Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

συνέντευξη της Παρθένας Τσοκτουρίδου από τον Κομνηνιώτη πρόσφυγα Νικόλαο Κιουρτσίδη

Μια παλιά συνέντευξη της Παρθένας Τσοκτουρίδου από τον Κομνηνιώτη πρόσφυγα Νικόλαο Κιουρτσίδη του Χρήστου και της Άννας, το γένος Κινασλανίδη, γεννημένος στη Νίγδη του Πόντου, στο χωριό Καράτζιεραν Νομού Ικονίου το 1914

Το 1923 οι Τούρκοι μάζεψαν όλους τους κατοίκους του χωριού και μας πήγαν
μέχρι το Τσαγλάν (σταθμός χωροφυλακής), γιατί είχε
γίνει η συμφωνία για την
ανταλλαγή μεταξύ του Βενιζέλου και του Κεμάλ.

Φθάσαμε εκεί λοιπόν με το ηλιοβασίλεμα ύστερα από πεζοπορία μιας ημέρας και
μας κράτησαν όλους σ' ένα χάνι. Μετά όμως μας γύρισαν πίσω με τη δικαιολογία
ότι  συμφωνία της ανταλλαγής χάλασε. Μας έδιναν συσσίτιο από μισό ψωμί στην
κάθε οικογένεια με δυο σαρδέλες αι φυσικά νερό. Μας είπαν δε να πάμε να
θερίσουμε την περιουσία μας και μετά να φύγουμε.

Μετά ο Βενιζέλος παρακάλεσε τον Αυστριακό στρατηγό Όπελ να γίνει οπωσδήποτε
η ανταλλαγή και όπως κι έγινε. Ο Κεμάλ δεν ήθελε την ανταλλαγή, γιατί θα
έφευγε από τον Πόντο όλο το εμπόριο και η τέχνη. ο δε Βενιζέλος είπε να
δώσουν όλη την αγραμματοσύνη και ν' αφήσουν την Κων/πολη, για ν' αφήσουν
κάποια ρίζα, μη χαλώντας και τη Μητρόπολη.

Τον επόμενο χρόνο, το 1924, ήρθε υποχρεωτική διαταγή να φύγουμε στην Ελλάδα.
Το κράτος μας έστειλε όλους από ένα κάρο και μας παραχωρήθηκε ψωμί. Εμείς
φορτώσαμε στα κάρα ό,τι μπορούσαμε. Μας είπαν πως ό,τι αφήναμε εκεί, θα το
παίρναμε ως αποζημίωση σε χρήματα. Πήγαμε στο Ουλούκασλα (σταθμός τρένου).
Μας έβαλαν όλους σε μια Αρμένικη Εκκλησία και καθίσαμε εκεί μέσα ένα μήνα.
Μας έδιναν τροφή και μαγειρεύαμε και παίζαμε εκεί μέσα.

Από το Ουλούκασλα μας έβαλαν στο τρένο και κατεβήκαμε στο Μερσίνη. Μετά ήρθε
διαταγή να φύγουμε στην Ελλάδα και να κόψουμε εισιτήρια. Πράγματι, μας
έβαλαν στη γραμμή και μας έδωσαν από ένα ψωμί και δυο σαρδέλες. Έκοψαν όλοι
εισιτήρια, εκτός από τη μάνα μου, την οποία ξέχασαν να της κόψουν. Το βαπόρι
ήταν έτοιμο να φύγει και η μάνα μου έκλαιγε. Ένας μαύρος τότε την λυπήθηκε
και μας πήρε όλους οικογενειακώς (μάνα και 3 αδέρφια) και μας πήγε στην
Επιτροπή. Από την Επιτροπή μας έδωσαν εισιτήρια για να πάμε με τις βάρκες
μέχρι το πλοίο, πάνω στο οποίο θα γραφόμασταν ως πρόσφυγες στην κατάσταση.

Το πλοίο δεν είχε σκάλες, είχε μόνο ένα σχοινί με κόμπους, που το
χρησιμοποιούσαν για σκάλα. Θυμάμαι ότι ήταν κι ένας Αξενός με το άλογό του
(Αξενοί, Λοϊτονοί, Γότζανιτ και Σουβερμαζιότ ήταν ίδια φυλή, οι δε
Σουρβεμαζιότ ονομάσθηκαν έτσι γιατί δεν έδιναν νερό), το οποίο έβαλαν στον
γερανό και το κατέβασαν στο αμπάρι. Άλλος θυμάμαι ήρθε με το σκύλο του, για
το οποίο πλήρωσε εισιτήριο. Το πλοίο θυμάμαι πως είχε τρία πατώματα
(αμπάρι-1ος όροφος, μεσαίο-ταράτσα) και δεν είχε τουαλέτες, παρά μόνο μια
τρύπα μ' ένα τσουβάλι μπροστά και περίμενε ουρά ο κόσμος. Το βράδυ, ενώ οι
μικροί παίζαμε, θυμάμαι ότι ο ναύτης περνούσε να πάει στ βάρδια και δεν είχε
μέρος να πατήσει εξαιτίας του κόσμου που ήταν ξαπλωμένοι στο πάτωμα.

