Επιτυχία και αγωνιστικό κάλεσμα για δράσεις στη σύσκεψη που κάλεσε η Επιτροπή Αλληλεγγύης Στρατευμένων
Την Πέμπτη 23/2
πραγματοποιήθηκε με επιτυχία η σύσκεψη της Επιτροπής Αλληλεγγύης Στρατευμένων
σχετικά με την επικείμενη έφεση του Δικτύου Σπάρτακος και του συντρόφου Νίκου
Αργυρίου. Στην σύσκεψη, ακόμα και υπό δύσκολες συνθήκες (λόγω της 24ωρης
απεργίας στα μέσα σταθερής τροχιάς) παρευρέθηκαν οργανώσεις και συλλογικότητες του
επαναστατικού και μαχόμενου κινήματος, αγωνιστές και αγωνίστριες τοπικών και
αντιφασιστικών κινημάτων, άνθρωποι από εργατικά σωματεία και σχήματα, εν
ενεργεία φαντάροι.
Η συζήτηση που
ακολούθησε κατέδειξε ότι η καταδίκη του συντρόφου Νίκου Αργυρίου σηματοδοτεί μια τομή στην επίθεση των κρατικών
μηχανισμών και του στρατιωτικού κατεστημένου στο αντιπολεμικό κίνημα.
Εντάσσεται και έχει "ειδική θέση" στη συνολική τομή της θωράκισης του
ελληνικού κράτους και κεφαλαίου απέναντι στο εργατικό κίνημα. Από αυτή την
άποψη, το αντιπολεμικό-αντιφασιστικό κίνημα έχει ήδη δεχτεί ένα ακόμα ισχυρό
πλήγμα αν το συνδέσει κανείς με την δίκη της Χ.Α., το ξέπλυμα των φασιστών και
του ρατσισμού από το σύνολο του πολιτικού συστήματος καθώς και την βιομηχανία
ποινικοποίησης των εργατικών και κοινωνικών αγώνων
Πιο συγκεκριμένα, η
ίδια η διαδικασία αλλά και το σκεπτικό της καταδίκης, θέτει ένα επικίνδυνο καταστατικό εμπέδωσης της
λογικής ότι υπάρχουν ζητήματα για τα οποία το κίνημα δεν θα αφήνεται να αρθρώνει
λόγο. Ζητήματα όπως η λειτουργία και ο ρόλος του στρατού, ζητήματα που ορίζονται
ως «εθνικής ασφάλειας» και φυσικά η εξωτερική πολιτική και η πολεμική
προετοιμασία. Οποιοσδήποτε αμφισβητεί αυτά, την κυβέρνηση και την ΕΕ θα
«καταδικάζεται» με ή χωρίς αποδεικτικά στοιχεία "διάπραξης
εγκλήματος" ή αδικήματος.
Τα δε αποδεικτικά αυτά
στοιχεία μπορούν να προέρχονται μέσω της νομιμοποίησης της παρακολούθησης, με
παραβίαση των προσωπικών δεδομένων του καθενός δηλαδή μέσω της συλλογής
στοιχείων με «ασαφείς» και θολούς τρόπους χωρίς καμία αιτιολόγηση και με
παραβάσεις των στοιχειωδών νομικών διαδικασιών. Με πρακτικές «κυβερνοπολέμου»
απέναντι στο κίνημα, θεωρώντας το «εσωτερικό εχθρό». Μια διαδικασία που αν δεν
ανατραπεί, ίσως αποβεί σύγχρονη καρμανιόλα για το εργατικό κίνημα.
Από την άλλη
αναδεικνύεται το ξέπλυμα του στρατού ως θεσμού πέρα από κάθε κριτική και
αμφισβήτηση. Ενός θεσμού που προετοιμάζεται για να επέμβει (και ήδη το κάνει)
εναντίον του εσωτερικού εχθρού-λαού. Μιας εν ενεργεία πολεμικής μηχανής που ήδη
έχει κηρύξει τον πόλεμο απέναντι στους πρόσφυγες και συμμετέχει κάτω από
εθνικιστικές κορώνες στη διαμόρφωση ενός πολεμικού κλίματος με την Τουρκία.
Ταυτόχρονα η συμμετοχή
του στρατού σε εξωτερικές επεμβάσεις συνεχίζεται και κλιμακώνεται, αποτελώντας
κύριο πυλώνα εξωτερικής πολιτικής για το ελληνικό κράτος, παρέχοντας ασφάλεια
στα πλοία των ελλήνων εφοπλιστών σε όλες τις θάλασσες, ανοίγοντας δρόμο στις
επενδύσεις του ελληνικού και ευρωπαϊκού κεφαλαίου σε όλη την περιφέρεια. Χωρίς
τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις δε θα ήταν τόσο εύκολη η συμμετοχή του ελληνικού
κεφαλαίου στην ανασυγκρότηση της Λιβύης, στα συμβόλαια στη Συρία, σε διάφορες
επικερδείς «δουλειές» του ελληνικού κεφαλαίου σε Βαλκάνια, Μ. Ανατολή και
Αφρική.
