ΕΠΙ ΤΟΝ ΤΥΠΟΝ ΤΩΝ ΗΛΩΝ
Η ανάγκη σύγχρονης εργατικής μετωπικής πολιτικής
Οι σκέψεις που καταθέτω πηγάζουν από την ένταση της προωθούμενης
πολιτικής της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, ΣΕΒ και ΕΕ, ΔΝΤ, την αντοχή, το
βάθος και τη διάρκεια της κρίσης, τους κινδύνους που αυτά περικλείουν
για το λαό μας.
Πηγάζουν ταυτόχρονα από την ιστορική ανάγκη το εργατικό και λαϊκό
κίνημα, η μαχόμενη Αριστερά, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να αντιστρέψουν το βέλος κίνησής
τους προς νικηφόρες εργατικές, πολιτικές, πολιτιστικές και ιδεολογικές
αναμετρήσεις.
Ίσως ποτέ άλλοτε η αναγκαιότητα του αναγεννώμενου εργατικού
κινήματος, του συγκροτούμενου πολιτικού μετώπου και του επαναστατικού
εργατικού κόμματος, δηλαδή της ευρύτερης συνειδητής δράσης της εργατικής
τάξης, δεν πρόβαλλε τόσο επιτακτικά μέσα από τις ίδιες τις σχέσεις
παραγωγής.
Η ανάπτυξη της ίδιας της εργατικής τάξης, η δυναμική που αναπτύσσεται
στο εσωτερικό της εξ αιτίας της κινητικότητας των προλεταριοποιούμενων
μεσαίων στρωμάτων που πλήττονται από την κρίση, αλλά και τα κύματα
μεταναστών, σε συνδυασμό με την αστική πολιτική, ενισχύουν αλλά και
διαιρούν εσωτερικά την εργατική τάξη. Σε συνδυασμό μάλιστα με τα
πλήγματα που δέχονται τα μεσαία στρώματα δημιουργούνται αντικειμενικά οι
όροι δημιουργίας διαφορετικών κομμάτων εργατικής πολιτικής ακόμα και
κομμουνιστικής αναφοράς.
Τα παραπάνω επανατοποθετούν, με σύγχρονους όρους, την αναγκαιότητα
της εργατικής μετωπικής πολιτικής, με πλευρές της οποίας θα ασχοληθώ.
Όπως είναι γνωστό υπάρχουν διαφορετικών ειδών και μορφών συνεργασίες:
Πρώτο, συνεργασίες στρατηγικού χαρακτήρα δηλαδή συνεργασίες που η
πολιτική τους ξεκινά από το σκληρό παρόν, για την «κατάληψη θέσεων στη
μάχη του σήμερα, υπέρ του εργατικού και λαϊκού παράγοντα» με σταθερή
επιδίωξη την επανάσταση, την εργατική εξουσία και τη νέα κομμουνιστική
προοπτική.
Μια τέτοια συνεργασία οδηγεί σε μια συμμαχία - πολιτικό μέτωπο με
πολιτικές οργανώσεις και όργανα σε όλα τα επίπεδα και ανάλογες κοινές
δράσεις στο κοινωνικό επίπεδο.
Η συμμαχία - μέτωπο αποτελεί το πεδίο πολιτικής παρέμβασης,
προγραμματικής ενοποίησης και ανάπτυξης των διαφορετικών υπαρκτών τάσεων
και ρευμάτων της αντικαπιταλιστικής πάλης, καθώς και των ανεξάρτητων
αγωνιστών, με στόχο μια ανώτερη στρατηγική συμφωνία και συγκρότησή τους
(αυτό που συνήθως αποκαλούμε «Πόλο της Αντικαπιταλιστικής Επαναστατικής
Αριστεράς»).
Απαραίτητη προϋπόθεση σε αυτή τη διαδικασία είναι η πολιτική και
οργανωτική αυτοτέλεια των επαναστατικών δυνάμεων, η ηγεμονική παρέμβαση
των δυνάμεων κομμουνιστικής αναφοράς.
Δεύτερο, συνεργασίες τακτικού χαρακτήρα (ή επιμέρους
συνεργασίες) που συνάπτονται για την επίτευξη άμεσου, κοινού σκοπού με
άλλες δυνάμεις.
Επομένως ο όρος συμφωνία αναφέρεται σε μερική-ειδική συνεργασία με άλλο ή άλλα κόμματα.
Ο ίδιος ο όρος «συμφωνία» εμπεριέχει εξ ορισμού τη διατήρηση της
πλήρους αυτοτέλειας ως προς τις αρχές και την οργάνωση του κάθε κόμματος
χωριστά.
Σ’ αυτές τις πολιτικές συμφωνίες μπορούν να συμπεριληφθούν και εκλογικές συνεργασίες.
Οι εργατικές, αντικαπιταλιστικές δυνάμεις, ενάντια σε κάθε λογική
μετωπικής αγοραφοβίας που συγχέει την ηγεμονία με τον ηγεμονισμό-
σεχταρισμό, οφείλουν να έχουν ως μόνιμη επιδίωξη και τη σύναψη
προσωρινών πολιτικών ή επιμέρους συμφωνιών τακτικού χαρακτήρα με
αγωνιζόμενες ρεφορμιστικές και μισό-επαναστατικές δυνάμεις.
