Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2013

Δημοκρατία χωρίς σοσιαλισμό;


Aφιέρωμα στην Οκτωβριανή Επανάσταση

Παναγιώτης Μαυροειδής*
Με αφορμή τα συμβά­ντα του 1989 και την πτώση του τείχους του Βερολίνου η Ellen Meiksins Wood, που διδάσκει πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο, έγραψε: «Ίσως το σημαντικότερο δίδαγμα που μπορούμε να αντλήσουμε από την πτώση του κομμουνισμού είναι ότι ενώ ο καπιταλισμός αποδείχθηκε ικανός να λειτουργεί χωρίς δημοκρατία, ο σοσιαλισμός αδυνατεί να κάνει το ίδιο. Ο σοσιαλισμός είναι εξ ορισμού μια δημοκρατική οργάνωση της κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα, από τον τόπο εργασίας μέχρι το κράτος».
Πρόκειται για μια καλή αφετηρία συζήτησης σχετικά με το πολιτικό σύστημα του ‘’υπαρκτού σοσιαλισμού’’. Χρειάζονται ωστόσο αρκετές επεξηγήσεις. Είναι βέβαιο ότι δεν υπάρχει σοσιαλισμός χωρίς δημοκρατία. Μιλώντας όμως για την πραγματικότητα της ΕΣΣΔ, πρέπει να αναρωτηθούμε αντίστροφα: ‘’θα μπορούσε να υπάρχει πραγματική δημοκρατία χωρίς σοσιαλισμό και επικράτηση κομμουνιστικών σχέσεων;’’
Πολλές θεωρίες κριτικής προσέγγισης των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης, σε διάφορες παραλλαγές, κάνουν λόγο για ‘’σοσιαλιστική βάση’’, αλλά για ‘’γραφειοκρατικό’’ ή ‘’παραμορφωμένο’’ ή/και ‘’αντιδραστικό, καταπιεστικό’’ κράτος. Παραλλαγή αυτής της θεώρησης είναι και ο χαρακτηρισμός αυτού του σχηματισμού ως ‘’κρατικού σοσιαλισμού’’.
Αν ήταν έτσι τα πράγματα, η κλασική πρόταση του τροτσκιστικού ρεύματος για ‘’πολιτική αντιγραφει­οκρατική επανάσταση’’, θα ήταν η θεραπεία για την παραμόρφωση στο ‘’εποικοδόμημα’’. Αυτός ο άξονας ερμηνείας τόσο της πραγματικότητας, όσο και της αντιπολιτευτικής πολιτικής κίνησης των μαζών σε αυτές τις χώρες, χρησιμοποιήθηκε πανομοιότυπα σχεδόν σε διαφορετικού χαρακτήρα εξεγέρσεις (Ανατολική Γερμανία 1953, Ουγγαρία 1956, Τσεχοσλοβακία 1968 κ.α). Το εντυπωσιακό όμως είναι ότι η ίδια προσδοκία υπήρχε ακόμη και την Γκορμπατσοφική περίοδο, της ανοιχτής καπιταλιστικής παλινόρθωσης! Το πρόβλημα όμως δεν ήταν μόνο στο πολιτικό σύστημα, αλλά στις σχέσεις παραγωγής. Αυτές, τυπικά μόνο ήταν σοσιαλιστικές (κρατική ιδιοκτησία), ενώ στην πραγματικότητα τις ιδιοποιούνταν ανεξέλεγκτα η γραφειοκρατία (διεύθυνση επιχειρήσεων με σχεδόν απόλυτες εξουσίες του διευθυντή, ιδίως μετά το 1956, γραφειοκρατικός έλεγχος του σχεδιασμού, έλεγχος της διανομής των πόρων και των αγαθών). Οι μάζες ήταν αποξενωμένες από τη διεύθυνση της οικονομίας και αρκούνταν στην εξασφάλιση ενός σχετικά βελτιωμένου βιοτικού επιπέδου. Γι' αυτό, κυρίως, τα αντι­γραφειοκρατικά κινήματα στις χώρες του ‘’υπαρκτού σοσιαλισμού’’, δεν απέβλε­παν στην αποκατάσταση «του αληθινού σοσιαλισμού», αλλά στόχευαν στην ανατροπή όχι απλώς της γραφειοκρατίας αλλά του σοσιαλισμού γενικά με την οποία τον είχαν ταυτίσει.
