Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2016

Κατερίνα Γώγου: 25 χρόνια χωρίς την οργισμένη ποιήτρια των Εξαρχείων (Βίντεο και φωτό)

«Εμένα, οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά,  
        εμένα, οι φίλες μου είναι σύρματα τεντωμένα»
Κατερίνα Γώγου

Επαναστάτρια, αυτοκαταστροφική, αντισυμβατική, αναρχική και ακτιβίστρια. Αυτή ήταν η Κατερίνα Γώγου, η ηθοποιός, ποιήτρια και συγγραφέας, που έφυγε από τη ζωή στις 3 Οκτωβρίου 1993, μπαίνοντας στο πάνθεον των «Αγίων των Εξαρχείων».

Γεννήθηκε την 1η Ιουνίου 1940 στην Αθήνα και από τα έξι χρόνια της ξεκίνησε τη θεατρική της καριέρα ως παιδί - θαύμα.
Το 1952 πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Ο Άλλος», δίπλα στον Γιώργο Παππά. Σπούδασε υποκριτική στη δραματική σχολή του Τάκη Μουζενίδη και χορό στη σχολή της Κούλας Πράτσικα.

Τα πρώτα της επαγγελματικά βήματα στο θέατρο τα έκανε με τον θίασο του Ντίνου Ηλιόπουλου στο έργο των Ευαγγελίδη - Μαρή «Κύριος 5%».
Φήμη, όμως, απέκτησε στα κινηματογραφικά πλατό της Φίνος Φιλμ κατά τη δεκαετία του ‘60, παίζοντας δεύτερους ρόλους σε δεκάδες ταινίες, συνήθως κωμωδίες, στις οποίες ήταν η «θεότρελη» μικρή αδελφή, το «ατίθασο νιάτο» ή η σκανδαλιάρα υπηρέτρια.
Χαρακτηριστικοί είναι οι ρόλοι της στις ταινίες «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» (1959), «Νόμος 4.000» (1962), «Δεσποινίς Διευθυντής» (1964), «Γάμος αλά ελληνικά» (1964), «Η γυνή να φοβήται τον άνδρα» (1965), «Μια τρελή τρελή οικογένεια» (1965).

Τον εμπορικό κινηματογράφο τον απαρνήθηκε στα χρόνια της μεταπολίτευσης, τα οποία τη βρήκαν πολιτικά ενταγμένη σε ομάδες της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς.
Ο πρώτος της ρόλος σε ταινία του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου ήταν στο «Βαρύ Πεπόνι» (1977) του τότε συζύγου της Παύλου Τάσιου (1942-2011), με τον οποίο απέκτησε μία κόρη τη Μυρτώ Τάσιου (1967-2015). Ακολούθησε η σπαρακτική της εμφάνιση, ως αφηγήτριας, στην «Παραγγελιά» (1980) του ιδίου, στην οποία απήγγειλε ποιήματα από τις συλλογές της «Τρία κλικ αριστερά» και «Ιδιώνυμο», που αγαπήθηκαν ιδιαίτερα από τη νεολαία της εποχής.

Το 1977 τιμήθηκε με βραβείο α’ γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης για την ερμηνεία της στο «Βαρύ Πεπόνι» και το 1984 με βραβείο β’ γυναικείου ρόλου στην ταινία του Αντρέα Θωμόπουλου «Όστρια ή το τέλος του παιγνιδιού», όπου είχε συνυπογράψει το σενάριο.
Εκτός από τη μεγάλη πορεία της στο θέατρο και στον κινηματογράφο, χάραξε σημαντική τροχιά και στη νεοελληνική ποίηση, κατορθώνοντας να περάσει στο συλλογικό επίπεδο τις αγωνίες της προσωπικής διαδρομής της στην τέχνη και τη ζωή.

Η βαθιά πολιτική στάση της, η αναρχική της διάθεση, η περιθωριακή συνείδησή της και οι κοινωνικές ανησυχίες της διαπερνούν ολόκληρη την ποιητική της παραγωγή, που ξεκίνησε το 1978 και ολοκληρώθηκε το 2002, με τη μεταθανάτια έκδοση του «Με λένε Οδύσσεια».

