Τα ανυπέρβλητα ταξικά εμπόδια που βρίσκουν μπροστά τους οι εργαζόμενοι όταν θέλουν να ασχοληθούν με την λογοτεχνία
ΠΗΓΗ:Το Περιοδικό
Ένα από τα πράγματα που διδάχθηκα στο
δημοτικό στο Ιλινόι ήταν ότι η Αμερική διέφερε από την Ευρώπη ως προς το
ότι ιδρύθηκε, και παρέμεινε ως μια αταξική κοινωνία. Στη σημερινή
εποχή, αν οι πολιτικοί, όπως ο Μπαρακ Ομπάμα ή ο Μπέρνι Σάντερς,
αναφέρουν τις διαφορές μεταξύ των τάξεων στην Αμερική, κατηγορούνται από
τους πολιτικούς τους αντιπάλους για αφύπνιση της ταξικής συνείδησης για
να υποθάλψουν έναν ταξικό πόλεμο. Δυστυχώς, ο Ομπάμα και ο Σάντερς
έχουν δίκιο και οι δάσκαλοι του σχολείου μου άδικο. Και ενώ η ταξική
διαφορά εκδηλώνεται σε όλους τους τομείς της κοινωνίας, για εκείνους που
αναζητούν μια καριέρα στη λογοτεχνία, οι ταξικές διαφορές έχουν
τεράστια επιρροή στο ποιος προσλαμβάνεται και στο ποιος εκδίδεται. Αυτό
με τη σειρά του έχει μεγάλη επιρροή στην απεικόνιση της τάξης στη
λογοτεχνία και στις απεικονίσεις που κάνουν τα μέσα ενημέρωσης για τη
ζωή του συγγραφέα.
Τα
τελευταία χρόνια, αμέτρητες διατριβές, άρθρα, δοκίμια και έρευνες έχουν
δημοσιευτεί υποστηρίζοντας τη μεγαλύτερη ποικιλομορφία αναφορικά με τις
φυλές και τα έθνη στον κόσμο της λογοτεχνίας, που η λογοτεχνία μπορεί
να παρουσιάσει ως μια πιο αληθινή θεώρηση της κοινωνίας στην οποία
ζούμε. Υπάρχει ακόμη πολύς δρόμος αλλά σιγά σιγά γίνεται κατανοητό ότι
εκδίδοντας περισσότερους έγχρωμους συγγραφείς, αυξάνοντας τα άρθρα
γυναικών, συμπεριλαμβάνοντας περισσότερα πράγματα, θα βελτιωθεί η
ποιότητα της αφήγησης.
Λίγες αναφορές έχουν γίνει για τον
αποκλεισμό της περίφημης κατώτερης τάξης της Αμερικής, η αέναη φτωχή
ομάδα στην κατώτερη βαθμίδα της κοινωνίας που συμπεριλαμβάνει όλες τις
φυλές / τα συστήματα ηθικών αξιών. Καθώς αξιοποιούμε τις ευκαιρίες της
συγγραφής για τη φτώχια, χάνουμε τόσες ευκαιρίες για να την αλλάξουμε.
Δε σπουδάζει κανείς τη συγγραφή και
αποφοιτεί με τις ίδιες ευκαιρίες όπως όλοι. Όταν έρχεται η στιγμή για
αναζήτηση δουλειάς ή για χρόνο συγγραφής, η κοινωνική στρωμάτωση
καθορίζει ποιος θα πάρει τις υποτροφίες και κατ’ επέκταση ποιος θα έχει
τις διασυνδέσεις, ώστε να βρεθεί ένας ατζέντης, ή ποιος θα πάρει μια
δουλειά σε έναν εκδοτικό οίκο.
Έχω την ίδια διαφωνία με ένα συνάδελφό
μου τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο, κυρίως την περίοδο των εγγραφών όταν
συναντιόμαστε στο γραφείο και παραπονιέται για την απροθυμία των
φοιτητών να κάνουν πρακτική εκτός πανεπιστημίου. Η περιφρόνησή του αφορά
τους φοιτητές που θέλουν να κάνουν πρακτική εντός του πανεπιστημίου
κατά τη διάρκεια του εξαμήνου, αντί να κάνουν κατά τη διάρκεια των
χειμερινών ή καλοκαιρινών διακοπών.