Εξάλλου, στη Σούδα
εκπαιδεύεται το λιμενικό της Λιβύης, μαζί με την ελληνική αεροπορία
εκπαιδεύονται οι αεροπορίες του ΝΑΤΟ και του Ισραήλ στα επιθετικά τους σχέδια,
ο ελληνικός στρατός βρίσκεται στην εμπροσθοφυλακή του σχεδιασμού για τον μόνιμο
και ολοκληρωμένο Ευρωστρατό. Χρειάζεται να σκεφτούμε τις ιστορικές ανεπάρκειες,
συνολικά, του κινήματος να καταδείξει τον μιλιταρισμό και τον εθνικισμό εντός
κι εκτός στρατού, να βάλει φρένο στα πολεμικά σχέδια όλων των διαδοχικών
κυβερνήσεων και κυρίως στην εμπλοκή της κοινωνίας σε αυτά. Αυτό είναι και το
βασικό χαρακτηριστικό που συνδέει την ανάγκη για αναβάθμιση του αντιπολεμικού
κινήματος με την ανώτερη πάλη ενάντια στο φασισμό, τον ρατσισμό και τον
εθνικισμό, που γίνεται εκ νέου οργανικό στοιχείο της κρατικής πολιτικής και
ξεπλένει, εντάσσει θεσμικά «στο συνταγματικό τόξο» την ακροδεξιά σε Ελλάδα,
Ευρώπη αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο.
Η γενίκευση της
πολεμικής προετοιμασίας εναντίον της ίδιας της αγωνιζόμενης κοινωνίας και του
κινήματος πάει μαζί με τη γενίκευση του εξωτερικού πολέμου και των
ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών – και κάθε αστική τάξη προετοιμάζεται γι’ αυτό. Ο
κίνδυνος είναι μεγάλος, όχι μόνο για το αντιπολεμικό κίνημα ή για το κίνημα
μέσα στο στρατό, μόνο, αλλά και για το σύνολο της κοινωνίας.
Ένας από τους κύριους
μοχλούς για αυτά είναι η στρατιωτικοποίηση της κοινωνίας, η εργασιακή
εκμετάλλευση της νεολαίας, όχι μόνο από την εργοδοσία αλλά και στην απόλυτη
βαθμίδα της άμισθης δουλειάς στο στρατό και στο όνομα των εθνικών αναγκών. Γι’
αυτό και μεγάλο μέρος των χαμηλόβαθμων στελεχών εκπαιδεύονται για να μάθουν την
αναλωσιμότητά τους, την ώρα οι φαντάροι είναι οι πρώτοι αναλώσιμοι -ήδη εδώ και
καιρό- του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού, της εμπλοκής του στρατού στους
ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς. Ακόμα περισσότερο, εκμεταλλευόμενοι την
οικονομική κρίση, κάνουν λόγο για επαναφορά της στράτευσης στα 18, για παροχή
τζάμπα εξειδικευμένης εργασίας με αντάλλαγμα πιστοποιήσεις και μόρια,
επιδιώκουν την πρόσληψη των νέων μισθοφόρων με ακόμα χειρότερους όρους και
ακόμα πιο πολεμικό χαρακτήρα από τους προηγούμενους.
Με αφορμή, δε, την
κατασκευή ενός κράτους ασφαλείας (πάνω σε αυτό που ονομάζουν «κατάσταση
διαρκούς έκτακτης ανάγκης»), ο στρατός διαχειρίζεται και μοιράζει και διανέμει
αδιαφανή κονδύλια για την εκμετάλλευση του «προσφυγικού», σε ΜΚΟ και
επιχειρήσεις, υπόσχεται εγγυήσεις συμβολαίων στο εξωτερικό και στο εσωτερικό
για τους επιχειρηματίες (με το αζημίωτο, φυσικά), φέρνει την πολεμική έρευνα
μέσα στο πανεπιστήμιο, διαμορφώνοντας τις νέες γενιές των ερευνητών και των
εργαζόμενων στη νέα, ιδιωτικοποιημένη, πολεμική βιομηχανία. Φυσικά,
προετοιμάζει την κοινωνία για τις νέες υποθήκες που θα βάλει στη ζωή όλων των
επόμενων γενεών, για να χρηματοδοτηθούν οι νέες προκλητικές «αγορές του αιώνα»,
οι πανάκριβοι εξοπλισμοί και τα νέα συμβόλαια όπλων, αξίας πολλών δις ευρώ.
