Του Σταμάτη Κυριάκη
από:Kommon
Αυτές τις μέρες γίνονται οι εκδηλώσεις μνήμης για τους εκτελεσθέντες μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού στο Λαζαρέτο της Κέρκυρας.
Η λέξη Λαζαρέτο είναι συνώνυμη του λοιμοκαθαρτηρίου στην ιταλική γλώσσα.
Λαζαρέτα υπάρχουν πολλά στις παράκτιες πόλεις που βρέθηκαν υπό Ενετικό έλεγχο.
Το Λαζαρέτο της Κέρκυρας φαίνεται ότι
επελέγη ως τόπος εκτελέσεων επειδή θεωρήθηκε κατάλληλο για να
συνεχιστεί η …κάθαρση της ελληνικής κοινωνίας από τα «επικίνδυνα
νοσήματα»!
Ο Βασίλης Άνθης υπήρξε ο τελευταίος αντάρτης που κηδέψαμε πριν από λίγα χρόνια στο Λαζαρέτο.
Πριν κάποιο καιρό έγραψα για τον Βασίλη Άνθη, ένα κείμενο με τίτλο «Το άγημα».
Τα δημοσιεύω σήμερα στην μνήμη των
εκτελεσθέντων μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού στο Λαζαρέτο της Κέρκυρας
και στη μνήμη του Βασίλη Άνθη, γραμματέα της Κομμουνιστικής Οργάνωσης
Κέρκυρας του ΚΚΕ.
Σ.Κ.
Το «Άγημα»
Τον πρωτοείδα στα γραφεία μιας τοπικής
εφημερίδας. Ήταν μέσα στο γραφείο του διευθυντή και μιλούσε έντονα και
όρθιος. Γέρος, μικροκαμωμένος, με μυτερό άσπρο μουσάκι και άσπρα μακριά
μαλλιά ασυνήθιστα για ανθρώπους της ηλικίας του.
«Άλλος ένας διανοούμενος που ξέβρασε η θάλασσα στο νησί» σκέφτηκα.
Ο φίλος μου και διευθυντής της τοπικής εφημερίδας τον άκουγε προσεκτικά ακουμπημένος αναπαυτικά με τα χέρια πίσω από το λαιμό.
Δεν άκουγα τη συνομιλία.
Μας χώριζε ένας τζαμένιος τοίχος.
Όταν τελείωσαν ρώτησα τον διευθυντή:
«Ποιος ήταν αυτός;»
«Ο Βασίλης Άνθης...» μου απάντησε, «ο γραμματέας της Κομμουνιστικής Οργάνωσης Κέρκυρας του ΚΚΕ επί κατοχής».
Τάχασα. Νόμιζα ότι με δουλεύει.
«Τι μου λες;... Και πού ήταν τόσα χρόνια;»
«Στην Τσεχοσλοβακία» μου απαντάει και
συνεχίζει «Έφυγε μετά τον εμφύλιο, δούλεψε σαν δημοσιογράφος, ταξίδεψε
σε όλο τον κόσμο, συνάντησε και τον Κάστρο, πήρε μέρος και στην Άνοιξη
της Πράγας, εντάχθηκε στο ΚΚΕ Εσωτερικού και νάτον πάλι εδώ να με
βασανίζει».
«Και γιατί σε βασανίζει παρακαλώ;»
«Με βασανίζει… τρόπος του λέγειν. Θέλει
να γράψει για το άγαλμα του Μεθόδιου... ξέρεις, του Δεσπότη επί κατοχής.
Πρόκειται να του στήσουν κάποιο άγαλμα στην πλατεία Σαρόκου και ο
Βασίλης θέλει να αποδείξει ότι η στάση του έναντι των Εβραίων ήταν
απαράδεκτη και ως εκ τούτου δεν του αξίζει μια τέτοια μεταχείριση».