Οι αστικές εκμεταλλευτικές κοινωνικές σχέσεις που επιβιώνουν, μεταμορφώνονται, αναπαράγονται και, τελικά, επικρατούν με νέο ιδιόμορφο τρόπο, στην μετεπαναστατική Σοβιετική Ένωση, χρειάζονται ένα κράτος για να τις επιβάλλει. Εδώ βρίσκεται η ρίζα των χαρακτηριστικών που ανέπτυξε το πολιτικό σύστημα της ΕΣΣΔ.
ΑΠΟ ΤΗ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΣΤΟ ‘’ΠΑΛΛΑΪΚΟ ΚΡΑΤΟΣ’’
Αποφασιστικός σταθμός στην διαμόρφωση ενός καταπιεστικού πολιτικού συστήματος, απόλυτα αποξενωμένου από την εργατική τάξη και εχθρικού τελικά προς την επαναστατική τάση της, ήταν η εξουδετέρωση του κυρίαρχου ρόλου των σοβιέτ.
Από καθοριστικά πολιτικά όργανα εργατικής εξουσίας, επαναστατικής αυτενέργειας, φορείς της επαναστατικής δραστηριότητας αλλά και της διαπάλης των εργατών και αγροτών, μετατρέπονται σε συμβολικούς, εν πολλοίς διακοσμητικούς θεσμούς και στην ουσία σε «κατώτερες» δημόσιες υπηρεσίες κάτω από τον ασφυκτικό έλεγχο της κεντρικής και αντικειμενικά ανεξέλεγκτης κρατικής κομματικής εξουσίας.
Η μεταμόρφωση αυτή που γίνεται κάτω από τον απόλυτο έλεγχο του κόμματος. Στο όνομα της αποτελεσματικότητας της κρατικής διαχείρισης, τα σοβιέτ περιορίζονται σε εκτελεστικό ρόλο διαχείρισης και επιβολής των κρατικών και κομματικών αποφάσεων. Οδηγούνται έτσι βαθμιαία στην αποπολιτικοποίησή τους. Σε αυτό συντελεί-ή/και το δικαιολογεί- η θεωρητική στρέβλωση που ταυτίζει την εργατική εξουσία με την εξουσία του κόμματος-εκπρόσωπου της τάξης.
Οι διαδικασίες διασφάλισης της εργατικής κυριαρχίας και αυτοδιεύθυνσης που εκδηλώνονται αμέσως μετά την επανάσταση καταργούνται και αντικαθίστανται από την «κρατική αποτελεσματικότητα».
Ζήτημα κλειδί στην αντιδραστική στροφή, αποτελεί η κατάργηση της δημοκρατίας και η επιβολή καθεστώτος εκκαθαρίσεων, μέσα στο ίδιο το κόμμα των μπολσεβίκων.
Παράλληλα, η κατάργηση της δυνατότητας ύπαρξης και δράσης και άλλων εργατικών σοβιετικών κομμάτων και ο μονοκομματισμός συντελούν στην παθητικοποίηση των λαϊκών μαζών και οδηγούν σε φίμωμα της πολιτικής αντιπαράθεσης.
Το «κράτος έκτακτης ανάγκης» που αρχικά οικοδομείται στη βάση των αναγκών του εμφύλιου πόλεμου, γιγαντώνεται κατ’ εικόνα του αστικού κράτους, δυναμώνοντας τους κατασταλτικούς μηχανισμούς, δημιουργώντας μια άκαμπτη και ισχυρή ιεραρχία, ενισχύοντας την συγκεντρωτική διεύθυνση και τον έλεγχο όλων των πλευρών της οικονομικής και κοινωνικής ζωής.
