Η διαπλοκή της Siemens, της Deutsche Bank και της Εθνικής Τράπεζας τις πρώτες μέρες της κατοχής, μέσα από τα ντοκουμέντα της Ανακριτικής Επιτροπής των αμερικανικών δυνάμεων κατοχής.
Στο περιθώριο των αποκαλύψεων για τα μαύρα ταμεία της Siemens που στοιχειώνουν την ελληνική πολιτική ζωή έχει επισημανθεί και το ιστορικό προηγούμενο με παλιά σκάνδαλα της ίδιας εταιρείας και τη διαπλοκή στελεχών της με παράγοντες του κομματικού συστήματος στην Ελλάδα. Ομως δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτό. Η Siemens έχει βαθιές ρίζες στην ελληνική πραγματικότητα και η σχέση της με το ελληνικό δημόσιο έχει σημαδέψει τις πιο κρίσιμες καμπές της οικονομικής ιστορίας της Ελλάδας κατά τον 20ό αιώνα.
Φέρνουμε σήμερα στη
δημοσιότητα ένα σημαντικό ιστορικό ντοκουμέντο, το οποίο δίνει μια άλλη
προοπτική σε όσα απασχολούν τη σημερινή επικαιρότητα. Καταρχήν συνδέει την
ιστορική παρουσία της Siemens στα ελληνικά πράγματα με τη δράση μιας άλλης
γιγάντιας γερμανικής εταιρείας, της τράπεζας Deutsche Bank. Και η γερμανική
αυτή τράπεζα βρίσκεται σήμερα στην επικαιρότητα, μετά από την πρόσφατη έκθεσή
της στην οποία έσπευσε να προκαταλάβει τη χρεοκοπία της Ελλάδας, ξεσηκώνοντας
θύελλα διαμαρτυριών στη χώρα μας και προκαλώντας την αντίδραση του ευρωβουλευτή
του ΣΥΡΙΖΑ Νίκου Χουντή, ο οποίος την κατηγόρησε για «κερδοσκοπικά παιχνίδια».
Το ντοκουμέντο για
το οποίο γίνεται λόγος περιλαμβάνεται στην Εκθεση του OMGUS (Office of Military
Government, United States), δηλαδή της Στρατιωτικής Κυβέρνησης των ΗΠΑ στο
έδαφος της Γερμανίας μετά τη νίκη των συμμάχων και το διαμοιρασμό του
γερμανικού κράτους σε ζώνες κατοχής. Το «υπουργείο Οικονομικών» (Finance
Division) αυτής της αμερικανικής στρατιωτικής κυβέρνησης ανέθεσε το 1945 σε
ειδικό τμήμα ερευνών τη μελέτη των βασικών ιδρυμάτων του ναζιστικού καθεστώτος,
με την εντολή στους ερευνητές να εισηγηθούν τρόπους για την αποναζιστικοποίηση
του μεταπολεμικού καθεστώτος. Η Έκθεση ολοκληρώθηκε το 1946.
Όπως επισημαίνεται
στο ντοκουμέντο αυτό, στην Ελλάδα δεν ακολουθήθηκε από τις κατοχικές δυνάμεις η
συνήθης οδός της άμεσης ιδιοποίησης των περιουσιών των πιστωτικών ιδρυμάτων,
αλλά επελέγη η οδός της «φιλικής συμφωνίας», δηλαδή η συνεργασία μιας μεγάλης
γερμανικής τράπεζας (της Deutsche Bank) με μια μεγάλη ελληνική (την Εθνική
Τράπεζα της Ελλάδας, ΕΤΕ).
Η σημασία αυτής της
«ειδικής μεταχείρισης» που είχε η Ελλάδα από τις δυνάμεις κατοχής στον
οικονομικό και χρηματοπιστωτικό τομέα σημαίνει ασφαλώς πολλά για τη διαπλοκή
οικονομικών και πολιτικών παραγόντων με το κατοχικό καθεστώς. Πρωταγωνιστικό
ρόλο σ’ αυτή τη «φιλική συμφωνία» της Deutsche Bank με την ΕΤΕ έπαιξε ως
διαμεσολαβητής η Siemens. Από πού κι ως πού; Μα η Siemens ίδρυσε την Deutsche
Bank, ενώ στην Ελλάδα κατείχε μέσω της εταιρείας τηλεφώνων Ανώνυμος Ελληνική
Τηλεφωνική Εταιρεία (ΑΕΤΕ) στρατηγικό ρόλο.
