Η έρευνα της διαΝΕΟσις υπολογίζει το ποσοστό του πληθυσμού που ζει κάτω από το όριο της ακραίας φτώχειας, και διατυπώνει ρεαλιστικές προτάσεις για τη λύση του προβλήματος.
Οικονομικές ανισότητες
υπάρχουν παντού. Άνθρωποι που αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιβίωσης υπάρχουν
σε όλες τις χώρες του κόσμου, ακόμα και σε πολλές από τις πλουσιότερες.
Δεν αντιμετωπίζει μόνο η Ελλάδα το πρόβλημα της φτώχειας. Αντιμετωπίζει, όμως, μια από τις μεγαλύτερες οικονομικές κρίσεις στην ιστορία της ανθρωπότητας. Μέσα σε πέντε χρόνια οι Έλληνες έχασαν το 1/3 της αγοραστικής τους δύναμης, το 1/4 του εισοδήματός τους.
Δεν αντιμετωπίζει μόνο η Ελλάδα το πρόβλημα της φτώχειας. Αντιμετωπίζει, όμως, μια από τις μεγαλύτερες οικονομικές κρίσεις στην ιστορία της ανθρωπότητας. Μέσα σε πέντε χρόνια οι Έλληνες έχασαν το 1/3 της αγοραστικής τους δύναμης, το 1/4 του εισοδήματός τους.
Θελήσαμε να μελετήσουμε
τις επιπτώσεις της κρίσης στο πρόβλημα της φτώχειας, και να
διερευνήσουμε λύσεις που μπορούν να εφαρμοστούν σε μια χώρα σαν την
Ελλάδα. Η χαρτογράφηση του προβλήματος, όμως, είναι δύσκολη. Τι είναι
φτώχεια; Ποιος είναι ο ορισμός; Σχεδόν όλοι οι Έλληνες τα τελευταία
χρόνια έχουν δει το εισόδημά τους να μειώνεται, είτε εξαιτίας μείωσης
του μισθού ή της σύνταξής τους, είτε επειδή η επιχείρησή τους
αντιμετωπίζει πρόβλημα λόγω της κατάστασης της αγοράς, είτε επειδή
έκλεισε, είτε επειδή βρέθηκαν στην ανεργία. Το 95% των Ελλήνων το 2014
δήλωνε ότι “τα βγάζει πέρα δύσκολα”. Ποιοι από αυτούς θεωρούνται φτωχοί;
Ποιοι αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιβίωσης; Και τι μπορεί να γίνει μέσα
στην κρίση για να βοηθηθούν;
Εδώ θα δούμε μια σύνοψη των απαντήσεων, όπως προέκυψαν από τη νέα έρευνα της διαΝΕΟσις. Ωστόσο, συστήνουμε ανεπιφύλακτα στους αναγνώστες που ενδιαφέρονται για το θέμα να κατεβάσουν και να διαβάσουν το πλήρες κείμενο της
μελέτης των ερευνητών της διαΝΕΟσις (υπογράφουν Μάνος Ματσαγγάνης,
Χρύσα Λεβέντη, Ελένη Καναβιτσά και Μαρία Φλεβοτόμου). Είναι γραμμένη με
απλό και κατανοητό τρόπο, εξαντλεί το θέμα των ορισμών, εξηγεί με
λεπτομέρεια τη μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε και χαρτογραφεί το
πρόβλημα της φτώχειας στην Ελλάδα της κρίσης, απαριθμώντας -και
αξιολογώντας- και τις κυριότερες δράσεις, πρωτοβουλίες και πολιτικές
αντιμετώπισής της που έχουν εμφανιστεί.
Επιπλέον της κεντρικής έκθεσης, η διαΝΕΟσις διεξήγαγε σε συνεργασία με το ΠΑ.ΜΑΚ. και μια έρευνα κοινής γνώμης για
να καταγράψει τις αντιλήψεις των πολιτών για το θέμα της φτώχειας, αλλά
και την εικόνα που έχουν για την οικονομική κατάστασή τους. Τα
αποτελέσματά της, μαζί με τα σχετικά datasets και των δύο ερευνών, μπορείτε να τα βρείτε εδώ.