Η αναρχική ποίητρια 

Το πρώτο της βιβλίο με τίτλο «Τρία κλικ αριστερά» πούλησε πάνω από 40.000 αντίτυπα, αριθμός που, όπως λένε οι εκδότες, ήταν σπάνιος για ποιητικές συλλογές και μόνο ο Ελύτης και ο Ρίτσος τον έφταναν. Το βιβλίο μάλιστα μεταφράστηκε και στα αγγλικά και κυκλοφόρησε το 1983 στην Αμερική.
Το 1980 η Γώγου πρωταγωνίστησε στην ταινία «Παραγγελιά». Σκηνοθέτης ήταν ο σύζυγός της, Παύλος Τάσιος. Στην ταινία χρησιμοποιήθηκαν ποιήματά της που απήγγειλε η ίδια και ήταν επενδυμένα μουσικά από τον Κυριάκο Σφέτσα.

Η Αφροδίτη Μάνου έχει αναφέρει για την ποίηση της Γώγου: «ο τρόπος γραφής της δείχνει έναν άνθρωπο πάρα πολύ ευαίσθητο. Έναν άνθρωπο που έχει βγάλει το δέρμα του και ζει σε φοβερές εντάσεις». ...

Η μητέρα

Η Κατερίνα Γώγου είχε αρκετούς συντρόφους στη ζωή της. Η μεγάλη της αγάπη όμως ήταν ο σύζυγός της Παύλος Τάσιος. Μαζί απέκτησαν την κόρη τους Μυρτώ, η οποία άθελά της έγινε η αιτία για να μπλέξει και η ίδια η Γώγου με τα ναρκωτικά.

Η κοπέλα άρχισε να κάνει χρήση ουσιών σε νεαρή ηλικία και η μητέρα της προσπάθησε να τη βοηθήσει να απεξαρτηθεί. Ωστόσο, δεν τα κατάφερε και τελικά παρασύρθηκε και η ίδια.
Τελικά, η Μυρτώ Τάσιου έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 48 ετών, ενώ βρισκόταν σε ταξίδι στην Αθήνα, ύστερα από πολλά χρόνια διαμονής σε ένα χωριό κοντά στο Λέτσε, στο Ουτζέντο της Ιταλίας.

Η Κατερίνα Γώγου και οι αναρχικοί

Η Κατερίνα Γώγου ανήκε στον αντιεξουσιαστικό χώρο των Εξαρχείων και είχε ενεργή αντισυμβατική δράση. Στάθηκε στο πλευρό πολλών αναρχικών και συμμετείχε σε επιτροπές που μάχονταν για την αποφυλάκισή τους.

