- Πως φτάσαμε μετά από 60 χρόνια "ιδιωτικής πρωτοβουλίας" στην εθνικοποίηση.
Επί του παρόντος, το 50% της συνολικής παραγωγής προέρχεται από καύση λιγνίτη, το 10% από πετρέλαιο, το 17% από φυσικό αέριο, το 10% από υδροηλεκτρικούς σταθμούς, το 6% από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) και το 7% από διασυνδέσεις.
Ιστορική ανασκόπηση της αξιοποίησης λιγνιτικών κοιτασμάτων
Είναι ενδιαφέρον ότι
η αναγνώριση και η αξιοποίηση του λιγνίτη στην Ελλάδα θα γίνει από
Μικρασιάτες πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην Πτολεμαΐδα και είχαν
μεταφέρει τη σχετική τεχνογνωσία για το υλικό αυτό.
Ο πρώτος που ζήτησε και
πήρε το δικαίωμα δημιουργίας ορυχείων και εκμετάλλευσης του λιγνίτη
στην περιοχή αυτή ήταν ο Γεώργιος Παυλίδης, πρόσφυγας από τη Φώκαια της
Σμύρνης. Η σημασία αυτής της δράσης αναγνωρίστηκε από τους ιστορικούς
της ενέργειας: «Στα μέσα της δεκαετίας του 1920 ανήσυχοι και δραστήριοι,
όπως ο Γ. Παυλίδης (…) αντιλήφθηκαν τη σημασία του λιγνίτη και
κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες για τη συστηματική του εκμετάλλευση…»
(«Μνήμες και εικόνες από λιγνίτη. 60 χρόνια ενέργεια για την Ελλάδα»,
δεύτερη έκδοση, ΔΕΗ, 2010).
Η πρώτη σοβαρή προσπάθεια για την εκμετάλλευση λιγνιτικών κοιτασμάτων στη χώρα μας
άρχισε στο Αλιβέρι (Εύβοια) το 1873. Δυστυχώς μια φοβερή πλημμύρα το
1897 κατέστρεψε όλες τις επιφανειακές και υπόγειες εγκαταστάσεις
εξόρυξης. Η εκμετάλλευση ξανάρχισε μετά τον πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο. Το
1922 η ετήσια παραγωγή έφθασε τους 23.000 τόνους και διατηρήθηκε μέχρι
το 1927. Το επόμενο έτος η εκμετάλλευση σταμάτησε για οικονομικούς
λόγους.
Μετά το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η ανάγκη εξηλεκτρισμού
της χώρας οδήγησε στην απόφαση κατασκευής ατμοηλεκτρικού σταθμού στο
Αλιβέρι, που θα λειτουργούσε αποκλειστικά με λιγνίτη.
Το 1951
ανέλαβε η ΔΕΗ την υπόγεια εκμετάλλευση των Ορυχείων στο Αλιβέρι,
κατορθώνοντας να αυξήσει την παραγωγή σε 750 χιλιάδες τόνους το χρόνο
και να τροφοδοτήσει μονάδες συνολικής ισχύος 230 MW. Στις αρχές της
δεκαετίας του 1980 σταμάτησε η λειτουργία του λιγνιτωρυχείου Αλιβερίου.
Οι πρώτες συστηματικές έρευνες για την εντόπιση και αξιολόγηση των λιγνιτών της ευρύτερης περιοχής Πτολεμαϊδας
άρχισαν μετά το 1938. Το 1955 συστάθηκε η εταιρία ΛΙΠΤΟΛ που είχε ως
αντικείμενο την εκμετάλλευση του λιγνίτη και τη χρησιμοποίησή του για
την παραγωγή μπρικετών, αζωτούχων λιπασμάτων, ημικώκ και ηλεκτρικής
ενέργειας.
- Πως έφτασε το ρεύμα στα χωριά, στα ακριτικά νησιά, σε απομακρυσμένα ορεινά μέρη που "δεν συνέφερε" στους ιδιώτες.
- Τα Λιγνιτικά κοιτάσματα.
