
σχέδια δεν απαντά με σαφήνεια στο τι πρωτοβουλίες θα παρθούν άμεσα για
να δημιουργηθούν όλες εκείνες οι προϋποθέσεις για την έναρξη μιας
πλατιάς διαδικασίας συνάντησης σωματείων - ομοσπονδιών που να υπερβαίνει
τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, βάζοντας στην κρίση των εργαζομένων το
δικό της αγωνιστικό σχέδιο, που θα ανταποκρίνεται στις πραγματικές
ανάγκες ενός κινήματος που θα μπορεί να νικήσει, που θα δημιουργεί
προϋποθέσεις ρήξης και ανατροπής με τις δυνάμεις του κεφαλαίου.
Αντί
για αυτό εξακολουθούν να λειτουργούν οι λογικές των «πόλων», των
«αξόνων», του «θεσμικού συνδικαλισμού», οι αντιλήψεις που δεν
ξεκαθαρίζουν ανοικτά τις σχέσεις με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία στο
όνομα μιας λανθάνουσας λογικής για την ενότητα, η επιμονή -παρά τις
κάποιες θετικές διαφοροποιήσεις τελευταία- του ΠΑΜΕ στην περιχαράκωση
και την κομματική αυτάρκεια, αλλά και τα δεκάδες «πλαίσια» με τους
αστερίσκους και υποσημειώσεις, που στη συγκεκριμένη συγκυρία
λειτουργούν απωθητικά στους εργαζόμενους, δείχνουν ότι στην
πραγματικότητα δεν έχει γίνει αντιληπτή η θανάσιμη απειλή που σήμερα
επικρέμεται πάνω από τα κεφάλια όλων των εργαζομένων, αυτή της
εξαφάνισης της δράσης των συνδικάτων από τους τόπους δουλειάς. Είναι
τραγική η εικόνα που παρουσιάζει η συνδικαλιστική Αριστερά όλων των
εκφάνσεων, που, βαδίζοντας στους γνωστούς δρόμους, δεν χάνει ευκαιρία,
με αφορμή αυτό ή το άλλο γεγονός, να κυκλοφορεί λίστες με συνδικαλιστές
που υπογραφούν πλαίσια που καλούν τους άλλους συνδικαλιστές να
συσπειρωθούν γύρω από το καθένα από αυτά. Έτσι όλοι καλούν όλους και
κανένας δεν πάει πουθενά μένοντας στο «μετερίζι» του. Αυτή η κατάσταση
όπως είναι φυσικό δεν οδηγεί πουθενά. Εκεί πρέπει να αναζητήσουμε τις
αιτίες για την αποτυχία των όποιων προσπαθειών συντονισμού γίνονται είτε
από σωματεία είτε από ομοσπονδίες. Χωρίς να υπάρχει καμιά διάθεση
υποτίμησης των υπαρκτών διαφορών, των πολιτικών και συνδικαλιστικών
ρευμάτων που υπάρχουν στο εργατικό κίνημα, χωρίς να υποτιμάται ο
αναγκαίος διαχωρισμός από τη γραφειοκρατία, αυτό όμως που εισπράττουν οι
εργαζόμενοι στους τόπους δουλειάς είναι ότι οι πολιτικές και
συνδικαλιστικές πρωτοπορίες της Αριστεράς, που είναι η ψυχή του κόσμου
του αγώνα, είναι ανίκανες να ανταποκριθούν στη μία και μοναδική απαίτηση
για την οποία όλοι μιλούν και συμφωνούν, που είναι το ενιαίο
εργατολαϊκό μέτωπο - μοναδικό μέσο για την ανατροπή της επίθεσης.
Όσο
αυτό δεν συγκροτείται, η συνδικαλιστική οργάνωση των εργαζομένων
δέχεται ολοένα και μεγαλύτερα πλήγματα, δίνεται περαιτέρω έδαφος σε
αντιλήψεις και λογικές που οδηγούν σε ακόμα μεγαλύτερη απογοήτευση και
ηττοπάθεια. (Ακόμα και κάποια μικρά βήματα υπέρβασης αυτής της
κατάστασης που έγιναν το περασμένο διάστημα μέσα από πρωτοβουλίες κοινής
δράσης και προσπαθειών οικοδόμησης ενός άλλου αγωνιστικού ταξικού
ρεύματος μέσα στους εργαζόμενους, π.χ. Συντονισμός Πρωτοβάθμιων
Σωματείων, από ορισμένους αντιμετωπίζονται με καχυποψία.) Προάγγελοι
αυτής της προοπτικής είναι οι αμαζες συνελεύσεις, η αποτυχία των
απεργιών σε μια σειρά κλάδους. Η ελάχιστη ή ακόμα και μηδενική
συμμετοχή εργαζομένων σε δραστηριότητες των πρωτοβάθμιων σωματείων σε
ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Για τον ιδιωτικό τομέα, ιδιαίτερα, τα
πράγματα είναι ακόμα χειρότερα, αφού ο φόβος της απόλυσης και της
μόνιμης ανεργίας βαραίνει το σύνολο των εργαζομένων, ακόμα και ενός
ακόμα συνδικαλισμένου κομματιού που περιορίζει τη δράση του στα πλαίσια
«ανεκτών» από την εργοδοσία αντιστάσεων. Οι εργαζόμενοι έχουν πραγματικά
μπουχτίσει από την πολυδιάσπαση και τον κομματικό κατακερματισμό, από
διαμεσολαβήσεις αυτόκλητων «σωτήρων» των ΣΣΕ που οδηγούν σε μειώσεις
μισθών χωρίς κανένας να τους έχει εξουσιοδοτήσει, καλλιεργώντας
αυταπάτες στους εργαζόμενους, αφού κανένα νομικό πλαίσιο δεν δεσμεύει
τους εργοδότες να τις τηρήσουν.