Οι πολιτικές συμφωνίες γίνονται ανοιχτά και δημόσια στη βάση της ισοτιμίας.
Μπορεί να αφορούν μόνο το μαζικό κίνημα, ή μόνο το καθ’ αυτό πολιτικό επίπεδο, ή και τα δυο.
Έχουν προσωρινό χαρακτήρα.
Η διάρκειά τους δεν μπορεί πάντα να προκαθοριστεί, εξαρτάται ανάλογα με την περίπτωση και τις ανάγκες της ταξικής πάλης.
Ολοκληρώνεται με την επίτευξη του κοινού σκοπού.
Κριτήριο για την επίτευξη τέτοιας συμφωνίας, είναι η επιβολή του
σκοπού δημιουργίας της να δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες βαθύτερης και
στρατηγικότερης συνειδητοποίησης της εργατικής τάξης και των
αυτοαπασχολούμενων.
Σε περίπτωση απότομης αλλαγής των συνθηκών της ταξικής πάλης οι
πολιτικές συμφωνίες επανεξετάζονται από κοινού με τις συνεργαζόμενες
δυνάμεις.
Οι επαναστατικές δυνάμεις κρίνουν και πράττουν αναλόγως με το
συμφέρον της ανάπτυξης της εργατικής-λαϊκής πάλης, εξηγώντας ταυτόχρονα
ανοιχτά και δημόσια τους λόγους της κάθε φορά επιλογής τους.
Με γνώση, εκφρασμένη δημόσια, για τον ταξικό χαρακτήρα των
συνεργαζόμενων πολιτικών ρευμάτων και των ορίων που δημιουργούν τα
προγράμματά τους.
Η σαφήνεια, όσον αφορά την κατεύθυνση και τα μέσα δράσης, αποτελούν
τους όρους που μπορούν να εξασφαλίσουν την επιτυχία της πολιτικής
συμφωνίας για την επίτευξη του κοινού άμεσου σκοπού. Όχι η ασάφεια και
οι γενικότητες που οδηγούν σε ταλαντεύσεις. Με δεδομένο πως πάντα
υπάρχει το ρίσκο της αθέτησης της συμφωνίας από την πλευρά του
συνεργαζόμενου, παρ όλα τα αποτρεπτικά μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται.
Η παραπάνω λογική αποτελεί τη βάση και το κριτήριο για να συγκροτηθεί
το αντικαπιταλιστικό μέτωπο στις σημερινές δύσκολες συνθήκες.
Ο καθοριστικός λοιπόν παράγοντας που ωθεί την ταξική πάλη σε ανώτερα
επίπεδα, είναι το συνολικό κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο της εργατικής
πολιτικής.
Το μέτωπο αυτό οφείλει να εμπεριέχει μετασχηματισμένα και το κίνημα
και τα κόμματα εργατικής αναφοράς, άμεσα τις πρώτες απόπειρες
δημιουργίας, τα σημερινά δηλαδή φύτρα του επαναστατικού κομουνιστικού
κόμματος του 21ου αιώνα και προοπτικά το ίδιο το δημιουργούμενο κόμμα.
Η συγκρότηση αυτού του μετώπου ξεκινά από σήμερα.
Παίρνει υπόψη τους τωρινούς συσχετισμούς δύναμης, με στόχο την
ανώτερη δυνατή συγκρότηση των δυνάμεων της εργατικής πολιτικής, τη
σύνδεσή τους με την επανάσταση και την κομμουνιστική προοπτική μέσα από
την πάλη για την αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης κεφαλαίου, ΕΕ,
ΔΝΤ.
Tο κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο στο σύνολό του - όχι μόνο
το πολιτικό και όχι μόνο το κοινωνικό - είναι που «αποφασίζει
και επιβάλλει» κατά την εξέλιξη της ταξικής πάλης.
Άμεση και βασική επιδίωξή του έχει τις ουσιαστικές νίκες που
βελτιώνουν τη θέση της εργατικής τάξης και του λαού και οδηγούν στον
κλονισμό της κυριαρχίας των αντιδραστικών και παρηκμασμένων αστικών
πολιτικών δυνάμεων.
Γι’ αυτό η καρδιά της πολιτικής του είναι η συγκέντρωση ανάλογων –
εξαιρετικά ισχυρών - δυνάμεων και στο εργατικό κίνημα και στο γενικότερο
πολιτικό κίνημα των μετώπων και των κομμάτων εργατικής αναφοράς και
κομμουνιστικής στόχευσης.
Το μέτωπο αυτό κινείται και αναπτύσσεται ποσοτικά και ποιοτικά μέσα από τη βασική του αντίφαση:
Από τη μια πλευρά αποτελεί πεδίο αγωνιστικής κοινής δράσης των
αντικαπιταλιστικών, επαναστατικών, κομμουνιστικών δυνάμεων τόσο στο
κίνημα - όσο και με άλλο τρόπο-στην πολιτική, κυρίως με μαχητικές
ρεφορμιστικές και ταλαντευόμενες δυνάμεις που παλεύουν για ουσιαστικές
βελτιώσεις στη ζωή των εργαζομένων, χωρίς να υπερβαίνουν τα όρια του
καπιταλισμού.
