Στη φωτογραφία: ο απαγχονισμός μελών της ομάδας των Πειρατών του Εντελβάις |
Λέανδρος Μπόλαρης
Ο
βρετανός ιστορικός Ιαν Κέρσο γράφει στη βιογραφία του Χίτλερ: «Ενόσω οι
στρατηγοί και οι υψηλόβαθμοι κρατικοί αξιωματούχοι ζύγιαζαν το αν
πρέπει να δράσουν, χωρίς όμως να διαθέτουν τη βούληση και την
αποφασιστικότητα να το κάνουν, ένας άνθρωπος χωρίς πρόσβαση στους
διαδρόμους της εξουσίας, ένας ξυλουργός, ο Γκέοργκ Ελσερ, έδρασε… Τα
κίνητρα του Ελσερ, αντανακλούσαν δίχως αμφιβολία τις ανησυχίες
εκατομμυρίων απλών Γερμανών και όχι τα συμφέροντα των ‘‘υψηλά
ιστάμενων’’».
Μέχρι
τον Ιούλη του 1944, όταν ο συνταγματάρχης φον Στάουφενμπεργκ έβαλε τη
βόμβα κάτω από το τραπέζι των συσκέψεων στο αρχηγείο του Χίτλερ, οι
αριστοκράτες αξιωματικοί και «υψηλά ιστάμενοι» αναρωτιόνταν αν οι
ανησυχίες τους για την πορεία της Γερμανίας θα τους δικαιολογούσαν να
παραβιάσουν τον «όρκο πίστης στον Φύρερ». Στις λιγοστές περιπτώσεις που
απάντησαν θετικά, αποδείχτηκαν εντελώς ανίκανοι να φτάσουν έστω κοντά
στο σημείο που έφτασε ο ξυλουργός το 1939.
Η
Γκεστάπο δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό στο οποίο επέμενε μέχρι το τέλος
ο Ελσερ. Ότι την απόπειρα την οργάνωσε και την εκτέλεσε εντελώς μόνος
του. Μα είναι δυνατόν τέτοια «επαγγελματική δουλειά» να ήταν έργο ενός
«απλού» εργάτη; Μέχρι και δυο ωρολογιακούς μηχανισμούς διέθετε η βόμβα,
σε περίπτωση που ο ένας σταματούσε να λειτουργεί. Ο αρχηγός των SS και
της Γκεστάπο, ο Χίμλερ, όταν πήρε την πρώτη αναφορά από τις ανακρίσεις
έγραψε πάνω στο φάκελο «ποιος ηλίθιος έγραψε αυτή την έκθεση;» Κι όμως, ο
Ελσερ έδρασε μόνος του.
Έπρεπε
να φτάσουν οι τελευταίες φάσεις του πολέμου, στα τέλη του 1944, για να
σημειωθούν ένοπλες επιθέσεις σε αξιωματούχους των ναζί.
Πραγματοποιήθηκαν στην Κολωνία από ομάδες «Πειρατών του Εντελβάις»
-αγοριών και κοριτσιών εργατικής καταγωγής που σήμερα οι κοινωνιολόγοι
θα τις αποκαλούσαν «νεανικές συμμορίες». Όπως έλεγαν οι στίχοι ενός
τραγουδιού τους: «Περπατάμε στις όχθες του Ρουρ και του Ρήνου και
κάνουμε κομμάτια την Χιτλερική Νεολαία, γιατί αγάπη ελευθερία και ζωή
είναι το τραγούδι μας, είμαστε οι Πειρατές του Εντελβάις». Στις 13
Νοέμβρη του 1944, 13 «πειρατές» απαγχονίστηκαν.