Για την καταπολέμηση της ακραίας φτώχειας δεν φτάνουν διαρθρωτικές αλλαγές, ένα νέο παραγωγικό μοντέλο,
ή μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Αυτά είναι απαραίτητα στοιχεία μιας
μεσοπρόθεσμης πολιτικής για την καταπολέμηση της γενικότερης οικονομικής
δυσπραγίας, της ανεργίας που την προκαλεί και για την ανάπτυξη και την
παραγωγή πλούτου, αλλά εν τω μεταξύ οι άνθρωποι που βρίσκονται ήδη κάτω
από το όριο της ακραίας φτώχειας χρειάζονται στήριξη, άμεσα. Πολλοί
συμφωνούν πως υπάρχει μόνο ένας αποτελεσματικός τρόπος να βοηθηθούν
εγκαίρως: Να εισπράξουν με ένα δίκαιο τρόπο τα χρήματα που τους λείπουν.
Για πολλά χρόνια οι
δαπάνες για την κοινωνική πρόνοια στην Ελλάδα βρίσκονταν σε επίπεδα
παρόμοια της υπόλοιπης Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, όπως θα δούμε και
παρακάτω, αυτές οι δαπάνες δεν εξασφάλιζαν ικανοποιητικά επίπεδα
προστασίας για τους αδύναμους. Υπήρχαν σημαντικά κενά, τα οποία μετά και
την έναρξη της οικονομικής κρίσης έγιναν μεγαλύτερα.
Η αλήθεια είναι ότι η
καταπολέμηση της πραγματικής, ακραίας φτώχειας μάλλον ποτέ δεν ήταν
πραγματική προτεραιότητα της ελληνικής πολιτείας.
Αλλά τι εννοούμε όταν λέμε “φτώχεια”;
Οι επίσημες στατιστικές
στην Ευρώπη χρησιμοποιούν τον ορισμό της “σχετικής φτώχειας”. Το ποσοστό
της σχετικής φτώχειας σε μια οικονομία ορίζεται ως το ποσοστό των μελών
της που βρίσκονται κάτω από ένα κυμαινόμενο όριο εισοδήματος. Κατά
κανόνα το όριο της σχετικής φτώχειας σήμερα ορίζεται ως το 60% του
“διάμεσου εισοδήματος”. Αυτό σημαίνει πως το ποσοστό της σχετικής
φτώχειας είναι ίσο με το ποσοστό των ανθρώπων που έχουν εισόδημα
μικρότερο από το 60% του διάμεσου εισοδήματος.
Το διάμεσο εισόδημα
είναι το εισόδημα του διάμεσου ατόμου, δηλαδή του πολίτη που βρίσκεται
ακριβώς στο μέσο της εισοδηματικής κατανομής. Οι άνθρωποι που είναι
πλουσιότεροί του είναι ακριβώς ίδιοι σε αριθμό με τους ανθρώπους που
είναι φτωχότεροι.
Όπως αντιλαμβάνεστε,
αυτό είναι ένα όριο τεχνητό. Χρησιμοποιείται κυρίως για να δούμε πόσοι
πολίτες απέχουν πολύ από έναν ασαφή "μέσο όρο" της κοινωνίας, αλλά δεν
μας λέει τίποτα για το αν οι άνθρωποι αυτοί αντιμετωπίζουν όντως
πρόβλημα επιβίωσης. Δεν μας λέει αν είναι “φτωχοί”. Μας λέει μόνο ότι
αυτά τα άτομα απέχουν αρκετά από την κατάσταση διαβίωσης του μέσου
νοικοκυριού. Γι’ αυτό και το ποσοστό της σχετικής φτώχειας δεν
επηρεάζεται πολύ από την οικονομική κατάσταση της χώρας. Κατά τη
διάρκεια της ευφορικής ανάπτυξης της περιόδου 1995-2008 η σχετική
φτώχεια στην Ελλάδα έμεινε σχεδόν σταθερή, γύρω στο 20%. Μετά το
ξέσπασμα της κρίσης και την πρωτοφανή ύφεση, αυξήθηκε ελάχιστα.
Δυστυχώς, αυτός ο
ορισμός δεν μας λέει πόσοι από αυτούς τους ανθρώπους είναι πραγματικά
φτωχοί. Κι αν πρέπει να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της φτώχειας, ίσως
πρέπει να ξεκινήσουμε από αυτούς που αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιβίωσης.
Και για να τους βρούμε, ο ορισμός της “σχετικής φτώχειας” δεν επαρκεί.
Πρέπει να ορίσουμε την “ακραία” ή “απόλυτη φτώχεια”.