Δεδομένου ότι το κολλέγιο στο οποίο
διδάσκω είναι τέσσερις ώρες μακριά από τη Νέα Υόρκη, ο συνάδελφός μου
γίνεται σκληρός όταν αναφέρεται στην αποτυχία των φοιτητών να
επωφεληθούν από τις πρακτικές που λαμβάνουν χώρα στο Golden Corral στο
Μανχάταν. Έτσι, κάθε εξάμηνο πρέπει να του υπενθυμίζω την πραγματικότητα
της ζωής των φοιτητών μας. Ξεκινώ με το γεγονός ότι οι πρακτικές της
Νέας Υόρκης συνήθως πληρώνουν το πολύ ένα βασικό μισθό περίπου των
χιλίων δολαρίων το μήνα. Τα διαμερίσματα στο Μανχάταν και στο Μπρούκλιν
κοστίζουν περισσότερο το μήνα απ’ ό,τι ο υψηλότερος βασικός μισθός.
Ακόμη και αν βρουν να νοικιάσουν ένα διαμέρισμα για το καλοκαίρι και να
ζήσουν με ράμεν, ρύζι και mac-n-cheese, οι περισσότεροι από τους
φοιτητές μας δουλεύουν το καλοκαίρι σε δουλειές μερικής απασχόλησης όσες
περισσότερες ώρες μπορούν για να τα βγάλουν πέρα ενώ σπουδάζουν. Μια
καλοκαιρινή πρακτική που εξασφαλίζει την αποταμίευση δεν είναι εφικτή
για οποιοδήποτε φοιτητή αν δεν υποστηρίζεται με κάποιο τρόπο. Ορισμένοι
φοιτητές είναι τυχεροί αν κάποιος συγγενής μένει κοντά και μπορεί να
τους φιλοξενήσει, αλλά και πάλι, αφού δεν υπάρχει εγγύηση για τα
χρήματα, είναι ζήτημα τύχης το αν θα έχουν κάποιον συγγενή που θα μένει
σε κοντινή απόσταση από τη Νέα Υόρκη.
Είναι
αλήθεια πως πολλοί αξιόλογοι εκδοτικοί οίκοι στηρίζονται σε αυτή την
ετήσια εισροή φθηνού και καταρτισμένου προσωπικού, όπως είναι αλήθεια
ότι για τον φοιτητή που έχει κίνητρο η πρακτική στη Νέα Υόρκη ανοίγει
πόρτες. Φυσικά δεν εγγυώνται δουλειά μετά το πανεπιστήμιο, αλλά μεταξύ
του μικρού δείγματος φίλων που έχουν δουλειές στα ΜΜΕ της Νέας Υόρκης,
έχω ακούσει ιστορίες για πρακτικές με τις Marvel Comics, Nickelodeon,
Salon, Harper’s, και Seventeen. Δεν αποσκοπώ στο να αμφισβητήσω την αξία
αυτών των πολυπόθητων πρακτικών, αλλά στο να διερωτηθώ πόσοι δεν έκαναν
τον κόπο να υποβάλλουν αίτηση για πρακτική επειδή δεν μπορούν να τη
στηρίξουν οικονομικά. Πέρσι, πήγα σε ένα συνέδριο περί συγγραφής στη
Βοστόνη. Μια από τις πρώτες συζητήσεις ήταν πώς ένας συγγραφέας
διεκδικεί, πώς διαβεβαιώνει ο συγγραφέας ότι έχει την εξειδίκευση να
γράψει για ένα θέμα και πώς ταυτόχρονα ο εκδότης διαβάζοντας τη λίστα με
αυτούς που έχουν κάνει αίτηση μπορεί να αποφασίσει αν ο συγγραφέας
είναι κάποιος που μπορεί να θεωρηθεί συγγραφέας.