Τον Μάρτιο του 1991 έστειλε ενυπόγραφη επιστολή στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία, μέσω της οποίας εξέφραζε την στήριξή της προς τον αναρχικό Κυριάκο Μαζοκόπο και τον Γιάννη Πετρόπουλο που ήταν φυλακισμένοι. Η Γώγου συνήθιζε να εικονογραφεί την ποίησή της με φωτογραφίες από πορείες διαμαρτυρίας και αγώνες του αντιεξουσιαστικού χώρου. Η σχέση της με την αστυνομία δεν ήταν καθόλου καλή, καθώς είχε συλληφθεί αρκετές φορές και είχε λογοδοτήσει στις αρχές για την αντισυμβατική συμπεριφορά της.
Όταν τον Ιανουάριο του 1980, η «17 Νοέμβρη» σκότωσε στο Παγκράτι δύο αστυνομικούς, η Γώγου συνελήφθη σαν ύποπτη, μετά από καταγγελία ενός μάρτυρα, που υποστήριξε ότι είδε μια γυναίκα να απομακρύνεται τρέχοντας από το σημείο της δολοφονίας. Αποδείξεις  δεν βρέθηκαν ποτέ και η Κατερίνα αφέθηκε ελεύθερη. Έξι χρόνια μετά ήρθε και πάλι αντιμέτωπη με τις αστυνομικές αρχές. Αυτή τη φορά μετά από μήνυση που έκανε η ίδια στον τότε Υπουργό Δημόσιας Τάξης, γιατί κατά τη διάρκεια μιας πορείας είχε δεχτεί επίθεση από αστυνομικούς. ...
Συχνά διακωμωδούσε τη σχέση της με την αστυνομία. Ο Αντώνης Καφετζόπουλος, που αν και ήταν 10 χρόνια μικρότερός της, ήταν φίλος της, έχει διηγηθεί ένα ευτράπελο περιστατικό με τη Γώγου. Οι δυο τους βρίσκονταν στον Πειραιά και έκαναν βόλτα με ένα «σαραβαλάκι» που οδηγούσε ο ηθοποιός. Εκείνη την ημέρα είχαν απεργία τα ταξί και τους έκαναν «ώτο στοπ» δύο αστυνομικοί. Αφού τα όργανα της τάξης επιβιβάστηκαν στο αυτοκίνητο, η Γώγου είπε στον Καφετζόπουλο: «πρόσεχε πως οδηγείς γιατί αν έχουμε κανένα ατύχημα και βρουν αυτά τα τέσσερα πτώματα ανακατεμένα μέσα στο αυτοκίνητο, δε μας ξεπλένει ούτε ο Νιαγάρας». ...

Το μοναχικό τέλος

Το 1991 η Γώγου πάλευε ήδη με τους δαίμονές της. Όπως έκαναν νωρίτερα και οι άλλοι δύο «άγιοι των Εξαρχείων», όπως τους αποκαλούν, Νικόλας Άσιμος και Παύλος Σιδηρόπουλος. Εκείνη τη χρονιά η Κατερίνα είχε πει σε συνέντευξή της: «Ελεύθερος σκοπευτής ήταν ο Άσιμος. Τον δολοφόνησαν. Τον Παύλο Σιδηρόπουλο, το ίδιο. Η μόνη επιζήσασα, εγώ». Όχι όμως για πολύ.

«Είχε κλείσει ο κύκλος της. Είχε ολοκληρωθεί, δεν είχε κάτι άλλο να δώσει. Μου το έλεγε. Γύρισε στο σπίτι που μεγάλωσε, στο Μεταξουργείο. Εμένα μου φαίνεται ότι είχαν στηθεί όλα από την ίδια», ανέφερε η κόρη της. Το ίδιο υποστήριξε και ο φίλος της και ποιητής Γιώργος Χρονάς. «Φεύγω για αλλού», του είχε πει λίγες ημέρες πριν αυτοκτονήσει, όταν τον είχε επισκεφτεί ένα πρωί και του είχε ζητήσει να την κεράσει λίγο ουίσκι. ...


Η Κατερίνα Γώγου με τα μάτια της κόρης της

«Γεννήθηκα στις 10 Οκτωβρίου 1967. Μητέρα μου είναι η Κατερίνα Γώγου, ηθοποιός και ποιήτρια.

Πατέρας μου είναι ο Παύλος Τάσιος, σκηνοθέτης. Και οι δυο πέθαναν νέοι. Οταν ήμουν μικρή, πήγα στη Σχολή Μοντεσόρι και μετά έβγαλα μια καλών τεχνών, γιατί είχα πάθος με τη ζωγραφική. Μετά ειδικεύτηκα στη βυζαντινή τέχνη. Αρχισα να δουλεύω με τον Μιχάλη Αγγελιδάκη.

Στο μεταξύ έκανε μπαμ η επιτυχία της Κατερίνας. Δυστυχώς, έφερε αντίθετα αποτελέσματα. Αρχισε να πίνει και να αυτοκαταστρέφεται με όλους τους τρόπους. Ενιωθα ενοχές που δεν μπορούσα να τη βοηθήσω και μπλέχτηκα κι εγώ μέσα. Ο πατέρας μου με παρακολουθούσε διακριτικά. Μου έκανε την πρόταση να πάω στην κοινότητα Saman στο Πελέρμο κι εγώ δέχτηκα.