Και μάλιστα, δεν αρκεί
μόνο να μάθουμε πόσοι Έλληνες βρίσκονται κάτω από αυτό το όριο -θα είναι
χρήσιμο να ξέρουμε και πόσο κάτω από το όριο βρίσκονται. Να
υπολογίσουμε, δηλαδή, το “χάσμα φτώχειας”, το πόσο απέχει το εισόδημά
τους από το όριο αυτό. Να βρούμε όχι μόνο πόσοι είναι οι φτωχοί, αλλά
και πόσο φτωχοί είναι οι φτωχοί.
Αναθέσαμε στην ομάδα
ανάλυσης δημόσιας πολιτικής του Ο.Π.Α., υπό το συντονισμό του Αναπληρωτή
Καθηγητή Μάνου Ματσαγγάνη την καταγραφή και τον υπολογισμό αυτών των
δεδομένων, μια καταγραφή και αξιολόγηση της πολιτικής πρόνοιας των
κυβερνήσεων της χώρας κατά τη διάρκεια της κρίσης και, στη συνέχεια, στη
διατύπωση συγκεκριμένων προτάσεων πολιτικής για την αντιμετώπιση αυτών
των προβλημάτων.
Η ομάδα υπολόγισε την “ακραία φτώχεια” στην Ελλάδα ως εξής:
Πλούσια στοιχεία για τα εισοδήματα των ευρωπαίων πολιτών -και των Ελλήνων- καταγράφονται λεπτομερώς στη μεγάλη έρευνα EU-SILC (Έρευνα
Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση). Τα στοιχεία
αυτά χρησιμοποιεί και το υπόδειγμα φορολογίας και κοινωνικών παροχών EUROMOD,
ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της επίδρασης
μέτρων φορολογικής και κοινωνικής πολιτικής στην Ευρώπη. Η ομάδα του
Ο.Π.Α. χρησιμοποίησε το EUROMOD, επικαιροποιώντας τα στοιχεία που
χρησιμοποιεί (τα τελευταία στοιχεία της EU-SILC στη διαθέσιμη έκδοσή του
είναι από το 2011) με τη μέθοδο της μικροπροσομοίωσης, ώστε να δίνουν
αξιόπιστη εικόνα των εισοδημάτων των ελληνικών νοικοκυριών μέχρι και για
το 2015.
Στη συνέχεια, η ομάδα
υπολόγισε το κόστος ενός “καλαθιού” προϊόντων και υπηρεσιών που πρέπει
να μπορεί να αγοράζει ένα νοικοκυριό κάθε μήνα ώστε επιβιώνει
αξιοπρεπώς. Η αξία του καλαθιού διαφέρει ανάλογα με τον τόπο διαβίωσης
του νοικοκυριού, το μέγεθος και τη σύνθεσή του, καθώς και ανάλογα με το
αν το νοικοκυριό διαμένει σε ιδιόκτητη κατοικία ή αν πληρώνει ενοίκιο ή
δόσεις στεγαστικού δανείου.
Ως “όριο ακραίας φτώχειας” ορίζεται το κόστος αυτού του καλαθιού, που αντιστοιχεί στις ελάχιστες ανάγκες διαβίωσης.
Φυσικά, η απόφαση για το
τι πρέπει να περιλαμβάνει αυτό το καλάθι είναι υποκειμενική. Το κόστος
του, όμως, δεν είναι: Με επιτόπιες έρευνες στις αγορές της Αθήνας, της
Πάτρας και της Βαρειάς Τριχωνίδας (ένα χωριό στην Αιτωλοακαρνανία), οι
ερευνητές οριοθέτησαν τα πραγματικά κόστη όλων των εξόδων που
περιέχονται στο καλάθι, από τρόφιμα, ρούχα και αναλώσιμα μέχρι ενοίκια,
δημοτικά τέλη και λογαριασμούς ΔΕΚΟ. Μπορείτε να δείτε αναλυτικά το
καλάθι που σχεδίασαν οι μελετητές της ομάδας σε αυτά τα αρχεία.