«Σκοπεύει επίσης να εκδώσει και ένα βιβλίο με τίτλο “Ένα ταξίδι μια ζωή”».
Έφυγα από τα γραφεία της εφημερίδας σκεφτικός.
Σχεδόν είχα ξεχάσει τον λόγο για τον οποίο πήγα.
Ο Βασίλης έγραφε, μίλαγε σε δημοτικά
συμβούλια, σε φοιτητικά αμφιθέατρα σε συγκεντρώσεις και εν τέλει τα
κατάφερε και δεν δόθηκε η άδεια για την τοποθέτηση του αγάλματος του
Μεθόδιου.
Ικανοποιήθηκε ο Βασίλης, απογοητεύτηκαν
τα περιστέρια και οι αλήτες που έχασαν ένα ακόμα πόστο για να κάνουν την
ανάγκη τους… αλλά, τι να κάνουμε; Δεν γίνεται να είμαστε όλοι
ευχαριστημένοι.
Μέσα σε όλη αυτή τη φασαρία δημιουργήθηκε ατύπως ένα «Άγημα» περί τον Βασίλη.
Το αποτελούσε ο διευθυντής της εφημερίδας
που λέγαμε, ένας μαθηματικός του ΚΚΕ, ένας οικονομολόγος του τότε
ΣΥΡΙΖΑ, ένας κριτικός κινηματογράφου και η αφεντιά μου.
Μας μάζευε στο σπίτι του και μιλούσαμε με τις ώρες.
Σπάνια μίλαγε για το παρελθόν.
Συνήθως μιλούσαμε για τα γεγονότα των ημερών.
Μας κερνούσε και ένα ποτό από την
Τσεχοσλοβακία που έμοιαζε με λικέρ αλλά σε χτύπαγε στο δεύτερο ποτήρι.
Ψήναμε και ψάρια που έφερνε ο γαμπρός του.
Μετά άρχισαν τα νοσοκομεία.
Το ταξίδι του Βασίλη φαινόταν ότι ελάμβανε τέλος.
Ένα βράδυ ήμουν σπίτι του, καθόμουν σε μια καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι και του διάβαζα κάτι από μια εφημερίδα.
Σε μια στιγμή μου έκανε νόημα με το χέρι να σταματήσω.
«Κουράστηκα» μου λέει. «Πάρε εκείνο το χαρτοκιβώτιο και άσε με να κοιμηθώ…».
«Α... και πριν φύγεις θέλω να μου υποσχεθείς ότι θα γίνουν όλα όπως σας είπα».
«Τώρα τι κουβέντα θέλεις να ανοίξουμε;…» του απάντησα ενοχλημένος.
Έφυγα με ένα σφίξιμο στο πέτο… έξω
έβρεχε… έπρεπε να πάω και στο Θέατρο… είχε κάποια συγκέντρωση ο ΣΥΡΙΖΑ
και με είχανε καλεσμένο.
Στα σκαλιά του Θεάτρου συναντάω τον οικονομολόγο με ένα τεράστιο μποκέ λουλούδια και με ανήσυχο βλέμμα.
«Τάμαθες…» μου λέει. «Πέθανε ο Βασίλης».
«Μα τι λες τώρα; Από εκεί έρχομαι».
«Ναι σου λέω, με πήρε τηλέφωνο η κόρη του πριν από ένα λεπτό».
«Και τι κάνουμε τώρα;» ρωτάω αμήχανα.
«Πήρα αυτά τα λουλούδια για το τραπέζι
του ομιλητή, αλλά επειδή δε μου αρέσουνε τα μούτρα του λέω να πάμε να τα
καταθέσουμε στο λιμάνι... στο μνημείο των πεσόντων», μου απαντάει.
Έτσι λοιπόν βρεθήκαμε να περπατάμε μέσα στη βροχή ο ένας πίσω απ' τον άλλον και χωρίς να βιαζόμαστε.
