Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2015

Το ΟΧΙ ως δυνατότητα και μέλλοντας διαρκείας: θα αντιστέκομαι.

 Του Γιώργου Μανιάτη

Το δημοψήφισμα που σχεδίασε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και που το τελικό του ερώτημα διαμόρφωσε το ευρωπαϊκό ιερατείο και η εγχώρια αστική τάξη, μην υπολογίζοντας τις επιπτώσεις της τακτικής τους, ανέδειξε το ταξικό βάθος της κοινωνικοπολιτικής σύγκρουσης.
  
Η πύκνωση και η αραίωση των ιστορικών γεγονότων εξαρτάται από το βάθος και την ένταση των κοινωνικών συγκρούσεων. Οι ποικίλες μορφές της ταξικής πάλης επιδρούν με τον ιδιαίτερο κάθε φορά τρόπο τους στο πώς αυτή συμπυκνώνεται στην ιστορικοπολιτική συγκυρία. Σήμερα η παρατεταμένη και εντεινόμενη καπιταλιστική κρίση έχει ως αποτέλεσμα και την ρευστοποίηση του πολιτικού τοπίου. Η ριζοσπαστική αριστερά οφείλει να διαβάζει τις στιγμές, τις ιστορικές καμπές, τις συγκεκριμένες εκφάνσεις της ταξικής σύγκρουσης όχι με την ασφάλεια του παρατηρητή αλλά με την τόλμη του πρωτοπόρου που επιζητεί να κατακτήσει την πολιτική ηγεμονία.

   
Ανεξαρτήτως των ποικίλων ερμηνειών του δημοψηφισματικού «όχι» από χώρους και προσωπικότητες της αριστεράς –ερμηνείες που συχνά φωτίζουν πλευρές της αλήθειας αλλά κινδυνεύουν να χάσουν την συνολική εικόνα- ένα είναι γεγονός αναμφισβήτητο: Το ισχυρότατο ποσοστό που συμπύκνωσε κι έκφρασε την ψυχοδιανοητική στάση ενός, σε μεγάλο βαθμό, ταξικά προσδιορισμένου καταπιεσμένου λαού. Σε κάθε περίπτωση, το δημοψήφισμα που σχεδίασε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και που το τελικό του ερώτημα διαμόρφωσε το ευρωπαϊκό ιερατείο και η εγχώρια αστική τάξη, μην υπολογίζοντας τις επιπτώσεις της τακτικής τους, ανέδειξε το ταξικό βάθος της κοινωνικοπολιτικής σύγκρουσης.
   
Στην πολιτική, η ψυχική ένταση των μαζών, όπως συμπυκνώνεται συγκυριακά, παίζει σημαντικό ρόλο που εξαρτάται από τον τρόπο της ταξικής αντιμετώπισης. Το ποιος διαμορφώνει το πλαίσιο, τις αιτίες και τις αφορμές της αυθόρμητης λαϊκής έκφρασης. Το ποιος και το πώς αξιοποιεί τις λαϊκές διαθέσεις. Το ποιος και το πώς τις αφουγκράζεται χωρίς να υποκύπτει άκριτα σ’ αυτή είναι ζητήματα αποφασιστικά τόσο για την αστική όσο και για την εργατική πολιτική. Ο ενθουσιασμός του αυθόρμητου δεν πρέπει να υποκαταστήσει τη συνειδητή δράση. Οι στιγμές των μαζών δεν αναιρούν την αναγκαιότητα της συνειδητής πολιτικής παρέμβασης. Ποιο είναι το ταξικό περιεχόμενο αυτής της παρέμβασης; Από ποια ταξική σκοπιά και ποια ταξικά συμφέροντα εξυπηρετεί;
   
Από την άποψη των κοινωνικοπολιτικών εμπειριών το ποσοστό του «όχι» είναι ασφαλώς ετερόκλητο. Ενώνεται όμως ως πράξη απόγνωσης, ως θυμική αντίδραση στον εφιάλτη του καπιταλιστικού παρόντος που εκδηλώνεται στην καθημερινή βίωση της μνημονιακής πραγματικότητας. Δεν μπορούμε, και δεν πρέπει, ν’ απομονώσουμε το ένα από το άλλο ούτε και να τα ταυτίσουμε. Η ψυχοδιανοητική στάση του «ΟΧΙ», που αψήφησε την άμεση και έμμεση πολιτική και μιντιακή τρομοκρατία της εγχώριας αστικής τάξης και του ευρωπαϊκού οικονομικοπολιτικού ιερατείου, είναι μαγιά πολύτιμη για την αντικαπιταλιστική δράση και, κυρίως, για την κομμουνιστικής αναφοράς συνειδητή πολιτική παρέμβαση.
   