Από την άλλη αποτελεί ταυτόχρονα πεδίο αντιπαράθεσης των
αντικαπιταλιστικών επαναστατικών κομμουνιστικών δυνάμεων απέναντι στις
παραπάνω δυνάμεις.
Η σχέση αυτών των δύο πλευρών, η διαλεκτική δηλαδή σχέση ανάμεσα στη
αναγκαία κοινή κινηματική και πολιτική δράση από τη μια
(αλληλοσυμπλήρωση), και στην αναπότρεπτη και αναγκαία αντιπαράθεση από
την άλλη (αλληλοαπαποκλεισμός), αντανακλούν την αντίφαση της
επαναστατικής τακτικής.
Η συγκρότηση και ανάπτυξη του μετώπου προϋποθέτει την πλήρη
ανεξαρτησία των μαζικών οργανώσεων και των μορφών συσπείρωσης από το
κράτος, το κεφάλαιο, τους υπερεθνικούς, ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς και
τα εξαρτήματά τους.
Το πολιτικό μέτωπο εξελίσσεται και μετασχηματίζεται ιστορικά. Δεν
είναι δηλαδή κάτι σαν ακορντεόν που το τεντώνουμε από το σκληρό σήμερα
ως το απέραντο μέλλον.
Στην ιστορική περίοδο της ταξικής πάλης που διανύουμε, το
κοινωνικοπολιτικό μέτωπο εργατικής πολιτικής, έχει χαρακτήρα
αντικαπιταλιστικό, ξεκινά ως αντικαπιταλιστικό στη μάχη εντός του
καπιταλισμού και εναντίον του για ουσιαστικές κατακτήσεις.
Ο χαρακτήρας του αυτός και οι δυνάμεις που το συγκροτούν προκύπτουν
από τις σημερινές αντικειμενικές συνθήκες όπως αυτές διαμορφώνονται από
την καπιταλιστική κρίση και από την πολιτική των υπεραντιδραστικών
αντιμεταρρυθμίσεων του καπιταλισμού.
Καθώς όμως είναι εξελισσόμενο, μετασχηματίζεται σε επαναστατικό
μέτωπο με την έκρηξη της επανάστασης και μετεξελίσσεται σε σοσιαλιστικό -
κομμουνιστικό μέτωπο καθώς η κοινωνία θα απελευθερώνει όλες τις
δημιουργικές ικανότητες του ανθρώπου και θα ακολουθεί μέσα από τα
επαναστατικά άλματα τη συνταρακτική πορεία προς τον κομμουνισμό.
Άρα οι μετασχηματισμοί και οι μετεξελίξεις του μετώπου συνεπάγονται
αντίστοιχα διαφορετικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που το
απαρτίζουν.
Στη φάση π.χ της επανάστασης το μέτωπο στην πολιτική του έκφραση θα
αποτελείται από τα πολιτικά κόμματα που είναι με την επανάσταση, ενώ
πριν, στον αντικαπιταλιστικό αγώνα το μέτωπο θα περιλαμβάνει και
μαχητικές ρεφορμιστικές, μισο-επαναστατικές ταλαντευόμενες δυνάμεις ως
πεδίο συνάντησης και μετασχηματισμού τους.
Αν, για παράδειγμα, αυτό είχε γίνει κτήμα και πεποίθηση στους τότε
επιφανείς επαναστάτες, τότε το αναγκαίο (διαφορετικά θα έκαιγαν ακόμη τα
ναζιστικά κρεματόρια) αντιφασιστικό μέτωπο, έπρεπε να μετεξελιχθεί
έγκαιρα σε επαναστατικό μέτωπο εργατικής εξουσίας με την ήττα του
φασισμού ώστε οι δυνάμεις του αγώνα να συνεχίσουν νικηφόρα.
Η παραπάνω συνολική λογική και επίγνωση έλλειπε από την πολιτική του
ΚΚΕ και των κομμάτων της τρίτης διεθνούς με αποτέλεσμα να ταλαντώνονται
ανάμεσα στον σεχταρισμό και τον οπορτουνισμό με τα γνωστά αποτελέσματα.
Το κείμενο των θέσεων δεν διατρέχεται από την παραπάνω αντίληψη.
Η μετωπική πολιτική και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Το πλοίο (ΑΝΤΑΡΣΥΑ) έπεσε μια φορά στην ξέρα (διασπάστηκε), αλλά δεν
βούλιαξε. Όχι μόνο λοιπόν για να μην ξαναπέσει σε ξέρα, αλλά κυρίως για
να παίξει τον αναγκαίο πολιτικό της ρόλο σ’ αυτούς τους δύσκολους
καιρούς, οφείλουμε όλοι να βάλουμε το δάκτυλο «επί τον τύπον των ήλων.»