Το κράτος μετατρέπεται από απόπειρα προλεταριακής δημοκρατίας σε κράτος της νέας κυρίαρχης τάξης. Γίνεται όργανο για την επιβολή και την παγίωση των εκμεταλλευτικών χαρακτηριστικών της παραγωγής και σαρώματος των όποιων αντιστάσεων, πειθάρχησης και υποταγής των εργαζόμενων. Ο οικονομικός γιγαντισμός και οι νόμοι της οικονομικής μεγέθυνσης βρίσκουν την αντιστοιχία τους και τον καλύτερο θεματοφύλακα τους στον γιγαντισμό του κράτους και την ένταση της καταπιεστικής και αποξενωτικής λειτουργίας του.
Η αυτονόμηση του «σοσιαλιστικού σταδίου» από το κομμουνιστικό του περιεχόμενο σαν «κατώτερης φάσης του κομμουνισμού» και η αντίληψη για μια «σοσιαλιστική οικονομία» ως αυτοτελές στάδιο οδηγούν αναπόφευκτα και στην αντίληψη για ένα ισχυρό «σοσιαλιστικό κράτος» αυτοτελές από την κίνηση προς τον κομμουνισμό.
Το κριτήριο της μετάβασης προς τον κομμουνισμό που είναι η απονέκρωση της εξουσίας και του κράτους, αντικαθίσταται από την ενίσχυση του ως θεματοφύλακα του «σοσιαλισμού».
Ήδη από τα πρώτα χρόνια μετά τον Οκτώβρη οικοδομείται μια δομή εξουσίας που δεν προέρχεται απ’ ευθείας από τα Σοβιέτ. Η πραγματική άσκηση της εξουσίας συγκεντρώνεται στην κυβέρνηση, η οποία διορίζεται από το μπολσεβίκικο κόμμα. Το 2ο Πανρωσικό συνέδριο των συνδικάτων (Ιανουάριος του ’19) επικυρώνει την «κρατικοποίηση» των συνδικάτων και την υπαγωγή τους στον κεντρικό κρατικό μηχανισμό.
Σταδιακά στους κρατικούς και οικονομικούς μηχανισμούς ενσωματώνεται η παλιά αστική διανόηση που είναι φορέας αστικών μεθόδων εξουσίας και του ρώσικου εθνικισμού που επιβιώνει.
Τη δεκαετία του ’30 η αυταρχική και κατασταλτική δράση του κράτους φτάνει στο απόγειο της με τις «δίκες», τις εκτοπίσεις και τις μαζικές εκτελέσεις. Είναι μια περίοδος πολιτικής τρομοκρατίας, που ενώ γίνεται με το πρόσχημα της «αντιμετώπισης του ταξικού εχθρού», στην ουσία στρέφεται ενάντια στον «εσωτερικό εχθρό», ενάντια στην επαναστατική τάση της εργατικής τάξης, ενάντια στις διαφορετικές γνώμες και τις αντιστάσεις απέναντι στην κυρίαρχη αντεπαναστατική πολιτική στο κόμμα και την κοινωνία.
Όλα αυτά οδηγούν σε μαράζωμα της πολιτικής δραστηριότητας των εργαζομένων και των Σοβιέτ που αποκτούν διακοσμητικό ρόλο. Η αποπολιτικοποίηση της εργατικής κολεκτίβας, ο περιορισμός της σε έναν εκτελεστικό ρόλο και η υποταγή της στους νόμους της οικονομικής αποτελεσματικότητας και στα κεντρικά γραφειοκρατικά όργανα βαθαίνουν ακόμη περισσότερο.
