Τρίτη 16 Αυγούστου 2016

Συνδικάτα και εργατική τάξη της Τουρκίας [1947-1983]

 ΠΗΓΗ:- elaliberta.gr

Εισαγωγή
Το άρθρο των Ronnie Margulies και Ergin Yildizoğlu που μεταφράζουμε γράφτηκε τον Ιανουάριο του 1984, τρία περίπου χρόνια μετά το πραξικόπημα της 12ης Σεπτεμβρίου του 1980. Το πραξικόπημα αυτό (το πιο βάναυσο και σκληρό σε σχέση με τα δύο προηγούμενα, 1960 και 1971) ήρθε να θέσει, με ωμή βία, τέρμα σε μια αυξανόμενη ριζοσπαστικοποίηση της τουρκικής κοινωνίας, στο επίκεντρο της οποίας βρισκόταν η συνεχής ανάπτυξη του εργατικού κινήματος από τα μέσα της δεκαετίας του '40. Η περίοδος λοιπόν αυτή, από το 1947 περίπου μέχρι το πραξικόπημα του 1980, είναι η πιο κρίσιμη στην ιστορία του τουρκικού κοινωνικού σχηματισμού και της ταξικής πάλης στην Τουρκία. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου διαμορφώθηκαν τα πολιτικά κόμματα και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις που υπάρχουν και σήμερα. Επίσης, την περίοδο αυτή αναπτύχθηκε και η τουρκική αριστερά - ένας ολόκληρος γαλαξίας οργανώσεων, κομμάτων και κινήσεων, που παρά την συντριπτική καταστολή που υπέστησαν και διαλύθηκαν μετά το 1980, άφησαν ισχυρό στίγμα στην πολιτική ζωή της Τουρκίας.
Τα διαλυμένα κομμάτια αυτής της αριστεράς, αλλά και αυτού του συνδικαλιστικού κινήματος, που αναπτύχθηκαν κατά την περίοδο που εξετάζει το άρθρο, προσπάθησαν, από τις αρχές ήδη της δεκαετίας του '90, να ξαναπιάσουν το νήμα της εργατικής και αριστερής παράδοσης των τριών δεκαετιών πριν το πραξικόπημα του '80. Μια διαδικασία η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη και συναντιέται με τους νέους αγώνες και τις προκλήσεις της σύγχρονης εποχής, καθώς αναζωογονείται από τις νέες γενιές που ριζοσπαστικοποιούνται και επιβάλουν την ανάγκη της γνώσης και της κριτικής επανεξέτασης του παρελθόντος.
Για την αριστερά και το κίνημα στην Ελλάδα, η γνώση της ιστορίας του τουρκικού εργατικού κινήματος αποτελεί μια στοιχειώδη προϋπόθεση του καθήκοντος αλληλεγγύης απέναντι στην τουρκική εργατική τάξη και τους αγωνιστές της.

 

Συνδικάτα και εργατική τάξη της Τουρκίας

Ronnie Margulies

Ergin Yildizoğlu

Η εμφάνιση της εργατικής τάξης ως μιας δύναμης στην πολιτική σκηνή της Τουρκίας είναι ουσιαστικά ένα φαινόμενο των ετών μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η οργανωμένη έκφραση αυτής της τάξης, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, έκαναν κι αυτές την εμφάνισή τους αυτά τα χρόνια. Και οι δύο αυτές εξελίξεις συνδέονται στενά με τη διαδικασία της ταχείας εκβιομηχάνισης στη μεταπολεμική Τουρκία. Στη δεκαετία του 1940, η βιομηχανία και ο κατασκευαστικός τομέας αντιπροσώπευαν περίπου το 20%, και η μεταποίηση λίγο περισσότερο από 10%, της εθνικής παραγωγής. Από το 1950, τα μερίδια αυτά άρχισαν να αυξάνονται, συνοδευόμενα από ανάλογη μείωση του αγροτικού τομέα. Από το 1970, η μεταποίηση αντιπροσώπευε το ένα πέμπτο του ΑΕΠ, και από το 1978 στον τομέα αυτόν αναλογούσε μεγαλύτερο μερίδιο στο ΑΕΠ απ' ότι στη γεωργία.
Σημαντική εσωτερική μετανάστευση συνόδευσε αυτή την ανάπτυξη της βιομηχανίας, διογκώνοντας τον αστικό πληθυσμό της χώρας. Η ταχεία εκμηχάνιση της τουρκικής γεωργίας στις αρχές του 1950 απελευθέρωσε μεγάλο αριθμό αγροτών από τη γεωργική παραγωγή. Ο Kemal Karpat, στο βιβλίο του, Οι Γκετζέκοντού: Αγροτική μετανάστευση και αστικοποίηση,1υπολογίζει ότι «περίπου ένα εκατομμύριο αγρότες ξεριζώθηκαν από περίπου 40.000 τρακτέρ που εισήχθησαν αυτή την περίοδο.» Ενώ το 1950 λιγότερο από το ένα πέμπτο του πληθυσμού ζούσε στις πόλεις, από το 1980, ο αστικός και ο αγροτικός πληθυσμού ήταν περίπου το ίδιο. Περίπου το 40% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού απασχολούνταν τώρα σε τομείς εκτός της γεωργίας.
Ίσως περισσότερο από αυτούς τους γενικούς δείκτες, μαρτυρούν την ανάπτυξη της βιομηχανικής εργατικής τάξης στην Τουρκία ο αριθμός και το μέγεθος των εργοστασίων, και η απασχόληση που αντιπροσωπεύουν. Στη διεξοδική μελέτη του για τους χώρους εργασίας στη μεταποιητική βιομηχανία, ο Bademli κάνει διάκριση μεταξύ «εργοστασίων» με τη σύγχρονη έννοια και «μη-εργοστασιακών χώρων εργασίας.» Ο αριθμός των χώρων εργασίας μεταποίησης υπερδιπλασιάστηκε στα 20 χρόνια μετά το 1950. Αυτά που μπορούν να οριστούν αυστηρά ως «εργοστάσια» οκταπλασιάστηκαν κατά την ίδια περίοδο. Η κρίσιμη σημασία αυτών των εργοστασίων είναι το αντιστάθμισμα του μικρού τους αριθμού όταν δούμε το μερίδιο της συνολικής μεταποιητικής παραγωγής και των εργαζομένων που απασχολούνται στον τομέα της μεταποίησης. Έτσι, καθ' όλη τη δεκαετία του 1950 και του 1960, η εργατική τάξη συγκεντρώνεται σε όλο και μεγαλύτερους αριθμούς σε σύγχρονα, μεγάλα εργοστάσια. Αυτό συνέβη κυρίως σε τρεις γεωγραφικές περιοχές: Ισταμπούλ / επαρχίες Κοτζάελι-Σαγγάριου / τρίγωνο της Προύσας στην περιοχή του Μαρμαρά, Σμύρνη και τα περίχωρά της και ζώνη της Μερσίνα / Άδανα / Αλεξανδρέττα κατά μήκος της ακτής της Ανατολικής Μεσογείου.