Πραγματικότητα
Η
εικόνα που επικρατεί είναι ότι οι Γερμανοί είχαν γίνει οι «πρόθυμοι
δήμιοι του Χίτλερ» σύμφωνα και με ένα ομώνυμο βιβλίο που είχε προκαλέσει
διεθνή θόρυβο στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Είτε γιατί τους έκανε
πλύση εγκεφάλου το καθεστώς είτε γιατί εξαγοράστηκαν. Πιο πρόσφατα ο
Γερμανός ιστορικός Γκοτζ Αλι υποστήριξε κάτι τέτοιο στο βιβλίο «Το Λαϊκό
Κράτος του Χίτλερ». Η λεηλασία των κατεχόμενων χωρών σήμαινε, σύμφωνα
με την άποψή του, ότι όσο πιο χαμηλά ήταν κάποιος στην κοινωνική
κλίμακα, τόσο περισσότερο απολάμβανε τους καρπούς της. Όμως, η σκληρή
πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική.
Είναι
αλήθεια ότι η ανεργία έπεσε κατακόρυφα στα μέσα της δεκαετίας του ’30
και πριν ξεσπάσει ο πόλεμος η οικονομία έπασχε από έλλειψη εργατικών
χεριών. Ήταν προϊόν της «υπερθέρμανσής» της από την κούρσα των
εξοπλισμών. Όμως, ενώ τα κέρδη των καπιταλιστών εκτοξεύτηκαν στη
δεκαετία του ’30, τα ονομαστικά μεροκάματα των εργατών το 1939 ήταν το
97% εκείνων του 1932.
Η
διάλυση των συνδικάτων και η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων
σήμαιναν ότι οι εργάτες, ακόμα και στις καλοπληρωμένες θέσεις της βαριάς
βιομηχανίας, έπρεπε να δουλεύουν ατέλειωτες υπερωρίες για να
διατηρήσουν το εισόδημά τους.
Οι
ναζί δεν είχαν καταφέρει να αποκτήσουν ρίζες στην εργατική τάξη. Το
1933, η «Οργάνωση Εθνικοσοσιαλιστικών Εργοστασιακών Πυρήνων» (NSBO) είχε
170 χιλιάδες μέλη -και οι περισσότεροι δεν δούλευαν καν σε εργοστάσια.
Συγκριτικά, τα σοσιαλιστικά συνδικάτα είχαν 4 εκατομμύρια μέλη και τα
κομμουνιστικά 300 χιλιάδες.
Και
παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των ναζί, η εργατική τάξη δεν
ενσωματώθηκε ποτέ στη «φυλετική κοινότητα» μετά την άνοδό τους στην
εξουσία. Το 1936 και ξανά το 1937, το Υπουργείο Εργασίας τράβηξε το αυτί
στις εφημερίδες που έγραφαν για την γενική απεργία στη Γαλλία ή τον
Εμφύλιο στην Ισπανία για να δείξουν το «χάος» που προκαλεί ο
«εβραιομπολσεβικισμός». Τέτοιες αναφορές «προκαλούν ασυνήθιστα έντονο
ενδιαφέρον ανάμεσα στους εργάτες» έγραφαν οι συντάκτες του κειμένου που
γνώριζαν από πολλές αξιόπιστες πηγές το κλίμα στα εργοστάσια.
Ένα
επίσημο έγγραφο καταγράφει περίπου 192 απεργίες και «απεργιακές
διαμαρτυρίες» στο 1936 και τους πρώτους μήνες του 1937. Ήταν
μικροσκοπικές σε σχέση με τα εκατομμύρια των εργατών: μόνο σε έξι από
αυτές οι απεργοί ήταν πάνω από 80. Όμως και μόνο το ξέσπασμά τους
προκαλούσε εφιάλτες στους ναζί. Το 1938-39, όταν ο Ελσερ κατέστρωνε τα
σχέδιά του, η «απειθαρχία» και οι «κοπάνες» στα εργοστάσια έπαιρναν
«διαστάσεις σαμποτάζ» σύμφωνα με μια άλλη έκθεση.
Όμως,
ποτέ αυτή η «στοιχειακή» ταξική πάλη, για να θυμηθούμε μια έκφραση του
Λένιν, δεν πήρε γενικευμένες ή ανοιχτά πολιτικές διαστάσεις. Σε αντίθεση
με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η ήττα στα πεδία των μαχών δεν προκάλεσε
ούτε κύματα απεργιών ούτε ανταρσίες στον στρατό.