Η «αποσταλινοποίηση» του ’56 δεν αγγίζει στην ουσία το πολιτικό σύστημα. Η επιφανειακή καταδίκη των φαινομένων της εποχής του Στάλιν και η χρέωσή τους απλά στην «προσωπολατρία» αφήνει στο απυρόβλητο τα δομικά χαρακτηριστικά του συστήματος και τις βαθύτερες αιτίες τους. Ο παραπέρα γραφειοκρατικός εκφυλισμός και η ανάπτυξη στο έπακρο των χαρακτηριστικών του ιδιότυπου αστικού κράτους συνοδεύονται από θεωρίες περί «παλλαϊκού κράτους» και «κατάργησης των τάξεων και της ταξικής πάλης» και από νέες εξαγγελίες για τον κομμουνισμό που ‘’πλησιάζει σε μερικά χρόνια’’.
Η περεστρόικα τη δεκαετία του ’80, θα αναδείξει το πρόβλημα του πολιτικού συστήματος, αλλά από τη σκοπιά της αστικής δημοκρατίας και με στόχο να εξασφαλίσει συμμαχίες για το οικονομικό της πρόγραμμα. Προσπαθεί παρέχοντας κάποιες τυπικές αστικές ελευθερίες να ενεργοποιήσει τους εργαζόμενους στην παραγωγή και να εξασφαλίσει μια άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας. Η γενικευμένη παθητικότητα με την οποία αντιμετωπίζονται οι πολιτικές μεταρρυθμίσεις, όπως αργότερα και η ίδια η κατάρρευση, φανερώνει την έκταση της ανυποληψίας, απογοήτευσης και αποξένωσης και το βαθύ χάσμα που χωρίζει τους εργαζόμενους από το πολιτικό σύστημα.
Το ζήτημα του χαρακτήρα και της εξέλιξης του κράτους που προέκυψε από την Οκτωβριανή Επανάσταση χρειάζεται μια ριζική επανεκτίμηση με βάση την πιο ολοκληρωμένη σήμερα ιστορική εμπειρία και τα νέα στοιχεία που αποκαλύπτει η σύγχρονη εργατική πάλη, ιδιαίτερα γύρω από την αλληλεπίδραση του πολιτικού με τον οικονομικό αγώνα.
Η Οκτωβριανή Επανάσταση είχε πάνω απ΄ όλα κοινωνικά χαρακτηριστικά, στηρίχτηκε κυρίως στην απόπειρα μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων στα πεδία της παραγωγής από το επαναστατικό προλεταριάτο. Και αυτή η πλευρά είναι που έκανε δυνατή και αναγκαία την πολιτική προτεραιότητα για το τσάκισμα της παλιάς κρατικής μηχανής και τον επαναστατικό μετασχηματισμό του κράτους από κράτος αστικό σε κράτος μετάβασης προς τη «δικτατορία του προλεταριάτου» και παραπέρα προς την απονέκρωσή του. Η αλληλεπίδραση της κοινωνικής και της πολιτικής επαναστατικής μετάβασης προς το σοσιαλισμό, ενώ αποδεικνύει την προτεραιότητα και τον αυτοτελή αποφασιστικό ρόλο της πολιτικής και κρατικής πλευράς, τελικά καθορίζεται από το βάθος και το χαρακτήρα των κοινωνικών μετασχηματισμών.
Το τσάκισμα της παλιάς κρατικής μηχανής και η εμφάνιση κοινωνικών σχέσεων σοσιαλιστικού προσανατολισμού δεν αρκούν για να μετατρέψουν αυτόματα το κράτος σε «κράτος εργατών», σε «δικτατορία του προλεταριάτου» με την πλήρη έννοια.