Η εμφάνιση των Συνδικάτων

Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1940, τρεις ξεχωριστές νομοθετικές πράξεις, που εγκρίθηκαν το 1925, το 1936 και το 1938, απαγόρευαν τη δημιουργία των «επαγγελματικών οργανώσεων» και οργανώσεων που «βασίζονται σε μια κοινωνική τάξη.» Το μονοκομματικό κράτος, καλυμμένο με την κεμαλική φαντασίωση μιας «αταξικής, χωρίς κάστες, ενοποιημένης κοινωνίας», έδειξε ένα πατερναλιστικό ενδιαφέρον για τα προβλήματα της εργασίας, ενώ απαγόρευσε αυστηρά κάθε αυτοοργάνωση των εργατών. Το 1947, η κυβέρνηση δημοσίευσε ένα νέο νόμο για τις Ενώσεις που επέτρεπε τα συνδικάτα, αλλά δεν αναγνώριζε το δικαίωμα της απεργίας. Η χρονική στιγμή του νόμου αυτού σχετίζεται πιθανώς με διάφορους παράγοντες: την προσπάθεια της Τουρκίας να πάρει τη θέση της στον μεταπολεμικό «ελεύθερο κόσμου»· το ενδιαφέρον της κυβέρνησης να κερδίσει λαϊκή υποστήριξη πριν από τις πρώτες γενικές εκλογές υπό το νέο πολυκομματικό καθεστώς· και την ανησυχία να προκαταλάβει οποιαδήποτε αυθόρμητη αυτοοργάνωση της εργατικής τάξης, η οποία είχε υποφέρει δυσανάλογα από τη λιτότητα των χρόνων του πολέμου. Η δυνατότητα για μια τέτοια αυτοοργάνωση αποδείχθηκε τον επόμενο χρόνο, όταν περίπου 52.000 εργάτες ήταν οργανώθηκαν σε 73 σωματεία. Μόνο μια δεκαετία αργότερα, σχεδόν 300.000 εργαζόμενοι ήταν στα συνδικάτα.
Τον Ιούλιο του 1952, πολλά σωματεία από την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, τα Άδανα και άλλα βιομηχανικά κέντρα συναντήθηκαν για να σχηματίσουν την Türk-İş, την Τουρκική Συνομοσπονδία Συνδικάτων, με 150.000 μέλη περίπου. Από την αρχή, τα διαπιστευτήρια της Türk-İş ως ανεξάρτητου οργανισμού ήταν αμφίβολα. Η Διεθνής Συνομοσπονδία Ελεύθερων Συνδικάτων και η Αμερικανική Ομοσπονδία Εργασίας [CFTU - Confederation of Free Trade Unions και AFL - American Federation of Labor] πρόσφεραν κεφάλαια, συμβούλους και κατάρτιση, σε μια προσπάθεια να προωθήσουν συνδικαλιστικές δομές αμερικανικού τύπου. Στην πρώτη συνάντηση της Türk-İş στη Σμύρνη παρευρέθηκε ο υπουργός Εργασίας. Αυτό εξηγεί την έντονη κυβερνητική επιρροή στην Türk-İş, και τον ολοκληρωτικά ανασχετικό ρόλο που έπαιξε η οργάνωση στους αγώνες των εργατών, καθώς αυτοί εξαπλώθηκαν γρήγορα κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970.
Το 1960, στην πραγματικότητα, αντιπροσωπεύει κάτι σαν ορόσημο στην ιστορία της Τουρκίας, καθώς τα άλματα της οικονομικής ανάπτυξης αποτυπώθηκαν στην κοινωνικοπολιτική σφαίρα με μια αξιοσημείωτη δυναμική. Δύο παράγοντες διασταυρώνονται αυτήν την περίοδο για να προσδώσουν στη δεκαετία ιδιαίτερη πολυπλοκότητα και ενδιαφέρον. Πρώτον, το νέο σύνταγμα που ψηφίστηκε το 1961, μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα το προηγούμενο έτος, διεύρυνε τα δημοκρατικά δικαιώματα. Αυτό έδωσε πολύ μεγαλύτερα περιθώρια για την κοινωνική και πολιτική οργάνωση, την αντιπολίτευση και την κριτική σκέψη. Το Εργατικό ΚόμμαΤουρκίας (TİP - Türkiye İşçi Partisi) ιδρύθηκε στις αρχές της δεκαετίας και σημείωσε γρήγορα κάποιες κοινοβουλευτικές επιτυχίες.2 Προέκυψαν μαχητικές οργανώσεις νεολαίας. Οι δημοσιεύσεις και η ευρεία συζήτηση της σοσιαλιστικής λογοτεχνίας πολλαπλασιάστηκαν. Οι απεργίες, που τώρα νομιμοποιήθηκαν, έγιναν κάτι το συνηθισμένο. Οι εξελίξεις αυτές συνέπεσαν με την ταχεία οικονομική ανάπτυξη, ένας συνδυασμός που επέβαλε σοβαρές πιέσεις στις υπάρχουσες δομές της τουρκικής κοινωνίας και έδωσε έκφραση σε αυτές τις πιέσεις.
Η οικονομική ανάπτυξη, και ειδικότερα η βιομηχανική ανάπτυξη, ήταν πολύ γρήγορη στη δεκαετία του 1960. Μεταξύ του 1960 και του 1970 ο δείκτης του ΑΕΠ αυξήθηκε από 63,6 έως 110,5, ενώ ο δείκτης του βιομηχανικού ΑΕΠ αυξήθηκε ακόμη περισσότερο από 45,0 έως 113,5. Κατά την ίδια περίοδο, οι χώροι εργασία μεταποίησης υπερδιπλασιάστηκαν. Μέχρι το 1970, 173.000 εργάτες, το 20% του βιομηχανικού εργατικού δυναμικού, εργάστηκε σε εργοστάσια που απασχολούσαν πάνω από 1.000 εργάτες.
Η επίδραση αυτών των εξελίξεων στην εργατική τάξη ήταν μεγάλη. Το 1960 συντελέστηκε η μεταμόρφωση μιας νεαρής και άπειρης εργατικής τάξης σε ένα πολύ μαχητικό και εξαιρετικά οργανωμένο τομέα. Ο αριθμός των συνδικαλισμένων εργαζομένων αυξήθηκε αλματωδώς, φτάνοντας το ένα εκατομμύριο στο τέλος της δεκαετίας. Στις απεργίες συμμετείχε μεγαλύτερος αριθμός εργατών και ήταν πιο παρατεταμένες, ιδιαίτερα στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και σε όλη τη δεκαετία του 1970.