Πως από "ατμομηχανή της ανάπτυξης" χρησιμοποιήθηκε ακόμα και ως
εκβιαστικός μηχανισμός είσπραξης χαρατσιών και φορέας βολέματος
"ημετέρων" των κυβερνήσεων
εκβιαστικός μηχανισμός είσπραξης χαρατσιών και φορέας βολέματος
"ημετέρων" των κυβερνήσεων
Το 1889 φτάνει το "ηλεκτρικό" στην Ελλάδα. Η Γενική Εταιρεία Εργοληψιών, κατασκευάζει στην Αθήνα, στην οδό Αριστείδου, την πρώτη μονάδα παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος. Το πρώτο κτίριο που φωτίζεται είναι τα Ανάκτορα και πολύ
σύντομα ο ηλεκτροφωτισμός επεκτείνεται στο ιστορικό κέντρο της
Πρωτεύουσας. Τον ίδιο χρόνο η τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη θα δει κι
αυτή το ηλεκτρικό φως καθώς Βελγική Εταιρία αναλαμβάνει απ' τις
Τουρκικές αρχές το φωτισμό και την τροχιοδρόμηση της Πόλης με την
κατασκευή εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.
Δέκα χρόνια αργότερα οι πολυεθνικές εταιρίες ηλεκτρισμού κάνουν την εμφάνισή
τους στην Ελλάδα. Η αμερικανική εταιρία Thomson-Houston με τη συμμετοχή
της Εθνικής Τράπεζας θα ιδρύσει την Ελληνική Ηλεκτρική Εταιρία που θα
αναλάβει την ηλεκτροδότηση κι άλλων μεγάλων Ελληνικών πόλεων. Μέχρι το
1929 θα ηλεκτροδοτηθούν 250 πόλεις με πληθυσμό πάνω από 5.000 κατοίκους.
Στις πιο απόμακρες περιοχές, που ήταν ασύμφορο για τις μεγάλες
εταιρίες να κατασκευάσουν μονάδες παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, την
ηλεκτροδότηση αναλαμβάνουν ιδιώτες ή δημοτικές και κοινοτικές αρχές
κατασκευάζοντας μικρά εργοστάσια.
To 1950 υπήρχαν στη Ελλάδα 385 εταιρείες από
τις οποίες οι 263 ιδιωτικές με απλή άδεια, οι 54 ιδιωτικές με
προνομιακή άδεια και 58 δημοτικές ή κοινοτικές. Υπήρχαν και 10 ιδιωτικές
χωρίς άδεια.
Η πρώτη ύλη που χρησιμοποιούσαν ήταν το πετρέλαιο και ο γαιάνθρακας που φυσικά εισάγονταν από το εξωτερικό.
Ηκατάτμηση αυτή της παραγωγής, σε συνδυασμό με τα εισαγόμενα καύσιμα,
εξωθούσε την τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος στα ύψη (τριπλάσιες ή και
πενταπλάσιες τιμές απ' αυτές που ίσχυαν στις Ευρωπαϊκές χώρες). Το
ηλεκτρικό λοιπόν ήταν ένα αγαθό πολυτελείας, αν και τις περισσότερες
φορές παρεχόταν με ωράριο και οι ξαφνικές διακοπές ήταν σύνηθες
φαινόμενο.
Για να εξαπλωθεί η ηλεκτρική ενέργεια ομοιόμορφα σε όλη τη χώρα και για να αξιοποιηθεί αποτελεσματικά τόσο στη βιομηχανία
όσο και στην ύπαιθρο, έπρεπε να υπάρξουν οι εξής προϋποθέσεις:
- Αξιοποίηση των εγχώριων πλουτοπαραγωγικών πόρων, που
απαιτούσε όμως τεράστιες επενδύσεις, οι οποίες δεν μπορούσαν να
πραγματοποιηθούν από τους μεμονωμένους βιομηχάνους παραγωγής ενέργειας.
- Ενοποίηση της παραγωγής σε ενιαίο διασυνδεδεμένο δίκτυο, ώστε τα φορτία να επιμερίζονται σε εθνική κλίμακα.
- Ύπαρξη ενιαίου φορέα που θα επέτρεπε τον επιμερισμό του κόστους ανάμεσα στις κερδοφόρες και ζημιογόνες περιοχές.
Τις προϋποθέσεις αυτές κάλυψε η ΔΕΗ με τον πλέον επιτυχή τρόπο.
Έτσιτον Αύγουστο του 1950 ιδρύεται η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού, για να
λειτουργήσει "χάριν του δημοσίου συμφέροντος" με σκοπό τη χάραξη και
εφαρμογή μιας εθνικής ενεργειακής πολιτικής, η οποία μέσα από την
εντατική εκμετάλλευση των εγχώριων πόρων, να κάνει το ηλεκτρικό ρεύμα
κτήμα και δικαίωμα του κάθε Έλληνα πολίτη, στη φθηνότερη δυνατή τιμή.