Ας δούμε λοιπόν τη μετωπική πολιτική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ όπως οι θέσεις επιχειρούν να την προσεγγίσουν στο κεφάλαιο Γ!
Σύμφωνα με τη θέση (73), έχει βασική επιδίωξη, ήδη από τη β
συνδιάσκεψη, τη « συσπείρωση των ευρύτερων δυνατών δυνάμεων για τη
δημιουργία ενός μαζικού πόλου – πολιτικού μετώπου της αντικαπιταλιστικής
επαναστατικής Αριστεράς και των ευρύτερων δυνάμεων της ανατροπής, με
την ηγεμονία του αντικαπιταλιστικού μεταβατικού προγράμματος».
Απ’ αυτή τη θέση προκύπτουν τα εξής ερωτήματα τα οποία χρειάζονται
συγκεκριμένες απαντήσεις, διαφορετικά είναι μια γενική θεωρητική
προσέγγιση δίχως πολιτικό αντίκρισμα, χωρίς πολιτικό δια ταύτα:
α) Υπάρχουν ή όχι και ποιες είναι σήμερα οι δυνάμεις «της
αντικαπιταλιστικής επαναστατικής αριστεράς»; β)Υπάρχουν ή όχι και
ποιες είναι σήμερα οι «ευρύτερες δυνάμεις τις ανατροπής»;
Στις θέσεις από (74) έως και (77) επιχειρείται μέσα από αντιφάσεις
και ασάφειες να διατυπωθεί η σχέση «αλληλεξάρτησης» και
«μετασχηματισμού» που υπάρχει μεταξύ του «αντικαπιταλιστικού πόλου
μετώπου» και του «αντικαπιταλιστικού πόλου μετώπου και των ευρύτερων
δυνάμεων της ανατροπής» όσο και ο ρόλος των πολιτικών συνεργασιών σ’
αυτή τη διαδικασία.
Στο ζήτημα των πολιτικών συνεργασιών και με βασικό κριτήριο το «βαθμό
κατάκτησης» του αντικαπιταλιστικού προγράμματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, γίνεται
διαχωρισμός των πολιτικών δυνάμεων σε δυο κατηγορίες: Στις σταθερές ή
και υπό ένταξη στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ δυνάμεις και στις δυνάμεις που κινούνται σε
ριζοσπαστική κατεύθυνση.
Έτσι στη θέση (76) προτείνεται ή η ένταξη στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή η απόκτηση
σταθερών πολιτικών μορφών συνεργασίας για την οικοδόμηση και ενίσχυση
του αντικαπιταλιστικού πόλου με τις δυνάμεις και τους αγωνιστές «που
στον έναν η στον άλλο βαθμό έχουν κατακτημένο το αντικαπιταλιστικό
πρόγραμμα ή βασικές πλευρές του», «στην πορεία προς το «πολιτικό μέτωπο
της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής αριστεράς και των ευρύτερων
δυνάμεων της ανατροπής».
Και στη θέση (77) προτείνεται σε δυνάμεις και αγωνιστές «που δεν
έχουν κατακτήσει το σύνολο του αντικαπιταλιστικού προγράμματος, αλλά
κινούνται σε ριζοσπαστική ρηξιακή κατεύθυνση», «ο διάλογος, η
συμπόρευση, ο κοινός βηματισμός και η πολιτική συνεργασία.»
Προφανώς οι δυνάμεις που κινούνται προς «ριζοσπαστική ρηξιακή
κατεύθυνση» είναι αντικειμενικά οι ταλαντευόμενες πολιτικές δυνάμεις
μεταξύ ρεφορμισμού και επανάστασης και οι μαχόμενες ρεφορμιστικές
δυνάμεις.
Στη βάση ποιου προγράμματος θα απευθύνει πρόταση πολιτικής συνεργασίας η ΑΝΤΑΡΣΥΑ προς αυτές τις δυνάμεις;
«Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα απευθύνει προς τις δυνάμεις αυτές πρόταση πολιτικής
συνεργασίας στη βάση ενός πλαισίου βασικών στόχων-αιτημάτων του
μεταβατικού αντικαπιταλιστικού προγράμματος πάλης, που θα διασφαλίζει
ότι η πολιτική συνεργασία θα κινείται στην κατεύθυνση της σύγκρουσης με
την αστική τάξη, την ΕΕ, τον ιμπεριαλισμό, απορρίπτει τον κυβερνητισμό
και στοχεύει στον μετασχηματισμό της κοινωνίας, διαχωριζόμενη από
«ενδιάμεσες λύσεις» φιλολαϊκής διαχείρισης του καπιταλισμού. Στο πλαίσιο
μιας τέτοιας πολιτικής συνεργασίας, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το μέτωπο της
αντικαπιταλιστικής αριστεράς διατηρούν την αυτοτέλειά τους και παλεύουν
για την ηγεμονία των αντικαπιταλιστικών και επαναστατικών αντιλήψεων σε
κάθε επίπεδο αυτής της πολιτικής συνεργασίας» (τέταρτη παράγραφο, θέση
77 ).
