του Ξενοφώντα Μιχαηλίδη
Την παράσταση του μέλλοντος, ως μιας επ’ αόριστον, βασιζόμενης
στα ορυκτά καύσιμα εκθετικής ανάπτυξης, ήρθε να υπονομεύσει, τις
τελευταίες δεκαετίες η κρίση του περιβάλλοντος- της υπερθέρμανσης του
πλανήτη.
Από τις αρχές του 21ου αιώνα-οπότε και ανεξάρτητες επιστημονικές εκθέσεις(1) ,
τεκμηριώνουν την αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη εξαιτίας
κυρίως της αύξησης συσσώρευσης του διοξειδίου του άνθρακα (CO2),
καθιστούν όλο και προφανέστερο ότι εδώ διακυβεύεται κάτι πολύ
σπουδαιότερο κι από την αυτοκτονία του καπιταλισμού· ότι δεν πρόκειται
απλώς για μια βουκολική υπεράσπιση της φύσης· πρόκειται για την επιβίωση
του ανθρώπινου είδους και της κατοικίας του.
Μια ανάπτυξη, αντίστοιχη της εποχής των ορυκτών καυσίμων, θα ήταν
δυνατή μόνον αν νέες πηγές ενέργειας μπορoύσαν να υποκαταστήσουν τους
εξαντλούμενους ρυπογόνους υδρογονάνθρακες.
Στην άμεση αναγκαιότητα θέσπισης νόμων ενάντια στη ρύπανση και στην
ανάπτυξη νέων τεχνολογιών, η EE αντέδρασε με μια πολύ φιλόδοξη
ενεργειακή πολιτική, με τον εντυπωσιακό τίτλο target model 20-20-20, με
τρεις δέσμες στόχων και πολιτικών έως το 2020 : 1) 20% μείωση των
εκπομπών 2) 20% κατανάλωση ενέργειας από ΑΠΕ και 3) 20% βελτίωση της
απόδοσης.
Στο επίκεντρο αυτών των πολιτικών υπάρχουν δύο κύριες αντιφατικές και στρεβλωτικές (Newbery) (2) μεταξύ
τους ρυθμίσεις: ένα σύστημα εμπορίας χρέους εκπομπών CO2 (ETS) και η
επιβολή εγγυημένων κυβερνητικών επιδοτήσεων για τις ΑΠΕ ((feed in
tariffs(FIT’s)).
Δεν έχει νόημα, συμπεραίνει ο Richard Tol(3) ,
να συνδυάζει κανείς τους στόχους μείωσης των εκπομπών με αυτούς των ΑΠΕ·
οι πρώτοι είναι αρκετοί για να πετύχει κανείς μείωση των εκπομπών.
Το στρεβλωτικό αποτέλεσμα των αντιφατικών πολιτικών πολλαπλό: καμία
πρόσθετη μείωση εκπομπών· το κόστος αυξάνεται· η τεχνολογική καινοτομία
αναβάλλεται/επιβραδύνεται· η αβεβαιότητα υπονομεύει νέες συμβατικές
επενδύσεις· το περιβαλλοντικό κόστος μετακυλύεται δυσανάλογα στους
εργαζόμενους και στους καταναλωτές.
Οι επιδοτήσεις των ΑΠΕ- ανήλθαν στα 3 δις ευρώ την τελευταία τριετία
στη χώρα μας- χρηματοδοτούνται κυρίως από το κοινό και αυξάνουν τα κέρδη
των παραγωγών ΑΠΕ.
Επιδοτήσεις και τέλος μειώνουν το κόστος των ΑΠΕ σε σχέση με αυτό των
υδρογονανθράκων ενώ ταυτόχρονα αυξάνουν τις τιμές της ηλεκτρικής
ενέργειας.
Ενώ οι επιδοτούμενες πολιτικές έχουν δημιουργήσει μια εντυπωσιακή
ανάπτυξη των ΑΠΕ, έχουν επίσης δημιουργήσει σαφώς ακόμη μεγαλύτερη
ανισορροπία στις ήδη ασταθείς αγορές ηλεκτρικής ενέργειας αλλά και,
ταυτόχρονα, εξουθενωτικές επιπτώσεις για τις υπάρχουσες λιγνιτικές
μονάδες.
