Στις αρχές της δεκαετίας του ’30, στο εργατικό κίνημα των ΗΠΑ κυριαρχούσε μία από τις πιο αντιδραστικές και διεφθαρμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες του κόσμου. Οι γραφειοκράτες των συνδικάτων που συσπειρώνονταν στην Αμερικάνικη Ομοσπονδία Εργασίας (AFL) αρνούνταν να οργανώσουν τη μεγάλη πλειοψηφία των εργατών –πχ ανειδίκευτους, μαύρους, γυναίκες- απέρριπταν με όλα τα μέσα που είχαν στη διάθεσή τους τη μαχητική δράση και υποστήριζαν ανοιχτά το καπιταλιστικό σύστημα –καθησυχάζοντας συχνά τα αφεντικά ότι, όσο περνάει από το χέρι τους, δεν κινδυνεύουν από “περιπέτειες” τύπου απεργίες.
Σαν
να μην έφταναν αυτά, έβλεπαν τα συνδικάτα σαν επιχειρήσεις και τα
διοικούσαν σαν τέτοιες: πνίγοντας τις διαφορετικές φωνές και τη
δημοκρατία, κρατώντας τον απόλυτο έλεγχο για τους ίδιους –με εξόντωση
των αντιπάλων τους ακόμα και με τη βοήθεια της μαφίας- και, φυσικά,
ακολουθώντας μια προσωπική ζωή όπως της αστικής τάξης. Ούτε το Κραχ του
1929 ούτε η μαζικής κλίμακας καταστροφή που αυτό έφερε στην εργατική
τάξη έμοιαζαν ικανά να τους ταρακουνήσουν. Οποιαδήποτε προσπάθεια
οργάνωσης αγώνων πόσο μάλλον νικηφόρων φαινόταν προκαταβολικά
καταδικασμένη –έτσι κι αλλιώς μαχητικοί ή αριστεροί συνδικαλιστές και
εργάτες όχι σπάνια διαγράφονταν από τους καταλόγους μελών.
Κι
όμως, το Νοέμβρη του 1935, έξι χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης, αυτή
η συνδικαλιστική γραφειοκρατία διασπάστηκε. Μια ομάδα συνδικαλιστών που
στη συνέχεια συσπείρωσαν δέκα συνδικάτα με 1,2 εκατομμύρια μέλη ίδρυσαν
τη CIO, την Επιτροπή για τη Βιομηχανική Οργάνωση. Η CIO έθεσε στόχο να
οργανώσει τους εργάτες στους μεγάλους βιομηχανικούς κλάδους όπως την
αυτοκινητοβιομηχανία και τη χαλυβουργία και να εξασφαλίσει την
αναγνώριση των συνδικάτων τους. Για να το πετύχει αυτό, ήταν έτοιμη να
παλέψει χρησιμοποιώντας τα πιο αποφασιστικά όπλα της εργατικής τάξης,
την απεργία και την κατάληψη.
Λίγους
μήνες αργότερα, η CIO θα μετατρεπόταν σε μια ξεχωριστή Συνομοσπονδία,
το Κογκρέσο Βιομηχανικών Οργανώσεων (διατηρώντας τα ίδια αρχικά). Με τη
στήριξή της το εργατικό κίνημα θα ανάγκαζε επιχειρήσεις κολοσσούς που
φημίζονταν ως τα μεγαλύτερα τότε κάστρα απεργοσπασίας, τρομοκρατίας και
εκμετάλλευσης των εργατών και των εργατριών τους, να αποδεχτούν το
δικαίωμα στο συνδικαλισμό.
Η
δημιουργία της CIO δεν ήταν κάποια φαεινή ιδέα των ανθρώπων που μπήκαν
επικεφαλής της. Το σχίσμα στους κόλπους της συνδικαλιστικής
γραφειοκρατίας ήταν αποτέλεσμα της εργατικής αντίστασης από τα κάτω:
ενός κύματος αγώνων που ξεκίνησε δειλά μετά το Κραχ, συνεχίστηκε με ένα
πρωτοφανές απεργιακό ξέσπασμα το 1934 και κορυφώθηκε το 1937, σε ένα
κύμα απεργιακών καταλήψεων που σάρωσε όλη τη χώρα.
Το
Κραχ του 1929 ήταν καταστροφικό για την εργατική τάξη. “Σε μια χώρα
όπου το κράτος πρόνοιας ήταν υποτυπώδες, η Μεγάλη Ύφεση προκάλεσε
δυστυχία σε τρομακτική κλίμακα, με την πείνα να απλώνεται, τον αριθμό
των αστέγων να γιγαντώνεται και τη φτώχεια να φτάνει σε ανήκουστα
επίπεδα”, γράφει ο βρετανός μαρξιστής καθηγητής ιστορίας John Newsinger
στο βιβλίο του “Αντεπίθεση - Η αμερικάνικη εργατική τάξη τη δεκαετία του
'30” που κυκλοφορεί στα ελληνικά από το Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο.