Στο ίδιο
ντοκουμέντο της OMGUS υπάρχει ειδικό κεφάλαιο για τη σχέση των δύο γερμανικών
κολοσσών: «Η στενή σχέση μεταξύ της Deutsche Bank και της επιχείρησης Siemens
έχει μια μακροχρόνια παράδοση και βασίζεται στα μεγάλα πλεονεκτήματα, τα οποία
απέφερε και στους δύο συνεργάτες αυτή η σύνδεση της μεγαλύτερης τράπεζας με ένα
από τα μεγαλύτερα βιομηχανικά συγκροτήματα στη Γερμανία. Μια αμοιβαία επιρροή
μεταξύ διαφορετικών εταιρειών εξασφαλίζεται στη Γερμανία κατά κανόνα μέσω
κατοχής μετοχών, μέσω χορήγησης πιστώσεων, και μέσω αλληλοδιαπλοκής των
διοικητικών συμβουλίων. Ολα αυτά τα στοιχεία ήταν παρόντα στη σχέση μεταξύ της
Siemens και της Deutsche Bank, αλλά ήταν περισσότερο αποτελέσματα της
συνεργασίας μεταξύ του βιομηχανικού γίγαντα και της τράπεζας και όχι τόσο
όργανα ενός μονόπλευρου ελέγχου. [...] Η σχέση μεταξύ της Deutsche Bank και του
συγκροτήματος Siemens ήταν πολύ στενή και πολύμορφη. Η Deutsche Bank είχε δεθεί
ήδη από την εποχή της ίδρυσής της με τον οίκο Siemens και διατήρησε το στενό
δεσμό για πολλές γενιές. Αυτός ο δεσμός εκδηλώνεται μέσα στην πυκνή
αλληλοδιασταύρωση των εποπτικών συμβουλίων, γίνεται φανερός στην παρουσία των
οκταψήφιων μετοχικών κεφαλαίων από τη Deutsche Bank στις συνεδριάσεις των
μετόχων της Siemens, στην κατοχή μετοχών της Deutsche Bank από τη Siemens και
στην εκτενή χρήση από τη Siemens των μηχανισμών της Deutsche Bank, και των
θυγατρικών της επιχειρήσεων στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.
Η σχέση άρχισε το έτος
1870, όταν ο ίδιος Georg Siemens, ένας ανιψιός του Werner Siemens, του ιδρυτή
της Siemens & Halske, συμμετείχε στην ίδρυση της Deutsche Bank και έγινε ο
ανώτερος διευθυντής της. Το 1893 η Siemens πήρε ένα δάνειο 10 εκατομμυρίων
μάρκων από την Deutsche Bank, η οποία από τότε εξελίχθηκε σε κύριο τραπεζικό
οίκο της Siemens».
Και την κρίσιμη
περίοδο της ναζιστικής κυριαρχίας διαπιστώνουμε ότι τα ίδια στελέχη μετέχουν
στις διοικήσεις των δύο οικονομικών συγκροτημάτων. Όσο για τη σχέση της Siemens
με την Ελλάδα, είναι γνωστό ότι ήδη από το 1927 η γερμανική εταιρεία είχε
εξαγοράσει το 80% της ΑΕΤΕ, ενώ τα ίδια στελέχη κατά τις παραμονές του πολέμου
κατείχαν διευθυντικές θέσεις στην ΑΕΤΕ και την «Σήμενς Ελληνική
Ηλεκτροτεχνική». Από τα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν στη «φιλική συμφωνία»
μεταξύ Deutsche Bank και ΕΤΕ, ξεχωρίζουν ο Ρίχαρντ Ντιρξ, αντιπρόσωπος της
Siemens στην Ελλάδα και ο Κωνσταντίνος Γουναράκης, ο οποίος ήταν ταυτόχρονα
διευθυντικό στέλεχος της ΕΤΕ, της ΑΕΤΕ και της «Σήμενς Ελληνική Ηλεκτροτεχνική».
Το ντοκουμέντο που
παρουσιάζουμε δεν έχει αξιολογηθεί από την τρέχουσα βιβλιογραφία για το ζήτημα,
παρά το γεγονός ότι αποτελεί ερμηνευτικό κλειδί για πολλά δυσερμήνευτα
προβλήματα της κατοχικής περιόδου, ενώ δίνει απαντήσεις και στις δυσκολίες που
συνάντησε το μεταπολεμικό ελληνικό κράτος σε ζητήματα αποζημιώσεων ή
αποκατάστασης της βλάβης που επέφερε η ναζιστική κατοχή.
Η πιο πρόσφατη
ιστορική μελέτη για την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας αναφέρεται, βέβαια, στη
συμφωνία με την Deutsche Bank, αλλά δίνει τη δική της ερμηνεία, ενώ δεν υπάρχει
αναφορά στην έκθεση του OMGUS:
«Το Γενικό
Συμβούλιο, κατόπιν σχετικής πρότασης του Διομήδη, αποφάσισε ομόφωνα τον Μάιο
1941 να ξεκινήσει, ως τακτική κίνηση άμυνας απέναντι στις κλιμακούμενες
οχλήσεις και πράξεις βίας των φιλοαξονικών δυνάμεων, συνομιλίες με την Deutsche
Bank, ιδιωτικό τραπεζικό ίδρυμα με το οποίο η Εθνική είχε προπολεμικά μακρά
συνεργασία. Προτιμήθηκε η Deutsche Bank, που θεωρούνταν πολιτικά ουδέτερη,
έναντι της στενότατα συνδεδεμένης με το ναζιστικό καθεστώς Dresdner Bank, με
την οποία επίσης η Εθνική είχε συνεργαστεί προπολεμικά» (Γιώργος Παγουλάτος «Η
Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, 1940-2000», σ. 68-9).