Από αυτούς τους
υπολογισμούς, οι ερευνητές κατόρθωσαν να υπολογίσουν το όριο ακραίας
φτώχειας για τα διαφορετικά είδη νοικοκυριών ως εξής:
Όπως βλέπουμε, το όριο
της ακραίας φτώχειας στην Ελλάδα κυμαίνεται από 182 ευρώ το μήνα για
μονομελές νοικοκυριό σε ημιαστικές ή αγροτικές περιοχές που ζει σε
ιδιόκτητο σπίτι, μέχρι 905 ευρώ το μήνα για ζευγάρι με δύο παιδιά που
ζει στην Αθήνα και πληρώνει ενοίκιο ή στεγαστικό δάνειο.
Πόσοι έχουν μηνιαία εισοδήματα κάτω από αυτό το όριο;
Το ποσοστό της ακραίας
φτώχειας στην Ελλάδα κυμαίνεται για το 2015 στο 15%. Το 2011, το ποσοστό
ήταν 8,9%. Το 2009 δεν ξεπερνούσε το 2,2%.
Αναλύοντας τα επιμέρους
αποτελέσματα βρίσκουμε ότι είναι εντυπωσιακά υψηλό το ποσοστό ακραίας
φτώχειας στα παιδιά (17,6%) και στους νέους ηλικίας 18-29(24,4%), ενώ
αντίθετα μόνο το 2,7% του πληθυσμού ηλικίας άνω των 65 έχει εισόδημα
κάτω από το όριο.
Οι οικογένειες χωρίς
παιδιά αντιμετωπίζουν χαμηλότερα ποσοστά ακραίας φτώχειας από ό,τι οι
οικογένειες με παιδιά, όμως οι οικογένειες με τρία παιδιά φαίνεται να
βρίσκονται σε καλύτερη θέση από ό,τι εκείνες με ένα ή με δύο. Οι
οικογένειες που μένουν στο νοίκι αντιμετωπίζουν πολύ υψηλότερα ποσοστά
ακραίας φτώχειας από ό,τι εκείνες (οι πολύ περισσότερες) που διαμένουν
σε δικό τους σπίτι, χωρίς στεγαστικό δάνειο (30,5% έναντι 10,8% το
2015).
Η ομάδα που κινδυνεύει
περισσότερο από όλες να βρεθεί κάτω από το όριο της φτώχειας είναι,
φυσικά, οι άνεργοι. Το ποσοστό της ακραίας φτώχειας στους άνεργους
ανέρχεται τα τελευταία χρόνια σε ποσοστά γύρω στο 70-75% -από λιγότερο
του 50% το 2011. Στον αντίποδα, οικογένειες δημοσίων υπαλλήλων,
εργαζομένων σε ΔΕΚΟ και σε τράπεζες, βρίσκονται στην ακραία φτώχεια σε
ποσοστό μικρότερο του 1%. Το ποσοστό για τους συνταξιούχους είναι επίσης
πολύ χαμηλό (3,8%).
Αυτό το εύρημα
δικαιολογείται από το ότι οι μειώσεις των χαμηλών συντάξεων μέσα στην
κρίση ήταν πολύ μικρότερες από τις μειώσεις άλλων εισοδηματικών
κατηγοριών, ενώ ακόμα και οι χαμηλότερες συντάξεις που δίνονται,
καταβάλλονται κανονικά, και κατά κανόνα επαρκούν για να υπερκαλύψουν το
κόστος του καλαθιού με τα απολύτως αναγκαία. Ωστόσο, για να είναι πιο
ακριβές το συμπέρασμα θα πρέπει να συνυπολογιστούν και τα έξοδα για
υπηρεσίες υγείας των ηλικιωμένων, που στην έρευνα δεν έχουν
συμπεριληφθεί και σε πολλές περιπτώσεις συνταξιούχων είναι αρκετά
μεγαλύτερα από το μηδέν. Άρα, αν και η εισοδηματική κατάσταση των
συνταξιούχων είναι αρκετά καλύτερη από ό,τι άλλων κατηγοριών, το βιοτικό
τους επίπεδο ενδέχεται να μην είναι.
Μπορείτε να διαβάσετε αναλυτικά όλα τα αποτελέσματα στο κεφάλαιο Β' της έρευνας(PDF link).