Η δημιουργία της DİSK

Μέσα σ' αυτή την ατμόσφαιρα της αυξανόμενης και συχνά αυθόρμητης μαχητικότητας και ριζοσπαστικοποίησης των εργατών, η ηγεσία της Türk-İş ήταν όλο και πιο δύσκολο να παίξει με επιτυχία το ρόλο της ως βαλβίδα ασφαλείας για το κίνημα της εργατικής τάξης. Τα γεγονότα αποκάλυπταν επανειλημμένα ότι το μεγαλύτερο ενδιαφέρον της γραφειοκρατίας της Türk-İş ήταν να διατηρήσει καλές σχέσεις με την κυβέρνηση και όχι η αξιοποίηση του εργατικού κινήματος από τα κάτω για να αποσπάσει καλύτερες αμοιβές και συνθήκες. Οι ομάδες των εργατών που αγωνίζονταν βρέθηκαν συχνά σε σύγκρουση με τους ηγέτες της Türk-İş. Ένα ιδιαίτερα εύγλωττο παράδειγμα συνέβη το 1965, όταν οι απεργοί στα ανθρακωρυχεία Kozlu συγκρούστηκαν με τις δυνάμεις ασφαλείας (δύο ανθρακωρύχοι πυροβολήθηκαν) και, στη συνέχεια, άκουσαν τον Halil Tunç, γενικό γραμματέα της Türk-İş, να καταγγέλλει την απεργία ως παράνομη και τους απεργούς ως κομμουνιστής προβοκάτορες. Το σενάριο αυτό επαναλήφθηκε στις αρχές του 1966, στην απεργία στο εργοστάσιο γυαλιού Paşabahce. Υπήρχε ένα τοπικό σωματείο, το Kristal-İş, που προσπάθησε να ανατρέψει την ισχύουσα σύμβαση σε ολόκληρο τον κλάδο. Η Türk-İş συμφώνησε με την άρνηση των εργοδοτών. Ένας αριθμός συνδικαλιστικών οργανώσεων της Türk-İş, που υποστήριζαν ωστόσο τους απεργούς και τις 83 ημέρες της απεργίας, μάζεψαν 460.000 τουρκικές λίρες σε μια εντυπωσιακή επίδειξη αλληλεγγύης προς τους απεργούς εργάτες. Η Türk-İş απάντησε αποβάλλοντας έξι σωματεία από την συνομοσπονδία. Λίγους μήνες αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1967 μερικά από τα σωματεία που είχαν αποβληθεί - Maden-İş (εργάτες μετάλλου), Bain-İş (εργαζόμενοι εκτύπωση), Lastik-İş (βιομηχανία τροφίμων), Bank-İş (τραπεζοϋπάλληλοι), Yapi-İş (εργάτες κατασκευών) - συναντήθηκαν για να σχηματίσουν τη DİSK, την Συνομοσπονδία Προοδευτικών Συνδικάτων3 (Devrimci İşçi Sendikaları Konfederasyonu).
Από την ίδρυσή της και μέχρι την απαγόρευσή της από το στρατό το Σεπτέμβριο του 1980, η DİSK παρέμεινε ένας ανεξάρτητος οργανισμός των πιο προηγμένων τμημάτων της εργατικής τάξης. Ως εκ τούτου, η σημασία της είναι αδιαμφισβήτητη και η εξύμνηση της από την τουρκική αριστερά είναι κατανοητή. Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι η ίδρυση της DİSK ως ξεχωριστής συνομοσπονδίας εκπροσωπούσε ένα τμήμα μεταξύ των οργανωμένων δυνάμεων της εργατικής τάξης. Συγκλίνουσες εξελίξεις απέκλεισαν την ιστορική ευκαιρία να οικοδομηθεί ένα ενιαίο συνδικαλιστικό κίνημα. Το κατά πόσο το νεαρό κίνημα της εργατικής τάξης και τα εκκολαπτόμενα σοσιαλιστικά στελέχη του είχαν τους πόρους και την ικανότητα να αδράξουν αυτή την ευκαιρία παραμένοντας εντός Türk-İş και μετασχηματίζοντας την, είναι υπό συζήτηση. Το ερώτημα ήταν, ως ένα βαθμό, άνευ σημασίας κατά τη διάρκεια της ύπαρξης τής DİSK και της επιτυχούς ανάπτυξής της. Επιστρέφει στην ατζέντα σήμερα [το 1984].
Τα χρόνια της DİSK ήταν μια περίοδος ανάπτυξης της ριζοσπαστικοποίησης μεταξύ των φοιτητών και των διανοουμένων, καθώς η ταξική πάλη στην Τουρκία αποκτούσε μεγαλύτερη ορατότητα. Η οικονομική κρίση άρχισε να γίνεται αισθητή ήδη από το 1967. Η οργάνωση στα σωματεία συνέχισε να αναπτύσσεται με γρήγορους ρυθμούς, τόσο στη DİSK όσο και στην Türk-İş. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις της DİSK διακρίθηκαν για την επιτυχημένη καθοδήγησή τους σε μακροχρόνιες και σκληρές απεργίες.
Καθώς η οικονομική κρίση διάβρωνε τα ποσοστά κέρδους, η άρχουσα τάξη της Τουρκίας αντιλαμβανόταν ότι ήταν επιτακτική ανάγκη να περιοριστεί η αντίσταση της εργατικής τάξης. Η άμεση προτεραιότητα σε αυτήν την εκστρατεία ήταν να ανακοπεί η ανάπτυξη και η επιρροή της DİSK και να αποκατασταθεί η κυριαρχία τής Türk-İş ως της βασικής εργατικής οργάνωσης, δεκτικής στις απαιτήσεις των εργοδοτών. Το Κοινοβούλιο ανέλαβε να συζητήσει τους νόμους για την επίτευξη αυτού του αποτελέσματος και ο Νόμος για τις Ενώσεις τροποποιήθηκε αναλόγως στις 12 Ιουνίου του 1970. Η κρίσιμη τροποποίηση ξεκαθάριζε ότι μια συνδικαλιστική οργάνωση θα μπορούσε να οργανωθεί σε εθνικό επίπεδο μόνο αν εκπροσωπούσε τουλάχιστον το ένα τρίτο των εργατών στο συγκεκριμένο κλάδο της βιομηχανίας. Ο Υπουργός Εργασίας ανακοίνωσε ότι «τα συνδικάτα που έχουν γίνει εργαλεία των ιδεολογικών κινημάτων [δηλαδή, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις της DİSK] θα καταργηθούν αυτόματα αμέσως μετά την ψήφιση του νόμου.»
Η απάντηση της εργατικής τάξης, ιδιαίτερα μεταξύ των μελών DİSK μέσα και γύρω από την Ισταμπούλ, ήταν άμεση και αποτέλεσε έκπληξη τόσο για την άρχουσα τάξη, όσο και για τη σοσιαλιστική αριστερά. Εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες μπλόκαραν την εθνική οδό Ισταμπούλ-Άγκυρας. Οπλισμένοι με ρόπαλα, έδωσαν μάχες με την αστυνομία και τους στρατιώτες στις 15 και 16 Ιουνίου. Τρεις εργάτες έχασαν τη ζωή τους· πολλοί άλλοι εργάτες και αστυνομικοί τραυματίστηκαν. Αυτές οι πρώτες αυθόρμητες, μεγάλης κλίμακας πολιτικές δράσεις της εργατικής τάξης στην Τουρκία σηματοδοτούσαν την ενηλικίωση της ίδιας της τάξης και της DİSK.