Με τη λογική αυτή οι πολιτικές συνεργασίες ταυτίζονται αποκλειστικά
μ’ αυτό που παραπάνω ορίσαμε ως πολιτικές συμμαχίες-πολιτικό μέτωπο,
δηλαδή τις ευρύτερου «στρατηγικού» χαρακτήρα συνεργασίες. Γι αυτό και
τίθενται οι ανάλογες προϋποθέσεις.
Όμως αν οι συνεργαζόμενες μαχόμενες ρεφορμιστικές και ταλαντευόμενες
δυνάμεις που κινούνται σε «ριζοσπαστική ρηξιακή κατεύθυνση» δεν
αποδέχονται τη «διαχειριστική λογική του κυβερνητισμού και των
ενδιάμεσων φιλολαϊκών λύσεων» τότε δεν θα ήταν αυτές που είναι, αλλά
επαναστατικές.
Επομένως, οι θέσεις απευθύνονται μεν σε μη επαναστατικές δυνάμεις οι
οποίες όμως καλούνται να αποδεχτούν επαναστατικές αντιλήψεις .
Έτσι όμως αυτή η πρόταση πολιτικής συνεργασίας αποκλείει εξ ορισμού
την πολιτική συνεργασία με ρεφορμιστικές ή «μισοεπαναστατικές»
ταλαντευόμενες δυνάμεις που κινούνται σε «ριζοσπαστική ρηξιακή
κατεύθυνση». Άρα φάσκει και αντιφάσκει και τελικά αυτοακυρώνεται ως
πρόταση συνεργασίας τακτικού σκοπού.
Στην ουσία είναι πρόταση που απευθύνεται αποκλειστικά και μόνο σε αντικαπιταλιστικές επαναστατικές δυνάμεις.
Αυτό το ζήτημα εμφανίζεται με άλλους όρους και άλλη πολιτική και στο
ΚΚΕ. Με αποτέλεσμα να απαντά με αυτόν τον ανιστόρητο τρόπο στην
πρόσκληση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για πολιτικό συντονισμό στο κίνημα για το
ασφαλιστικό.
Αυτή η αντίληψη μοιάζει, αλλά δεν είναι επαναστατική.
Η ηγεμονία εμπεριέχει ως συστατικό της στοιχείο την έννοια του διακυβεύματος.
Η αντίληψη των θέσεων δεν είναι αντίληψη ηγεμονίας, αλλά ηγεμονισμού. Υποκρύπτει έλλειψη εμπιστοσύνης στις ιδέες μας.
Η πολιτική αυτή φαίνεται να μας απαλλάσσει -και ως ένα βαθμό μας
απαλλάσσει- από τον κίνδυνο του ρεφορμισμού που περικλείουν οι
προσωρινές πολιτικές συμφωνίες τακτικού χαρακτήρα, αλλά “καπάκι” μας
οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στο σεχταρισμό.
Επομένως ανάμεσα στο ρίσκο της αναγκαίας αντιμετώπισης του
ρεφορμισμού και το μαθηματικά βέβαιο σεχταρισμό, οι θέσεις προτιμούν την
«επαναστατική» σιγουριά του μαθηματικά βέβαιου σεχταρισμού.
Εν κατακλείδι στις θέσεις εξακολουθεί να επικρατεί, όπως και τα
προηγούμενα χρόνια, ασάφεια και αντίφαση στο ζήτημα των σχέσεων ανάμεσα
στην αυτοτελή συσπείρωση των αντικαπιταλιστικών, επαναστατικών,
κομμουνιστικών δυνάμεων (αυτό που ονομάζουμε «Πόλο της
Αντικαπιταλιστικής Επαναστατικής Αριστεράς») και στη μετωπική ταχτική
που οφείλουν να έχουν - ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες - οι
επαναστατικές κομμουνιστικές δυνάμεις, με δυνάμεις του αγωνιστικού
ρεφορμισμού, ως πεδίο μετασχηματισμού τόσο των ρεφορμιστικών δυνάμεων,
όσο- και κυρίως- των ευρύτερων μαζών που τις ακλουθούν. Αλλά και ως
πεδίο μετασχηματισμού των ίδιων των επαναστατικών κομμουνιστικών
δυνάμεων σε ανώτερο επίπεδο.
Για τη στρατηγική και την τακτική
Στο κεφάλαιο Γ1, «Η αντικαπιταλιστική ανατροπή της
επίθεσης και το πρόγραμμά της», παρουσιάζεται η σχέση της στρατηγικής με
την ταχτική. Στην προτελευταία παράγραφο αναφέρεται : «Η
«αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης» και «το αντικαπιταλιστικό
μεταβατικό πρόγραμμα» παντρεύουν τη στρατηγική με την τακτική» (θέση
38).
Κατ αρχάς ο όρος «παντρεύουν» είναι αδόκιμος για τη σχέση στρατηγικής και ταχτικής.
Η στρατηγική με την τακτική βρίσκονται σε διαλεκτική σχέση ενότητας και αντίθεσης και αντίστοιχης αυτοτέλειας.