Την
κατάσταση για το εργατικό κίνημα επιδείνωνε ο μοναδικός στα χρονικά
πόλεμος καταστολής που διεξήγαγε η άρχουσα τάξη εναντίον του. Μετά τον
Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, τα συνδικάτα βρίσκονταν σε καθεστώς
ημι-παρανομίας και η αριστερά στόχος υστερικών εκστρατειών ενάντια στους
“μπολσεβίκους” και την “κόκκινη απειλή”. Οι εργατικές κινητοποιήσεις
αντιμετωπίζονταν με ένοπλη ως και δολοφονική βία.
Τα
αφεντικά ξόδευαν αμύθητα ποσά (80 εκατομμύρια δολάρια ετησίως με τους
πιο συντηρητικούς υπολογισμούς) σε ιδιωτικές μυστικές αστυνομίες και
γραφεία ντετέκτιβ, που παρακολουθούσαν συνδικαλιστές και εργαζόμενους,
ενίοτε ξυλοκοπούσαν αγωνιστές και χτυπούσαν απεργιακές φρουρές. Την ίδια
στιγμή, ολόκληρος ο κρατικός μηχανισμός ήταν στην υπηρεσία των
αφεντικών. Τα δικαστήρια είχαν σχεδόν καταργήσει το δικαίωμα στην
απεργία, ενώ συχνά, σε ολόκληρες πόλεις, μαζί με την αστυνομία, δεν
αποτελούσαν παρά μια... προέκταση των εταιριών.
Κι
όμως, η οργή για τις επιπτώσεις της κρίσης και την αδιαφορία της
ρεπουμπλικανικής κυβέρνησης Χούβερ δεν άργησε να εκφραστεί με
διαδηλώσεις ανέργων σε μεγάλες πόλεις, βίαιες ταραχές και συγκρούσεις.
Στην εκλογική συντριβή της κυβέρνησης το 1932, οι ανθρακωρύχοι της
Πενσυλβάνια αποχαιρέτησαν τον πρόεδρο υψώνοντας ένα μνημείο σε
πλημμυρισμένη δημόσια τουαλέτα με την επιγραφή “Ενθάδε κείται ο Χούβερ, Η
ψυχή του να 'ναι καταραμένη, Μέσα στην τρύπα τη χεσμένη. Εδώ για πάντα
χωμένος,
Των φτωχών εχθρός, Των πλουσίων κολλητός”. Αυτό το κλίμα βρήκαν οι Δημοκρατικοί και ο Ρούσβελτ όταν ανέβηκαν στην εξουσία.
Μαζικοποίηση
Το
1933, που οι περισσότεροι χαρακτήριζαν ως χρονιά “ήττας και
απογοήτευσης” από πλευράς αγώνων, σημειώθηκε η μεγαλύτερη μαζικοποίηση
των συνδικάτων από τις αρχές του αιώνα. Ο νόμος του Ρούσβελτ που έδινε
το δικαίωμα στους εργάτες να οργανώνονται, αντί να κατευνάσει την
εργατική δυσαρέσκεια όπως ήταν στόχος του, την πυροδότησε ακόμα
περισσότερο. Στο ένα εργοστάσιο μετά το άλλο, οι εργάτες
πραγματοποιούσαν μαζικές συγκεντρώσεις και μετά έστελναν μήνυμα ότι
θέλουν να οργανωθούν.
“Εκτυλίσσεται
ένας πραγματικός ξεσηκωμός για συμμετοχή στα συνδικάτα”, ανέφερε η AFL.
Παρότι η ίδια παρέμεινε παρατηρητής αυτής της διαδικασίας, συνδικάτα σε
κρίσιμους βιομηχανικά κλάδους, όπως το UMW των ανθρακωρύχων,
παρενέβησαν για να δώσουν επίσημη ηγεσία στο κίνημα, με τον πρόεδρό του
και μετέπειτα βασική φιγούρα της CIO, Τζον Λιούις, να στέλνει οργανωτές
σε όλες τις περιοχές των ανθρακωρυχείων οργανώνοντας τη μεγαλύτερη και
πιο επιτυχημένη μέχρι τότε οργανωτική εκστρατεία ένταξης μελών. Μέσα σε
12 μήνες το συνδικάτο αύξησε τα μέλη του από 80.000 σε περίπου μισό
εκατομμύριο.
Αντίστοιχες
εκστρατείες ξεκίνησαν τα συνδικάτα ένδυσης, ILGWU και ACW (τα οποία
επίσης αργότερα εντάχτηκαν στη CIO), με το πρώτο να αυξάνει τα μέλη σε
πανεθνικό επίπεδο από πενήντα χιλιάδες σε περισσότερα από διακόσες
χιλιάδες και το δεύτερο από επτά χιλιάδες στις εκατό χιλιάδες.
“Συνολικά, σε Βορρά και Νότο 385.000 εργάτες πύκνωσαν τις γραμμές των
συνδικάτων”, αναφέρει ο Newsinger.