Ένας
εκδότης είπε στο συνέριο ότι το πρώτο πράγμα που κοιτάει όταν παίρνει
στα χέρια του τη συνοδευτική επιστολή είναι αν ο συγγραφέας έχει MFA. Το
έκανε αυτό, βιάστηκε να εξηγήσει, όχι επειδή αυτό εγγυάται ότι ο
υποβάλλων την αίτηση θα είναι καλύτερος συγγραφέας, αλλά επειδή
αφιερώνοντας ένα–δύο χρόνια της ζωής του στη συγγραφή αποδεικνύει ότι
είναι σοβαρός ως συγγραφέας. Πετάχτηκα από την καρέκλα μου θυμωμένος-
πώς μπορεί να διαβεβαιώσει κάτι τέτοιο; Ο φίλος μου με τράβηξε πίσω αλλά
συνέχισα να βράζω μέσα μου. Ποιος είναι πιο αφοσιωμένος: αυτός που έχει
την οικονομική άνεση να ξοδέψει χρόνο σε ένα πρόγραμμα συγγραφής ή ο
συγγραφέας που συγγράφει παρότι δουλεύει από νωρίς το πρωί, χωρίς
κανέναν εκτός από τον εαυτό του ως κίνητρο; Καθώς ένα άλλο μέλος του
πάνελ ανέφερε τη μέθοδό του για την ανίχνευση της «αφοσίωσης», θυμήθηκα
να κάθομαι με τον Φρεντ Μπους όταν εξιστορούσε τις πρώτες μέρες που
δούλευε όλη μέρα και περνούσε χρόνο με τη γυναίκα του και το γιό του
νωρίς το απόγευμα και έπαιρνε τη γραφομηχανή στην τουαλέτα για να μην
ξυπνήσει την οικογένειά του που κοιμόταν και έγραφε όσο περισσότερο
μπορούσε πριν η κούραση του επιβάλλει να πάει για ύπνο. Πόση περισσότερη
αφοσίωση έπρεπε να επιδείξει κάποιος; Αλλά αυτό δεν είναι κάτι που
μπορεί να μπει στο βιογραφικό. Η λανθασμένη υπόθεση του πανελίστα ότι
ένα MFA υποδεικνύει απαραίτητα μεγαλύτερη αφοσίωση στη συγγραφή,
αποκαλύπτει μια συχνή τυφλότητα στο εύκολο προνόμιο όσων έχουν
οικονομική ασφάλεια.
Φυσικά αυτή η κοντόφθαλμη άποψη δεν
βοηθείται από τις αναπαραστάσεις της ζωής ενός συγγραφέα στην τηλεόραση ή
στις ταινίες, όπου φαίνεται ότι οι περισσότεροι καθηγητές συγγραφής
μένουν σε μεγάλα σπίτια ή σε διαμερίσματα, σε κτίρια με θυρωρούς στο
κέντρο της πόλης. Όταν οι σκηνογράφοι τηλεοπτικών εκπομπών κάνουν
πρακτική, μένουν σε ρετιρέ στις πιο χίπστερ γειτονιές και παρουσιάζουν
ότι αυτά τα ενοίκια είναι εφικτά, είναι αυτή μια πραγματική απεικόνιση
των εμπειριών ενός σκηνογράφου και επομένως άγνοια του πραγματικού
κόστους ζωής; Ή πρόκειται για μια φαντασίωση που πουλάει τον αγώνα σαν
να είμαστε όλοι ικανοί να κυνηγήσουμε τα όνειρά μας χωρίς να ανησυχούμε
για το επόμενό μας γεύμα;
Το
δίκοπο μαχαίρι για τους φοιτητές του προγράμματος συγγραφής, όπου
διδάσκω, είναι ότι αναγνωρίζουν πως δεν υπάρχει τρόπος για αυτούς να
μπορέσουν να κάνουν μια καλοκαιρινή πρακτική στην Νέα Υόρκη. Ωστόσο,
όταν τους μιλάς για το τι σκοπεύουν να κάνουν μετά την αποφοίτηση,
τουλάχιστον τα δύο τρίτα αυτών λένε το ίδιο πράγμα: «Θα μετακομίσω στη
Νέα Υόρκη και θα ψάξω για δουλειά και θα προσπαθήσω να συγγράψω». Έχει
περαστεί στα κεφάλια τους ότι οι πραγματικοί συγγραφείς στην Αμερική
μένουν στη Νέα Υόρκη και ότι οι μόνες αξιοπρεπείς δουλειές, αν δεν
σκοπεύεις να κάνεις ένα MFA, βρίσκονται στα περιοδικά και στους
εκδοτικούς οίκους, οι περισσότεροι εκ των οποίων βρίσκονται στο
Μανχάταν. Αυτό που πολλοί από αυτούς τους φοιτητές δεν έχουν καταλάβει, ή
δεν έχουν καταλάβει ακόμη, είναι ότι δεν έχουν το προνόμιο των
διασυνδέσεων που δημιουργούνται όταν βρίσκει κανείς δουλειά. Όπως είπα,
δεν είναι συχνό να έχει κάποιος πρακτική και στη συνέχεια, μετά το
πανεπιστήμιο, να παίρνει μια θέση στην ίδια εταιρεία, αλλά έχω
τουλάχιστον ένα φίλο που το έχει κάνει. Και η πρακτική με ένα μικρό
περιοδικό στην πρώτη χρονιά μπορεί να βοηθήσει στην εξασφάλιση μιας
δουλειάς ως βοηθός του εκδότη σε έναν από τους εκδοτικούς οίκους.