Το πραξικόπημα του 1971

Η οικονομική κρίση και η αυξανόμενη πολιτική κρίση στα τέλη της δεκαετίας του 1960 κορυφώθηκαν με το στρατιωτικό πραξικόπημα του Μάρτη του 1971. Ενώ το φοιτητικό/σοσιαλιστικό κίνημα συνετρίβει χωρίς πολλή φασαρία, ο στρατός είχε μικρή επιτυχία στην προσπάθειά του να συντρίψει το κίνημα της εργατικής τάξης. Το καθεστώς επέβαλε στρατιωτικό νόμο σε έντεκα επαρχίες, μεταξύ των οποίων η επαρχία της Ισταμπούλ, της Άγκυρας, της Σμύρνης, των Αδάνων και σε άλλα βιομηχανικά κέντρα. Η απαγόρευση των απεργιών όμως που απέρρεε απ' τον στρατιωτικό νόμο, δεν επιβλήθηκε στην Ισταμπούλ και σύντομα άρθηκε στη Σμύρνη. Ενώ λιγότεροι εργάτες κατέβηκαν σε απεργία το 1971 και το 1972 σε σχέση με το 1970, οι ημέρες απεργίας που χάθηκαν αυξήθηκαν κατά 100% το 1971 και σε ένα άλλο 50% το 1972. Εκτός από την προσωρινή σύλληψη κάποιων γραφειοκρατών της DİSK, οι άμεσες επιθέσεις στην εργατική τάξη ήταν περιορισμένες. Εν μέρει αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο στρατός δεν ήταν σε θέση να δημιουργήσει ένα συνεκτικό και σταθερό καθεστώς: οι αντιφάσεις στο εσωτερικό της κυβερνώσας συμμαχίας αποδείχθηκε αδύνατο να επιλυθούν σε σύντομο χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα το κοινοβουλευτικό χάος και την αποτυχία να δημιουργηθεί εθνική συναίνεση. Το πιο σημαντικό, η συνεχιζόμενη αντίθεση της μικροαστικής τάξης στέρησε τους στρατιωτικούς από μια κοινωνική βάση.
Για τους λόγους αυτούς, ο στρατός επέτρεψε να γίνουν γενικές εκλογές το 1973 και επέστρεψε στους στρατώνες του. Η αδυναμία του να κάνει κάτι περισσότερο από το να βάλει προσωρινά ένα καπάκι στην κοινωνική αντιπολίτευση, έγινε ακόμη σαφέστερη αναδρομικά, καθώς επανεμφανίστηκε μια ολόκληρη ποικιλία σοσιαλιστικών ομάδων και κομμάτων, αυτή τη φορά με ένα πολύ πιο διευρυμένο κοινό. Το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP - Cumhuriyet Halk Partisi), υπό νέα σοσιαλδημοκρατική ηγεσία και πρόγραμμά, σχημάτισε κυβέρνηση. Αυτά τα χρόνια σημειώθηκε επίσης μια εντυπωσιακή αν και σύντομη οικονομική ανάκαμψη. Οι επενδύσεις σε πάγιο κεφάλαιο στον ιδιωτικό τομέα διπλασιάστηκαν από 10 δισεκατομμύρια λίρες το 1971 σε 20 δισεκατομμύρια το 1974. Τα ιδιαίτερα αυξημένα εμβάσματα από τους Τούρκους εργάτες του εξωτερικού και η εύκολη διαθεσιμότητα των μεγάλων ξένων δανείων επέτρεψαν την απότομη αύξηση των επενδύσεων και τη διατήρησή τους σε υψηλό επίπεδο μέχρι το 1976. Παράλληλα με αυτό, η μεταποιητική παραγωγή αυξήθηκε κατά 7,2% το 1973 - 1974, 8,7% το 1974 - 1975 και 9,5% το 1975 - 1976.
Σε όλη αυτή την περίοδο, ο συνδικαλισμός προχώρησε με ταχείς ρυθμούς. Η DİSK, ιδίως, συμμετείχε σε μια σειρά από επικές μάχες, πολλές απ' αυτές με ανοιχτά πολιτικό χαρακτήρα. Το ηθικό της εργατικής τάξης και η αυτοπεποίθησή της παρέμειναν σε υψηλά επίπεδα: το 1974, σημειώθηκε ο μεγαλύτερος αριθμός εργατών που συμμετείχαν σε απεργία και το 1977 ένας μεγαλύτερος αριθμός ημερών χάθηκαν σε απεργίες. Το πραγματικό μέσο ημερομίσθιο (σε τιμές του 1970) αυξήθηκε από 21 λίρες το 1973 σε 27 το 1976. (Η συναλλαγματική ισοτιμία της τουρκικής λίρας μετακινήθηκε από 9 τουρκικές λίρες = 1 δολάριο τον Αύγουστο του 1970 σε 15 λίρες = 1 δολάριο τον Οκτώβριο του 1975 και σε 25 λίρες = 1 δολάριο τον Μάρτιο του 1978.) Η αποτυχία της λαϊκιστικής ρητορικής του CHP να συγκρατήσει την μαχητικότητα της εργατικής τάξης οδήγησε σε δύο δεξιές κυβερνήσεις συνασπισμού ανάμεσα στο 1975 και το 1977, και στην ταυτόχρονη αύξηση ενός επιθετικού φασιστικού κινήματος.4
Η πρώτη και η δεύτερη κυβέρνηση του Εθνικιστικού Μετώπου συσπείρωσε το μικρό θρησκευτικό φονταμενταλιστικό κόμμα και το φασιστικό κόμμα υπό την ηγεσία του συντηρητικού Κόμματος Δικαιοσύνης (AP - Adalet Partisi). Οι προσπάθειες από αυτούς και από την κυβέρνηση του Κόμματος Δικαιοσύνη το 1979-1980 να περιορίσουν και να αναχαιτίσουν το κίνημα της εργατικής τάξης επιτάχυναν την εκδήλωση μιας σειράς αγώνων μεγάλης κλίμακας. Το 1976, η κυβέρνηση του Εθνικιστικού Μετώπου πρότεινε να συνεχίσουν να υπάρχουν τα δικαστήρια κρατικής ασφάλειας που ιδρύθηκαν από το στρατιωτικό καθεστώς το 1971. Σε αυτά τα δικαστήρια, δύο από τους τρεις δικαστές είχαν διοριστεί από τον στρατό· τα δικαστήρια λειτουργούσαν με στρατιωτικές διαδικασίες και είχαν σαφώς σχεδιαστεί για την διεκπεραίωση πολιτικών υποθέσεων. Η DİSK αντιτάχθηκε σθεναρά σε οποιαδήποτε προσπάθεια για την διατήρηση αυτών των δικαστηρίων. Τον Σεπτέμβριο, 300.000 εργάτες ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα DİSK για μια γενική απεργία και διαδήλωσαν στην Κωνσταντινούπολη, ενώ στο Κοινοβούλιο συζητιόταν το ζήτημα. Αυτό έκανε τους βουλευτές του CHP να σκληρύνουν την αντίθεσή τους, και το ζήτημα των δικαστηρίων μπήκε αθόρυβα στο αρχείο. Το 1977, 80.000 μέλη της Maden-İş, του συνδικάτου εργατών μετάλλου, απέργησαν επί οκτώ μήνες για οικονομικά αιτήματα, σε μια αναμέτρηση με την ομοσπονδία των εργοδοτών. Την ίδια χρονιά 12.000 ανθρακωρύχοι στα ανατολικά κατέλαβαν και λειτούργησαν τα ορυχεία για αρκετούς μήνες. Επί τρία συναπτά έτη, το 1976, το 1977 και το 1978, μισό εκατομμύριο άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης στις διαδηλώσεις της Πρωτομαγιάς που διοργανώθηκαν από την DİSK. Το 1979, με τις εξουσίες του στρατιωτικού νόμου απαγορεύτηκε η διαδήλωση και επιβλήθηκε 28ωρη απαγόρευση κυκλοφορίας.
Όλη αυτή την περίοδο, το φασιστικό κίνημα μεγάλωνε σημαντικά. Παίρνοντας θάρρος από τη συμμετοχή τους στις κυβερνήσεις του Εθνικιστικού Μετώπου και με την υποστήριξη τμημάτων της άρχουσας τάξης, οι φασίστες κλιμάκωσαν τη βία στο δρόμο. Ευθύνονταν έως και για 1.200 θανάτους το 1978 και μόνο. Καθώς δεν ήταν αρκετά ισχυροί για να αντιμετωπίσουν την οργανωμένη εργατική τάξη ανοιχτά, διείσδυσαν στους χώρους εργασίας όπου μπορούσαν, να τρομοκρατούν μεμονωμένους συνδικαλιστές και όλο και περισσότερο δραστηριοποιούνταν στο σπάσιμο των απεργιών.
Η απεργία στην Tariş τον Ιανουάριο του 1980 έκανε ορατά πολλά σημαντικά χαρακτηριστικά του κινήματος της εργατικής τάξης την παραμονή του στρατιωτικού πραξικοπήματος του επόμενου Σεπτέμβρη. Αυτό συγκρότημα επεξεργασίας γεωργικών προϊόντων κοντά στη Σμύρνη απασχολούσε περίπου 10.000 εργάτες. Κατά τη διάρκεια των προηγούμενων ετών, αρκετές σοσιαλιστικές οργανώσεις είχαν καταφέρει να εδραιώσουν την παρουσία τους μέσα στο εργατικό δυναμικό. Η απεργία ξέσπασε όταν οι εργάτες ανακάλυψαν ότι η νέα κυβέρνηση του Κόμματος Δικαιοσύνης σχεδίαζε να απολύσει μερικούς από τους εργάτες και να προσλάβει στη θέση τους τούς υποστηρικτές της, μεταξύ των οποίων υπήρχαν και πολλά ενεργά μέλη των φασιστών. Η αυθόρμητη απεργία μετατράπηκε σε κατάληψη και σύντομα συγκέντρωσε πλατιά υποστήριξη από τις γύρω συνοικίες της εργατικής τάξης. Η κυβέρνηση έστειλε το στρατό, εξοπλισμένο με τεθωρακισμένα οχήματα και ελικόπτερα, για να σπάσει την κατάληψη. Ξέσπασαν μάχες που εξαπλώθηκαν στις παραγκουπόλεις της Σμύρνης. Η ηγεσία της DİSK αρνήθηκε να επεκτείνει τον αγώνα πέρα από τη Σμύρνη, και η απεργία που κάλεσε μόνο στη Σμύρνη ήταν κατά κάποιο τρόπο χλιαρή και αναποτελεσματική.
Τα γεγονότα στην Tariş κατέστησαν σαφές ότι η αυθόρμητη, από τα κάτω μαχητικότητα της εργατικής τάξης προχώρησε πολύ πιο πέρα από εκεί που η ηγεσία της DİSK ήταν έτοιμη να οδηγήσει. Αυτό το επεισόδιο κατέδειξε επίσης ότι η επαναστατική αριστερά είχε αρχίσει να προσεγγίζει ένα ευρύ κοινό και να αποκτά έναν ορισμένο βαθμό επιρροής μέσα στην εργατική τάξη. Αυτήν την περίοδο η εργατική τάξη βρέθηκε επανειλημμένα αντιμέτωπη με τη στρατιωτική δύναμη του κράτους. Σ' αυτές τις αντιπαραθέσεις η ηγεσία DİSK συχνά βρέθηκε σε υποχώρηση. Όπως και στην περίπτωση της Tariş, καλύφθηκε από μια πολύ ριζοσπαστική ρητορική και θριαμβολογίες. Οι γραφειοκράτες της DİSK ήταν αποφασισμένοι να διατηρήσουν τη θέση τους ως αξιοπρεπείς, νομοταγείς διαπραγματευτές και να μην ανταγωνίζεται το κράτος πέρα από ένα ορισμένο σημείο.