σύντομα ο ηλεκτροφωτισμός επεκτείνεται στο ιστορικό κέντρο της
Πρωτεύουσας. Τον ίδιο χρόνο η τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη θα δει κι
αυτή το ηλεκτρικό φως καθώς Βελγική Εταιρία αναλαμβάνει απ' τις
Τουρκικές αρχές το φωτισμό και την τροχιοδρόμηση της Πόλης με την
κατασκευή εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.
Δέκα χρόνια αργότερα οι πολυεθνικές εταιρίες ηλεκτρισμού κάνουν την εμφάνισή
τους στην Ελλάδα. Η αμερικανική εταιρία Thomson-Houston με τη συμμετοχή
της Εθνικής Τράπεζας θα ιδρύσει την Ελληνική Ηλεκτρική Εταιρία που θα
αναλάβει την ηλεκτροδότηση κι άλλων μεγάλων Ελληνικών πόλεων. Μέχρι το
1929 θα ηλεκτροδοτηθούν 250 πόλεις με πληθυσμό πάνω από 5.000 κατοίκους.
Στις πιο απόμακρες περιοχές, που ήταν ασύμφορο για τις μεγάλες
εταιρίες να κατασκευάσουν μονάδες παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, την
ηλεκτροδότηση αναλαμβάνουν ιδιώτες ή δημοτικές και κοινοτικές αρχές
κατασκευάζοντας μικρά εργοστάσια.
To 1950 υπήρχαν στη Ελλάδα 385 εταιρείες από
τις οποίες οι 263 ιδιωτικές με απλή άδεια, οι 54 ιδιωτικές με
προνομιακή άδεια και 58 δημοτικές ή κοινοτικές. Υπήρχαν και 10 ιδιωτικές
χωρίς άδεια.
Η πρώτη ύλη που χρησιμοποιούσαν ήταν το πετρέλαιο και ο γαιάνθρακας που φυσικά εισάγονταν από το εξωτερικό.
Ηκατάτμηση αυτή της παραγωγής, σε συνδυασμό με τα εισαγόμενα καύσιμα,
εξωθούσε την τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος στα ύψη (τριπλάσιες ή και
πενταπλάσιες τιμές απ' αυτές που ίσχυαν στις Ευρωπαϊκές χώρες). Το
ηλεκτρικό λοιπόν ήταν ένα αγαθό πολυτελείας, αν και τις περισσότερες
φορές παρεχόταν με ωράριο και οι ξαφνικές διακοπές ήταν σύνηθες
φαινόμενο.
Για να εξαπλωθεί η ηλεκτρική ενέργεια ομοιόμορφα σε όλη τη χώρα και για να αξιοποιηθεί αποτελεσματικά τόσο στη βιομηχανία
όσο και στην ύπαιθρο, έπρεπε να υπάρξουν οι εξής προϋποθέσεις:
- Αξιοποίηση των εγχώριων πλουτοπαραγωγικών πόρων, που
απαιτούσε όμως τεράστιες επενδύσεις, οι οποίες δεν μπορούσαν να
πραγματοποιηθούν από τους μεμονωμένους βιομηχάνους παραγωγής ενέργειας.
- Ενοποίηση της παραγωγής σε ενιαίο διασυνδεδεμένο δίκτυο, ώστε τα φορτία να επιμερίζονται σε εθνική κλίμακα.
- Ύπαρξη ενιαίου φορέα που θα επέτρεπε τον επιμερισμό του κόστους ανάμεσα στις κερδοφόρες και ζημιογόνες περιοχές.
Τις προϋποθέσεις αυτές κάλυψε η ΔΕΗ με τον πλέον επιτυχή τρόπο.
Έτσιτον Αύγουστο του 1950 ιδρύεται η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού, για να
λειτουργήσει "χάριν του δημοσίου συμφέροντος" με σκοπό τη χάραξη και
εφαρμογή μιας εθνικής ενεργειακής πολιτικής, η οποία μέσα από την
εντατική εκμετάλλευση των εγχώριων πόρων, να κάνει το ηλεκτρικό ρεύμα
κτήμα και δικαίωμα του κάθε Έλληνα πολίτη, στη φθηνότερη δυνατή τιμή.
Το αρχικό κεφάλαιο της ΔΕΗ σχηματίσθηκε από τα κεφάλαια σε συνάλλαγμα, δραχμές, μηχανήματα, υλικά και υπηρεσίες που παρέχονταν από το ευρωπαϊκό πρόγραμμα ανόρθωσης της αμερικανικής βοήθειας, από τις ιταλικές επανορθώσεις και από κεφάλαια του κρατικού προϋπολογισμού.
