του Θανάση Σκαμνάκη
Η λαγκαδιά που είδε τον Άδωνι λαβωμένο είναι στη Συρία. Εκεί πληγώθηκε θανάσιμα ο εραστής της Αφροδίτης και της Περσεφόνης. Στις λαγκαδιές της Συρίας τώρα λαβώνονται κατ’ εξακολούθησιν θεοί, ημίθεοι, αλλά κυρίως άνθρωποι. Κι όχι μονάχα στη Συρία.
Σύμφωνα με τη χριστιανική, αλλά και την ελληνική, μυθολογία, τις μέρες αυτές εξάρχει η μεγάλη αντίθεση, το φως και το σκοτάδι, ο χειμώνας και η άνοιξη, το καλό και το κακό, με το καλό να νικάει και το φως να κατισχύει. Όπου ο Χριστός και ο Άδωνις (κι όλοι σχεδόν οι θεοί του πάνθεου της μεσοποταμίας) οδηγούνται στο μαρτύριο και εν τέλει στην ανάσταση.
Μ’ αυτό τον τρόπο οι μυθολογίες διαχειρίζονται το κακό και την ελπίδα των ανθρώπων. Κι ανάμεσα σ’ αυτά τα ακραία κινείται πάντα η ζωή μας. Σε άκρα που δεν συντίθενται, που αναμετρώνται αδιάκοπα, χωρίς ανακωχές, σε καθε ιστορική περίοδο, στην καθημερινότητά μας.
Είναι κι αυτός “ένας ειρμός της σκέψης, ένας τρόπος ν’ αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς δύσκολα, σε ώρες που δε βαστάς, σε φίλο που ξέφυγε κρυφά… μη σε προλάβει η ξενιτιά και τον αλλάξει.”, “όμως τη σκέψη του πρόσφυγα, τη σκέψη του αιχμάλωτου, τη σκέψη του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια…”, “τώρα που ο κόσμος έγινε ένα απέραντο ξενοδοχείο” (Γ. Σεφέρης).
Οι λέξεις δεν είναι ενός μακρινού ποιητή από έναν μακρινό κόσμο. Κάποτε νόμιζα πως έρχονται από ένα σκληρό παρελθόν, δεν είναι δικές μας ως εμπειρίες, εμείς δεν χρειάζεται παρά να νοιώσουμε το συναίσθημα που μεταδίδουν οι ποιητικές μεταφορές. Αλλά τώρα η μεταφορά μεταφέρθηκε στην αυλή μας, μέσα στο σπίτι μας, στα σωθικά μας. Και οι λέξεις ξαναπαίρνουν ολόκληρο το νόημά τους. Σαν να γίνεται όλο αυτό για να δικαιώσει την ποίηση!...
Απ’ όταν πήγα στον καταυλισμό του Πειραιά, στους πρόσφυγες, κοιτάζω αλλιώς τον εαυτό μου και τα πράγματα. Σαν να μην υπάρχουν πλέον μέρη να καταφύγω, ασφαλή σημεία. Οι εικόνες εισδύουν παντού. Ένα τρεμούλιασμα φύλλων, σαν τις ζωές τους. Και τις δικές μας πλέον. Ξέρουμε πώς είναι αυτά. Ξέρουμε πόσο οι ζωές όλων είναι δεμένες. Καμιά μόνη, όσο κι αν φαίνεται.
“Κι έχω το ασήκωτο συναίσθημα πως ολόκληρη η ζωή που μου απομένει δε θα ’ναι αρκετή για να καταλύσει αυτή τη στάλα μέσα στην ψυχή μου.” (Γ. Σεφέρης)
Αν γράφω, λοιπόν, είναι σαν εξομολόγηση σε φίλους. Αφαιρεί ένα μέρος του ασήκωτου βάρους.
Η θάλασσα είναι ήρεμη, τα παιδιά παίζουν στην άκρη χωρίς να φοβούνται μην πέσουν μέσα ή μην πέσει η μπάλα τους, έχουν σαφή αίσθηση των ορίων, κι άμα με βλέπουν έρχονται, χαμογελώντας, να χαιρετηθούν, να χαϊδευτούν τα πιο μικρά, με εκείνο το χαμόγελο που σε υποχρεώνει να μην το ξεχάσεις στη ζωή σου.
Οι μεγάλοι δεν ξέρουν. Πηγαίνουν βόλτες πάνω κάτω, χαιρετιούνται μεταξύ τους όταν διασταυρώνονται στη βόλτα, έχουν αφήσει τις γυναίκες στις σκηνές, εκείνες δεν “βγαίνουν”, ανοιχτές σκηνές χάσκουν, περνάς ανάμεσα και σε χαιρετάνε με οικειότητα, όχι δουλικά, με μια κάποια εμπιστοσύνη, σαν να μην πιστεύουν ότι μπορείς να τις προδώσεις - μπορείς;
Οι μεγάλοι δεν ξέρουν ακόμα τα όρια της ζωής τους. Μετέωρη. Ανάμεσα σε πολλά σύνορα και πολλά εμπόδια. Τα έχουν με όλους, καμιά φορά αρπάζονται άσχημα με τους δικούς τους ή με κάποιους επίσης πρόσφυγες, αλλά όχι “δικούς τους”.
Έχουν περάσει τόσες μέρες και τα μάτια μου εξακολουθούν να κοιτάνε προς τα εκεί. Κρατάνε, τα μάτια μου, ένα χέρι που μαγκώνει τη ψυχή μου. Δεν περνάνε από το νου μου οι εικόνες. Κατ’ ευθείαν κέντρο, καρδιά, ψυχή, στομάχι. Πόσο ακόμα θα κλάψουμε μέχρι το γέλιο;
Ευγνωμονώ αυτά τα ξένα παιδιά που μου χαμογελάνε και παίζουν μαζί μου, στη γλώσσα τους που δεν ξέρω, στη γλώσσα μου που δεν ξέρουν, στη ζωή μου που κάνουν άνω-κάτω, στη ζωή τους που έγινε άνω-κάτω.
