Σύμφωνα
με το ισχύον νομικό καθεστώς, αν επιστρέφεις μερικά από τα κλεμμένα
(ακόμη κι αν ήδη τα έχουν βρει και σου τα έχουν κατασχέσει!) μπορεί να
φας μόλις ένα χρόνο φυλακή. Το σοκαριστικό συμπέρασμα δεν είναι δική μας
επινόηση, αλλά συμπέρασμα της επιστημονικής επιτροπής της Βουλής, καθώς
και δύο υπουργών της σημερινής κυβέρνησης.
Του Γεράσιμου Λιβιτσάνου – “Unfollow”
Με το καλημέρα του 2015 και συγκεκριμένα το πρώτο δεκαπενθήμερο του
Ιανουάριου, οι πρωταγωνιστές δύο πασίγνωστων σκανδάλων, ο πρώην υπουργός
Μεταφορών του Π ΑΣΟΚ Τάσος Μαντέλης (υπόθεση Siemens) και οι εταιρείες Energa και Hellas Power
(υπόθεση παράνομης παρακράτησης από το «χαράτσι» της ΔΕΗ) θέλησαν να
επιστρέφουν στο ελληνικό δημόσιο 230.000 και 82.000.000 ευρώ αντίστοιχα.
Ο λόγος; Η ευνοϊκή μεταχείριση που θα πετύχαιναν με τον τρόπο αυτό και η
επιβολή μικρότερων ποινών από τις δικαστικές αρχές. Την ευχέρεια αυτή
τους έδινε νόμος που ψηφίστηκε πριν από τρεις περίπου μήνες.
Οι δίκες τους συνεχίζονται. Πού είναι το κακό με το να επιστρέφουν αυτά τα ποσά;
Στο γεγονός ότι τα ποσά που θέλουν να επιστρέφουν οι κατηγορούμενοι,
στο μεγαλύτερο μέρος τους, είναι ήδη δεσμευμένα από το κράτος, οπότε
ουσιαστικά θέλουν να επιστρέφουν χρήματα που κανονικά δεν μπορούν καν να
χρησιμοποιήσουν, με αντάλλαγμα την ευνοϊκή τους μεταχείριση!
Η εξέλιξη αναγκάζει οποιονδήποτε αντικειμενικό παρατηρητή να στρέψει το βλέμμα στις πρόσφατα ψηφισμένες διατάξεις και να αναρωτηθεί: Μήπως στο όνομα του να γυρίσουν γρηγορότερα ποσά που έχουν κλαπεί από το Δημόσιο, δημιουργήθηκε ένα νομικό καθεστώς που όχι μόνο δεν αποτρέπει, αλλά αντίθετα ενθαρρύνει τη διασπάθιση του δημόσιου χρήματος; Το ερώτημα αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα, επειδή δεν τίθεται από το παρόν άρθρο, αλλά έχει απαντηθεί και μάλιστα καταφατικά από την Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής και τρία στελέχη της σημερινής κυβέρνησης, ανάμεσά τους δυο υπουργούς!
Η εξέλιξη αναγκάζει οποιονδήποτε αντικειμενικό παρατηρητή να στρέψει το βλέμμα στις πρόσφατα ψηφισμένες διατάξεις και να αναρωτηθεί: Μήπως στο όνομα του να γυρίσουν γρηγορότερα ποσά που έχουν κλαπεί από το Δημόσιο, δημιουργήθηκε ένα νομικό καθεστώς που όχι μόνο δεν αποτρέπει, αλλά αντίθετα ενθαρρύνει τη διασπάθιση του δημόσιου χρήματος; Το ερώτημα αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα, επειδή δεν τίθεται από το παρόν άρθρο, αλλά έχει απαντηθεί και μάλιστα καταφατικά από την Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής και τρία στελέχη της σημερινής κυβέρνησης, ανάμεσά τους δυο υπουργούς!
Το δίκαιο των κλεφτών;
Πρόκειται για το νόμο 4312/14 που κατατέθηκε στη Βουλή στις 17
Νοεμβρίου και ψηφίστηκε στις 9 Δεκεμβρίου 2014. Οι καθαυτό διατάξεις
ξέφυγαν από τα φώτα της δημοσιότητας, αφού η ψήφισή τους έγινε το βράδυ
των κινητοποιήσεων υπεράσπισης των αιτημάτων του απεργού πείνας Νίκου
Ρωμανού, και οι «προβολείς» ήταν στραμμένοι στην περίφημη τροπολογία για
το θέμα που αποδέχθηκε τελικά ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Χαράλαμπος
Αθανασίου. Διακηρυγμένος στόχος του νομοθετήματος ήταν η ταχύτερη
επιστροφή χρημάτων στα δημόσια ταμεία.