Η κάθε φορά συγκεκριμένη σύνδεση στρατηγικής και τακτικής προϋποθέτει τη σχετική αυτοτέλειά τους.
Η αντίθεση ανάμεσα στην επαναστατική στρατηγική και τακτική στο
έδαφος της αστικής κυριαρχίας καθορίζεται από τους φραγμούς και τα όρια
που βάζουν οι θεμελιώδεις νόμοι του καπιταλιστικού συστήματος και
τείνουν να καθηλώνουν το κίνημα και την Αριστερά στο σκληρό παρόν, στη
διεκδίκηση και επιβολή τακτικών στόχων.
Η επίτευξη των στόχων οδηγεί τις μαχόμενες δυνάμεις να «κουρνιάσουν» σε αυτό, να περιορισθούν στη νίκη.
Αυτό το «κούρνιασμα», που συνδέεται με τις δυσκολίες της ζωής, είναι η
υλική βάση της αντίθεσης τακτικής και στρατηγικής, είναι η βάση του
διαχωρισμού τους.
Αλλά από την επομένη της επιβολής μιας νίκης οι αστικές δυνάμεις
επιχειρούν τη ματαίωσή της. Σε αυτή τη διαπάλη γίνεται κατανοητή η
ανάγκη βαθύτερων, μονιμότερων και σταθερότερων κατακτήσεων, η ανάγκη
μιας γενικότερης κοινωνικής και πολιτικής κατάστασης που όχι μόνο θα
προστατεύει τον κόσμο της εργασίας αλλά θα του αλλάζει θέση και ρόλο.
Οδηγεί στην ανάγκη υπέρβασης των ορίων ώστε να επιτευχθεί η ολοκληρωτική
επιβολή της εργατικής πολιτικής. Η συνολική επιβολή της εργατικής
πολιτικής συνεπάγεται τη μεγάλη αναμέτρηση.
Σε αυτή την κοινωνική και πολιτική αναμέτρηση δημιουργείται η σχέση ενότητας τακτικής με τη στρατηγική.
Οι θέσεις της ΚΣΕ, στο ζήτημα της διαλεκτικής σχέσης ενότητας και
αντίθεσης και αντίστοιχης αυτοτέλειας ανάμεσα στην επαναστατική
στρατηγική και τακτική, απαντούν με αντιφάσεις. Εκείνο που τελικά
κυριαρχεί είναι μια τεχνητή υπερπήδηση της αντίθεσής τους, δημιουργώντας
την ψευδαίσθηση ότι έτσι αποφεύγουμε τον κίνδυνο του ρεφορμισμού.
Οι θέσεις αντιμετωπίζουν το ζήτημα της επανάστασης όχι ως την άμεση
στρατηγική επιδίωξη, αλλά ως τη συνόψιση της «συνολικότητας» των στόχων
της επαναστατικής τακτικής.
Η αντίληψη αυτή, οδηγεί στην ουσία στην αντιμετώπιση της
επαναστατικής τακτικής σαν μια συνεχώς εξελισσόμενη πορεία «συγχώνευσης»
με το στρατηγικό στόχο, μέσα από την άμεση πάλη του κινήματος.
Στην ουσία αγνοεί ή υποτιμά τις αναγκαίες ποιοτικές καμπές της ταξικής πάλης.
Γι αυτό και υπάρχει ένα μέτωπο, το αντικαπιταλιστικό, το οποίο
απλώνεται με συνεχή τρόπο (σαν ακορντεόν) από σήμερα ως την επανάσταση.
Λες και οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που θα συμμετέχουν στα
ποιοτικά άλματα της ταξικής πάλης θα είναι πάντα οι ίδιες από σήμερα
μέχρι τον κομμουνισμό.
Στην ουσία δεν μπορεί να κάνει διάκριση ανάμεσα στους άμεσους
τακτικούς στόχους, στο στρατηγικό στόχο, και στον τρόπο σύνδεσή τους.
Οδηγεί στη σύγχυση, σε μια ισοπεδωτική συγχώνευση στρατηγικής και
τακτικής που δυσκολεύει, αν δεν υπονομεύει, τόσο την στρατηγική όσο και
την τακτική.
Αυτό εκφράζεται χαρακτηριστικά στη θέση (40) όπου αναφέρεται ότι: «Η
πάλη για το μεταβατικό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα έχει ως αναπόσπαστο
στοιχείο της το θέμα της εξουσίας που θα το εφαρμόσει, της κυβέρνησης
και της εξουσίας των εργαζομένων.»
Στην ουσία, υποκρύπτει την αντίληψη πως δεν υπάρχει η δυνατότητα
σημαντικών εργατικών κατακτήσεων στο σκληρό σήμερα, αρνείται τη
δυνατότητα μιας σχετικής καθοριστικής πολιτικής νίκης κλονισμού του
καπιταλισμού που θα στρέφεται απέναντι στην τρομοκρατική επίθεση του
κεφαλαίου και του αστικού συνασπισμού εξουσίας.