Προς το Πραξικόπημα

Μετά την απεργία της Tariş, η τουρκική οικονομία βρισκόταν στο χάος. Η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε περισσότερο από πέντε τοις εκατό το 1979 και το 1980. Οι επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου είχαν μια αντίστοιχη μείωση. Κατά τους πρώτους εννέα μήνες του 1980, η βιομηχανία λειτουργούσε κατά μέσο όρο στο 49,3% μόνο της ισχύος της. Ενώ οι παραγωγοί δεν μπορούσαν να παράγουν, η άρχουσα τάξη θεωρούσε ότι ήταν όλο και πιο δύσκολο να διευθύνει. Το Κοινοβούλιο μετατράπηκε σε παρωδία: Τα κύρια κόμματα δεν κατάφερναν να συμφωνήσουν για ένα νέο πρόεδρο σε εκατοντάδες γύρους ψηφοφοριών για μια περίοδο δέκα μηνών. Στους δρόμους κυριαρχούσε το χάος και η βία καθώς κλιμακώνονταν η φασιστική δράση και πολλές μικρές επαρχιακές πόλεις τέθηκαν υπό την κυριαρχία των φασιστικών ή των αριστερών δυνάμεων.
Αυτή ήταν η ατμόσφαιρα όταν έφτασε στα μέσα του 1980 η περίοδος των διετών συλλογικών διαπραγματεύσεων. Οι εργοδότες είχαν αποφασίσει να παραχωρήσουν όσο το δυνατόν λιγότερα· οι εργάτες ήταν αποφασισμένοι να προστατεύσουν το βιοτικό τους επίπεδο από τις ιδιοτροπίες της οικονομικής κρίσης. Τα στοιχεία για τις απεργίες το 1978-1980 εκφράζουν αυτή την αντιπαράθεση. Από το 1979 ως το 1980 υπήρξε μια αύξηση, σχεδόν επτά φορές, του αριθμού των ημερών που χάθηκαν. Το 1980 σημειώθηκε ο μεγαλύτερος από κάθε άλλη φορά αριθμός απεργιών και εργατών σε απεργία. Η απάντηση της άρχουσας τάξης για τα προβλήματα της οικονομίας πήρε τη μορφή ενός πακέτου οικονομικών μέτρων που δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο του 1980. Η αδυναμία της κυβέρνησης των πολιτικών να εφαρμόσει τα μέτρα αυτά ήταν ένας από τους κύριους λόγους για την κατάληψη της εξουσίας από τους στρατιωτικούς στις 12 Σεπτεμβρίου. Αυτό γίνεται σαφές από τη συνέχεια της οικονομικής πολιτικής πριν και μετά το πραξικόπημα.
Μετά την ανάληψη της εξουσίας τον Σεπτέμβριο του 1980 ο στρατός επιδόθηκε αμέσως στη δουλειά με την οποία ήταν ήδη εξοικειωμένος, την καταστολή κάθε αντιπολίτευσης και την εγκαθίδρυση του «νόμου και της τάξης» με τον συνηθισμένο συνδυασμό βαρβαρότητας και εκφοβισμού. Τα ανώτερα κλιμάκια του σοσιαλιστικού κινήματος αφανίστηκαν αποτελεσματικά, και ο εκφοβισμός οδήγησε τους διανοούμενους στη υποταγή και τη σιωπή.
Η καταστολή της «αναρχίας» ήταν το βασικό στοιχείο της αποστολής της χούντας που απέκτησε μεγάλη δημοσιότητα, αλλά και της αναδιάρθρωσης της οικονομίας στα πλαίσια του πακέτου του Ιανουάριο του 1980, που ήταν, αντικειμενικά, ο πιο σημαντικός στόχους της. Σε αντίθεση με τους στρατηγούς του 1971, η χούντα του 1980 είχε ένα αναγνωρίσιμο οικονομικό πρόγραμμα. Προώθησε μια απόκλιση από την πορεία της υποκατάστασης των εισαγωγών, με στόχο τη στενότερη ενοποίηση με το διεθνές κεφάλαιο. Συγκεκριμένα, επρόκειτο για την ανακατεύθυνση των οικονομικών πόρων προς εκείνα τα τμήματα του κεφαλαίου που ήταν πλέον σε θέση να προσαρμοστούν σε αυτόν τον αναπροσανατολισμό. Αρκετές μεγάλες εταιρείες συμμετοχών έχουν καρπωθεί ωραίες ανταμοιβές από τις νέες οικονομικές πολιτικές.
Κάθε επίτευξη αυτών των μακροπρόθεσμων στόχων, ωστόσο, αρθρώθηκε σε λύσεις για χαμηλά επίπεδα κερδοφορίας και χαμηλή χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας της τουρκικής βιομηχανίας στο σύνολό της. Και τα δύο αυτά προβλήματα απαιτούσαν μια επιτυχημένη επίθεση στα επίπεδα των μισθών της εργατικής τάξης. Η χούντα προχώρησε στην αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων σταθερά και αποτελεσματικά. Ανεστάλησαν όλες οι «συνδικαλιστικές δράσεις» επ' αόριστον. Η DİSK απαγορεύτηκε και εκατοντάδες από τους κορυφαίους αγωνιστές της συνελήφθησαν. Μεταξύ αυτών ήταν 52 γραφειοκράτες ανώτατου επιπέδου, μεταξύ των οποίων ο γενικός γραμματέας, η δίκη του οποίου συνεχίζεται [το 1984] με την εισαγγελία να υποβάλει αίτημα θανατικής ποινής. Η Türk-İş δεν έχει τεθεί εκτός νόμου, αλλά δεν μπορεί να ασκήσει συνδικαλιστική δραστηριότητα!
Μετά την περιθωριοποίηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων, η χούντα ανακοίνωσε μια εφάπαξ αύξηση του μισθών κατά 70% για τους εργαζομένους των οποίων οι συλλογικές διαπραγματεύσεις δεν είχαν ολοκληρωθεί κατά τη στιγμή της εκδήλωσης του πραξικοπήματος. Ο πληθωρισμός αργότερα έφτασε γύρω στο 100%. Οι στρατηγοί στη συνέχεια δημιούργησαν ένα ανώτατο Διαιτητικό Δικαστήριο για να χειριστεί τις περαιτέρω μισθολογικές διαπραγματεύσεις έως ότου θα μπορούσε να σχεδιαστεί η νέα νομοθεσία για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις.