Κατόπιν όλης αυτής της
συζήτησης αποφασίστηκε να διευρυνθεί η προσπάθεια συλλογής υπογραφών και
ψηφισμάτων αλληλεγγύης από πολλές συλλογικότητες και σωματεία. Ταυτόχρονα έγινε
αναφορά στην βαρύτητα της συμμετοχής όλων στην κινητοποίηση της 18ης
Μαρτίου για την καταδίκη της αντιμεταναστευτικής πολιτικής και της πολεμικής διαχείρισης του προσφυγικού,
των στρατοπέδων συγκέντρωσης και των διαδικασιών απανθρωποποίησης και την
υπεράσπιση των δικαιωμάτων και ελευθεριών των προσφύγων. Σε αυτό χρειάζεται,
για μια ακόμη φορά να ενισχυθούν οι αρνήσεις των στρατευμένων να υλοποιήσουν
αλλά και να συναινέσουν στην ρατσιστική πολιτική της κυβέρνησης.
Ακόμη τονίσθηκε η
αναγκαιότητα για το μεγαλύτερο δυνατό άνοιγμα της υπόθεσης στην κοινωνία, με τη
λογική «ξέρω και εγώ ότι γίνονται καψόνια στον στρατό», αλλά
και η φυσική, μαζική παρουσίας όλων την ημέρα της εκδίκασης της έφεσης. Με τον
ίδιο τρόπο χρειάζεται άνοιγμα στη βάση μιας καμπάνιας, που θα την κάνει
κινηματική υπόθεση, με αφίσες, καλέσματα, κινηματικά ραντεβού και εξορμήσεις.
Χρειάζεται, πριν απ’ όλα, να απευθυνθούμε στην ίδια την τάξη μας για να
υπερασπιστεί το δικαίωμά της να αμφισβητεί, να καταγγέλλει και να αντιστέκεται.
Αυτό, εξάλλου, θέλει να τσακίσει η διαπλοκή του επίσημου πολιτικού συστήματος,
της δικαστικής βιομηχανίας διώξεων και καταδικών, της καταστολής και των
καθεστωτικών ΜΜΕ.
Υπήρξε πρόταση για
διεξαγωγή συνέντευξης τύπου πριν από την δίκη, αλλά και ανάγκη για ευρύ κάλεσμα
σε συλλογικότητες, αγωνιστές και ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών να
στηρίξουν, να γνωστοποιήσουν το γεγονός, να γράψουν κείμενα αλληλεγγύης, να
στηρίξουν τον αγώνα ενάντια στην κρατική-δικαστική καταστολή. Γι’ αυτό το λόγο
χρειάζεται να υπάρξει ενότητα του κινήματος και των αντιστάσεων απέναντι στο
κράτος, την κυβέρνηση και τους μηχανισμούς τους,
Τέλος υπήρξαν
τοποθετήσεις που τόνισαν ότι είναι ώρα να ξεκινήσει μια συζήτηση για έναν πιο
δημιουργικό συντονισμό των κινημάτων και των αγωνιστών/τριών, όχι μόνο από την
σκοπιά της αμυντικής υπεράσπισης των διωκόμενων και της αντίστασης απέναντι
στην επίθεση των κρατικών μηχανισμών. Αλλά από την σκοπιά της κοινωνικής
νομιμοποίησης των αγώνων και όλων των μέσων που διαθέτουν αυτά για να
υπερασπιστούν την συνέχισή τους και την νίκη τους. Χρειάζεται, πολύ
περισσότερο, μια νέα προσπάθεια ανασυγκρότησης αλλά και συζήτησης και δράσεων
γύρω από το αντιπολεμικό κίνημα που έχει ανάγκη η εποχή μας. Μια προσπάθεια που
θα επιτρέψει να αναδειχθεί όλος ο πλούτος και η διαφορετικότητα των δράσεων και
των αντιστάσεων στο μιλιταρισμό, των εθνικισμό, τον πόλεμο και την καταστολή -
και φυσικά η συνολική υπεράσπισή τους απέναντι στη συστημική βαρβαρότητα.
Οι
στηρίξεις, οι υπογραφές αλληλεγγύης και τα ψηφίσματα συγκεντρώνονται στο e-mail:
Δίνουμε κινηματικό
ραντεβού την Τρίτη 21 Μαρτίου στο 7o Τριμελές Εφετείο και απαιτούμε:
Αθώωση
του Νίκου Αργυρίου-Ακύρωση της ποινής του-Απαλλαγή του από τις κατηγορίες.
Υπερασπιζόμαστε το δικαίωμα ελευθερίας του ηλεκτρονικού τύπου, της ελεύθερης
διακίνησης ιδεών και ειδήσεων. Καμιά ποινικοποίηση του κινήματος.
ΕΠΙΤΡΟΠΗ
ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΣΤΡΑΤΕΥΜΕΝΩΝ
Τηλ: 6932 955437
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.