«Η πάλη για το μεταβατικό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα έχει ως
αναπόσπαστο στοιχείο της το θέμα της εξουσίας». Άρα οι στόχοι τακτικής
είναι άρρηκτα δεμένοι με την εξουσία. Κι έτσι, εμφανίζονται οι άμεσοι
στόχοι τακτικής να μετατρέπονται αντικειμενικά, από άμεσα επιβαλλόμενους
και αποσπώμενους στόχους σε, αλά ΚΚΕ, στόχους ζύμωσης και
προπαγάνδας.(μέσω της οποίας, θα φτάσουμε δήθεν στη συνολική ρήξη).
Ας δούμε συγκεκριμένα πως γίνεται αυτό:
Είναι γνωστό και συμφωνούμε όλοι, ότι οι αντικαπιταλιστικοί στόχοι
του άμεσου αγώνα περιέχουν πλευρές που ανάγονται στην επαναστατική
προοπτική.
Κάτι τέτοιο είναι και επιδιωκόμενο και αναγκαίο και αναπόφευκτο.
Όμως η συνόψιση και η συμπύκνωση, του συνόλου των στόχων και των
αιτημάτων της τακτικής αποκλειστικά και μόνο σ’ αυτούς τους στόχους που
ανάγονται στην επαναστατική προοπτική (διαγραφή του χρέους, έξοδο από
ευρώ ΕΕ, κρατικοποίηση των τραπεζών και των στρατηγικής σημασίας
επιχειρήσεων, χωρίς αποζημίωση των καπιταλιστών με εργατικό έλεγχο)
χωρίς να υπάρχουν οι υλικές-πολιτικές προϋποθέσεις (υποκείμενο, μέσα,
συνθήκες) για κάτι τέτοιο, τους μετατρέπουν αποκλειστικά σε στόχους
ζύμωσης και προπαγάνδας.
Αυτό όμως έχει «κόστος» για την αγωνιστική ταξική συνειδητοποίηση
των πιο «πρωτοπόρων» τμημάτων των εργαζομένων, κυρίως όσον αφορά το
κύρος και την πολιτική πειστικότητα των αντικαπιταλιστικών στόχων και
αιτημάτων, το κύρος του ίδιου του ταξικού αγώνα.
Αυτή είναι η μια, η κύρια πλευρά.
Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά, η δευτερεύουσα, που δεν πρέπει να υποτιμάται.
Αυτή αφορά τις ευρύτερες εργατικές-λαϊκές μάζες που ψηφίζουν αριστερά
κόμματα και συμμετέχουν ευκαιριακά στο κίνημα. Στη συνείδηση αυτών των
μαζών (που έχουν μάθει να αναθέτουν και να κυβερνιούνται σε μεγαλύτερο
βαθμό από ότι οι «πρωτοπόρες» μάζες, αφού μεγάλο κομμάτι και αυτών έχει
τη λογική της ανάθεσης) η παραπάνω αντιμετώπιση των αιτημάτων της
τακτικής μετατρέπει το πρόγραμμα της τακτικής σε άμεσο κυβερνητικό
πρόγραμμα και οδηγεί, παραπέμπει αντικειμενικά στην αναζήτηση μιας
ασαφούς κυβέρνησης που θα τα εφαρμόσει εδώ και τώρα.
Παρακάμπτεται έτσι η αναγκαιότητα επιβολής ρήξεων, ανατροπών, νικών,
κλονισμού του καπιταλισμού. Ταυτόχρονα απωθείται η αναγκαιότητα της
εξουσίας - κυβέρνησης του οργανωμένου λαού σαν αποτέλεσμα της εργατικής
και λαϊκής κοινωνικής επανάστασης.
Αυτό που μένει τελικά και αντικειμενικά είναι ο - με αγώνες - κοινοβουλευτικός δρόμος.
Στη θέση (39) οι στόχοι της τακτικής διακρίνονται σε «σημαντικούς»
και «ασήμαντους» αφού όπως αναφέρεται: «Επιμέρους στόχοι-κρίκοι του
προγράμματος, ακόμα και σημαντικοί, μπορούν στον ένα ή τον άλλο
βαθμό να επιβληθούν μέσα από τη δράση του κινήματος, κάτω από έναν
ευνοϊκό συσχετισμό δυνάμεων και πριν από την επαναστατική διαδικασία.»
Αυτή η διάκριση μεταξύ «σημαντικών» και «λιγότερων σημαντικών» τακτικών
στόχων θέλει προσοχή.
Θα πρέπει να έχουμε σταθερά υπόψη πως σε περιόδους όπως αυτή που περνάμε:
α) το μέτωπο της πολιτικής πάλης για τα οικονομικά και κοινωνικά
δικαιώματα της εργατικής τάξης (μεροκάματο, χρόνος εργασίας, ανεργία,
ελαστικές μορφές εργασίας, σύνταξη, παιδεία , υγεία, φορολογία, ακρίβεια
κλπ) και
β)το μέτωπο της πολιτικής πάλης για τα δημοκρατικά
δικαιώματα(ελεύθερη συνδικαλιστική δράση, εργοδοτική βία, ανεξάρτητα
όργανα πάλης από το αστικό κράτος κλπ) είναι καθοριστικής σημασίας
μέτωπα για τις ανάγκες της εργατικής τάξης.