Η Νομοθεσία για τα Νέα Συνδικάτα και τις Συλλογικές Διαπραγματεύσεις

Το 1982, το νέο σύνταγμα που συντάχθηκε από συμβουλευτική συνέλευση των στρατηγών καθόρισε τις βασικές αρχές των εργασιακών σχέσεων και της συνδικαλιστικής δραστηριότητας. Οι ρήτρες 51-54 απαγορεύουν «πολιτικούς στόχους» και «πολιτική δράση» για τα συνδικάτα, και απαγορεύουν τις διασυνδέσεις μεταξύ των συνδικάτων και των πολιτικών κομμάτων.
Μόλις εγκρίθηκε το σύνταγμα με την κατάλληλη διαχείριση ενός δημοψηφίσματος, η Συνομοσπονδία των Τουρκικών Εργοδοτικών Ενώσεων υποστήριξε ότι τα δικαιώματα και τα επίπεδα των μισθών που είχαν αποκτηθεί από τους εργαζόμενους στους προηγούμενους γύρους των συλλογικών διαπραγματεύσεων ξεπερνούν αυτά που δικαιολογούνται από το νέο σύνταγμα. Για την αποκατάσταση αυτού του υποτιθέμενου λάθους της οικονομικής δικαιοσύνης, ψηφίστηκε στις 5 Μαΐου του 1983 ο νόμος 2821 για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, τις απεργίες και τα λοκ άουτ.
Ο νόμος περιορίζει τη δημιουργία νέων συνδικάτων και θέτει περιορισμούς στο δικαίωμα της απεργίας. Η ρήτρα 13 του νόμου ορίζει ότι μια συνδικαλιστική οργάνωση, προκειμένου να αποκτήσει το δικαίωμα συλλογικής διαπραγμάτευσης σε ένα χώρο εργασίας, πρέπει να έχει το 10% του συνόλου των εργαζομένων στο υποκατάστημα της βιομηχανίας και το 51% των εργαζομένων στο συγκεκριμένο χώρο εργασίας. Έτσι, όταν αρθεί η αναστολή της συνδικαλιστικής δραστηριότητας, η Türk-İş θα παραμείνει ως η μόνη και αδιαμφισβήτητη συνδικαλιστική συνομοσπονδία, καθώς έχει ήδη το 10% των εργαζομένων στους περισσότερους κλάδους. Σύμφωνα με τη ρήτρα 22, η εισδοχή νέων μελών θα πρέπει να πιστοποιείται ενώπιον συμβολαιογράφου· θα πρέπει να γίνονται πέντε αντίγραφα των εγγράφων, εκ των οποίων ένα για τον εργοδότη, ένα για το υπουργείο εργασίας και ένα για την περιφερειακή επιθεώρηση εργασίας. Η συμμετοχή στο σωματείο γίνεται έτσι γραφειοκρατικά περίπλοκη και επικίνδυνη. Ο εργοδότης ενημερώνεται αμέσως και δεν υπάρχει καμία διάταξη στο νόμο εναντίον απόλυσης για συμμετοχή σε συνδικαλιστικές οργανώσεις. Η συμμετοχή σε συνδικαλιστικές οργανώσεις αποθαρρύνεται περαιτέρω από τη διάταξη (άρθρο 9) σύμφωνα με την οποία όλοι οι εργαζόμενοι, είτε είναι μέλη του σωματείου είτε όχι, θα επωφεληθούν από την έκβαση των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Ο νόμος δεν κάνει μόνο τη δημιουργία των συνδικάτων δύσκολη. Μπορούν πλέον να καταργηθούν με την παραμικρή δικαιολογία. Η ρήτρα 58 αναφέρει ότι τα εγκλήματα που καλύπτονται από τα άρθρα 125, 141, 144, 155, 163, 168, 171, 172, 313, 499/2 του Ποινικού Κώδικα του κράτους δικαιολογούν την κατάργηση μιας συνδικαλιστικής οργάνωσης. Το έγκλημα δεν χρειάζεται να διαπραχθεί από το «σωματείο», αλλά από οποιοδήποτε μεμονωμένο στέλεχός του, και τα παραπάνω άρθρα μπορούν να ερμηνευθούν για να καλύψουν σχεδόν κάθε συνδικαλιστική δραστηριότητα. Σε περίπτωση που καταργηθεί ένα σωματείο, το κράτος δημεύει το ταμείο του.
Ένα δεύτερο σύνολο περιορισμών θέτει όρια στις καταλήψεις και στις απεργιακές δράσεις που μπορούν να αναληφθούν στους χώρους εργασίας. Στη συνέχεια είναι τα επαγγέλματα στα οποία οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να απεργήσουν: «Οι υπηρεσίες διάσωσης ζωής και περιουσίας· υπηρεσίες κηδειών· υπηρεσίες νερού, ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου, άνθρακα, εξερεύνησης πετρελαίου, εξόρυξης, διύλισης και διανομής· υπηρεσίες πυρόσβεσης στο δημόσιο τομέα, καθαρισμού των δρόμων, αποκομιδής απορριμμάτων και υπηρεσίες μεταφορών (χερσαίων, θαλάσσιων και αεροπορικών)» (άρθρο 29). Καμία απεργιακή δράση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στις ακόλουθες θέσεις εργασίας: «παραγωγοί εμβολίων και ορών, νοσοκομεία, κλινικές, σανατόρια, ιατρεία, φαρμακεία και άλλα μέρη που σχετίζονται με τις υπηρεσίες υγείας· ιδρύματα εκπαίδευσης και φροντίδας παιδιών, σπίτια για τους ηλικιωμένους· νεκροταφεία· χώρους εργασίας που υπάγονται στο Υπουργείο Άμυνας, στο Γενικό Αρχηγείο της Χωροφυλακής και στο Λιμενικό Σώμα» (άρθρο 30). Η ρήτρα 31 καθορίζει πολλές περιπτώσεις, όπου οι απεργίες μπορεί να απαγορευτούν προσωρινά, μεταξύ των οποίων περιπτώσεις πολέμου, πυρκαγιών, πλημμυρών, χιονοστιβάδων και σεισμών και η ρήτρα 33 αναγνωρίζει την εξουσία του υπουργικού συμβουλίου να αναστέλλει για μέχρι 60 ημέρες απεργίες με τις οποίες απειλούνται η δημόσια υγεία ή η εθνική ασφάλεια. Το 1980, μια παρόμοια ρήτρα χρησιμοποιήθηκε για να αναστείλει μια απεργία σε ένα εργοστάσιο κατασκευής αναψυκτικών!