Είναι αλήθεια ότι η
Dresdner Bank είχε άμεση σχέση με το ναζιστικό καθεστώς. Αλλωστε και γι’ αυτή
την τράπεζα διατάχθηκε από τις αμερικανικές αρχές κατοχής έρευνα μετά τον
πόλεμο. Αλλά και η Deutsche Bank δεν ήταν καθόλου αμέτοχη στα ναζιστικά
εγκλήματα. Ηδη πριν από τον πόλεμο μετείχε στο πρόγραμμα επανεξοπλισμού της
Γερμανίας, ενώ σημαντικός ήταν ο ρόλος της και στην «Αριοποίηση» (“Arisierung”)
των επιχειρήσεων, δηλαδή την υφαρπαγή των εβραϊκών περιουσιών και την απόδοσή
τους σε «Αρίους» ημετέρους. Τα στελέχη της χρηματοδοτούσαν τον Χίτλερ πριν
ακόμα αυτός κατακτήσει την εξουσία.
«Στο ίδιο πνεύμα»,
συνεχίζει η μελέτη του Παγουλάτου, «ο Ζαβιτζιάνος, τον Μάιο του 1941, είχε
υποβάλει στον γερμανό διευθύνοντα σύμβουλο της Siemens στην Ελλάδα πρόταση
μεσολάβησης της Εθνικής προς την κυβέρνηση Τσολάκογλου, προκειμένου η γερμανική
εταιρεία να αναλάβει την εκμετάλλευση των υπεραστικών γραμμών στο πλαίσιο του
έργου ολοκλήρωσης του τηλεφωνικού δικτύου. Μετά από άμεσες και επιτυχείς
σχετικές διαπραγματεύσεις αντιπροσωπείας της Εθνικής υπό τον Διομήδη, οι δύο
τράπεζες (Εθνική και Deutsche Bank) υπέγραψαν, στις 17 Ιουνίου 1941, κοινό
συμφωνητικό που προέβλεπε τη σύσταση διμερούς ελληνογερμανικής επιτροπής, υπό
την προεδρία του διοικητή της ΕΤΕ, για την εξέταση των προοπτικών ανάπτυξης
στενότερων οικονομικών σχέσεων μεταξύ των δύο ιδρυμάτων. Το συμφωνητικό
προέβλεπε την κοινή μελέτη προτάσεων της ελληνικής πλευράς για την
εκβιομηχάνιση, εκμετάλλευση των υδατοπτώσεων, εξόρυξη λιγνίτη και μεταλλευμάτων
και ανάπτυξη των γεωργικών καλλιεργειών της χώρας. Η συμφωνία με την Deutsche
Bank (με τη σύμπραξη και της Siemens) προέβλεπε ειδικότερα τη σύσταση εταιρείας
από τις δύο τράπεζες, συνολικού κεφαλαίου 240 εκατομμυρίων δραχμών, που θα
καταβάλλονταν εξίσου από τα δύο μέρη, για την εκμετάλλευση λιγνιτών, με βάση
τεχνολογία εισαγόμενη από τη Γερμανία».
Στην ίδια μελέτη
επισημαίνεται ότι δεν υπήρξε συνέχεια, αλλά αποδίδεται στη συμφωνία αυτή
εξαιρετική σημασία: «Η συμφωνία δεν προχώρησε ποτέ στα επόμενα στάδια
υλοποίησης, καθώς η Εθνική δεν διέθεσε τα απαιτούμενα κεφάλαια. Αλλωστε η από
κοινού εταιρεία προβλεπόταν να έχει διάρκεια ενός έτους, μετά την άπρακτη
πάροδο του οποίου θα διαλυόταν αυτόματα. Η συμφωνία με την Deutsche Bank
αποσκοπούσε στην αναζήτηση ενός ισχυρού ‘μέσου άμυνας’ για την Τράπεζα, μιας
έξωθεν ισχυρής προστασίας απέναντι σε επεμβάσεις γερμανικών επιχειρηματικών παραγόντων
που απειλούσαν όχι μόνο περιουσιακά στοιχεία, αλλά κυρίως την ίδια την
αυτοτέλεια της Εθνικής. Τέτοια προστασία δεν μπορούσε βέβαια να παρασχεθεί από
τις εγχώριες κατοχικές κυβερνήσεις. Η τακτική αυτή κίνηση απέδωσε, εν μέρει,
αφού η παρέμβαση της Deutsche Bank κατά τις συνομιλίες κορυφής των δυνάμεων του
Αξονα, το καλοκαίρι του 1941, είχε ως αποτέλεσμα να ζητηθεί από τις ελλαδικές
αρχές να σεβαστούν την αυτοτέλεια της Εθνικής, πράγμα που προσωρινά οδήγησε
στον αισθητό περιορισμό των πιέσεων και επεμβάσεων στη λειτουργία της Τράπεζας.