Σύμφωνα με τον συγκεκριμένο νόμο, κατηγορούμενοι για κατάχρηση
δημόσιου χρήματος μπορούν «με ανέκκλητη έγγραφη δήλωσή τους να
καταβάλουν το συνολικό ποσό της οριζόμενης στο κατηγορητήριο ζημίας ή
αξίωσης, προς πλήρη ικανοποίηση του Ελληνικού Δημοσίου από κεφάλαια στα
οποία δεν έχει επιβληθεί κατάσχεση, δέσμευση ή απαγόρευση κίνησης
λογαριασμών».
Επίσης, για τις περιπτώσεις κατηγορουμένων «σε βάρος των οποίων έχει
επιβληθεί ή διαταχθεί δέσμευση, κατάσχεση ή απαγόρευση κίνησης
τραπεζικών λογαριασμών ή ανοίγματος θυρίδων, μπορούν, με ανέκκλητη
έγγραφη δήλωσή τους να συναινέσουν στην οριστική απόδοση στο Ελληνικό
Δημόσιο».
Εφόσον οι κατηγορούμενοι πραγματοποιήσουν τις παραπάνω ενέργειες
(άρθρο 2), «επιβάλλονται στον κηρυχθέντα ένοχο οι εξής ποινές: Αν η
προβλεπόμενη στο νόμο ποινή είναι ισόβια κάθειρξη:
κάθειρξη μέχρι δέκα (10) έτη αν η ικανοποίηση των ανωτέρω προσώπων λάβει
χώρα μέχρι την απολογία του κατηγορουμένου στον ανακριτή και κάθειρξη
μέχρι δεκαπέντε (15) έτη, αν η ικανοποίησή τους λάβει χώρα μέχρι την
έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στην πρωτοβάθμια δίκη». Επίσης «αν η
προβλεπόμενη στο νόμο ποινή είναι κάθειρξη άνω των δέκα (10) ετών
επιβάλλεται: φυλάκιση, τουλάχιστον ενός (1) έτους, αν η
ικανοποίηση των ανωτέρω προσώπων λάβει χώρα μέχρι την απολογία του
κατηγορουμένου στον ανακριτή και φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) ετών, αν
η ικανοποίησή τους λάβει χώρα μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής
διαδικασίας στην πρωτοβάθμια δίκη». Τέλος, «αν η προβλεπόμενη στο νόμο
ποινή είναι κάθειρξη μέχρι δέκα (10) έτη, επιβάλλεται: Φυλάκιση μέχρι
δύο (2) έτη, αν η ικανοποίηση των ανωτέρω προσώπων λάβει χώρα μέχρι την
απολογία του κατηγορουμένου στον ανακριτή και φυλάκιση μέχρι τρία (3)
έτη, αν η ικανοποίησή τους λάβει χώρα μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής
διαδικασίας στην πρωτοβάθμια δίκη».
Από ισόβια σε… έναν χρόνο φυλακή!