Ο παραταξιακός κομματικός
συνδικαλισμός που διαμεσολαβούσε μεταφέροντας στα συνδικάτα την αστική
κοινοβουλευτική σκηνή της μεταπολίτευσης, είναι πια σε πλήρη
αναντιστοιχία με τις ανάγκες των εργαζομένων, έχει απαξιωθεί στη
συνείδηση μεγάλων τμημάτων της εργατικής τάξης, και, το κυριότερο, είναι
ανύπαρκτος στη νέα βάρδια των εργαζομένων που δεν βλέπει καμιά
προοπτική, καμιά ελπίδα αντίστασης και οργανωμένου αγώνα στους χώρους
δουλειάς. Από την άλλη, ο κούφιος βερμπαλισμός και ο συνδικαλιστικός
ακτιβισμός των «ειδικών» αρκείται στο να «κατηχεί» τους εργαζόμενους
ρίχνοντας στην πραγματικότητα όλες τις ευθύνες σε αυτούς.
Προϋπόθεση
για την ανασυγκρότηση και την αντεπίθεση του εργατικού κινήματος, η
αλλαγή των συσχετισμών στα συνδικάτα και τους τόπους δουλειάς.
Το
εκλογικό αποτέλεσμα όσο και το μετεκλογικό πολιτικό σκηνικό σίγουρα
έχουν επιδράσει στις συνειδήσεις της εργατικής τάξης. Οι εργαζόμενοι με
την ψήφο τους μπορεί να «λαχτάρησαν» το πολιτικό κατεστημένο, να
ένιωσαν προς στιγμή ότι μπορούν να παρέμβουν στις εξελίξεις με την ψήφο
τους, όμως από την άλλη είναι έκδηλη η απογοήτευση σε πλατιά τμήματα
εργαζομένων ότι τελικά αυτό δεν επετεύχθη. Αυτό δημιουργεί ένα
ιδιόμορφο κλίμα παραίτησης που σε συνδυασμό με την όξυνση της κρίσης την
ύφεση αλλά και λογικές που παραπέμπουν στις επόμενες εκλογές, όποτε
αυτές γίνουν, διαμορφώνουν ένα δυσχερές για τις ταξικές δυνάμεις πεδίο
για την αντίστροφη του κλίματος.
Τέλος, αντιλήψεις ακόμα και
από κάποια αγωνιστικά τμήματα που παραιτούνται με ευκολία από την
οργάνωση του αγώνα πρώτα από όλα στους τόπους δουλειάς, μεταθέτοντας το
κέντρο βάρος από τους εργασιακούς χώρους στις γειτονιές, σε δίκτυα και
μορφές αλληλεγγύης, λαϊκές επιτροπές και συνελεύσεις γειτονιάς -που
φυσικά παίζουν έναν ξεχωριστό ρόλο στον αγώνα για την ανατροπή αυτής της
κατάστασης- δεν βοηθούν και σε κάποιες περιπτώσεις λειτουργούν και
αποπροσανατολιστικά. Τέτοιες απόψεις και λογικές θα υπερισχύουν όσο
μεγαλώνει η ψαλίδα ανάμενα στις δυνάμεις τις υποταγής και τις δυνάμεις
χειραφέτησης όσο η ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος και η αλλαγή
των συσχετισμών του παραμένει απλώς μια διαπίστωση χωρίς να την πιστεύει
στην πραγματικότητα κανένας, είτε με τη σκέψη στραμμένη στις επόμενες
εκλογές είτε μέχρι να «βγάλουν οι εργαζόμενοι συμπεράσματα».