Τον Νοέμβριο 1941, ο Ζαβιτζιάνος ανέφερε με ικανοποίηση στο Συμβούλιο ότι μετά
τη συνομολόγηση της σύμβασης με την Deutsche Bank έπαυσαν όλες οι πιέσεις που
προέρχονταν από τη γερμανική πλευρά. Τον Φεβρουάριο 1942, ο Ζαβιτζιάνος
ενημέρωνε το Συμβούλιο ότι μετά από τις αποφάσεις που ελήφθησαν στη Ρώμη κατά
τις ιταλογερμανικές συνομιλίες σε σχέση με την Ελλάδα, με κοινή συνεννόηση των
δυνάμεων κατοχής, και παρά τη δυσφορία ιταλικών κύκλων για τη συμφωνία με την
Deutsche Bank, εξασφαλίστηκε η ανεξαρτησία της Εθνικής έναντι οποιασδήποτε
επέμβασης ή ανάμειξης τρίτων. Τα μέλη του Συμβουλίου ομόφωνα και ενθέρμως
επιδοκίμασαν τη συμφωνία με την Deutsche Bank για την ορθότητα και το ρεαλισμό
της στην προστασία των συμφερόντων της Εθνικής» (σ. 69-70).
Αντίθετα από τις
εκτιμήσεις αυτές που βασίζονται στη θεωρία της «ανεξαρτησίας» της Deutsche
Bank, η πολυσέλιδη Εκθεση του OMGUS καταλήγει σε ένα συμπέρασμα το οποίο δεν
αφήνει καμιά αμφιβολία για τον ενεργό ρόλο της τράπεζας στο ναζιστικό καθεστώς.
«Προτείνονται τα
ακόλουθα:
1. Η Deutsche Bank
πρέπει να διαλυθεί,
2. Οι υπεύθυνοι
συνεργάτες της Deutsche Bank πρέπει να κατηγορηθούν και να παραπεμφθούν ως
εγκληματίες πολέμου ενώπιον δικαστηρίου
3. Τα διευθυντικά
στελέχη της Deutsche Bank πρέπει να αποκλειστούν από την ανάληψη σημαντικών ή
υπεύθυνων θέσεων στην οικονομική και πολιτική ζωή της Γερμανίας».
Σήμερα γνωρίζουμε
ότι η εμπεριστατωμένη Εκθεση του OMGUS δεν υιοθετήθηκε ποτέ από τους Συμμάχους.
Μετά την ανάδειξη του Τρούμαν στην προεδρία των ΗΠΑ έπαυσε να υπάρχει ο στόχος
της «αποναζιστικοποίησης» του γερμανικού καθεστώτος που επιχείρησε η κυβέρνηση
Ρούζβελτ. Ο στόχος πλέον ήταν η ανασυγκρότηση της Γερμανίας ως σημαντικού
παράγοντα του Ψυχρού Πολέμου. Όχι μόνο δεν διαλύθηκε η Deutsche Bank, αλλά τα
στελέχη της αξιοποιήθηκαν στις σημαντικότερες θέσεις. Ο ισχυρός της άνδρας
Χέρμαν Αμπς προσλήφθηκε ως άτυπος οικονομικός σύμβουλος από τις βρετανικές
δυνάμεις κατοχής, και χρημάτισε αργότερα προσωπικός συνεργάτης του Καγκελάριου
Αντενάουερ.
Η Ελλάδα δεν
μπορούσε να λείπει απ’ αυτή την «αξιοποίηση». Οπως μας πληροφορεί η ίδια μελέτη
για την ιστορία της ΕΤΕ: «Στο πλαίσιο της εκβιομηχάνισης, η Εθνική Τράπεζα
αναβίωσε, το 1958, την παλαιά συνεργασία της με την Deutsche Bank, που όπως
είδαμε είχε χρησιμοποιηθεί κατά την Κατοχή προκειμένου να θωρακίσει την Τράπεζα
απέναντι σε ξένες πιέσεις. Συστάθηκε κοινή επιτροπή των δύο τραπεζών για τη
συγκεκριμενοποίηση των κοινών επιδιώξεων στη βάση μελετών της Εθνικής για τη
γενική οικονομική κατάσταση της χώρας και τις συνθήκες της ελληνικής
βιομηχανίας» (σ. 260).
ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ Επέκταση της
επιρροής της Deutsche Bank στην Ελλάδα
(Απόσπασμα από την
Εκθεση της OMGUS, “Ermittlungen gegen die Deutsche Bank”, σ. 237-241)
«Ο τρόπος που
επιτεύχθηκε η διείσδυση [της Deutsche Bank] στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα
διέφερε από τις μεθόδους που ακολουθήθηκε στις περισσότερες άλλες εξαρτημένες ή
κατεχόμενες χώρες. Αντί η γερμανική κρατική τράπεζα να ιδιοποιηθεί το μετοχικό
κεφάλαιο των ελληνικών τραπεζικών οργανισμών, κλείστηκαν οι λεγόμενες
'συμφωνίες φιλίας', πάνω στις οποίες αναπτύχθηκε μια στενή επιχειρηματική σχέση
μεταξύ μιας μεγάλης γερμανικής τράπεζας και μιας ελληνικής τράπεζας.
Η Εθνική Τράπεζα
της Ελλάδας ήταν η μεγαλύτερη εμπορική τράπεζα στην Ελλάδα. Κατά το έτος 1939,
το κεφάλαιό της και το αποθεματικό της ανερχόταν σε 1.205.000.000 δραχμές και
ολόκληρο το ενεργητικό της σε 12,5 δισεκατομμύρια δραχμές. Εκείνη την εποχή
διατηρούσε 97 υποκαταστήματα και μια θυγατρική στη Νέα Υόρκη, την Hellenic
Trust Company.
Η Deutsche Bank
είχε τις πρώτες της επαφές με την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας τον Μάιο του 1941,
αμέσως μόλις κατελήφθη η Ελλάδα από τους ναζί, μέσω του Richard Dierks. Ο
Richard Dierks ήταν ο αντιπρόσωπος της εταιρείας Siemens, η οποία διατηρούσε
στενούς δεσμούς με την Deutsche Bank. Στην έκθεση που υπέβαλε ο Dierks στις 6
Ιουνίου 1941 για το ταξίδι στην Ελλάδα έγραφε τα ακόλουθα:
'Πραγματοποίησα
σύσκεψη μιάμισης ώρας με τους διευθυντές της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδας. […] Είχα
ενημερωθεί ήδη πριν από αυτή τη συζήτηση για το γεγονός ότι επρόκειτο να με
παρακαλέσουν να υποστηρίξω τη συνεργασία της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας με
μια μεγάλη γερμανική τράπεζα. Η ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας μου έδωσε μια
καλή αφορμή να μεταβώ σε αυτήν την ερώτηση, και υποσχέθηκα, αμέσως μόλις
επιστρέψω στο Βερολίνο, να μιλήσω με την Deutsche Bank για τις πιθανότητες μιας
τέτοιας συνεργασίας, χωρίς δέσμευση και εντελώς ιδιωτικά. Οι κύριοι της Εθνικής
Τράπεζας μού εξήγησαν ότι η τράπεζα δεν έχει ανάγκη χρημάτων, έχει μεγάλη
ρευστότητα και διαθέτει εκείνη τη στιγμή 11 δισεκατομμύρια δραχμές (225
εκατομμύρια Reichsmark) σε καταθέσεις. Στο μυαλό τους είχαν μάλλον μια
κοινοπραξία, η οποία θα συμμετείχε στην οικονομική ανοικοδόμηση της Ελλάδας,
πρώτιστα στην εκβιομηχάνιση, στην οποία ίσως η γερμανική χρηματοδότηση δεν
είναι καν απαραίτητη, και όπου οι γερμανικοί χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και
οι γερμανικές βιομηχανίες θα έχουν φυσικά την ελευθερία να αναπτύξουν το δικό
τους ιδιαίτερο ενδιαφέρον…
Με τη μεσολάβηση
του Dr. Jessen είχα εδώ στο Βερολίνο στις 4 του μηνός μια συζήτηση στο γραφείο
μου με τον κ. Abs και τον κ. Kurzmeier της Deutsche Bank, οι οποίοι έδειξαν
θερμό ενδιαφέρον για την υπόθεση και ανέλαβαν να σχεδιάσουν τις διαπραγματεύσεις
με την Εθνική Τράπεζα. Ο κ. Abs είχε την πρόθεση να ταξιδέψει ο ίδιος στην
Ελλάδα, συνοδευόμενος ενδεχομένως από τον κ. Kurzmeier και απέστειλε ως
προπομπό στην Εθνική Τράπεζα στην Αθήνα τον κ. Haussier, ο οποίος είναι αυτή τη
στιγμή ο ανώτερος υπάλληλος της Deutsche Bank στη Σόφια. Με εξουσιοδότησαν να
ειδοποιήσω την Εθνική Τράπεζα, πράγμα το οποίο και έκανα'.