Αν κάποιος καλοπροαίρετα εγκλωβιστεί στο επιχείρημα ότι η διαστροφή του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος και η υπογραφή του τρίτου μνημονίου από τον Τσίπρα επιβεβαιώνει την άποψη ότι η όλη αυτή διαδικασία ήταν ανούσια και με μικρά αποτελέσματα για την πολιτική της ριζοσπαστικής αντικαπιταλιστικής αριστεράς, παραγνωρίζει πρώτον ότι έτσι ενισχύεται αντικειμενικά η προσπάθεια της αστικής τάξης να απομειώσει και απαξιώσει ακόμη και το πιο δημοκρατικοφανές θεσμικό της όπλο και δεύτερον, και ασφαλώς κυριότερο, ότι οι αυθόρμητες λαϊκές νίκες, αν αξιοποιηθούν σωστά, με συνέπεια και συνέχεια, ενισχύουν τη λαϊκή αυτοπεποίθηση και αποτελούν σημαντική προϋπόθεση για την προλεταριακή πολιτική.
   
Μια μικροαστική λαϊκιστική ανάγνωση και χρήση του «ΟΧΙ» μπορεί να το ταυτίσει αποκλειστικά με τα όρια τη πολιτικής συγκυρίας της στιγμής και να το μετατρέψει σε σύνθημα ρεφορμιστικής συνέπειας έναντι της ασυνέπειας του μνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ. Τα όρια του «ΟΧΙ» είναι, όμως, ευρύτερα. Η κραυγή «αντιστέκομαι» ξεπερνάει τις απόπειρες διαχείρισής της στο στενό πλαίσιο της εσωκομματικής σύγκρουσης. Μπορεί να μετατραπεί σε μέλλοντα διαρκείας («θα αντιστέκομαι») και αυτό το ενδεχόμενο φοβίζει το σύστημα της αστικής κυριαρχίας.
   
Η ριζοσπαστική αντικαπιταλιστική αριστερά πρέπει να επενδύσει με τη δράση της σ’ αυτή τη δυνατότητα του «ΟΧΙ». Να εξηγεί συστηματικά ότι είναι το «ΟΧΙ» αυτών που η ζωή τους σπαράσσεται από την αμείλικτη εξουσία του καπιταλισμού και των μνημονίων του. Είναι το «ΟΧΙ» των νέων που βιώνουν την ανασφάλεια και τα αδιέξοδα μιας άνυδρης και άγονης ζωής. Είναι το «ΟΧΙ» του εργαζόμενου λαού που βλέπει τα εναπομείναντα κοινωνικά και δημοκρατικά του δικαιώματα να πηγαίνουν στο καλάθι της πλουτοκρατίας.
   
Ο Αντόνιο Γκράμσι έγραφε: «Η αδιαφορία είναι το νεκρό βάρος της ιστορίας. Είναι η μολυβένια σφαίρα για τον νεωτεριστή, είναι η αδρανής ύλη μέσα στην οποία πνίγονται οι πιο θαυμάσιοι ενθουσιασμοί… Γι’ αυτό μισώ όποιον δεν παίρνει το μέρος κανενός, μισώ τους αδιάφορους». Αυτή την αδιαφορία, την πολιτική αφασία επιχειρεί να καλλιεργήσει η άρχουσα τάξη στη συνείδηση των μαζών. Το «τίποτε δεν γίνεται», το «όλοι ίδιοι είναι» και όσοι δεν είναι «είναι είτε γραφικοί ή συνεπείς ανώδυνοι».
   
Το συντριπτικό «ΟΧΙ» ήταν μια απάντηση. Το λαϊκό ξέσπασμα της στιγμής που συμπύκνωνε τη βιωμένη πικρή εμπειρία χρόνων και κραύγαζε για την επερχόμενη λαίλαπα. Ασφαλώς και αυτό δεν αρκεί. Η ιστορική στιγμή απαιτεί μια πολιτική που με συνέπεια θα εξαντλήσει μέχρι τέλους τις ταξικές δυνατότητες του «ΟΧΙ», που θα παλέψει για τη συνειδητή ταξική έκφραση της αυθόρμητης λαϊκής αντίστασης, που θα μετασχηματίσει την κοινωνική απόγνωση και την πολιτική απογοήτευση σε νέα συλλογική δυναμική, που θα τολμήσει υπερβάσεις στερεοτυπικών περιχαρακώσεων και θα γονιμοποιήσει διάσπαρτες ριζοσπαστικές ανησυχίες, που θα ξαναποτίσει το φρέσκο λουλούδι της κομμουνιστικής χειραφέτησης.   
B. Bertolucci, Novecento (1900)
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.