Τα αιτήματα άμεσης ουσιαστικής βελτίωσης της ζωής των εργαζομένων εξ
αιτίας του βάθους της αστικής ανασυγκρότησης του καπιταλισμού απαιτούν
αποφασιστικό ανατρεπτικό εργατικό αγώνα.
Η διεκδίκηση και επιβολή τους οδηγεί στην απευθείας σύγκρουση με τα
μνημόνια και την κυβερνητική πολιτική ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Απαιτεί την ανατροπή
τους.
Η διεκδίκηση και περισσότερο η επιβολή τους οδηγεί σε ένα σχετικό
κλονισμό της αστικής πολιτικής στο πεδίο της παραγωγής και αναπαραγωγής
της εργατικής δύναμης.
Επιπλέον οδηγεί αντικειμενικά σε μια περαιτέρω πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους.
Επομένως σε ένα νέο, οξύτερο κύκλο κρίσεων. Και κάτω από τη δράση των
αγωνιζόμενων ταξικών δυνάμεων σε έναν ανώτερο κλονισμό το σύνολο της
αστικής πολιτικής.
Για αυτό και η αστική τάξη, ο αστικός συνασπισμός εξουσίας, δίνει
αγώνα υπέρ πάντων για να αποτραπεί οποιαδήποτε εργατική νίκη και
ιδιαίτερα στο χώρο της παραγωγής.
Κατά τη γνώμη μου αυτοί οι πολιτικοί στόχοι πάλης, όχι μόνο δεν είναι
«ασήμαντοι», ή «λιγότερο σημαντικοί» αλλά αντιθέτως, αποτελούν -όχι
μόνο για την ιστορική περίοδο, αλλά ιδιαίτερα και για την συγκεκριμένη
φάση της ταξικής πάλης- τον πιο «ώριμο κρίκο» για τη δημιουργία ενός
προσωρινού, αλλά σοβαρού τακτικού ρήγματος στους νόμους της αστικής
κυριαρχίας.
Η πάλη για την επιβολή τους είναι η αναγκαία και ικανή προϋπόθεση
ώστε το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα στο σύνολό του να έρθει με υλικό
τρόπο σε επαφή με τις μάζες.
Γι αυτό θεωρώ και προτείνω τα μέτωπα της πολιτικής πάλης για τα
οικονομικά, κοινωνικά και δημοκρατικά δικαιώματα να είναι προμετωπίδα
στην ιεράρχηση του προγράμματος.
Η πολεμική που κάνουμε στο ΣΥΡΙΖΑ για τον αστικό διαχειριστικό κυβερνητισμό του είναι σωστή.
Το ζήτημα όμως της σύνδεσης της στρατηγικής με την τακτική δεν μπορεί
να λυθεί αν πίσω από το μεταβατικό πρόγραμμα κολλάμε και την εργατική
εξουσία και κυβέρνηση που θα το υλοποιήσει, όπως κατά κόρον γίνεται στις
θέσεις[1].
Γιατί αυτή η «εναγώνια» προσπάθεια;
Κατά τη γνώμη μου το άμεσο πρόγραμμα πάλης της τακτικής πρέπει να είναι ευέλικτο.
Να αποτελεί τη βάση για τις συγκεκριμένες κάθε φορά άμεσες πολιτικές
προτάσεις, για τις εναλλασσόμενες συγκυρίες των γεγονότων και των
εξελίξεων, τη βάση για τα συνθήματα και τους στόχους της άμεσης
πολιτικής γραμμής, έτσι ώστε να επικοινωνεί - για να το ανυψώνει - με
το μέσο επίπεδο συνείδησης των εργαζομένων και να το μετασχηματίζει μέσω
των νικηφόρων αγώνων φτάνοντάς το μέχρι τη συνολική αντικαπιταλιστική
πάλη.
Μόνο έτσι οι εργαζόμενοι μπορούν να κατανοήσουν και να στρατευθούν
στην πάλη με το σύνολο της πολιτικής μας, στην τακτική και στρατηγική
μας πρόταση.
Μέσα από συγκεκριμένους πολιτικούς στόχους που θα έχουν πραγματικό
αντίκρισμα στους όρους της ζωής τους και συγκεκριμένη απάντηση στο
ερώτημα πως, και πότε μπορούν να υλοποιηθούν, έτσι ώστε αυτό που
φαντάζει ως αδύνατο να γίνεται δυνατό.
Γάτσιος Βασίλης
μέλος της τοπικής επιτροπής
ΑΝΤΑΡΣΥΑ Περιστερίου
και του Π.Σ.Ο
[1]
Δεν είναι το ίδιο «η κυβέρνηση και η εξουσία των εργαζόμενων», με την «
κυβέρνηση και εξουσία των οργάνων του εργατικού και λαϊκού κινήματος»,
όπως λανθασμένα ταυτίζονται στη θέση 40.
| ΑΝΤΑΡΣΥΑ - antarsya.gr
| ΑΝΤΑΡΣΥΑ - antarsya.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.