Η επανάσταση άνοιξε μια περίοδο σκληρού ταξικού αγώνα για την επικράτηση των σχέσεων σοσιαλιστικού προσανατολισμού πάνω στις αστικές σχέσεις, για την ανάδειξη της εργατικής τάξης σε κυρίαρχη τάξη με την πλήρη έννοια. Με την κατάληψη της εξουσίας και τα πρώτα ποιοτικά μέτρα για το τσάκισμα της κρατικής μηχανής, η εργατική τάξη κατακτά το προβάδισμα μέσα στους μοχλούς της νέας κρατικής εξουσίας. Το κράτος γενικά παύει να είναι κράτος αστικό, μπαίνει σε μια περίοδο μετατροπής του σε προλεταριακό. Αλλά οι αστικές πλευρές του επιβιώνουν με νέες μορφές κι όσο κι αν δεν είναι κυρίαρχες, χαρακτηρίζουν τον αντιφατικό χαρακτήρα του κράτους, το ρόλο του και την ταξική πάλη που διεξάγεται στα πλαίσιά του. Ο πλήρης μετασχηματισμός του κράτους σε κράτος εργατών εξαρτάται από το καθοριστικό πεδίο της κοινωνικής μετάβασης, απ΄ την επικράτηση των κοινωνικών παραγωγικών μετασχηματισμών σοσιαλιστικού προσανατολισμού απέναντι στις διατηρούμενες ακόμα για ένα διάστημα αλλά μη κυρίαρχες πλέον αστικές πλευρές των κοινωνικών σχέσεων.
Το επαναστατικό σοβιετικό κράτος ήταν πεδίο οξύτατης ταξικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στην ανερχόμενη προλεταριακή πλευρά του και την πλευρά των αστικών χαρακτηριστικών, λειτουργιών και καθηκόντων του. Η έκβαση αυτής της αντιπαράθεσης βρισκόταν σε αλληλεπίδραση με την έκβαση της ταξικής πάλης στο καθοριστικό πεδίο των παραγωγικών σχέσεων, καθοριζόταν σε τελευταία ανάλυση απ΄ αυτή.
Η αδυναμία της επαναστατικής εργατικής τάξης να επιβάλει την ανάπτυξη και την επικράτηση των κοινωνικών σοσιαλιστικών σχέσεων, καθώς και να επιβάλει μια νέου τύπου συνένωση της σφαίρας της πολιτικής με την κοινωνική οικονομική σφαίρα, με λίγα λόγια η αδυναμία της να επιβάλει την πολιτική εξουσία των άμεσων παραγωγών πρώτα απ΄ όλα στους τόπους δουλειάς έκρινε τελικά και την πορεία του εκφυλισμού της προλεταριακής πλευράς του σοβιετικού κράτους. Επέτρεψε την εκ νέου επικράτηση της αστικής του πλευράς με καινούριες μορφές. Έτσι, η εν δυνάμει «δικτατορία του προλεταριάτου» πριν επιβληθεί ολοκληρωμένα μετασχηματίζεται σε «δικτατορία επί του προλεταριάτου». Τελικά, το επαναστατικό μεταβατικό κράτος που προέκυψε από την Οκτωβριανή Επανάσταση δεν μπόρεσε να μετατραπεί σε κράτος εργατών με την πλήρη έννοια, αντίθετα στράφηκε προς τα πίσω, προς την αστική κατεύθυνση και γι΄ αυτό έχασε και τον επαναστατικό του χαρακτήρα και μετατράπηκε σε ιδιότυπο αστικό κράτος με νέες μορφές.
Καθόλου τυχαίο τελικά δεν ήταν το γεγονός ότι οι μάζες, απόλυτα αποξενωμένες πολιτικά, δεν κινήθηκαν για την υπεράσπιση του καθεστώτος όταν κατέρρεε, ούτε καν σε ότι αφορά τις αδιαμφισβήτητες καταχτήσεις τους.