Εναν χρόνο μετά τον θάνατο της Κατερίνας άρχισα να παίρνω τα πάνω μου. Ξανάρχισα να ζωγραφίζω και να γράφω. Εβλεπα το μέλλον μου με διαφορετικό τρόπο. Ολες οι αναμνήσεις έγιναν πεταλούδες, πέρασαν. Είκοσι χρόνια πέταξαν. Το μόνο που ζητάω είναι να ζήσω ελεύθερη χρωματιστά».

Έτσι αυτοσυστήνεται στο βιβλίο της που υπογράφει με τη ζωή της. Τη Μυρτώ την ξέρω από παιδί.

«Αλλες φορές μου έρχεται και γράφω, άλλες φορές ζωγραφίζω, αγαπώ και τα δύο», θα πει η Μυρτώ. Αναγνωρίζοντας, όμως, ότι «η ποίηση είναι πιο κοντά στον πυρήνα των πραγμάτων». «Αλλά ζωγράφιζα κι έγραφα από παιδί. Είχα γράψει ένα ποίημα για τα παιδιά του Πολυτεχνείου, θυμάσαι; Γιατί οι γονείς μου ήταν αριστεροί. Ημουν τότε έξι χρονών. Και με πήρε η μητέρα μου, το 1974 ήταν, και πήγαμε στο Πολυτεχνείο, μου είχε δώσει κι ένα λουλούδι κόκκινο κι ένα χαρτάκι που έλεγε ?θα κάνω το παιδί μου να σας μοιάζει?, γιατί γεννήθηκε στη χούντα, είμαι χουντόπαιδο εγώ», γυρίζει τον χρόνο πίσω.
«Από την Ελλάδα έφυγα το 1992, έναν χρόνο μετά που πέθανε η μαμά. Ηρθα σε ένα κέντρο αποτοξίνωσης στην Ιταλία, σε μια κοινότητα και δεν ξαναγύρισα ποτέ. Μόνο για μικρά διαστήματα. Δεν ήθελα να γυρίσω, αν και πότε πότε με έπιανε η νοσταλγία, ήταν πολύ δύσκολα χρόνια, φτώχεια, μιζέρια, πείνα, ναρκωτικά».

Αναγνωρίζει πως ναι «η τέχνη είναι η διαχείριση της απώλειας». Περιγράφει με ενθουσιασμό τη ζωή της: «Ξέρεις, κάνω συντήρηση έργων τέχνης εδώ. Μαζί με τον σύζυγό μου δουλεύουμε σε εκκλησίες, συντηρούμε εικόνες και φτιάχνω και εικόνες δικές μου, με τον δικό μου τρόπο. Εχουμε ένα μικρό εργαστήρι εδώ στο χωριό. Μας φωνάζουν και φτιάχνουμε εκκλησίες. Τα ποιήματα βγαίνουν όταν στενοχωριέμαι, όποτε είμαι πιεσμένη, τότε γράφω».
Την πονά η Ελλάδα, αλλά «η νοσταλγία ναι, είναι ένα αίσθημα. Ομως, με θλίψη θυμάμαι. Με θλίψη όλα εκείνα που έχασα από την Ελλάδα. Εχασα τα καλύτερά μου χρόνια. Αργησα να σωθώ». Το ότι σώθηκε «ναι, υπήρξε δική της απόφαση. Αποκλειστικά».
«Ναι, το χρώμα μου είναι το κόκκινο, το χρώμα της χαράς. Ξέρεις, είμαι σε ένα σπίτι κοντά στη θάλασσα, ο σύζυγός μου ψαρεύει, τρώμε φρέσκο ψαράκι συνέχεια, εδώ είναι οι γάτες, το εργαστήρι, ένας χαμός! Το Σάββατο θα ανέβουμε στο Ουντζέντο γιατί θέλουμε να κάνουμε εικόνες», είχε πει σε συνέντευξή της στο «Έθνος της Κυριακής» τον Δεκέμβριο του 2014.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.