Στις 21 Ιουνίου
1941 ο Dierks συντάσσει αναφορά για τη συνέχεια των διαπραγματεύσεων μεταξύ της
Deutsche Bank και της Εθνικής Τράπεζας. Γράφει:
'Ο κ. Abs της
Διοίκησης της Deutsche Bank, ο οποίος ταξίδεψε με αεροπλάνο στην Αθήνα στις 16
του μήνα, μού τηλεφώνησε χτες, προκειμένου να με ενημερώσει εν συντομία για την
πορεία των συζητήσεων. Οι συζητήσεις κατέληξαν σε προφορική συμφωνία για τη
δημιουργία μιας κοινοπραξίας μεταξύ της Deutsche Bank και της Εθνικής Τράπεζα
της Ελλάδας με σκοπό τη συμμετοχή στη βιομηχανική ανοικοδόμηση της Ελλάδας'.
Ολα τα βήματα που
ανέλαβε η Deutsche Bank, προκειμένου να βάλουν πόδι στην Ελλάδα, συνοψίζονται
στην έκθεση για τη συζήτηση μεταξύ των Abs, Kurzmeier και Diercks, η οποία
πραγματοποιήθηκε στις 30 Ιουνίου 1941. Ο κ. Diercks διαπίστωσε τα ακόλουθα:
'Στη σημερινή
συζήτηση με τους κυρίους διευθυντές Abs και Kurzmeier ο κ. Abs μας ενημέρωσε
για την κατάληξη των διαπραγματεύσεών του στην Αθήνα.
Πριν από την έναρξη
του ταξιδιού του στην Αθήνα, ο κ. Abs μίλησε στο υπουργείο Οικονομικών του Ράιχ
με τον Dr. Riehle και τον Dr. Reinhardt, οι οποίοι τον διαβεβαίωσαν ότι το
υπουργείο θεωρεί εξαιρετικά ευπρόσδεκτη την κοινοπραξία. Κατόπιν ο κ. Abs
διάβασε το κείμενο σχετικά με το σχηματισμό μιας βιομηχανικής κοινοπραξίας
μεταξύ των δύο προαναφερθεισών τραπεζών. Ο κ. Abs μού ζήτησε να συμμετάσχω εκ
μέρους της Deutsche Bank στην κοινοπραξία, όπου θα μετέχουν τρεις εκπρόσωποι
της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδας και τρεις της Deutsche Bank. Ο κ. Abs θα
επιστεφτεί τις προσεχείς μέρες εκ νέου το υπουργείο Οικονομικών του Ράιχ για να
ενημερώσει σχετικά με την κατάληξη των διαπραγματεύσεών του στην Ελλάδα. Για το
αποτέλεσμα αυτής της συνάντησης ο κ. Abs θα με ενημερώσει.
Η συμφωνία μεταξύ
της Deutsche Bank και της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδας υπογράφτηκε στις 17 Ιουνίου
1941. Οδήγησε στο σχηματισμό μιας Επιτροπής της Κοινοπραξίας, η οποία
συγκροτήθηκε από τα ακόλουθα μέλη:
Ελληνες:
- Πρόεδρος της
Εθνικής Τράπεζας Ελλάδας,
- Κωνσταντίνος
Γουναράκης, γενικός διευθυντής της Ανωνύμου Ελληνικής Τηλεφωνικής Εταιρείας
στην Αθήνα (AETE) και μέλος του εποπτικού συμβουλίου της Εθνικής Τράπεζας
Ελλάδας (ένας γνωστός γερμανόφιλος, ο οποίος εκπαιδεύθηκε στη Γερμανία),
- Ιωάννης
Παρασκευόπουλος, καθηγητής Οικονομικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Γερμανοί:
- Hermann J. Abs,
Διευθυντής στη Deutsche Bank
- Helmuth Pollems,
Διευθυντής τμήματος εξωτερικού της Deutsche Bank,
- Richard Diercks,
Διευθυντής της Siemens & Halske AG, Βερολίνο.
Στην εν λόγω
Συμφωνία αναφέρονται τα ακόλουθα: «Η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας θα στείλει στην
Deutsche Bank, στο Βερολίνο, εκθέσεις για τα διάφορα προγράμματα και ιδιαίτερα
για την κατασκευή υδροηλεκτρικών έργων, την εκβιομηχάνιση, την εξόρυξη λιγνίτη
και μεταλλευμάτων, για την ανάπτυξη της γεωργικής οικονομίας και ιδιαίτερα την
αγροτική βιομηχανία, κλπ.».