Επαναστατικό εργατικό κόμμα ή κόμμα- κράτος;
Η πορεία του μπολσεβίκικου κόμματος μετά την επανάσταση ακολούθησε μια διπλή πορεία κατάργησής του. Από τη μια, ήταν η απόσπαση από τους εργαζόμενους και τα όργανα κυριαρχίας τους, τα Σοβιέτ, της ηγεσίας από τη βάση. Από την άλλη, η πλήρης απορρόφηση του από το κράτος. Το κόμμα. προοδευτικά, από κόμμα πολιτικής κινητοποίησης και διαρκούς επανάστασης για την απελευθέρωση των εργαζομένων, μετατράπηκε σε φορέα ελέγχου τους. Σε αυτό το δρόμο, τελικά, ελέγχθηκε, κρατικοποιήθηκε και καταργήθηκε το ίδιο ως επαναστατικό κόμμα.
Κάτω από την πίεση των άμεσων ζητημάτων οργάνωσης της κρατικής μηχανής συντελείται μια στρατηγικής σημασίας αλλαγή ρόλου του κόμματος. Μετατρέπεται όχι απλά σε έναν κρατικό διαχειριστή αλλά στον κύριο ιδεολογικό, πολιτικό και κατασταλτικό νομιμοποιητικό φορέα της κρατικής εξουσίας και των χαρακτηριστικών της.
Αποτέλεσμα αυτής της τάσης είναι η γραφειοκρατικοποίηση του και η απονέκρωση της πολιτικής λειτουργίας της εργατικής βάσης του. Η εξέλιξη αυτή υποβοηθείται από τα κενά της Λενινιστικής αντίληψης περί του κόμματος σαν «πρωτοπορία- αντιπρόσωπος- καθοδηγητής» της τάξης. Από την αναπαραγωγή μέσα στο κόμμα ενός μοντέλου ιεραρχίας και κομματικού καταμερισμού που παραπέμπουν στην οργάνωση της καπιταλιστικής παραγωγής.
Η λενινιστική αντίληψη για το κόμμα αποτελεί ένα μεγάλο επαναστατικό βήμα για τα μέχρι τότε δεδομένα γύρω από το ζήτημα της συγκρότησης του επαναστατικού υποκειμένου και τη μετατροπή της εργατικής τάξης σε «τάξη για τον εαυτό της». Η αντίληψη αυτή υπογραμμίζει τον αποφασιστικό αυτοτελή ρόλο της οργανωμένης συνειδητής εργατικής πρωτοπορίας. Ωστόσο, η λενινιστική αυτή ιστορική προσφορά δεν συνδέθηκε με τη θεωρητική και πρακτική διερεύνηση των προϋποθέσεων, των όρων και των αντίστοιχων θεσμών για την υλοποίηση της βασικής κατεύθυνσης που αφορά τον καθοριστικό ρόλο της επαναστατικής τάξης συνολικά γύρω από το περιεχόμενο, τις μορφές και τις εγγυήσεις της επαναστατικής διαδικασίας. Η εξέλιξη αυτή αλληλοτροφοδοτείται από την επικράτηση στην ηγεσία του κόμματος της νέας άρχουσας τάξης που γεννούσε η κοινωνική πραγματικότητα. Η Γκορμπατσωφική και Γιελτσινική περίοδος φανέρωσε αυτό που χτιζόταν και ωρίμαζε επί δεκαετίες.
Από ένα σημείο και πέρα το κομμουνιστικό κόμμα έπαψε να αποτελεί φορέα της επαναστατικής δραστηριότητας και έγινε φορέας συντήρησης της υπάρχουσας κρατικής και παραγωγικής δομής. Αυτό σε συνδυασμό με την μονοπωλιακή του θέση στην πολιτική οδήγησε σε παραπέρα αποπολιτικοποίηση και παθητικοποίση των εργατικών μαζών
Προλεταριακός διεθνισμός και κρατική πολιτική της ΕΣΣΔ
Σε αντιστοιχία με τις κοινωνικές εξελίξεις στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ, η διεθνιστική διάσταση της Οκτωβριανής επανάστασης και των μπολσεβίκων δίνει σταδιακά τη θέση της σε μια «κρατική» αντίληψη για τις διεθνείς σχέσεις. Η εδραίωση της αντίληψης για «σοσιαλισμό σε μία μόνο χώρα» μετατοπίζει τον άξονα της διεθνούς δράσης του κόμματος και της ΕΣΣΔ από την ενίσχυση των επαναστατικών κινημάτων στην ‘’προστασία της σοσιαλιστικής πατρίδας’’.