Μπροστά πήγαινε ο οικονομολόγος,
ακολουθούσα εγώ και ο κριτικός κινηματογράφου και πιο πίσω μια φοιτήτρια
που έτυχε να μας ακούσει και ήρθε μαζί μας.
Φτάσαμε στο κατασκότεινο λιμάνι μούσκεμα ως το κόκκαλο.
Ο οικονομολόγος πήδησε το σιδερένιο φράχτη... πιάστηκε και το παντελόνι του και σχίστηκε στις λόγχες.
Μέσα στο σκοτάδι κατευθύνθηκε σε λάθος μνημείο… αν δεν του φωνάζαμε θα κατέθετε τα λουλούδια στο μνημείο του Ναύαρχου Ουζακώφ!
Επιτέλους επέστρεψε σώος και βλαστημώντας που κατέστρεψε το καλό του παντελόνι.
Ήπιαμε και μια μπύρα στο «Μαύρο Γάτο» που ήταν ανοικτός και το διαλύσαμε.
Έπρεπε να σκεφθούμε και να καταθέσουμε προτάσεις για την τελετή στην επόμενη «μάζωξη» του Αγήματος.
Οι εντολές του Βασίλη ήταν ρητές και
κατηγορηματικές: «Θέλω να με κάψετε και τη στάχτη μου να τη σκορπίσετε
στο Λαζαρέτο… εκεί είναι θαμμένοι οι σύντροφοί μου».
Πήγαμε να αστειευτούμε: «Και που να σε κάψουμε ρε Βασίλη… στο τζάκι;»
Μας κοίταξε αυστηρά, δεν σήκωνε κουβέντα.
«Έχω αφήσει λεφτά σε ένα λογαριασμό, θα
με πάτε στο εξωτερικό και εν συνεχεία θα κάνετε μια τελετή όπως θέλετε,
αρκεί να μην έρθουν παπάδες και κυρίως ο δεσπότης».
Έτσι λοιπόν βρεθήκαμε σε ένα μικρό πλοιάριο προς το Λαζαρέτο.
Ο Δήμαρχος έβγαλε ένα λόγο (του το χρώσταγε ο Βασίλης γιατί δεν έδωσε τη συγκατάθεσή του για το άγαλμα).
Στη συνέχεια ακούσαμε και ένα απόσπασμα από την φωνή του Βασίλη σε μια ραδιοφωνική εκπομπή.
Μίλαγε για την εποχή που μετέφεραν τους Εβραίους απέναντι.
«Ο Πατέρας μου, έλεγε, με ρωτούσε:
-Πώς θα ξέρω ότι φτάσατε καλά;
-Αν δεν ακούσεις το πολυβόλο του καϊκιού να ρίχνει θα πει ότι είμαστε καλά, του απάντησα εγώ».
«Λυπάμαι... συνέχισε ο Βασίλης, γιατί δεν
μπόρεσα από τότε να τον συναντήσω και να του ζητήσω συγνώμη για την
αγωνία του, όπου περίμενε τόσες νύχτες κρεμασμένος από το παράθυρο με
τεντωμένα τα αυτιά».
Είπε και δύο τραγούδια ένας φοιτητής με
μια κιθάρα. Το ένα ήταν μια ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη ή στον Τσε
Γκεβάρα και το άλλο ένα αντάρτικο τραγούδι που άρεσε στον Βασίλη.
Ένας σύντροφος έριξε και τρεις τουφεκιές.
Κάποιος ψαράς που περνούσε τυχαία με τη βάρκα του, μόλις κατάλαβε τι γίνεται έριξε τις φωτοβολίδες της βάρκας στον αέρα.
Εκείνη τη στιγμή η κόρη του Βασίλη, μέσα από μια βάρκα γεμάτη με δίχτυα, σκόρπιζε τη στάχτη στη θάλασσα.
Μπήκα στο πλοιάριο με το γνωστό, πλέον, σφίξιμο στο πέτο.
Κέρκυρα 28/9/2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.