Πριν η Siemens πάρει το know how
Υπάρχει ένα
χαρακτηριστικό ιστορικό παράδειγμα για τον τρόπο που χρηματίζονταν πολιτικά
πρόσωπα από εταιρείες τηλεπικοινωνιακών και ηλεκτρικών προϊόντων ήδη από την
περίοδο του Μεσοπολέμου. Στην περίπτωση, όμως, του πρώην υπουργού στον οποίο
αναφερόμαστε, η κατηγορία ήταν ότι χρηματίστηκε για να προτιμήσει κάποια άλλη
εταιρεία, ζημιώνοντας την Siemens! Ο λόγος για τον Αναστάσιο Ταβουλάρη, πρώην
στρατιωτικό, ο οποίος πολιτεύτηκε και έφτασε να γίνει υπουργός στη δικτατορική
κυβέρνηση του στρατηγού Πάγκαλου (26.6.1925-19.7.1926).
Η κυβέρνηση Ζαϊμη
που ανέλαβε την εξουσία μετά την ανατροπή του Πάγκαλου από τον Κονδύλη
αποφάσισε να ασκήσει διώξεις για τη δράση του δικτατορικού καθεστώτος και τη
φαύλη διαχείριση του δημόσιου χρήματος από τους πρωταγωνιστές του. Ως δεξί χέρι
του Πάγκαλου, ο Ταβουλάρης βρέθηκε από την πρώτη στιγμή υπόλογος με βάσει τον
τότε ισχύοντα νόμο περί ευθύνης υπουργών.
Στις εφημερίδες της
15ης Ιουνίου 1928 δημοσιεύτηκε ένταλμα σύλληψης του Ταβουλάρη, στο οποίο
περιγράφεται η πράξη για την οποία αποφασίστηκε η παραπομπή του:
«Επειδή ο
Αναστάσιος Ταβουλάρης, πρώην υπουργός της Συγκοινωνίας, κάτοικος Αθηνών,
κατηγορείται ως υπαίτιος του ότι, δημόσιος ων υπάλληλος, ήτοι υπουργός της
Συγκοινωνίας κατά Μάιον 1926 εν Αθήναις εδέχθη δώρα, ήτοι ποσόν λιρών Αγγλίας
45.000 περίπου παρά του Μποδοσάκη Θωμά Αθανασιάδου επί σκοπώ του να επιχειρήση
πράξιν υπηρεσιακήν εναντίον των ιδίων αυτού καθηκόντων προς όφελος του
ειρημένου Μποδοσάκη Θ. Αθανασιάδου και της εταιρείας New Antwerp Telephone and
Electrical Works και έγινε τω όντι ένοχος της τοιαύτης πράξεως αντιβαινούσης
προς τα καθήκοντά του, διότι συνήψε μετά της ειρημένης εταιρείας την 7η Μαΐου
1926 τη μεσολαβήσει του Μποδοσάκη Αθανασιάδου την σύμβασιν περί κατασκευής συντηρήσεως
και εκμεταλλεύσεως των τηλεφώνων του Ελληνικού κράτους ενώ υπήρχε προσφορά της
παγκοσμίως γνωστής εταιρείας Siemens και Halske υποβαλούσης την 16ην Απριλίου
1926 όρους απείρως συμφερωτέρους διά το Δημόσιον. Ετι δε του ότι κατά τον αυτόν
ως άνω τόπον και χρόνον υπουργός ων της Συγκοινωνίας κατά την ενέργειαν των
εαυτού καθηκόντων εκ προθέσεως έβλαψε δια της ειρημένης συμβάσεως τα συμφέροντα
της Επικρατείας επί παραβάσει του Ποινικού Νόμου και του Νόμου περί ευθύνης των
υπουργών.
Διά ταύτα
Εντελλόμεθα την
σύλληψιν του εν λόγω κατηγορουμένου Αναστασίου Ταβουλάρη και την ενώπιόν μας
προσαγωγήν του εν τω Γραφείω ημών κειμένω εντός του Βουλευτηρίου.
Εν Αθήναις τη 9η
Ιουνίου 1928
Ο εισηγητής
ανακριτής
Αναστάσιος
Στρατηγόπουλος»
Το ιστορικό αυτό
προηγούμενο είναι εξαιρετικά διαφωτιστικό. Πρώτα πρώτα επειδή υποδεικνύει και
μια ορθολογική μέθοδο για τον τρόπο που πρέπει να αντιμετωπίζονται παρόμοιες
υποθέσεις. Δεν έχει νόημα να καταγγέλλεται χρηματισμός δημόσιου προσώπου εν
κενώ, δηλαδή χωρίς να συνδέεται με συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους
πραγματοποιείται αυτός ο χρηματισμός. Γιατί καμιά μεγάλη εταιρεία και κανένας
μεγάλος επιχειρηματίας δεν εκταμιεύει μεγάλα ποσά για το χρηματισμό πολιτικών
προσώπων χωρίς να αποβλέπει σε κάποια άμεση ανταπόδοση. Τα «μικροδώρα» και η
ένταξη σε μηνιαίο αντιμίσθιο είναι άλλη υπόθεση.