Η πλήρης ασυνέπεια και αυτής ακόμη της κατεύθυνσης αποδεικνύεται με την στάση του σοβιετικού κράτους, απέναντι στο εθνικό ζήτημα στην ίδια την ΕΣΣΔ. Αυτό αντιμετωπίστηκε γενικά στα πλαίσια του μεγαλορωσικού εθνικισμού και της εκμετάλλευσης των άλλων εθνοτήτων της ΕΣΣΔ.
Το μοντέλο κόμμα-μάζες που οικοδομήθηκε στην ΕΣΣΔ μεταφέρθηκε και σε επίπεδο διεθνών σχέσεων, σε ένα αντίστοιχο μοντέλο σχέσεων μεταξύ του καθοδηγητικού ΚΚΣΕ και του υπόλοιπου κομμουνιστικού κινήματος.
Η νέα άρχουσα τάξη διεκδικεί την επιβίωση της αλλά και έναν αναβαθμισμένο ρόλο στον παγκόσμιο καπιταλιστικό καταμερισμό με όπλα την κρατική δύναμη, αλλά και το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα. Ήδη από την Γ’ Διεθνή, αλλά με αποκορύφωμα την περίοδο του παγκόσμιου πόλεμου, γίνεται φανερό ότι ο διεθνισμός αντικαθίσταται με τα κρατικά συμφέροντα, που γίνονται το αποκλειστικό κριτήριο της δράσης της ΕΣΣΔ. Χρησιμοποιεί το κομμουνιστικό κίνημα σαν μοχλό της εξωτερικής της πολιτικής και το υποτάσσει στις ανάγκες των κάθε φορά σχέσεων της με τον ιμπεριαλισμό.
Είναι χαρακτηριστική η εγκατάλειψη της Ισπανικής επανάστασης και οι παλινωδίες στη γραμμή της Διεθνούς από τον «σοσιαλφασισμό», στις «δημοκρατικές κυβερνήσεις» και στα «λαϊκά μέτωπα», πάντα όμως χωρίς επαναστατικό προσανατολισμό και με κριτήριο τις γεωστρατηγικές ισορροπίες.
Η διάλυση της Διεθνούς την περίοδο της αντιφασιστικής συμμαχίας, συμβάδισε με την επιβολή στο κομμουνιστικό κίνημα μιας γραμμής απεμπόλησης των επαναστατικών ευκαιριών και συμβιβασμού με τις αστικές δυνάμεις αμέσως μετά τον πόλεμο, για μια νέα διεθνή τάξη. Η διαμόρφωση της μεταπολεμικής τάξης πραγμάτων στην Ευρώπη και στην ίδια την Ελλάδα, έχει και τη σφραγίδα αυτής της στρατηγικής της ΕΣΣΔ.
Το «σοσιαλιστικό στρατόπεδο» που διαμορφώνεται μετά τον πόλεμο γίνεται ένα πεδίο απροκάλυπτων επεμβάσεων και ασφυκτικής κυριαρχίας του ΚΚΣΕ και της ΕΣΣΔ. Ο στρατός της και οι μυστικές της υπηρεσίες παίζουν πρωτεύοντα ρόλο στις εξελίξεις αυτών των χωρών και οι εξεγέρσεις, ανεξάρτητα από τον τελικό χαρακτήρα τους, καταστέλλονται με στρατιωτικές επεμβάσεις. Ταυτόχρονα διαμορφώνεται ένας οικονομικά ζωτικός για την ΕΣΣΔ χώρος και επιβάλλεται ένας «σοσιαλιστικός καταμερισμός» με βάση τις ανάγκες της Σοβιετικής οικονομίας. Η λογική της «υπερδύναμης» χαρακτήρισε τη στάση της απέναντι στις «Λαϊκές Δημοκρατίες», αλλά και στις λεγόμενες χώρες «μη καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης».
Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΣΣΔ είχε βεβαίως έναν αντιιμπεριαλιστικό ρόλο, όχι όμως από τη σκοπιά της ανάπτυξης και εξάπλωσης των κοινωνικών επαναστάσεων, αλλά από τη σκοπιά της διαμόρφωσης μιας «προστατευτικής υγειονομικής ζώνης» γύρω της και της διαμόρφωσης ισορροπιών που θα διευκόλυναν έναν αυξανόμενο οικονομικό και πολιτικό ρόλο της στο παγκόσμιο σύστημα.
Η θεωρητικοποίηση αυτής της κατεύθυνσης, πολλαπλασίασε τα πρωτογενή αρνητικά αποτελέσματά της. Και στο ζήτημα του διεθνισμού, όπως και σε άλλα, όλα αποκτούν ένα διπλό νόημα. Πολλές φλυαρίες για ‘’ειρηνική συνύπαρξη’’ και κενολογίες για ‘’νέο τρόπο σκέψης’’, για να δικαιολογούνται οι συμβιβασμοί με τον ιμπεριαλισμό. Από τη μια, δογματική αδιαλλαξία για τον «μαρξισμό- λενινισμό», από την άλλη ενσωμάτωση όλων των στοιχείων της αστικής οικονομικής σκέψης. «Παλλαϊκό κράτος» από τη μια, καταστολή και απαγόρευση κάθε αυτόνομης πολιτικής και θεωρητικής ακόμη και καλλιτεχνικής δραστηριότητας από την άλλη. «Κοινωνικοποιημένη οικονομία» από τη μια, μαύρη αγορά και παράλληλη οικονομία μεγαλύτερη από την επίσημη από την άλλη.
* Το παραπάνω σημείωμα (B΄ μέρος), δημοσιεύτηκε στο narnet.gr και  επιχειρεί να συμπυκνώσει τα βασικά σημεία του κειμένου του ΝΑΡ  "Για τη φύση και το χαρακτήρα των χωρών του ''υπαρκτού σοσιαλισμού'' (1998). Το  μέρος αυτό , που εστιάζει στην εκτίμηση του πολιτικού συστήματος στον ''υπαρκτό''  σοσιαλισμό.
πηγή: narnet.gr

Σύντομη Περιγραφή: 

Παναγιώτης Μαυροειδής
Είναι βέβαιο ότι δεν υπάρχει σοσιαλισμός χωρίς δημοκρατία. Μιλώντας όμως για την πραγματικότητα της ΕΣΣΔ, πρέπει να αναρωτηθούμε αντίστροφα: ‘’θα μπορούσε να υπάρχει πραγματική δημοκρατία χωρίς σοσιαλισμό και επικράτηση κομμουνιστικών σχέσεων;’’ Αποφασιστικός σταθμός στην διαμόρφωση ενός καταπιεστικού πολιτικού συστήματος, ήταν η εξουδετέρωση του κυρίαρχου ρόλου των σοβιέτ. Από  πολιτικά όργανα εργατικής εξουσίας, επαναστατικής αυτενέργειας, φορείς της επαναστατικής δραστηριότητας αλλά και της διαπάλης των εργατών και αγροτών, μετατρέπονται σε συμβολικούς, εν πολλοίς διακοσμητικούς θεσμούς και στην ουσία σε «κατώτερες» δημόσιες υπηρεσίες κάτω από τον ασφυκτικό έλεγχο της κεντρικής και αντικειμενικά ανεξέλεγκτης κρατικής κομματικής εξουσίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.