Οι προβλέψεις του νόμου, όμως, δεν δίνουν την ακριβή εικόνα όσων
είναι δυνατό να συμβούν στην πράξη. Σύμφωνα με την έκθεση της
Επιστημονικής Επιτροπής της Βουλής, που συντάχθηκε για το συγκεκριμένο
νομοθέτημα στις 8 Δεκεμβρίου 2014 και υπογράφεται από τον πρόεδρο του
Επιστημονικού Συμβουλίου και Ομότιμο Καθηγητή της Νομικής Σχολής του
Πανεπιστημίου Αθηνών Κώστα Μαυριά, το αποτέλεσμα εξαρτάται από τη
δικαστική απόφαση: πρακτικά ο νόμος δίνει τη δυνατότητα ο
καταχραστής δημόσιου χρήματος που θα καταδικαστεί ισόβια να φυλακιστεί
μόνο για ένα χρόνο και μάλιστα χωρίς καν να επιστρέψει το σύνολο των
χρημάτων που καταχράστηκε. Όπως αναφέρεται στο πόρισμα: «Η
πρακτική σημασία του ζητήματος έγκειται στο ότι δεν εφαρμόζεται το άρθρο
49 παρ. 2 ΠΚ (Ποινικού Κώδικα) επί των συναινούντων κατηγορουμένων (οι
οποίοι ωφελούνται από την πράξη του συγκατηγορουμένου των), έστω και αν
αυτοί δεν προέβησαν στην απόδοση, και στο ότι τίθεται θέμα διπλής μείωσης της ποινής
αν δεχθούμε ότι υπολογίζονται σωρευτικώς και οι ελαφρυντικές
περιστάσεις του αρθρ. 84 ΠΚ. Ειδικότερα: Στο νομοσχέδιο δεν
διευκρινίζεται αν επιτρέπεται η εφαρμογή των διατάξεων για τις
ελαφρυντικές περιστάσεις ή αν, σε περίπτωση που το δικαστήριο δεχθεί τη
συνδρομή ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 ΠΚ, θα ‘χουμε συρροή
ελαφρυντικών περιστάσεων και θα εφαρμοστεί μόνον μία φορά η μείωση της
ποινής».
Πιο συγκεκριμένα τονίζεται ότι «αν δεχθούμε συρροή ελαφρυντικών
περιστάσεων, η ποινή ενδεχομένως μειώνεται πολύ περισσότερο από ό,τι
φαίνεται να αντιστοιχεί στον σκοπό του νομοθέτη. Έτσι, π.χ., επί απάτης
κατά του Δημοσίου που τελέσθηκε υπό τις περιστάσεις του ν. 1608/1950 και
τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη, σε περίπτωση απόδοσης των χρημάτων μέχρι
την απολογία στον ανακριτή απειλείται κατά το νομοσχέδιο ποινή
κάθειρξης μέχρι δέκα ετών (=5 έως 10 έτη), οποία, αν συντρέχουν
ελαφρυντικές περιστάσεις, συρρικνώνεται σε ποινή κατά της ελευθερίας ενός έως έξι ετών».
Χαρακτηριστικό, όσο και σοκαριστικό, είναι το συμπέρασμα της έκθεσης της Επιστημονικής Επιτροπής της Βουλής: «Με
το νομοσχέδιο αντικειμενικούς ενθαρρύνεται ο δράστης που τελεί
διακεκριμένη απάτη πολλών εκατομμυρίων ευρώ σε βάρος του Δημοσίου με τη
λογική του “αν με πιάσουν, τα αποδίδω και γλιτώνω”, να τελέσει την πράξη
του, και αν ατυχήσει και γίνει αντιληπτός, να υποστεί ποινή η οποία,
μπορεί, όπως ειπώθηκε, να είναι κατά κανόνα μετατρέψιμη».
Δες αν σε συμφέρει να κάνεις την υπεξαίρεση
Αποκαλυπτικός για την ουσία της υπόθεσης υπήρξε στην τοποθέτησή του
(ως βουλευτής τότε) για το επίμαχο νομοσχέδιο ο νυν αναπληρωτής υπουργός
Προστασίας του Πολίτη Γιάννης Πανούσης. Περιγράφοντας
το καθεστώς που δημιουργεί το προτεινόμενο νομοθετικό πλαίσιο σημείωνε
πως «στο όνομα της ταχύτητας και της επιτάχυνσης της ποινικής δίκης
παραβιάζουμε, κατά τη γνώμη μας, τις αρχές της δίκαιης δίκης. Προτιμούμε
τη συναινετική αλήθεια από την ουσιαστική αλήθεια. Πρόκειται
για μια τακτοποίηση και όχι για μια δικαστική απόφαση, δηλαδή αθώωση,
ακόμα και αν υπάρχει δόλος του κατηγορουμένου. Περισσότερο μοιάζει με
εμπορική διαπραγμάτευση παρά με ποινική διαδικασία».