Κλείνοντας ή υπολειτουργώντας όμως λιγνιτικές μονάδες και στρέφoντας
το ενδιαφέρον σε ΑΠΕ με πολύ υψηλότερο κόστος (έως 280 ευρώ/MWh έναντι
60 της λιγνιτικής) και απαξιώνοντας σε μια νύχτα 70 χρόνια πρότυπης
χρήσης ενέργειας, εξαλείφονται χιλιάδες θέσεις εργασίας στην παραγωγή
ηλεκτρικής ενέργειας αλλά και σε κάθε άλλη οικονομική δραστηριότητα·
πολλές από αυτές απλά κατευθύνονται προς τις γειτονικές βαλκανικές
χώρες χωρίς αυστηρή ή καθόλου ρύθμιση των εκπομπών CO2 ή επιδοτήσεων
ΑΠΕ.
Ακόμη πιο παράδοξο, σύμφωνα με τον Economist και την ελβετική Finadvice(4) ,
οι επιδοτήσεις των ΑΠΕ στην ΕΕ, αντί να μειώνουν τις συνολικές
εκπομπές, στην πραγματικότητα, το μόνο που κάνουν, είναι να
μετατοπίζουν τις μειώσεις των εκπομπών μακριά από άλλες πιθανές
στρατηγικές μείωσης άνθρακα, όπως η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης ή η
εξοικονόμηση.
Από κοινωνική δε άποψη, οι εν λόγω πολιτικές οδηγούν σε μετακύλιση
του περιβαλλοντικού κόστους στους εργαζόμενους και στους καταναλωτές· οι
υψηλότερες τιμές επιβαρύνουν κυρίως τα φτωχά και τα μεσαίας τάξης
νοικοκυριά με υψηλότερο κόστος για τις καθημερινές τους ανάγκες. Έχουμε
μια αναδιανομή πλούτου από τους πιο φτωχούς προς εκείνους που διαθέτουν
τους πόρους.
Και ενώ -μετά τις εμπειρίες αυτές- οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες
βρίσκονται σε κατάσταση περίσκεψης και πολλές έχουν ήδη κόψει τις
εγγυημένες τιμές (Ιταλία, Ισπανία, στην Πορτογαλία η μείωση αποτελεί
μνημονιακή επιταγή), η Πολωνία αντιμάχεται με νύχια και με δόντια το
τέλος CO2-, η ΕΕ, φαινομενικά, κλιμακώνει, μετά το 2020, τη στρατηγική
μείωσης των ρύπων διπλασιάζοντας το ποσοστό από 20 σε 40% και
αυξάνοντας την κατανάλωση από ΑΠΕ, από 20% σε 27%.
Σημειωτέον ότι απουσιάζει κάθε πρόβλεψη για βελτίωση της απόδοσης ή για ανάπτυξη νέων τεχνολογιών.
Στον αντίποδα, η ελληνική κυβέρνηση τον περασμένο μήνα ψήφισε
νομοσχέδιο που αυξάνει ακόμη περισσότερο τις εγγυημένες τιμές των ΑΠΕ.
«Η διατήρηση τόσο στρεβλωτικών επιδοτήσεων απορρέει από μια και μόνο πηγή: την πολιτική» γράφει ο Stiglits(5) αναφερόμενος
στις επί σαράντα χρόνια τεράστιες επιδοτήσεις των ΗΠΑ για την ανάπτυξη
της νηπιακής τεχνολογίας της αιθανόλης που δεν έμελε να μεγαλώσει ποτέ.
Εάν, οι επιπτώσεις του τέλους CO2 και των επιδοτήσεων ΑΠΕ αυξάνουν
τις τιμές των βασικών αναγκών της καθημερινότητας, αυξάνουν τις
εκπομπές ρύπων, και δημιουργούν ουσιαστικά την ανάγκη επιδότησης για τη
δημιουργία ασφαλούς/αξιόπιστης παραγωγής και για τις λιγνιτικές
μονάδες, τότε πού είναι τα περιβαλλοντικά οφέλη για να δικαιολογήσουν
την τεράστια επιβάρυνση που δυσανάλογα επιφορτίστηκε στα φτωχά και
μεσαία νοικοκυριά;
To ζήτημα είναι πολύ πιο σοβαρό και απαιτητικό, διότι δεν φτάνει
μια μονοκοντυλιά (ένας φόρος, μια επιδότηση ή ένας νέος νόμος) ή μια
αναθεώρηση του μοντέλου για να εξαλείψουμε το φαινόμενο του θερμοκηπίου.
Μια καθολική εποπτεία της ιστορίας της τεχνολογικής εξέλιξης του
περασμένου αιώνα καθώς και των νέων εναλλακτικών τεχνολογιών (σε τι
βαθμό έχουν αναπτυχθεί) μας επιβάλλει τη διαπίστωση ότι απαιτούνται
σημαντικές τεχνολογικές πρόοδοι και μεγάλα βήματα προκειμένου να
επιτευχθεί ένα βιώσιμο ενεργειακό μέλλον που θα βασίζεται στις ΑΠΕ.