Πόσο δικαίωμα έχω σε μια ευγνωμοσύνη πολυτελείας;
Αλλά τώρα ο Ελιάν που ήταν μια φωτογραφία, συγκλονιστική αλλά φωτογραφία, μιλάει μαζί μου, ο δουλέμπορος είναι απέναντι και τον βλέπω, οι άνθρωποι που βοηθάνε είναι εδώ, όλα έχουν πρόσωπο, γέλιο, αισθήματα, κινούνται, ανασαίνουν κι αισθάνονται. Είμαστε μαζί και μιλάμε. Με νεκρούς και ζωντανούς, με παρόντες κι απόμακρους, με χαμένους ή ανύπαρκτους.
Θέλω όμως να πω για τα μάτια. Όχι των παιδιών και των προσφύγων, αλλά για της Αδριανής, της Ειρήνης, της Ιωάννας, της Νίνας, του Αλέξανδρου, της Βάσως, του Δημοσθένη, της Δέσποινας, της Δώρας κι εκείνων που δεν άκουσα τα ονόματά τους και που μένανε μερόνυχτα στον καταυλισμό με βάρδιες.
Αυτά τα μάτια δεν είναι τα προηγούμενά τους. Δεν έχει σημασία αν είναι κόκκινα ή ευάλωτα, ακόμα ζωηρά πριν δύσουν στην κούρασή τους. Όταν δακρύζουν δεν είναι νοσταλγία, ούτε καν μελαγχολία. Ούτε όταν γελάνε είναι ευτυχία, είναι έγνοια. Ξέρουν πού να κοιτάξουν.
Θέλω να είμαι μαζί τους. Ξέρω πως πρέπει να προσπαθήσω πολύ, να αφαιρέσω από πάνω μου σκουριές, συσσωρευμένες δεκαετίες.
Δεν μπορώ ν’ αφήσω τα πρόσωπά τους έξω από το μέλλον που ονειρεύομαι κι ονειρευόμαστε. Και δεν έχει σημασία πόσοι από αυτά, από μας, θα συνεχίσουν. Πόσοι θ’ αλλάξουν στην πορεία - έχουνε δει πολλά τα μάτια μας - αλλά πόσοι και ποιοι είναι σήμερα εδώ. Αυτοί εκφράζουν ό,τι θα υπηρετήσουν αύριο άλλοι κι άλλοι - άγνωστοι και νέοι, κι ακόμα πιο νέοι.
Αλλά σε όλων τα μάτια θα υπάρχουν τα δικά τους μάτια του σήμερα. Όπως στα δικά τους του σήμερα υπάρχουν τα μάτια εκείνων των παιδιών που υπήρξαν το ’73, το ’80, το ’89 κι ας μην είναι ίδια πλέον.
Δεν είναι η Δαμανάκη του τώρα στα μάτια τους, είναι εκείνη εκείνης της φοράς - κι αυτό δεν μπορεί να τους το πάρει, όσες μετάνοιες κι αν κάνει στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στην κυρία Βαρδινογιάννη.
Το καλό με την Ιστορία είναι πως καταγράφει χωρίς να διαγράφει. Κι εκείνοι που ακολουθούν μετράνε κι αξιολογούν ξανά και ξανά μέσα στις δικές τους ανάγκες του δικού τους καιρού. Σκληροί στη μνήμη.
Τ’ άστρα της νύχτας με γυρίζουν στην προσδοκία
του Οδυσσέα για τους νεκρούς μες στ’ ασφοδίλια.
Μες στ’ ασφοδίλια σαν αράξαμε εδώ-πέρα θέλαμε να βρούμε
τη λαγκαδιά που είδε τον Άδωνι λαβωμένο.
(Γ. Σεφέρης, Μυθιστόρημα)
Η λαγκαδιά που είδε τον Άδωνι λαβωμένο είναι στη Συρία. Εκεί πληγώθηκε θανάσιμα από αγριογούρουνο ο εραστής της Αφροδίτης και της Περσεφόνης. Λατρευόταν έκτοτε σε όλη την Ανατολή ως ο θεός της γονιμότητας, με τελετές παρόμοιες του Επιταφίου.
Στις λαγκαδιές της Συρίας τώρα λαβώνονται κατ’ εξακολούθησιν θεοί, ημίθεοι, αλλά κυρίως άνθρωποι. Κι όχι μονάχα στη Συρία.
Στους προχθεσινούς επιταφίους περιφέραμε το σώμα ενός άλλου Άδωνι, που προσδοκούμε την ανάστασή του, περιφέροντας ταυτόχρονα όλο το μύρισμα της άνοιξης και την πικρή γεύση των ξενητεμών.
Μπλέκοντας ανθρώπινες και θείες προσδοκίες, δηλαδή τις προσδοκίες που οι άνθρωποι τις έκαναν θεούς για να τις αντέξουν, αλλά που, επειδή δεν τις αντέχουν, τις ξανακάνουν λάσπη, έλκη, πόλεμο, προσφυγιά, κι ύστερα τις ξανακάνουν θεούς για να γλυτώσουν από το μαρτύριό τους.
Κι έτσι εμείς που δεν τους πιστεύουμε, και τους θεούς και τους ανθρώπους των θεών, δεν έχουμε παρηγοριά, παρά μονάχα τη θυσία. Δύσκολο πράγμα μια θυσία χωρίς παρηγοριά θεού.
Kommon
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.