Ο
Χρόνης Μίσσιος, συγγραφέας, αντιστασιακός και αγωνιστής της Aριστεράς
γεννήθηκε στην Καβάλα το 1930, από γονείς καπνεργάτες, και έζησε τα
πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες,
καπνεργάτες από τη Θάσο και παράνομους κομμουνιστές κυνηγημένους από τη
δικτατορία του Μεταξά. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας , η οικογένειά
του καταφεύγει στη Θεσσαλονίκη και ο Μίσσιος δουλεύει μικροπωλητής στο
λιμάνι.
Στματάει το
σχολείο στη δεύτερη τάξη του δημοτικού, λόγω οικονομικής ανέχειας. Λίγο
αργότερα στέλνεται από τον Ερυθρό Σταυρό στα Γιαννιτσά μαζί με άλλα
παιδιά, για να γλιτώσουν την πείνα της Κατοχής. Εντάσσεται στην Εθνική
Αντίσταση. Με την απελευθέρωση επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και
οργανώνεται στον Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων. Το 1947 συλλαμβάνεται,
βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο για τη συμμετοχή του στον ΔΣΕ.
Στη φυλακή
θα ζήσει εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν. Γλιτώνει
τελικά τον θάνατο χάρη σ’ένα τυχαίο γεγονός. Φυλακίζεται ως το 1953 και
από το 1962 ζει εξόριστος στη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη.Ένα μόνο
“διάλειμμα” ελευθερίας, μεταξύ 1962 και 1967, τον βρίσκει στέλεχος της
νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη
και, στη συνέχεια, ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ. Στη φυλακή (Φυλακές Αβέρωφ,
Κέρκυρας, Κορυδαλλού) πέρασε και το μεγαλύτερο διάστημα της επτάχρονης
δικτατορίας. Εκεί ουσιαστικά έμαθε ανάγνωση και γραφή. Αποφυλακίζεται
τον Αύγουστο του 1973 και μέχρι εκείνο το σημείο έχει περάσει το
μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φυλακές και εξορίες, ως πολιτικός
κρατούμενος.
Με τη
λογοτεχνία ασχολήθηκε σε μεγάλη ηλικία. Το πρώτο του βιβλίο “Καλά, εσύ
σκοτώθηκες νωρίς…”(Γράμματα, 1985) τον καθιέρωσε από τους πρώτους μήνες
της κυκλοφορίας του ως συγγραφέα στη συνείδηση κριτικής και κοινού.Ήταν
ένα αυτοβιογραφικό κείμενο γραμμένο σε συνειρμική και λαϊκή γλώσσα που
εντάσσεται στην παράδοση της απομνημονευματογραφίας, καθιερώθηκε από
τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέας στη συνείδηση
κριτικής και κοινού. Μετέτρεψε την οδυνηρή πολιτική του εμπειρία σε
ζωντανό λογοτεχνικό μύθο, καταγγέλλοντας τόσο τα βασανιστήρια και τους
βασανιστές του όσο και την κομματική γραφειοκρατεία, τον συντηρητισμό
και την αντεπαναστατικότητά της. Η αμεσότητα του προφορικού του λόγου,
που προδίδει μια γνήσια λαϊκή αφήγηση, όπως και η γεμάτη εκπλήξεις πλοκή
του, θα επιτρέψουν στον Μίσσιο να φιλοτεχνήσει μια μυθιστορηματική
αυτοβιογραφία με έντονα αριστερό, πολιτικό λόγο.
Την ίδια
ανταπόκριση βρήκε και το δεύτερο βιβλίο του “Χαμογέλα, ρε… τι σου
ζητάνε;” (Γράμματα, 1988). Στα επόμενα βιβλία του ο Μίσσιος θα
διατηρήσει τη θερμότητα των αισθημάτων και των ιδεών του, επιμένοντας
στο μήνυμα και την ανάγκη για έναν ελεύθερο και δίκαιο κόσμο. Από το «Τα
κεραμίδια στάζουν» (1991), μέχρι τα «Το κλειδί είναι κάτω από το
γεράνι» (1996) και «Ντομάτα με γεύση μπανάνας» (2001). Ο Μίσσιος μέχρι
τέλους δεν χάνει την αισιοδοξία και την πίστη του στις δημιουργικές
δυνάμεις του ανθρώπου, στη δυνατότητά του να ζήσει συλλογικά,
δημοκρατικά και ελεύθερα.
Τα
τελευταία χρόνια ζούσε στο Καπανδρίτι, με την σύντροφό του Ρηνιώ και τα
σκυλιά τους σε ένα αγροτόσπιτο μέχρι να αφήσει την τελευταία του πνοή
χάνοντας τη μάχη με τον καρκίνο. Άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία
82 ετών σε ιδιωτικό νοσηλευτήριο της Αθήνας, στις 20 Νοεμβρίου 2012, ενώ
«πάλεψε» με τον καρκίνο αρκετά χρόνια.toperiodiko
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.