Ένα από τα πιο πειστικά επιχειρήματα για
τη λογοτεχνική ποικιλία αφορά τους ανθρώπους που έπονται. Αν μια μικρή
Μεξικανή-Αμερικανίδα μεγαλώσει με το όνειρο να γίνει ποιήτρια, τι θα
συμβεί όταν δει ότι οι νικητές των βραβείων κάθε χρόνο δεν μοιάζουν με
εκείνη; Μπορεί ένας Αφρο-Αμερικανός να ελπίζει να γίνει ένας βραβευμένος
με Πούλιτζερ δοκιμιογράφος αν δε γνωρίζει ότι υπάρχει κάποιος σαν αυτόν
εκεί έξω; Θα υποστήριζα ότι συμβαίνει το ίδιο πράγμα για τα εργαζόμενα
παιδιά, ειδικά εκείνα στις οικογένειες που ανησυχούν περισσότερο με το
να φέρουν φαγητό στο τραπέζι από το να πάνε σε μια συμφωνική συναυλία,
οικογένειες που βλέπουν τις τέχνες ως τη μοναδική επιδίωξη των πλουσίων
(όπως έκανε και ο εργαζόμενος μετανάστης πατέρας μου).
Και
σ’ αυτό το σημείο, ξεκινάει να γίνεται προσωπική υπόθεση για μένα, και
ομολογώ ότι νιώθω δυσαρέσκεια, ακόμη και θυμό, γι’ αυτό το διαχωρισμό.
Παρακολουθούσα ένα ντοκιμαντέρ για τη Σούζαν Σόνταγκ και το περισσότερο
αφορούσε (δικαίως) τις σπουδές της στο Μπέρκλει, στο Σικάγο, στην
Οξφόρδη και πώς έφυγε για να μείνει στο Παρίσι. Όμως, εκκρεμεί μια
ερώτηση για τη ιστορία της, η οποία ποτέ δεν αναφέρθηκε στο συγκεκριμένο
ντοκιμαντέρ: από πού προέρχονταν τα χρήματα; Δε δούλευε. Και παρόλα
αυτά μπορούσε να μείνει στο Παρίσι. Κάποια στιγμή, ως νεαρή, χρειάστηκε
χρήματα και ένας φίλος της κανόνισε να κάνει μια εμφάνιση σε μια
αβανγκάρντ ταινία. Αλλά και πάλι, δεν πρόκειται τόσο για τα χρήματα όσο
για την τάξη, για το ότι γεννιέσαι σε ένα σύστημα που σου λέει ότι είναι
εντάξει να κάνεις κάτι καλλιτεχνικό. Όμως, για όσους βρίσκονται εκτός
αυτού του «καλλιτεχνικού» συστήματος δεν υπάρχει η ευκαιρία να κάνουν
κάτι για τον εαυτό τους. Ακόμη κι αν κάνεις κάτι για τον εαυτό σου,
μπορεί υφίσταται ένα στίγμα «απιστίας» προς την τάξη όπου ανήκεις.
Όταν οι συγγενείς μου γνώριζαν ανθρώπους
που απέκτησαν χρήματα και επέλεξαν να φύγουν, ή να αγοράσουν κάτι
ακριβό, όπως ένα καλό αμάξι, υπήρχε πάντα συζήτηση για αυτούς που
πίστευαν ότι «είναι καλύτεροι απ’ ό,τι είμαστε ή που ξέχασαν από πού
προέρχονται». Και μέχρι να διαβάσω Τζανέτ Γουίντερσον και Κέιτλιν Μόραν,
που έγραψαν για το πώς ξέφυγαν από την εργατική τάξη όπου άνηκαν οι
οικογένειές τους, πίστευα ότι πρόκειται για κάτι που συνέβη μόνο στην
οικογένειά μου. Αν είχα εκτεθεί σε ιστορίες όπως αυτές της Γουίντερσον
και της Μόραν ως έφηβος, αντικατοπτρίζοντας την δική μου ιστορία, θα
ένιωθα πιο άνετα να γράψω για τη ζωή της δικής μου εργατικής τάξης.
Ακόμη και ως ενήλικας, η ανακούφιση που ένιωσα όταν πήρα συνέντευξη από
τη Μόραν και συνειδητοποίησα ότι ήταν μια πετυχημένη συγγραφέας της
οποίας οι εμπειρίες ως κορίτσι της εργατικής τάξης που λάτρευε τα
βιβλία, αποτέλεσε ανακούφιση μετά από χρόνια που έπαιρνα συνεντεύξεις σε
συγγραφείς των οποίων η ζωή δε θύμιζε σε τίποτα τη δική μου. Η Μόραν με
έκανε να νιώσω λιγότερο απατεώνας.