Αλλά τι γνώμη έχουν οι πολίτες για όλα αυτά; Κάναμε μια συμπληρωματική έρευνα για
να μετρήσουμε την αντίληψη της ακραίας φτώχειας στους πολίτες και, όπως
ήταν αναμενόμενο, η εικόνα που έχουν για το όριο της ακραίας φτώχειας
είναι αρκετά διαφορετικό. Στο ερώτημα για το εκτιμώμενο ποσό κάλυψης των
απολύτως αναγκαίων δαπανών του νοικοκυριού, ο μέσος όρος των απαντήσεων
έφτανε στα 1430 ευρώ -ποσό πολύ υψηλότερο από το όριο της ακραίας
φτώχειας όλων των κατηγοριών νοικοκυριών.
Πάντως το γενικότερο
συμπέρασμα από την καταγραφή μπορεί να συνοψιστεί σε ένα νούμερο:
1.647.703 πολίτες, το 15% του πληθυσμού για το 2015, βρίσκονται κάτω από
το όριο της ακραίας φτώχειας. Πώς επιβιώνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι;
Δεδομένου του ότι ο
υπολογισμός της ακραίας φτώχειας γίνεται με βάση το εισόδημα, μπορούμε
να συμπεράνουμε ότι υπάρχουν διάφορα ενδεχόμενα. Κάποιοι από αυτούς
ενδέχεται να διαθέτουν ακόμη αποταμιεύσεις, με τις οποίες να καλύπτουν
το χάσμα φτώχειας (οι αποταμιεύσεις δεν απεικονίζονται στο εισόδημα).
Κάποιοι άλλοι ενδέχεται απλά να αφήνουν απλήρωτους λογαριασμούς
(ενοίκια, ΔΕΚΟ, πιστωτικές κάρτες). Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το
ποσοστό του φτωχότερου 20% του πληθυσμού που είχε απλήρωτα ενοίκια ή
δόσεις στεγαστικών δανείων το 2014 είχε φτάσει το 27,1%, ενώ το ποσοστό
του ίδιου φτωχότερου 1/5 που είχαν αφήσει απλήρωτους λογαριασμούς ΔΕΚΟ
είχε φτάσει το 65,4%.
Κάποιοι, όμως, αντιμετωπίζουν ήδη σοβαρό πρόβλημα επιβίωσης.
Μια πολιτική για την καταπολέμηση της φτώχειας δεν μπορεί να είναι γενική και αόριστη. Πρέπει να ξεκινά από αυτούς.
Οι πολιτικές
καταπολέμησης της φτώχειας στην Ελλάδα παραδοσιακά χαρακτηρίζονταν από
την έλλειψη αποτελεσματικής στόχευσης. Η στεγαστική πολιτική, για
παράδειγμα, αν και οδήγησε σε ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά
ιδιοκατοίκησης στην Ευρώπη (72%), στην πράξη ωφέλησε κατά κανόνα
οικογένειες που δεν ήταν φτωχές. Κατά τη διάρκεια της κρίσης, καθώς ο
αριθμός των ανέργων διπλασιαζόταν, ο αριθμός των δικαιούχων έπεφτε στο
μισό. Το 2015 λιγότεροι από 1 στους 10 ανέργους ελάμβαναν το τακτικό
επίδομα ανεργίας.Το 2010 οι δαπάνες πρόνοιας στην Ελλάδα είχαν φτάσει
κοντά στο μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε. (29,1% του ΑΕΠ, έναντι 29,4%),
αλλά ενώ οι κοινωνικές παροχές στην Ε.Ε. μείωναν τη φτώχεια κατά 9,5%,
στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μόλις 3,9%.
Πολιτικές προσπάθειες,
βεβαίως, έχουν γίνει μέσα στην κρίση. Η ομάδα των ερευνητών αξιολόγησε
τρεις από αυτές τις προσπάθειες και υπολόγισε πως τοκοινωνικό μέρισμα
(2014) μείωσε τον αριθμό των ανθρώπων που βρίσκονταν κάτω από το όριο
της ακραίας φτώχειας κατά 120.402. Το ενιαίο επίδομα στήριξης
τέκνων(2013) βοήθησε 85.006 ανθρώπους. Αντίθετα, η κάρτα σίτισης (2015)
είχε μικρότερη συνεισφορά: Μείωσε την ακραία φτώχεια κατά 21.600 άτομα.
Ωστόσο, αυτό το μέτρο ελάττωσε το χάσμα της φτώχειας (το πόσο απέχουν
δηλαδή οι φτωχοί από το όριο της φτώχειας) σε ποσοστό συγκρίσιμο με των
άλλων μέτρων.