Ταυτόχρονα
ξετυλίγονταν αγώνες που, ανεξάρτητα από το αν ήταν νικηφόροι ή όχι,
ενέπνεαν εκατομμύρια και προετοίμαζαν τη συνέχεια. Η απεργία των
δασκάλων του Σικάγο το 1933 που κατέληξε σε καταλήψεις τραπεζών και
συγκρούσεις με την αστυνομία με βαριά σχολικά βιβλία ή η απεργία των
εργατριών -στην πλειοψηφία τους μαύρων- στην επεξεργασία καρυδιών στο
Σεντ Λούις την ίδια χρονιά στη διάρκεια της οποίας “η Κάρι Σμιθ, ηγέτιδα
της απεργίας αλλά και βαθιά θρησκευόμενη, μίλησε σε μια συγκέντρωση
κρατώντας μια Βίβλο στο ένα χέρι και ένα τούβλο στο άλλο”, ήταν μόνο
μερικές από τις μάχες που προμήνυαν την
αντεπίθεση.
Πολιτικές μάχες
Κρίσιμο
ρόλο έπαιζαν και οι πολιτικές μάχες της περιόδου. Ο ρατσισμός με άγρια
πογκρόμ και λυντσαρίσματα θέριζε, την ίδια ώρα που οι μαύροι εργάτες και
εργάτριες φορτώνονταν το μεγαλύτερο κόστος της κρίσης. Σε όλο τον
αμερικάνικο Νότο, ζούσαν σε καθεστώς άγριας καταπίεσης έχοντας χάσει το
δικαίωμα ψήφου και βιώνοντας μια σκληρή νομοθεσία ρατσιστικών
διαχωρισμών.
Αντιρατσιστικές
διαδηλώσεις όπως αυτή που οργάνωσε το Κομμουνιστικό Κόμμα στο Σικάγο το
1931, με 60.000 διαδηλωτές εκ των οποίων 20.000 λευκοί,
ριζοσπαστικοποιούσαν εκατομμύρια. Απεργίες όπως αυτή των εργατών γης
στην Καλιφόρνια το 1932 που κράτησε 27 μέρες σε μια ακτίνα 161
χιλιομέτρων και κατά την οποία “Μεξικανοί, λευκοί, έγχρωμοι εργάτες
ζούσαν, έτρωγαν, περιφρουρούσαν την απεργία και πήγαιναν στη φυλακή μαζί
-ξεχνώντας όλες τις ρατσιστικές προκαταλήψεις”, κέρδιζαν ολοένα και
περισσότερα συνδικάτα στην κατεύθυνσης της ενότητας λευκών και μαύρων,
ντόπιων και μεταναστών ανοίγοντας τις πόρτες τους για όλους.
Οι
νικηφόρες απεργίες του 1934 ήταν αποτέλεσμα αυτών των μαχών και
διεργασιών. Οι απεργίες των εργατών στην αυτοκινητοβιομηχανία του
Τολέδο, των οδηγών φορτηγών στη Μινεάπολις και των λιμενεργατών στο Σαν
Φραντσίσκο, απελευθέρωσαν, με τη βοήθεια κομμουνιστών, σοσιαλιστών,
τροτσκιστών, τη δυναμική της βάσης στο μέγιστο βαθμό. Όπως γράφει ο
Newsinger, ήταν τρεις απεργίες που “απέκτησαν διαστάσεις εξέγερσης και
άλλαξαν εντελώς το στρατηγικό πλαίσιο αναφοράς της αμερικάνικης
εργατικής τάξης. Και στις τρεις απεργίες την ηγεσία της είχαν
ριζοσπάστες και επαναστάτες, ενώ και οι τρεις απεργίες αψήφησαν την
ηγεσία της AFL, αναμετρήθηκαν με το κράτος και διεξήχθησαν με άγρια
αποφασιστικότητα”.
Αποδεικνύοντας
ότι η μαχητικότητα της βάσης είναι το κλειδί για να πάει ο αγώνας
μπροστά, οι απεργίες του 1934 ενέτειναν την κρίση στη συνδικαλιστική
γραφειοκρατία οδηγώντας ένα χρόνο μετά στη δημιουργία της CIO. Το 1937, η
απεργία-κατάληψη με κέντρο το Φλιντ του Μίσιγκαν, θα λύγιζε το
μεγαλύτερο εργοδότη του κόσμου, τη General Motors. Και θα πυροδοτούσε
ένα κύμα καταλήψεων που θα απλωνόταν κυριολεκτικά σε όλους τους χώρους
με τους εργάτες απλά να σταματάνε τη δουλειά μέχρι την αναγνώριση του
συνδικάτου τους και την ικανοποίηση των αιτημάτων τους -σε σημείο που
πολλοί εργοδότες έσπευδαν να κάνουν προκαταβολικές υποχωρήσεις για να
αποφύγουν την σύγκρουση. Στα τέλη του 1937, η CIO θα έφτανε τα τέσσερα
εκατομμύρια μέλη, χαρίζοντάς μας ένα αδιασφισβήτητο παράδειγμα της
δύναμης της εργατικής τάξης και της οργάνωσής της από τα κάτω που
τσακίζει όλα τα εμπόδια στο πέρασμά της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.