Αν
θέλουμε η λογοτεχνία να σημαίνει κάτι στις ζωές αυτών που τη διαβάζουν,
θα πρέπει να αφορά περισσότερο το άνοιγμα ενός νέου κόσμου δυνατοτήτων.
Πολλοί από εμάς έχουμε υπάρξει το παιδί (ή ο ενήλικας) που γοητεύεται
όταν ονειρεύεται να κάνει τα πράγματα που κάνει ο χαρακτήρας ενός
βιβλίου. Αλλά, όπως διδάσκω και στους φοιτητές μου, η ανάγνωση αφορά και
την απήχηση, τη στιγμή της σύνδεσης με αυτό που νιώθει ο συγγραφέας
στις λέξεις. Νιώθει και ο αναγνώστης, το γρατζούνισμα στο στήθος που
σηματοδοτεί ότι κάποιος «καταλαβαίνει». Και ενώ μπορεί να νιώθω
συναισθηματική απήχηση, πιάνω τον εαυτό μου να αναζητά να γνωρίσει ότι
κάποιος άλλος καταλαβαίνει τι σημαίνει ότι το πρωινό με τα δημητριακά
είναι ό,τι υπάρχει στο ντουλάπι μέχρι να πληρωθεί ο γονιός. Η λογοτεχνία
δε θα έπρεπε να λειτουργεί ως μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους
έχοντες και στους μη-έχοντες. Όπως η επέκταση του κόσμου της
λογοτεχνίας, ο οποίος εκπροσωπεί έναν κόσμο στον οποίο οι περισσότεροι
είναι λευκοί, άντρες και ετεροφυλόφιλοι, πρόσθεσε ανείπωτα πλούτη, έτσι
και οι ιστορίες της εργατικής τάξης βελτιώνουν την εκπροσώπηση και την
κατανόηση του ευρύτερου κόσμου. Πιο σημαντικό, τουλάχιστον για μένα, αν
γνώριζα ότι δεν είναι η τάξη ή τα χρήματα που καθορίζουν ποιανού τα
συγγράμματα αξίζουν να εκδοθούν, θα με έκανε να νιώθω λιγότερο απατεώνας
όταν ενθαρρύνω τους φοιτητές μου να ακολουθήσουν μια καριέρα στον
εκδοτικό χώρο, όπου είναι ήδη βήματα πίσω από αυτούς που η οικονομική
τους δυνατότητα τους έχει ήδη ανοίξει πόρτες.
Δίσταζα να γράψω αυτό το άρθρο, μην
τυχόν φανεί απλώς ως ένα προσωπικό παράπονο-αν υπάρχει κάτι για το οποίο
η εργατική τάξη είναι λιγότερο ανεκτική είναι να παραπονιέσαι όταν δεν
υπάρχει πραγματικά κάτι κακό. Την ίδια στιγμή, η δημιουργία της
λογοτεχνίας απαιτεί ειλικρίνεια για τις εμπειρίες κάποιου, ώστε να
μπορέσουμε να περιορίσουμε τα κενά μεταξύ των ανθρώπων. Όταν κάνω τέχνη,
το να γράφω για τις εμπειρίες μου δίνει χώρο στον οποίο έχω απήχηση και
είμαι αληθινός. Έχουν υπάρξει πολλές φορές στη ζωή μου που ευχήθηκα να
είχα τα χρήματα ή τις διασυνδέσεις που θα μου επέτρεπαν να ταξιδέψω σε
όλο τον κόσμο για ένα χρόνο, να γράψω ένα βιβλίο για όσα είδα και
ένιωσα. Και μετά θυμίζω στον εαυτό μου ότι προέρχομαι από μια μακρά
σειρά αντρών και γυναικών που επέζησαν ως φτωχοί αγρότες και μετά
επέζησαν δουλεύοντας σε ορυχεία και σε εργοστάσια του Μάντσεστερ. Ο
πατέρας μου ήταν μικρό αγόρι όταν η οικογένειά του μετακόμισε από τις
φτωχογειτονιές του Μάντσεστερ σε μια μονοκατοικία μακριά από την
αστικό-βιομηχανική βρωμιά. Αυτή είναι μια κληρονομιά για την οποία είμαι
υπερήφανος. Και έτσι, καθώς συνεχίζω, επιλέγω να γράφω για την εμπειρία
της εργατικής τάξης. Συνεχίζω να δημιουργώ έναν τόπο για αυτό που
θεωρούμε λογοτεχνία.
Lorraine Berry/ Μετάφραση για το Περιοδικό: Ομάδα Afterwords
Lorraine Berry/ Μετάφραση για το Περιοδικό: Ομάδα Afterwords
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.