Η
ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος και η αλλαγή των
συσχετισμών του, απαιτεί πρώτα από όλα σαφήνεια στο τι περιεχόμενο θα
έχει, ποια πολιτικά, εργατικά αιτήματα άμυνας και αντεπίθεσης θα
προβάλει που θα συσπειρώσουν καταρχήν το πρωτοπόρο κομμάτι του αγώνα.
Οι εργαζόμενοι κατανοούν όλο και περισσότερο ότι η σημασία των άμεσων
οικονομικών αιτημάτων δεν αρκεί, αν αυτά δεν συνδυάζονται με την
πολιτική προοπτική των αγώνων. Συνεπώς γίνεται όλο και πιο καθαρό σε
πλατιά τμήματα των εργαζομένων ότι οι αγώνες για να αποκτήσουν δυναμική
και να δημιουργήσουν ρήγματα στο κατεστημένο πρέπει να συνδέονται με
άμεσα πολιτικά προτάγματα όπως αυτό της ανατροπής της κυβέρνησης αλλά
και προτάγματα που απελευθερώνουν τους εργαζόμενους από το φόβο
απέναντι σε εκβιαστικά διλήμματα (Ε.Ε. - ευρώ κλπ). Το νέο
περιεχόμενο πάλης των εργατικών αγώνων θα πρέπει να συνδυάζει τις
αμυντικές με τις επιθετικές διεκδικήσεις για όλα τα βασικά ζητήματα που
καθορίζουν την οικονομική, κοινωνική και πολιτική θέση των εργαζόμενων.
Για το μισθό, τις εργασιακές σχέσεις, το χρόνο εργασίας, την ασφάλιση,
την υγεία, τις ιδιωτικοποιήσεις, τη δημοκρατία, τον πολιτισμό, την
Ευρωπαϊκή Ένωση. Υπάρχουν, από το σύνολο των ρευμάτων της
συνδικαλιστικής Αριστεράς, τέτοια πλαίσια που κατά 95% είναι κοινά
μεταξύ τους. Για να αλλάξουμε την κατάσταση, υπάρχουν κατά τη γνώμη μου
τρεις προϋποθέσεις:
Α) Να συγκεντρώσουμε, να ενώσουμε, να
εμπνεύσουμε και να μετασχηματίσουμε, με μαζικούς όρους, εκείνο το
πρωτοπόρο εργατικό κομμάτι που κατανοεί ότι χρειάζεται μια ριζική,
ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος μακριά από
τον υποταγμένο συνδικαλισμό και το συνδικαλισμό της ταξικής συμφιλίωσης.
Αυτό θα γίνει μέσα από την ενίσχυση πρωτοβουλιών που θα ενοποιούν τις
αντιστάσεις, μέσα από συντονισμούς και κοινούς αγώνες που θα
μετουσιώνονται σε μια άλλου τύπου οργάνωση των συνδικάτων που θα πατάει
στο συνδικαλισμό των κάτω. Με την αναζωογόνηση των υπαρκτών συνδικάτων,
με νέο περιεχόμενο και άλλη λειτουργία, συνελεύσεις με άμεση
εκπροσώπηση. Με τη δημιουργία νέων σωματείων, με την ανατροπή των
διαχωρισμών σε δημόσιο ιδιωτικό τομέα, με ενοποίηση συνδικάτων σε κοινό
εργασιακό χώρο ή κλάδο. Ο Συντονισμός Πρωτοβάθμιων Σωματείων, αφού
ξεπεράσει κάποια βασικά προβλήματα και μεταβληθεί σε πραγματικό
συντονισμό των «κάτω», μπορεί να αποτελέσει τον πυρήνα για τη δημιουργία
ενός ενιαίου εργατικού μετώπου ρήξης και ανατροπής που θα αλλάξει τους
συσχετισμούς στα συνδικάτα αλλά και τους όρους της ταξικής πάλης προς
όφελος των δυνάμενων της εργασίας και της κοινωνικής απελευθέρωσης. Στην
κατεύθυνση αυτή δεν πρέπει να αποκλείονται πρωτοβουλίες και
συνεργασίες που θα βοηθούν στον απεγκλωβισμό δυνάμεων από τη
συνδικαλιστική γραφειοκρατία, όχι φυσικά με όρους συναλλαγής αλλά στη
βάση αγωνιστικών ταξικών πλαισίων. Β) Οι δυνάμεις της
αντικαπιταλιστικής αριστεράς, οι δυνάμεις που έχουν αναφορά στην
ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα πρέπει επιτέλους να ενοποιηθούν στα πλαίσια μιας πλατιάς
πολιτικοσυνδικαλιστικής κίνησης που δεν θα είναι μια ακόμα κομματική
παράταξη αλλά ένα διακριτό ρεύμα που θα ενισχύσει την ενωτική πολιτική
συγκρότηση και δράση στις εργατικές, ταξικές, αντικαπιταλιστικές