Εναντίωση και Αντιπολίτευση
Ο
φόβος έπαιζε καθοριστικό ρόλο. Γνωρίζουμε σήμερα ότι ανάμεσα στο 1933
και το 1945, περίπου 3,5 εκατομμύρια Γερμανοί πέρασαν από τα στρατόπεδα
συγκέντρωσης για πολιτικούς λόγους. Επίσης, 77.000 (τουλάχιστον)
εκτελέστηκαν για τέτοια «αδικήματα». Ένα υψηλό ποσοστό, ίσως η μεγάλη
πλειοψηφία, ήταν μέλη του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, συνδικαλιστές και
κομμουνιστές.
Η
Γκεστάπο εξάρθρωσε τις παράνομες οργανώσεις και του KPD και του SPD
(και άλλων μικρότερων οργανώσεων) μέχρι το 1936. Αλλά ποτέ δεν
εξαφανίστηκαν, πάντα υπήρχαν πρόθυμοι να πάρουν την σκυτάλη που συνήθως
οδηγούσε στο Νταχάου. Κι αυτοί δεν βρίσκονταν στην «καλή κοινωνία» αλλά
στις εργατογειτονιές. Το ίδιο ισχύει για το δεύτερο κύμα παράνομων
οργανώσεων, ανάμεσα στο 1942 με 1944.
Αυτό
που είναι λιγότερο γνωστό είναι η συστηματική προσπάθεια του ναζιστικού
κράτους να σκορπίσει τον τρόμο μέσα στα εργοστάσια. Από το 1938, η
Γκεστάπο ανέλαβε το καθήκον να επιτηρεί την «εργασιακή πειθαρχία» και το
«ηθικό» των εργατών στο χώρο δουλειάς. Φυσικά σε αυτό το καθήκον είχε
την αμέριστη και ενθουσιώδη συνδρομή των αφεντικών. Οι συλλήψεις
«ταραχοποιών στοιχείων» από τα εργοστάσια έφταναν τις 1.000 κάθε μήνα.
Το ναζιστικό καθεστώς δεν ήταν μια «συνηθισμένη» δικτατορία. Το 1932 ο Τρότσκι προειδοποιούσε ότι:
«Η
άνοδος των ναζί στην εξουσία θα σημάνει πάνω από όλα την εξόντωση του
ανθού του γερμανικού προλεταριάτου, την καταστροφή των οργανώσεών του,
την εξάλειψη της πίστης στον εαυτό του και στο μέλλον του. Δεδομένης της
κατά πολύ μεγαλύτερης ωριμότητας και οξύτητας των κοινωνικών
αντιθέσεων, το καταχθόνιο έργο του ιταλικού φασισμού θα μοιάζει με χλωμό
και σχεδόν ανθρωπιστικό πείραμα σε σύγκριση με αυτό των ναζί».
Οι
στρατηγοί και οι βιομήχανοι ανέβασαν τους ναζί στην εξουσία τον Γενάρη
του 1933. Οι τεράστιες οργανώσεις και κόμματα που είχαν στηθεί με
δεκαετίες υπομονετικής δουλειάς, αγώνων και θυσιών, έπεσαν χωρίς καν να
δώσουν μάχη με ευθύνη των ηγεσιών τους. Η άμεση συνέπεια ήταν η σύγχυση
και η εξατομίκευση. Κι αυτό που ακολούθησε ήταν πράγματι η εξόντωση του
ανθού της εργατικής τάξης.
Το
αποτέλεσμα ήταν ότι το ναζιστικό καθεστώς κατάφερε να βάλει μέχρι
τέλους μια σφήνα ανάμεσα σε αυτά που ο μαρξιστής βρετανός ιστορικός Τιμ
Μέησον είχε περιγράψει ως «αντιπολίτευση» και «εναντίωση» από την
εργατική τάξη. Αντιπολίτευση ήταν η ενεργή πολιτική στράτευση. Εναντίωση
ήταν όλες οι μυριάδες μορφών που έπαιρνε η άρνηση της εργατικής τάξης
να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις και τις προσδοκίες των ναζί.