Τέλος, ο νόμος ρυθμίζει τον τρόπο διεξαγωγής εκείνων των απεργιών τις οποίες θεωρητικά επιτρέπει. Μια συνδικαλιστική οργάνωση πρέπει να ανακοινώσει μια απεργία τουλάχιστον έξι ημέρες νωρίτερα. Έξω από κάποιο χώρο εργασίας δεν επιτρέπεται τίποτα περισσότερο από δύο πικετοφορίες και σ' αυτή την περίπτωση δεν επιτρέπεται να στηθεί «καλύβα, παράγκα ή σκηνή» στην περιοχή. Το σωματείο είναι υπεύθυνο για οποιαδήποτε ζημιά θα υποστούν μηχανήματα ή εγκαταστάσεις κατά τη διάρκεια της απεργίας.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι στα τρία χρόνια από το πραξικόπημα έχει παρατηρηθεί σημαντική μετατόπιση στον ταξικό συσχετισμό δύναμης σε βάρος της εργατικής τάξης. Έχοντας χάσει τις οργανώσεις της, η τάξη έχει κονιορτοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό, και παραμένει παθητική. Μεμονωμένες πράξεις αντίστασης, όπως επιβραδύνσεις και μποϋκοτάζ στο γεύμα σε μεγάλα εργοστάσια (Arcelik, Phillips, Nasas, Profilo και Cevizli Tekel) στα μέσα του 1982, δείχνουν τη δυσαρέσκεια των εργατών. Τα γεγονότα αυτά, και πολλά άλλα τα οποία, χωρίς αμφιβολία, δεν καταγγέλλονται, αντιπροσωπεύουν μια πιθανή, αλλά όχι άμεσα σοβαρή αντίσταση. Μαζί με -και εν μέρει λόγω- της καταστροφής των οργανώσεών της η εργατική τάξη της Τουρκίας έχει υποστεί σοβαρές οικονομικές αποτυχίες. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, τα οποία υποτιμούν κατάφωρα την κατάσταση, η ανεργία αυξήθηκε από 16,9% το 1981 στο 18,2% το 1982, και κινείται πάνω από το όριο των τριών εκατομμυρίων. Οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν κατά περίπου 25% μεταξύ του 1979 και του 1982. Οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν ιδιαίτερα δραστικά το 1980 καθώς οι συλλογικές διαπραγματεύσεις για περίπου 80.000 εργάτες είχαν αναβληθεί από τις εξουσίες του στρατιωτικού νόμου πριν από το πραξικόπημα. Οι διαπραγματεύσεις που επρόκειτο να πραγματοποιηθούν για ακόμη 200.000 εργάτες κατά τη στιγμή εκδήλωσης του πραξικοπήματος, κατά συνέπεια, αναβλήθηκαν κι αυτές. Έτσι, μεγάλος αριθμός εργατών δεν έλαβε μισθολογικές αυξήσεις μεταξύ του 1979 και του 1981, όταν ο γενικός δείκτης τιμών (1963: 100) αυξήθηκε από 1.231 σε 3.488.
Υπό το πρίσμα αυτό, η σημερινή παθητικότητα της εργατικής τάξης πρέπει να θεωρηθεί ως προσωρινή. Με κάθε σχετικό εκδημοκρατισμό του καθεστώτος, όπως τη δημιουργία πολιτικών κομμάτων, τη διενέργεια εκλογών και την επανέναρξη της συνδικαλιστικής δραστηριότητας, η δυσαρέσκεια της εργατικής τάξης θα έρθει στην επιφάνεια και θα βρει πολιτική έκφραση. Η χούντα έχει διακηρύξει ότι αυτές οι χαλαρώσεις βρίσκονται στη βραχυπρόθεσμη ατζέντα της. Όταν γίνει αυτό, η εργατική τάξη θα αντιμετωπίσει την ανοικοδόμηση του συνδικαλιστικού κινήματος ως το πιο επείγον καθήκον της.
Επειδή ο νέος νόμος για τα Σωματεία κάνει αδύνατο τον συνδικαλισμό έξω από την Türk-İş, το ζήτημα θα είναι το πώς το μισό εκατομμύριο ή περισσότερα μέλη της DİSK θα αναδιοργανωθούν. Φαίνεται να υπάρχουν τρεις πιθανές διαδρομές: να ξαναχτίσουν την παράδοση της DİSK μέσα στην Türk-İş· να αναδιοργανωθούν μέσα στην Türk-İş υπό τους όρους της Türk-İş· να συμμετάσχουν σε παρατεταμένους αγώνες για την οικοδόμηση συνδικάτων έξω από την Türk-İş. Η τελευταία από αυτές τις επιλογές θα καθυστερήσει την οργάνωση πολλών εργατών και ίσως διοχετεύσουν την ενέργειά τους σε άκαρπους αγώνες. Η δεύτερη θα ήταν μια οπισθοδρόμηση από το επίπεδο της οργάνωσης που είχε επιτευχθεί το 1970. Κι αυτό στην πραγματικότητα έχει σχεδιάσει ο νέος νόμος να προκαλέσει. Μόνο η πρώτη πορεία δράσης είναι πιθανό να προσφέρει στην εργατική τάξη τη δυνατότητα να αδράξει την ευκαιρία της οικοδόμησης ενός ενιαίου συνδικαλιστικού κινήματος υπό το φως των διδαγμάτων της δεκαετίας του 1960.
Μετάφραση: e la libertà
Πηγή: Ronnie Margulies, Ergin Yildizoğlu, «Trade Unions and Turkey's Working Class», MERIP [Middle East Research and Information Project], τόμος 14, τεύχος. 121, Ιανουάριος, Φεβρουάριος 1984. 