πτέρυγες των συνδικάτων, που θα δίνει τη μάχη στον αγώνα για την αλλαγή
των συσχετισμών ενιαία, σε ενότητα και αντιπαράθεση με το μαχητικό
ρεφορμισμό υπερβαίνοντας παράλληλα τις ρεφορμιστικές πολιτικές της
Αριστεράς στο εργατικό κίνημα. Θα συγκροτηθεί στη βάση ενός
Προγράμματος για τα εργατικά δικαιώματα της εποχής μας, στην κατεύθυνση
της απόκρουσης και ανατροπής της επίθεσης στην προοπτική της κοινωνικής
απελευθέρωσης. Μια τέτοια Κίνηση θα παρεμβαίνει σε όλα τα όργανα
και τις μορφές του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, θα είναι ο
βασικός μοχλός για την ταξική ανασυγκρότηση και το μετασχηματισμό τους,
σεβόμενη την αυτοτέλειά τους και το ρόλο τους στην οργάνωση του
οικονομικού και πολιτικού αγώνα της τάξης. Θα συσπειρώνει εργάτες από
τις αντικαπιταλιστικές πολιτικές οργανώσεις και δυνάμεις, ευρύτερα,
ανεξάρτητους πρωτοπόρους αγωνιστές και νεολαίους, αλλά και ριζοσπάστες
διανοούμενους. Η δημιουργία της θα δώσει δύναμη στα ταξικά και
αγωνιστικά σωματεία και στο συντονισμό τους, θα βοηθήσει στην παρέμβαση
των ταξικών αντικαπιταλιστικών δυνάμεων σε ομοσπονδίες και Εργατικά
Κέντρα και στην πανελλαδική ενοποίησή τους. Θα συντονίσει την παρέμβασή
τους στους αγώνες που ξεσπούν. Θα συμβάλει στον πολλαπλασιασμό, στην
ενότητα και στον πολιτικό προσανατολισμό των εργατικών συσπειρώσεων.
Γ)
Οι δυνάμεις κομουνιστικής αναφοράς με την πρωτοπόρα δράση και συμμετοχή
τους στα δυο παραπάνω κομβικά μέτωπα για την πορεία του εργατικού
κινήματος θα πρέπει να παρεμβαίνουν στην ταξική πάλη προβάλλοντας ένα
πολιτικό πλαίσιο που θα στοχεύει στη διεύρυνση της ταξικής συνείδησης
σε επίπεδα που να κατανοούν οι εργαζόμενοι μέσα από την ίδια τους την
πείρα τον καπιταλισμό σαν τη βασική αιτία των προβλημάτων τους.
Παρεμβαίνοντας στην πάλη που αναπτύσσουν τα εργατολαϊκά μέτωπα είναι
φανερό ότι οι δυνάμεις κομουνιστικής αναφοράς και προοπτικής επιδιώκουν
να κερδίσουν τους πιο συνειδητοποιημένους εργάτες στο επαναστατικό
πρόγραμμα και στην επαναστατική πολιτική, μέσα από ένα άμεσο πολιτικό
πρόγραμμα που δεν θα στέκεται αμήχανα στο θέμα της αριστερής κυβέρνησης,
αλλά με σαφήνεια θα απαντά καταφατικά με τα πέντε σημεία που πρόβαλε το
μεταβατικό προεκλογικό πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Για την επίτευξη αυτού
του στόχου, πέρα από τη γενική πολιτική ζύμωση, θα πρέπει να
αναδεικνύουμε εκείνα τα πολιτικά πλαίσια που έρχονται σε σύγκρουση με
την κερδοφορία του κεφαλαίου, την Ε.Ε., αναδεικνύοντας παράλληλα τα
όρια του καπιταλιστικού συστήματος, συνδέοντάς τα παραπέρα με την
προοπτική της κατάργησης της εκμετάλλευσης, με την ίδια την
απελευθερωτική αποστολή της εργατικής τάξης. Η συνειδητοποίηση και η
στράτευση αυτών των νέων πρωτοποριών που έχουν αναδειχτεί μέσα από
οξυμένους ταξικούς αγώνες της περιόδου (Χαλυβουργία κ.α.) στην υπόθεση
της αντικαπιταλιστικής και της κομμουνιστικής αριστεράς αποτελεί τον
πιο προωθημένο παράγοντα στην υπόθεση για τη χειραφέτηση της εργατικής
τάξης, με την προϋπόθεση ότι συνδυάζεται με την προώθηση των
προσπαθειών για μια ριζική προγραμματική, πολιτική και μαζική
ανασυγκρότηση και παρέμβαση του κομουνιστικού και του ευρύτερου
αντικαπιταλιστικού και ταξικού εργατικού κινήματος. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.