Συνολικά, ωστόσο, η
επιτυχία αυτών των μέτρων ήταν περιορισμένη, και η συντριπτική
πλειοψηφία των ακραία φτωχών εξακολουθούν να παραμένουν κάτω από το
όριο. Τι μπορεί να γίνει γι’ αυτούς;
Η ομάδα των ερευνητών
προτείνει την υιοθέτηση τριών ρεαλιστικών, εφαρμόσιμων πολιτικών
συνολικού κόστους 2,7 δισ. ευρώ (1,5% του ΑΕΠ), οι οποίες αποσκοπούν
στην ελάττωση του αριθμού των πολιτών που ζουν κάτω από το όριο της
φτώχειας κατά 614.000.
Τα μέτρα που προτείνονται είναι τα εξής:
α) Η επέκταση του τακτικού επιδόματος ανεργίας.
β) Η αναβάθμιση του ενιαίου επιδόματος στήριξης τέκνων.
γ) Η εφαρμογή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος σε όλη την επικράτεια.
Πιο αναλυτικά:
Το τακτικό επίδομα
ανεργίας σήμερα το λαμβάνει μόλις το 9,5% των ανέργων. Δεδομένου ότι το
επίδομα μακροχρόνιας ανεργίας το δικαιούνται ελάχιστοι μακροχρόνια
άνεργοι, προτείνεται η επέκταση της διάρκειας του τακτικού επιδόματος
έτσι ώστε να καλύπτει ως και το 40% των ανέργων.
Το ενιαίο επίδομα στήριξης τέκνων παρέχεται από το 2013. Προτείνεται η αύξησή του από 40 ευρώ ανά παιδί ανά μήνα, σε 60.
Το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα προτείνεται να ισχύσει πανελλαδικά, με μικρές αλλά καίριες αλλαγές στο σχεδιασμό.
Η εφαρμογή αυτών των μέτρων θα είχε τα εξής αποτελέσματα:
Αν υλοποιούνταν αυτά τα
σχετικά απλά μέτρα, περίπου 1 εκατομμύριο άνθρωποι θα ήταν δικαιούχοι,
και 613.704 από αυτούς θα έβλεπαν τα εισοδήματά τους να ξεπερνούν το
όριο της ακραίας φτώχειας, Το ποσοστό ακραίας φτώχειας θα έπεφτε από το
15% στο 9,4% του πληθυσμού.
Κάτω από το όριο θα
παρέμεναν 1 εκατομμύριο πολίτες, αλλά και τα δικά τους εισοδήματα θα
αυξάνονταν -το χάσμα φτώχειας γι’ αυτούς θα μειωνόταν κατά 55%.
Βεβαίως, 2,7 δισ. είναι πολλά χρήματα.
Η χώρα μας όμως δαπανά
κάθε χρόνο σχεδόν 2 δισ. σε συντάξεις πολιτών ηλικίας κάτω των 55. Το
σύνολο των προνοιακών επιδομάτων για το 2015 έφτασε μόνο τα 700 εκ.
ευρώ, με τα 220 εκ. να πηγαίνουν σε δικαιούχους που έπαιρναν ταυτόχρονα
και σύνταξη. Χρήματα για πολλά πράγματα δεν υπάρχουν, αλλά τα λίγα που
υπάρχουν ίσως θα έπρεπε να διοχετευτούν με διαφορετικές προτεραιότητες.
Και οι πολίτες που κινδυνεύουν άμεσα θα έπρεπε, ίσως, να είναι μία από
τις πρώτες.
Βεβαίως, οι αδύναμοι, οι
άνεργοι, οι φτωχοί δεν είναι αδύναμοι μόνο οικονομικά και κοινωνικά
-είναι αδύναμοι και πολιτικά. Τα κόμματα συνήθως είναι πιο πρόθυμα να
στηρίξουν ομάδες του πληθυσμού που έχουν μεγάλη πολιτική δύναμη
(εργαζόμενοι δημόσιου τομέα, αγρότες, συνταξιούχοι) παρά τους αόρατους,
πολιτικά ανενεργούς φτωχούς.
Αυτή η πραγματικότητα
ήταν ευκολότερο να αγνοηθεί πριν από την κρίση, όταν αυτοί ήταν λίγοι
και, ως εκ τούτου, ακόμα πιο αόρατοι. Πλέον δεν είναι λίγοι.
Δεν μπορούμε να τους αγνοούμε άλλο.
πηγη: dianeosis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.