Τα
μέλη των μικρών παράνομων ομάδων και κύκλων πρώτο μέλημα είχαν απλά να
μην πιαστούν. Κάθε συνετός αντιστασιακός σε ένα εργοστάσιο ή μια
εργατογειτονιά είχε μάθει με τον πιο σκληρό τρόπο ότι πρέπει να μένει
μακριά από οποιαδήποτε έστω στοιχειώδη συλλογική διαμαρτυρία ή ακόμα και
χειρονομία αμφισβήτησης. Οι δίαυλοι επικοινωνίας με τη δυσαρέσκεια της
τάξης είχαν σπάσει και από τις δυο μεριές.
Πόλεμος
Το
1914 η γερμανική σοσιαλδημοκρατία πρόδωσε και χρεοκόπησε πολιτικά με
την στήριξη στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όμως, οι οργανώσεις της τάξης δεν
εξαφανίστηκαν και η αριστερή, αντιπολεμική αντιπολίτευση μπορούσε να
δράσει εκεί. Το 1917 η Ρωσική Επανάσταση έγινε φάρος που έδειχνε το
δρόμο. Το αγαπημένο τραγούδι των σοσιαλδημοκρατών και κομμουνιστών
εργατών της δεκαετίας του ’20 (με διαφορετικές βερσιόν όμως) γράφτηκε
εκείνη τη χρονιά και είχε τον χαρακτηριστικό τίτλο «Αδέλφια εμπρός για
τον Ήλιο, εμπρός για την Λευτεριά».
Στα
τέλη της δεκαετίας του ’30 δεν υπήρχε όμως κανένας ήλιος που να δείχνει
το δρόμο για τη λευτεριά. Οι δυτικές δημοκρατίες είχαν κάνει το ένα
χατίρι μετά το άλλο στον Χίτλερ. Το Αύγουστο του 1939, με το Σύμφωνο
Ρίμπεντρομπ Μολότοφ, ο Στάλιν του έσφιξε το χέρι, και συνέχιζε να του το
σφίγγει μέχρι τον Ιούνη του 1941. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η περίοδος
ήταν το ναδίρ της αντιπολιτευτικής δραστηριότητας μέσα στη Γερμανία.
Ο
πόλεμος των «Τριών Μεγάλων» Συμμάχων ήταν θαρρείς σχεδιασμένος να
αποξενώσει την γερμανική εργατική τάξη. Τον Αύγουστο του 1943, βρετανικά
και αμερικάνικα βομβαρδιστικά ισοπέδωσαν ένα μεγάλο μέρος του
Αμβούργου. Τριάντα εφτά χιλιάδες άνθρωποι βρήκαν φριχτό θάνατο στις
φλόγες. H «Επιχείρηση Γόμορρα», η κωδική ονομασία της επιδρομής,
σχεδιάστηκε εξ’ αρχής με αποκλειστικό στόχο τις εργατικές συνοικίες της
πόλης και του λιμανιού.
Πριν
την επίθεση, όταν ένας Βρετανός αξιωματούχος πρόβαλε την αντίρρηση ότι
στο Αμβούργο ο πληθυσμός δεν συμπαθούσε τους ναζί, πήρε την απάντηση:
«Το ερώτημα αν οι βομβαρδισμοί έχουν μεγαλύτερο αποτέλεσμα αν στρέφονται
ενάντια στους πιστούς του καθεστώτος ή τους αντιναζιστές, είναι άνευ
σημασίας».
Ο «αντιφασιστικός πόλεμος» αντιμετώπισε σαν εχθρό το πρώτο θύμα του φασισμού, την τάξη που γέννησε έναν Γκέοργκ Ελσερ.
Εργατική Αλληλεγγύη, ν. 1222, 11 Μαΐου 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.