Η παγκόσμια ενεργειακή μετάβαση θα είναι παρατεταμένη (20-50 χρόνια) και δαπανηρή.
Έχει δε σημασία να καταλάβουμε ότι απαιτούνται όγκοι επενδύσεων πολύ
μεγαλύτεροι από το σύνολο των δημοσίων επενδύσεων που πραγματοποιούνται
σήμερα στις πλούσιες χώρες σημειώνει ο Pickety (6).
To συνετό είναι να καταφύγουμε σε μιαν ισορροπημένη στρατηγική για
την επίτευξη μιας βιώσιμης ανάπτυξης που θα βασίζεται στην παραγωγή
ενέργειας από τη μεγαλύτερη απόδοση, την εξοικονόμηση και τις
εναλλακτικές πηγές.
Στο μεταξύ, έως τότε, οι αποτελεσματικότερες επενδύσεις για τη χώρα,
για την προστασία του περιβάλλοντος, την οικονομική ανάπτυξη και την
ασφάλεια, θα είναι οι επιλεκτικές επενδύσεις σύγκλισης των αποδόσεων των
ενεργειακών της συστημάτων με αυτές των δυτικών οικονομιών.
Οι τυπικές θερμοδυναμικές αποδόσεις μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής
ενέργειας από άνθρακες στις δυτικές οικονομίες βρίσκονται κοντά στο 40%,
ενώ οι τυπικές αποδόσεις των λιγνιτικών της ΔΕΗ γύρω στο 30%.
Η ανάλυση δείχνει ότι μόνο με 1% βελτίωση στην απόδοση, εξοικονομούμε
συνολικά τουλάχιστον 55,6 εκατ. ευρώ ετησίως. Είναι θέμα απλής
αριθμητικής για να διαπιστώσει κανείς την αλόγιστη σπατάλη που γίνεται
και τα ανυπολόγιστα οφέλη που μπορούν να προκύψουν από μια βελτίωση 10
εκατοστιαίων μονάδων.
Κάθε ευρώ δαπάνης για παρεμβάσεις σύγκλισης των αποδόσεων με αυτές
των δυτικών οικονομιών μειώνει το κόστος παραγωγής, εξοικονομεί
αποθέματα, ελαχιστοποιεί τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, δημιουργεί και
διασφαλίζει θέσεις εργασίας, καθιστά την οικονομία ανταγωνιστικότερη,
παράγει μεγαλύτερη ποσότητα συνολικού ΑΕΠ.
Κάθε αύξηση της απόδοσης της μετατροπής ενέργειας σε χρήσιμο έργο
οδηγεί, μέσω της μείωσης των τιμών, στην πολυπόθητη ανάπτυξη, αυξάνοντας
έτσι τη ζήτηση για όλα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες. Αυτό, με τη σειρά
του, δημιουργεί κίνητρα για νέες επενδύσεις, νέες καινοτομίες, και
περαιτέρω μειώσεις των τιμών, με αποτέλεσμα πρόσθετη ζήτηση, και
περαιτέρω ανάπτυξη.
* Ο Ξενοφώντας Μιχαηλίδης είναι Αν. Γραμματέας του Συλλόγου
Διπλωματούχων Μηχανικών ΔΕΗ, χημικός μηχανικός, BS, MS Columbia
University, ΜΒΑ University of Sheffield.
1) IPCC, Fourth Assessment Report : Climate Change, 2007,
2) Newbery Security of Supply, Capacity Auctions and Interconnectors, February 2014,
3) Richard S.J. Tol, “ Targets for Global Climate Policy: An overview :2012,
4) "Finadvice, :Development and Integration of renewable energy:Lessons learned from Germany , Switzerland July 2014,
5) J.Stiglits «Το τίμημα της ανισότητας», σελ. 92, Παπαδόπουλος 2012,
("ΤΟ ΒΗΜΑ")
Βρε πως αλλάζουν οι καιροί...Φώντα αγαπημένε μου όταν εγώ φώναζα για τα στραβά στη ΔΕΗ εσύ ήσουν μέλος της επιτροπής που με καταδίκαζε. Τώρα τι ξέχασες? Τι άλλαξε? Δεν υπάρχει μάσα? Μήπως μου διαφεύγει κάτι?
ΑπάντησηΔιαγραφή