12 01 2017 | Energypress
Μέχρι και σήμερα το επίπεδο συναγερμού παραμένει στο 2, ενώ χθες ο
ΔΕΣΦΑ ζήτησε από τους συμμετέχοντες προμηθευτές και ηλεκτροπαραγωγούς
να κάνουν μια εκτίμηση για τη ζήτησή τους τις επόμενες 7 ημέρες.
Γεγονός είναι πάντως ότι από χθες είχαμε την παραλαβή του φορτίου LNG
ενώ και στο ΕΣΜΦΑ ο μέσος όρος παραλαβών ήταν 263.500 μεγαβατώρες.
Επίσης στις 20 Ιανουαρίου προβλέπεται η παραλαβή ενός ακόμη φορτίου 110
χιλιάδων κυβικών μέτρων. Ο συνδυασμός των παραπάνω φαίνεται να
εξομαλύνει την κατάσταση στο σύστημα φυσικού αερίου. Η κατάσταση πάντως
συνεχίζει να απαιτεί εγρήγορση και είναι χαρακτηριστικό ότι χθες υπήρχε
διαφορά σχεδόν 1000MW μεταξύ της πρόβλεψης του ΑΔΜΗΕ και του πραγματικού
φορτίου το μεσημέρι. Επίσης σύμφωνα με ενημέρωση από τον ENTSO-E δηλαδή
τον ευρωπαίο διαχειριστή του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας υπάρχει
ορατός ο κίνδυνος για νέα προβλήματα στα ηλεκτρικά συστήματα της
Ευρώπης, εξαιτίας αναμενόμενων προβλημάτων την επόμενη εβδομάδα στη
Γαλλία.
Τώρα ένα βασικό ερώτημα, την επόμενη της κρίσης είναι ποιος θα κληθεί
να πληρώσει το μάρμαρο, δηλαδή το κόστος της κρίσης, η οποία εκτός από
τις συνθήκες κακοκαιρίας, προκλήθηκε ακριβώς εξαιτίας των ελλείψεων και
των ανεπαρκειών στην απρόσκοπτη λειτουργία της αγοράς.
Ας δούμε όμως καταρχάς ποια είναι τα επιπλέον κόστη:
Λόγω της υψηλής ζήτησης, η ΔΕΠΑ κάνει έκτακτες εισαγωγές αλγερινού
LNG που κοστίζει 40% υψηλότερα από το ρωσικό. Το spot φορτίο είναι ακόμη
πιο ακριβό (80% πάνω).
Στη συνέχεια η ΔΕΠΑ τιμολογεί τους πελάτες της με βάση την τιμή του
μείγματος εισαγωγών που πλέον ανεβαίνει λόγω των αυξημένων εισαγωγών του
αλγερινού και των πιθανών spot φορτίων.
Να σημειώσουμε ότι στην κρίση των Χριστουγέννων η ΔΕΠΑ επωμίστηκε το
κόστος των εξτρά φορτίων, κάτι που βεβαίως δεν μπορεί να συνεχίζεται
εσαεί.
Κατά συνέπεια το κόστος θα το επωμιστούν οι ηλεκτροπαραγωγοί, οι
βιομηχανίες και τα νοικοκυριά (μέσω των ΕΠΑ) που θα πληρώσουν το κόστος
των αυξημένων εισαγωγών αερίου.
Γιατί όμως είχαμε αυξημένες εισαγωγές; Ήταν μόνο λόγω της κακοκαιρίας;
Η απάντηση είναι όχι. Οι ανάγκες προέκυψαν και εξαιτίας της ανεπαρκούς λειτουργίας της αγοράς.
Εάν λοιπόν υπήρχε ομαλή λειτουργία της ημερήσιας αγοράς φυσικού
αερίου, όπως προβλέπεται και από τον νόμο 4001/11 που δεν έχει
εφαρμοστεί, τότε σε συνθήκες περιορισμένης προμήθειας και υψηλής ζήτησης
αερίου θα ανέβαινε η τιμή. Οι ηλεκτροπαραγωγοί θα αγόραζαν ακριβότερα
το αέριο από την ημερήσια αγορά και θα έκαναν υψηλότερες προσφορές στην
ημερήσια αγορά του ηλεκτρισμού, η ΟΤΣ θα ανέβαινε, οι εξαγωγές ρεύματος
δεν θα ήταν συμφέρουσες και θα καλυπτόταν η ζήτηση για ηλεκτρική
ενέργεια και κατά συνέπεια του φυσικού αερίου.
Τώρα που δε λειτούργησε η αγορά είχαμε:
Παρά την υψηλή ζήτηση αερίου, η τιμή έμεινε ίδια.
Η ΟΤΣ στο ρεύμα παρέμεινε χαμηλή λόγω του ότι αυτό επιδιώχθηκε από τη
ΔΕΗ που ως δεσπόζων προμηθευτής θα σήκωνε το μεγαλύτερο βάρος.
Λόγω της χαμηλής ΟΤΣ ενθαρρύνθηκαν οι εξαγωγές και ανέβηκε παραπάνω η ζήτηση αερίου.
Η κατάσταση αυτή θυμίζει λίγο - πολύ την περίπτωση της ΕΣΣΔ: παρότι η
Ουκρανία ήταν ο μεγαλύτερος σιτοβολώνας του κόσμου, στη Σοβιετική Ένωση
καταγράφονταν κατά καιρούς ελλείψεις ψωμιού…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.