Ταξιδέψαμε τρία μερόνυχτα, ώσπου τελικά φθάσαμε στον Πειραιά. Υποφέραμε όλοι
από την αρρώστια «ματοπονία» (τσίμπλιζαν τα μάτια), αλλά ευτυχώς είχαμε
γιατρό στο πλοίο. Όταν σταθμεύσαμε στον Πειραιά, δεν μας επιτράπηκε να
κατεβούμε από το πλοίο. Μας κράτησαν μέσα στο πλοίο 20 ημέρες λόγω της
«ματοπονίας». Μετά ήρθε διαταγή να κουρευτούμε γουλί άνδρες-γυναίκες μόλις
κατεβούμε από το πλοίο. Έτσι κι έγινε. Τα δε ρούχα μας τα βάλαμε στον
κλίβανο και τα παίρναμε από την πίσω πόρτα. Κάναμε όλοι μαζί μπάνιο. Δεν
γνώριζε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα.  Όταν βγήκαμε από τον χώρο που
κάναμε μπάνιο, τότε έγινε η αναγνώριση μεταξύ μας κι αυτό, γιατί ήμασταν
όλοι κουρεμένοι γουλί. Όσοι δεν είχαν ρουχισμό να ντυθούν, τους έφεραν
ραμμένα χάρτινα κουστούμια. Κατόπιν μας κράτησαν ένα μήνα σε σπίτια. Ο
στρατός μας έφερνε με τα καζάνια τσάι κάθε πρωί, το μεσημέρι κανονικό φαί
και το βράδυ πάλι τσάι.

Κατά το φθινόπωρο ήρθε διαταγή ότι απελευθερώθηκε η Μακεδονία κι έπρεπε να
φύγουμε όλοι από κει που ήμασταν. Μπήκαμε τότε σ' ένα εμπορικό πλοίο, το
ποίο ήταν χωρίς σκάλες και μας έριχναν όλους μέσα από τα παράθυρα και με
κουβέρτες. πήγαμε στο Χαρμάγκιοϊ Θεσ/νίκης. Εκεί ήταν ένας κάμπος και είχε
ελονοσία. Μας έδωσαν αντίσκηνα. Εμείς οι μικροί τρέχαμε να κλέψουμε.
Αρρωσταίναμε από διάρροιες και κοιλόπονους. Εκεί λοιπόν στο Χαρμάγκιοϊ
κάτσαμε 2 μήνες. Μετά η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ) μας είπε να
βρούμε το χωριό που επιθυμούμε για να πολιτογραφηθούμε. Μας έβαλαν στο
τρένο. Φτάσαμε στο Αμύνταιο, όπου κάτσαμε ένα μήνα και κατόπιν ήρθαμε στα
Κομνηνά. 

Όταν ήρθαμε στην Κοινότητα Κομνηνών, οι Τούρκοι ήταν ήδη φευγάτοι. Μας
παραχωρήθηκαν παράγκες, ενώ όσοι ήρθαν νωρίτερα, τακτοποιήθηκαν σε σπίτια.
Εμείς τακτοποιηθήκαμε αργότερα μετά από 2-3 χρόνια με οικόπεδα. Μας έδωσαν
έναν κλήρο και τέταρτο (2-3 άτομα έπαιρναν έναν κλήρο και τέταρτο, τα 6
άτομα έπαιρναν 1,5 κλήρο κ.ο.κ.). σαν αποζημίωση μας δόθηκαν ένα βόδι και
μισό κάρο.

ΥΠ.: Έγινε ληστεία στο Τσαϊγαβάχ, όπως φεύγαμε από το Ουλούνουσλα, από τους
τσετέδες, οι οποίο έστρωσαν ένα χαλί και είπαν να βάλουμε επάνω ό,τι είχαμε,
αλλιώς θα μας σκότωναν. Τότε, μια γυναίκα, ονομαζόμενη Σοφία Χριστοδούλου,
για να γλιτώσει μερικές χρυσές λίρες, τις κατάπιε. Κάποιον δε τυφλό τον
σεβάστηκαν οι τσετέδες και δεν τον έλεγξαν κι εκείνος έφερε στην Ελλάδα ένα
τενεκέ λίρες. Η Σοφία Χριστοδούλου όμως πέθανε μόλις κατεβήκαμε στην Πόλη,
γιατί έσκασαν τα έντερά της.

Πηγή: («ΟΙ ΠΑΤΡΟΓΟΝΙΚΕΣ ΡΙΖΕΣ ΤΩΝ ΚΟΜΝΗΝΙΩΤΩΝ», 1994, ΚΟΜΝΗΝΑ)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.