Φωτογραφίες
Ισταμπούλ, 15 και 16 Ιουνίου 1970







Πρωτομαγιά 1977, πλατεία Ταξίμ






Πραξικόπημα, 12 Σεπτεμβρίου του 1980



Σημειώσεις
1 [Σ.τ.Μ.:] Kemal Karpat, The Gecekondu: Rural Migration and Urbanization, Cambridge University Press,Κέμπριτζ 1976. Gecekondu ονομάζονται οι φτωχογειτονιές/παρακουπόλεις στις οποίες συνωστίζονταν οι μετανάστες από την ύπαιθρο. Ο όρος σημαίνει, χτισμένο τη νύχτα, επειδή τα σπίτια σ' αυτές τις γειτονιές χτιζόταν παράνομα, κατά τη διάρκεια της νύχτας.
2 [Σ.τ.Μ.:] Στις εκλογές του 1965 το TİP κατάφερε να πάρει περίπου 300.000 ψήφους, ποσοστό 3% και να μπει στη βουλή με 15 βουλευτές, λόγω του εκλογικού συστήματος απλής αναλογικής που ίσχυσε γι' αυτές τις εκλογές. Στις επόμενες εκλογές το εκλογικό σύστημα άλλαξε για να αποκλειστούν τα μικρά κόμματα. Ούτως ή άλλως όμως τα ποσοστά του TİP έπεσαν. Βλ. Zürcher Erik J., Σύγχρονη ιστορία της Τουρκίας, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2004, σελ. 321· και Αχμέτ Σαμίμ, Η τραγωδία της τουρκικής αριστεράς, Στοχαστής, Αθήνα 1983, σελ. 29.
3 [Σ.τ.Μ.] Σύμφωνα με την μετάφραση στα αγγλικά από τους συγγραφείς. Η ακριβής όμως μετάφραση είναι Συνομοσπονδία Επαναστατικών Συνδικάτων. Αλλά όπως επισημαίνει ο Αχμέτ Σαμίμ, ο όρος Devrim(επανάσταση) και Devrimci (επαναστάτης), νοηματοδοτήθηκε από την πολιτική και ιδεολογική κυριαρχία του κεμαλισμού με τη σημασία της μεταρρύθμισης (μεταρρυθμιστής), καθώς στο λεξιλόγιο του κεμαλισμού, η λέξη προσδιορίζει τις μεταρρυθμίσεις του κεμαλισμού: “επανάσταση του καπέλου” (κατάργηση του παραδοσιακού οθωμανικού καλύμματος του κεφαλιού), “γλωσσική επανάσταση” (κατάργηση του αραβικού αλφαβήτου, υιοθέτηση του λατινικού και ταυτόχρονα εκκαθάριση της γλώσσας από αραβικές και περσικές λέξεις), “επανάσταση των ονομάτων” (υιοθέτηση επωνύμου), “ημερολογιακή επανάσταση” (υιοθέτηση του γρηγοριανού ημερολογίου). Βλ. Α. Σαμίμ, ό.π., σελ. 18.
4 [Σ.τ.Μ.:] Το σοσιαλδημοκρατικό CHP, με αρχηγό τον Μπουλέντ Ετσεβίτ ήταν το πρώτο κόμμα στις εκλογές το 1973, αλλά δεν είχε αυτοδυναμία (πήρε 33,5%). Τον Ιανουάριο του 1974 κατάφερε να σχηματίσει κυβέρνηση μειοψηφίας, με τη στήριξη του ισλαμιστικού Κόμματος Εθνικής Σωτηρίας (MSP - Millî Selâmet Partisi) του Ερμπακάν. Τον Σεπτέμβριο του 1974 ο Ετσεβίτ παραιτήθηκε πιστεύοντας ότι αν ξαναγινόταν εκλογές το CHP θα κατάφερνε να πάρει αυτοδυναμία, όμως η πλειοψηφία του κοινοβουλίου δεν έδωσε έγκριση για εκλογές.
Έτσι, ύστερα από μήνες διαβουλεύσεων, το δεξιό Κόμμα Δικαιοσύνης (AP - Adalet Partisi) του Ντεμιρέλ σχημάτισε την πρώτη κυβέρνηση του “Εθνικιστικού Μετώπου” (Milliyetçi Cephe), μια κυβέρνηση συμμαχίας του δεξιού AP με το ισλαμιστικό MSP και το ακροδεξιό/φασιστικό MHP (Milliyetçi Hareket Partisi – Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης, αναφέρεται συνήθως ως το κόμμα των “Γκρίζων Λύκων”). Η κυβέρνηση διατηρήθηκε μέχρι τις εκλογές του 1977.
Στις εκλογές αυτές το CHP αύξησε τα ποσοστά του στο 41,4%, αλλά και το AP έφτασε στο 36,9% (από το 29,5% που πήρε στις εκλογές του 1973). Το CHP του Ετσεβίτ και πάλι δεν κατάφερε να σχηματίσει κυβέρνηση και έτσι ο Ντεμιρέλ σχημάτισε την δεύτερη κυβέρνηση “Εθνικιστικού Μετώπου”, με τους ίδιους συμμάχους, των οποίων όμως η πολιτική επιρροή ήταν τώρα πολύ μεγαλύτερη, προκαλώντας διαφωνίες μέσα στο AP.
Η κυβέρνηση κατέρρευσε το 1978, όταν αποχώρησαν 11 βουλευτές του AP, με τους οποίους το CHP του Ετσεβίτ κατάφερε να σχηματίσει κυβέρνηση η οποία όμως κατέρρευσε τον Οκτώβριο του 1979.
Αυτή τη φορά ο Ντεμιρέλ σχημάτισε κυβέρνηση μειοψηφίας, μόνο του AP, που υποστηριζόταν από ανεξάρτητους βουλευτές.
Από το καλοκαίρι του 1979 ο στρατός είχε ήδη αρχίσει προετοιμασίες για πραξικόπημα, το οποίο και τελικά πραγματοποίησε στις 12 Σεπτεμβρίου του 1980.
Για την πολιτική κατάσταση στην Τουρκία την περίοδο 1973-1980, βλ. E. J. Zürcher, ό.π., σσ. 338-347· επίσης, Hamit Bozarslan, Ιστορία της σύγχρονης Τουρκίας, Σαββάλας, Αθήνα 2004, σσ. 83-88.
Τελευταία τροποποίηση στις Τρίτη, 16 Αύγουστος 2016 18:48

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.