Μάλιστα προσέθετε ότι «η επιμέτρηση της ποινής για ένα αδίκημα το
οποίο μπορεί να είναι και ομολογημένο εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από
την πρόθεση οικονομικής συνδιαλλαγής μεταξύ κατηγορουμένου και
κράτους», αφού «τα πάντα εξαρτώνται από τα ποσά και το πότε θα
επιστραφούν από τον κατηγορούμενο. Αν μη τι άλλο, αυτό ακούγεται περίεργο». Ο Γ. Πανούσης προχώρησε περαιτέρω σημειώνοντας πως
υπάρχουν «περιπτώσεις στις οποίες η πλήρης επιστροφή του ποσού οδηγεί
ευθέως στην απαλλαγή του κατηγορούμενου. Πολύ απλά, αυτό μπορεί να το
ερμηνεύσει κάποιος σαν να λέμε ότι δεν υπάρχει πρόβλημα να τα
υπεξαιρέσει κάποιος από το Δημόσιο, αρκεί να τα επιστρέψει έγκαιρα, για
να μην τιμωρηθεί»! Μάλιστα ήταν ιδιαίτερα περιγραφικός αναφέροντας πως «ο
κατηγορούμενος μπορεί να τα βάλει κάτω με χαρτί και με μολύβι και να
υπολογίσει τι μπορεί να επιστρέψει, πότε, πόσο τον συμφέρει, πόσο θα
μείνει φυλακισμένος και τι μπορεί να αποκρύψει, ώστε, όταν τελειώσει
αυτή η ιστορία και εκτίσει την ποινή του, να τον περιμένουν τα λεφτά
έξω. Το συγκεκριμένο σημείο δεν είναι απλώς παράδοξο, αλλά και
εξαιρετικά επικίνδυνο».
Λιγότερο κατηγορηματικός ως προς την επικινδυνότητα των ρυθμίσεων
ήταν -στην ίδια συζήτηση στη Βουλή- ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ και σήμερα
υφυπουργός Αθλητισμού Σταύρος Κοντονής αναγνωρίζοντας
όμως με σαφήνεια τη διάσταση ανάμεσα στο κοινό αίσθημα και τη νομοθεσία.
Όπως τόνισε «είναι αίτημα της κοινωνίας να επιστραφούν τα κλεμμένα στο
ελληνικό δημόσιο. Όμως, είναι επίσης αίτημα της κοινωνίας αυτό να μη γίνεται ως συναλλαγή. Διότι τότε, από την “ποινική συνδιαλλαγή”, πάμε στην “ποινική συναλλαγή” και αυτό η κοινωνία δεν το θέλει, δεν το σηκώνει.
Επομένως, εμείς διατηρούμε επιφυλάξεις και αντιρρήσεις. Θεωρούμε ότι
πρέπει να υπάρχει βελτίωση, σε κάθε περίπτωση, αυστηροποίηση του
πλαισίου των ποινών». Ξεκαθάρισε μάλιστα στη συγκεκριμένη συνεδρίαση ότι
«δεν είναι δυνατόν, υπό αυτές τις ενστάσεις και αυτές τις αντιρρήσεις,
να υπερψηφίσουμε το νομοσχέδιο. Θα ψηφίσουμε “παρών” επί της αρχής».
Ιδιαίτερα δηκτική ήταν και η σημερινή εκπρόσωπος τύπου των Ανεξαρτήτων Ελλήνων Μαρίνα Χρυσοβελώνη,
η οποία μίλησε για το «κομμάτι της ειδικοπροληπτικής φιλοσοφίας του
νομοσχεδίου» τονίζοντας πως «όχι μόνο υπονομεύετε την πρόληψη, αλλά η κυβέρνηση εμφανίζεται να δίνει και κίνητρο στους μελλοντικούς καταχραστές του δημοσίου χρήματος»!
Μάλιστα σχολιάζοντας το άρθρο που αφορά τη μείωση των ποινών για τους
καταχραστές σημείωσε πως «διατυπώνουμε την εναντίωσή μας, καθώς περιέχει
επικαλυπτόμενες με τον Ποινικό Κώδικα προβλέψεις σε σχέση με την
ποινική μεταχείριση του κατηγορουμένου σε περίπτωση ικανοποίησης.
Υπάρχουν, επίσης, αντινομίες, όπως με τα άρθρα 380Α και 406 του Ποινικού
Κώδικα, που αφορούν ιδιαίτερα στην περίπτωση της απιστίας».
Μέχρι στιγμής δεν έχουμε ακούσει από την νέα κυβέρνηση ΣΥ-ΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ
κάποια ανακοίνωση για κατάργηση της συγκεκριμένης νομοθεσίας. Ας
ελπίσουμε ότι σύντομα θα έχουμε νέα τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.