Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι Ευρωπαίοι, κυρίως από τις
χώρες του Νότου, επιλέγουν τη μετανάστευση στη Γερμανία. Σε μια Ευρώπη
που βυθίζεται όλο και περισσότερο στην οικονομική κρίση και που η θέση
των εργαζομένων χειροτερεύει συνεχώς, η Γερμανία φαντάζει για πολλούς ως
«γη της επαγγελίας», με υψηλούς μισθούς και δυνατότητες επαγγελματικής
εξέλιξης. Η πραγματικότητα όμως της γερμανικής αγοράς εργασίας είναι
συχνά πολύ διαφορετική από τις προσδοκίες όσων επιλέγουν τη μετανάστευση
εκεί. Γιατί μπορεί σε σύγκριση με τους συναδέλφους τους των άλλων
ευρωπαϊκών χωρών οι εργαζόμενοί της να διατηρούν πολλά από τα κεκτημένα
τους, η Γερμανία όμως εδώ και καιρό δεν είναι πλέον ο παράδεισος των
υψηλών αποδοχών και των σταθερών εργασιακών σχέσεων· ιδιαίτερα σε
κλάδους όπως η εστίαση αλλά και οι υπηρεσίες γενικότερα.
Η επέκταση των ελαστικών μορφών εργασίας, η ανασφάλιστη εργασία και η
στυγνή εκμετάλλευση μεταναστών από την ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια
(που συχνά «στρατωνίζονται» σε παράνομα καταλύματα) έχει δημιουργήσει
ένα εργασιακό τοπίο που συνεχώς χειροτερεύει. Η παράκαμψη της εργασιακής
νομοθεσίας, η μαύρη εργασία και η μείωση των μισθών μέσω υπεργολαβιών
είναι φαινόμενα που συνεχώς επεκτείνονται. Τον προηγούμενο χρόνο οι
εργαζόμενοι στη Γερμανία παρείχαν 1,87 δισεκατομμύρια υπερωρίες, από τις
οποίες οι 997 εκατομμύρια έμειναν απλήρωτες. Παράλληλα, περίπου 7
εκατομμύρια θέσεις εργασίας είναι μερικής απασχόλησης, ενώ όλο και
συχνότερο είναι το φαινόμενο ανθρώπων που αναγκάζονται να κάνουν
περισσότερες δουλειές προκειμένου να επιβιώσουν. Συχνά μάλιστα οι
αμοιβές για τέτοιες εργασίες είναι χαμηλότερες από τα κοινωνικά
επιδόματα που θα λάμβανε κάποιος αν δεν εργαζόταν. Τα λεγόμενα 1 euro
jobs, οι εργασίες εκείνες δηλαδή που αμείβονται με περίπου 1 ευρώ την
ώρα και παρουσιάζονται ως «επανένταξη» των ανέργων στην αγορά εργασίας,
λειτουργούν προς όφελος όχι μόνο των ιδιωτικών επιχειρήσεων αλλά και των
δήμων, που καλύπτουν με αυτόν τον τρόπο πολλές από τις ανάγκες τους σε
προσωπικό, καθώς τα τελευταία χρόνια ο αριθμός των υπαλλήλων τους έχει
περικοπεί σημαντικά.
Οι προοπτικές για όσους νέους έχουν τελειώσει μόνο το βασικό σχολείο ή
ακόμα χειρότερα για όσους το έχουν εγκαταλείψει χωρίς απολυτήριο
διαγράφονται ιδιαίτερα δυσοίωνες, καθώς οι εργοδότες ζητούν όλο και
περισσότερα προσόντα για να προσλάβουν ή να προσφέρουν μια θέση
μαθητείας (η επιτυχής ολοκλήρωση της οποίας αποτελεί προϋπόθεση για την
εργασία στα περισσότερα επαγγέλματα), ακόμα κι αν πρόκειται για θέσεις
ανειδίκευτης εργασίας που δεν απαιτούν ιδιαίτερα προσόντα. Ακόμα όμως
και οι απόφοιτοι πανεπιστημίου έρχονται όλο και συχνότερα αντιμέτωποι με
τις ευέλικτες και κακοπληρωμένες μορφές εργασίας, κάτι που μέχρι πριν
από κάποια χρόνια θα φάνταζε αδιανόητο. Οι περισσότεροι νέοι μισθωτοί
αναμένεται να ζήσουν χειρότερα από τους γονείς τους, δουλεύοντας
περισσότερες ώρες για μικρότερο μισθό και κάτω από χειρότερες συνθήκες.
Αποτέλεσμα αυτού είναι σήμερα ένας στους δύο εργαζόμενους να είναι
δυσαρεστημένος με τον αριθμό των ωρών που εργάζεται (κατά μέσον όρο ένας
Γερμανός εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης εργάζεται 41,5 ώρες την
εβδομάδα), με τους περισσότερους να δηλώνουν ότι ει δυνατόν θα δούλευαν
λιγότερο.
Εδώ δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε και την έμφυλη διάσταση του
ζητήματος, καθώς τα 2/3 των χαμηλόμισθων είναι γυναίκες: γενικότερα οι
γυναίκες αμείβονται κατά μέσον όρο 22% λιγότερο από τους άντρες
συναδέλφους τους.
Δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε επίσης και τις επιπτώσεις που έχουν
αυτές οι πολιτικές στην υγεία των εργαζομένων. Η αύξηση των ψυχικών
νοσημάτων, της κατάθλιψης αλλά και της χρήσης νόμιμων και παράνομων
ουσιών προκειμένου να αντεπεξέλθουν οι εργαζόμενοι σε ένα όλο και
σκληρότερο εργασιακό περιβάλλον είναι κάτι που παρατηρείται σε μέλη όλων
των κοινωνικών στρωμάτων. Περιστατικά κατάχρησης τέτοιων ουσιών που
έχουν οδηγήσει μέχρι και στον θάνατο έχουν απασχολήσει συχνά τα μέσα
ενημέρωσης, χωρίς βέβαια αυτό να έχει αλλάξει κάτι. Οι φτωχοί επίσης
πεθαίνουν νεότεροι από τους πλούσιους (το προσδόκιμο ζωής τους είναι
μειωμένο κατά 11 χρόνια για τους άντρες και κατά 8 χρόνια για τις
γυναίκες), κάτι που οφείλεται στην κατανάλωση φτηνότερων προϊόντων, στις
χειρότερες συνθήκες διαβίωσης αλλά και στο αυξανόμενο άγχος με το οποίο
έρχονται αντιμέτωποι.
Σημαντικές όμως είναι και οι συνέπειες στο συνταξιοδοτικό σύστημα,
ιδίως για τους νέους εργαζόμενους. Παρά την αύξηση των ασφαλιστικών
εισφορών για τους μισθωτούς (από το 60% στο 70%) και τα χαμηλά ποσοστά
ανεργίας, το μέλλον των συνταξιούχων διαγράφεται ζοφερό. Ακόμα και
άνθρωποι που θα εργαστούν για όλη τους τη ζωή αναμένεται τελικά να
λάβουν συντάξεις πείνας, με τη «φτώχεια στα γεράματα» και την κοινωνική
κάθοδο στην τρίτη ηλικία να απειλεί όλο και περισσότερους. Έτσι αντί να
απολαμβάνουν τους κόπους μιας ζωής οι μελλοντικοί συνταξιούχοι
αναμένεται να καταδικαστούν να ζουν σε μικρά διαμερίσματα, να βασίζονται
σε κοινωνικά επιδόματα, ανησυχώντας για το πώς θα αντεπεξέλθουν στους
λογαριασμούς τους. Με πρόσχημα το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας και τη
«μακροβιότητα» των συνταξιούχων έχουν ήδη αρχίσει να ακούγονται φωνές
που ζητούν τη σταδιακή αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης στα 73 χρόνια
μέχρι το 2041, όπως επίσης και την προώθηση των μορφών ιδιωτικής
ασφάλισης.
Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι μια μεγάλη αναδιανομή προς
όφελος των δυνάμεων του κεφαλαίου, εξαιτίας και των μεγάλων μειώσεων στη
φορολογία του κεφαλαίου και των εργοδοτικών εισφορών που καλούνται να
καταβάλουν, μέτρα που έχουν προωθήσει οι τελευταίες κυβερνήσεις. Έτσι,
το φτωχότερο 50% του πληθυσμού κατέχει σήμερα μόλις το 2,5% του
κοινωνικού πλούτου, όταν το ανώτερο 10% κατέχει τα 2/3 και το ανώτερο 1%
το 1/3. Γύρω στα 2/3 του πληθυσμού δεν διαθέτει καθόλου ή διαθέτει
ελάχιστη περιουσία. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια οι πραγματικοί μισθοί
και η αγοραστική δύναμη αυτού του 50% υποχωρεί συνεχώς και το κόστος
ζωής αυξάνεται (αποτέλεσμα και της εισαγωγής του ευρώ, που έπληξε
ιδιαίτερα τα λαϊκά στρώματα) καθώς οι πραγματικοί μισθοί είναι όλο και
χαμηλότεροι.
Βεβαίως και η μεσαία τάξη της χώρας πλήττεται έντονα καθώς τις
τελευταίες δεκαετίες λαμβάνει χώρα μια αργόσυρτη αποδιάρθρωσή της. Την
τελευταία δεκαετία τα στρώματα αυτά συρρικνώθηκαν σύμφωνα με κάποιους
υπολογισμούς από το 64% στο 58% (χάνοντας γύρω στα 3 εκατομμύρια από το
1991). Μία από τις συνέπειες του γεγονότος αυτού είναι και η εντεινόμενη
υπερχρέωση του πληθυσμού, με πάνω από το 10% των ενηλίκων να έχει
συσσωρεύσει χρέη και συνολικά 10-12 εκατομμύρια να κινδυνεύουν να
βυθιστούν ή να έχουν ήδη βυθιστεί σε χρέη που δεν ξέρουν πώς να
αποπληρώσουν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα με άμεσες πρακτικές επιπτώσεις
είναι οι συνεχόμενες αυξήσεις στα τιμολόγια του ηλεκτρικού ρεύματος, που
οδηγούν εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά να μένουν χωρίς ρεύμα και σε
κάποιες περιπτώσεις ακόμα και χωρίς νερό.
Θα περίμενε κανείς ότι η εντεινόμενη φτωχοποίηση των Γερμανών και η
αντιμετώπισή της θα αποτελούσε κεντρικό θέμα συζήτησης στο κοινοβούλιο.
Καθώς όμως οι οικονομικοί δείκτες ευημερούν και η επίσημη ανεργία
μειώνεται, η κουβέντα δεν αγγίζει τον πυρήνα του ζητήματος, δηλαδή την
ανάγκη γενναίων μισθολογικών αυξήσεων και κρατικής παρέμβασης στην αγορά
εργασίας. Και καθώς τα 2/3 των
οικονομικών και πολιτικών ελίτ της χώρας προέρχονται από το ανώτερο 3,5%
του πληθυσμού και οι αντιστάσεις στις συγκεκριμένες πολιτικές δεν έχουν
βρει ακόμη την απαιτούμενη οργάνωση και πολιτική έκφραση, μάλλον δεν θα
πρέπει να αναμένουμε στο άμεσο μέλλον σημαντικές ανατροπές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.