Βέβαια ο Ταβουλάρης
έπεσε στα μαλακά. Αν και κατηγορήθηκε και για άλλες υποθέσεις (υπερτιμολογημένη
προμήθεια ταχυδρομικών οχημάτων κ.λπ) στο τέλος απαλλάχτηκε πανηγυρικά.
Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι απολογούμενος ο Ταβουλάρης ενώπιον της Βουλής
απέδωσε την πράξη του στην ανάγκη ιδιωτικοποίησης της τηλεφωνίας: «όταν
εσχηματίσθη η κυβέρνησης της οποίας μετέσχον, απεφασίσθη να παραχωρηθή η
εκμετάλλευσις των τηλεφώνων εις ιδιωτικήν εταιρείαν» ενώ «τα συμβούλια των
Τ.Τ.Τ. ήσαν πάντοτε αντίθετα εις την παραχώρησιν των τηλεφώνων εις εταιρείαν
και απέρριπτον πάντοτε τοιαύτας προτάσεις» (Ελεύθερον Βήμα, 19.6.1929).
Το αποτέλεσμα ήταν
να αποφασίσει η Βουλή υπέρ της αποφυλάκισής του με ψήφους 66-61. Η τελική
απαλλαγή του Ταβουλάρη για την υπόθεση των τηλεφώνων πραγματοποιήθηκε τον
Αύγουστο του 1930. Η 30μελής επιτροπή της Γερουσίας πείστηκε από τον ισχυρισμό
του ότι η αμαρτωλή σύμβαση συνάφθηκε «κατόπιν αποφάσεως του υπουργικού
συμβουλίου και κατόπιν επιμόνων επεμβάσεων των πρεσβευτών και της
επακολουθήσασης διαταγής του κ. Παγκάλου» (Ελεύθερον Βήμα, 2.8.1930).
Για την ιστορία
αναφέρουμε ότι ο Ταβουλάρης εξακολούθησε να πολιτεύεται. Την περίοδο της
κατοχής ολοκλήρωσε την καριέρα του μετέχοντας στις δωσιλογικές κυβερνήσεις
Λογοθετόπουλου και Ράλλη (1942-44) στο καίριο πόστο του υπουργού Εσωτερικών και
Δημόσιας Ασφάλειας. Ούτε γι’ αυτή του τη δράση υπέστη κάποιες συνέπειες μετά
την απελευθέρωση.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
OMGUS
OMGUS
(Office of Military Government for Germany, United
States)
Finance Division – Financial Investigation Section
“Ermittlungen gegen die Deutsche Bank”
(Hans Magnus Enzensberger, Franz Greno, Noerdlingen
1985)
Η πλήρης Εκθεση της
Ομάδας των ειδικών που συγκροτήθηκε στο πλαίσιο των αμερικανικών δυνάμεων
κατοχής για να διερευνήσει το ρόλο της Deutsche Bank στο ναζιστικό καθεστώς.
Περιλαμβάνεται η περιγραφή της «φιλικής συμφωνίας» της Deutsche Bank και της
Εθνικής Τράπεζας Ελλάδας με τη μεσολάβηση της Siemens.
Τα ντοκουμέντα αυτά
κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά σε τόμο σε γερμανική μετάφραση και εξαιρετική
επιμέλεια του Καρλ Χάιντς Ροτ.
OMGUS
(Office of Military Government for Germany, United
States)
Finance Division – Financial Investigation Section
“Ermittlungen gegen die Dresdner Bank”
(Hans Magnus Enzensberger, Franz Greno, Noerdlingen
1986)
Η αντίστοιχη Εκθεση
για την Dresdner Bank.
Γιώργος Παγουλάτος
«Η Εθνική Τράπεζα
της Ελλάδος, 1940-2000»
(Εθνική Τράπεζα της
Ελλάδος, Πρόγραμμα Ερευνών του Ιστορικού Αρχείου, Αθήνα 2006)
Ιστορική μελέτη
βασισμένη στα αρχεία της ΕΤΕ. Αναφέρεται η σύσκεψη της διοίκησης της ΕΤΕ με τον
Ρίχαρντ Ντιρξ «επί ζητημάτων οικονομικής συνεργασίας μετά της Γερμανίας».
Harold James
“The Nazi Dictatorship and the Deutsche Bank”
(Cambridge University Press, Νέα Υόρκη 2004)
Σύγχρονη μελέτη του
ζητήματος «ταμπού», δηλαδή της σχέσης του ναζιστικού καθεστώτος με την Deutsche
Bank. Παρά το γεγονός ότι η εργασία αυτή παραγγέλθηκε από τη σημερινή διοίκηση
της τράπεζας, αντιμετωπίζει με διεισδυτικό τρόπο τη διαπλοκή του ιδρύματος αλλά
και των στελεχών του με το χιτλερισμό.
πηγή:iospress
πηγή:iospress
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.