Όταν ιδρύθηκε η ΔΕΗ το 1950, η κατανάλωση ανά κάτοικο ήταν 88 Kwh το χρόνο, ενώ πέντε χρόνια αργότερα έφτασε τις 150 Kwh.
Αντίστοιχα, το 1950 ο ηλεκτροδοτούμενος πληθυσμός της χώρας ήταν 55% του συνόλου, ενώ το 1955 έφτασε το 59,1 %
Αμέσωςμε την ίδρυσή της, η ΔΕΗ στρέφεται προς την αξιοποίηση των εγχώριων
πηγών ενέργειας ενώ ξεκινά και η ενοποίηση των δικτύων σε ένα εθνικό
διασυνδεδεμένο σύστημα. Τα πλούσια λιγνιτικά κοιτάσματα του ελληνικού
υπεδάφους που είχαν νωρίτερα εντοπισθεί, άρχισαν να εξορύσσονται και να
χρησιμοποιούνται ως καύσιμη ύλη στις λιγνιτικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής
που δημιουργούσε. Παράλληλα, η Επιχείρηση ξεκίνησε την αξιοποίηση της
δύναμης των υδάτων με την κατασκευή υδροηλεκτρικών σταθμών στα μεγάλα
ποτάμια της χώρας.
Αρκετά νωρίς, το 1956, αποφασίστηκε η
εξαγορά όλων των ιδιωτικών και δημοτικών επιχειρήσεων παραγωγής
ηλεκτρικής ενέργειας ώστε να υπάρχει ένας ενιαίος φορέας διαχείρισης. Σιγά-σιγά, η ΔΕΗ εξαγόρασε όλες αυτές τις επιχειρήσεις και ενέταξε το προσωπικό τους στις τάξεις της.
Σ'όλα αυτά τα χρόνια της παρουσίας της, αγωνίστηκε και πέτυχε την
ενεργειακή αυτονομία της χώρας και έφερε σε πέρας το σπουδαίο έργο του
εξηλεκτρισμού της δημιουργώντας ταυτόχρονα το μεγαλύτερο μέρος της
βαριάς ελληνικής βιομηχανίας.
Tο ηλεκτρικό ρεύμα έφτασε με
επάρκεια σε κάθε άκρη της ελληνικής γης. Από τα μικρά ακριτικά νησιά μας ως τους πιο απόμακρους οικισμούς της ορεινής Ελλάδας.
Αμέσωςμε την ίδρυσή της, η ΔΕΗ στρέφεται προς την αξιοποίηση των εγχώριων
πηγών ενέργειας ενώ ξεκινά και η ενοποίηση των δικτύων σε ένα εθνικό
διασυνδεδεμένο σύστημα. Τα πλούσια λιγνιτικά κοιτάσματα του ελληνικού
υπεδάφους που είχαν νωρίτερα εντοπισθεί, άρχισαν να εξορύσσονται και να
χρησιμοποιούνται ως καύσιμη ύλη στις λιγνιτικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής
που δημιουργούσε. Παράλληλα, η Επιχείρηση ξεκίνησε την αξιοποίηση της
δύναμης των υδάτων με την κατασκευή υδροηλεκτρικών σταθμών στα μεγάλα
ποτάμια της χώρας.
Αρκετά νωρίς, το 1956, αποφασίστηκε η
εξαγορά όλων των ιδιωτικών και δημοτικών επιχειρήσεων παραγωγής
ηλεκτρικής ενέργειας ώστε να υπάρχει ένας ενιαίος φορέας διαχείρισης. Σιγά-σιγά, η ΔΕΗ εξαγόρασε όλες αυτές τις επιχειρήσεις και ενέταξε το προσωπικό τους στις τάξεις της.
Σ'όλα αυτά τα χρόνια της παρουσίας της, αγωνίστηκε και πέτυχε την
ενεργειακή αυτονομία της χώρας και έφερε σε πέρας το σπουδαίο έργο του
εξηλεκτρισμού της δημιουργώντας ταυτόχρονα το μεγαλύτερο μέρος της
βαριάς ελληνικής βιομηχανίας.
Tο ηλεκτρικό ρεύμα έφτασε με
επάρκεια σε κάθε άκρη της ελληνικής γης. Από τα μικρά ακριτικά νησιά μας ως τους πιο απόμακρους οικισμούς της ορεινής Ελλάδας.
Επί του παρόντος, το 50% της συνολικής παραγωγής προέρχεται από καύση λιγνίτη, το 10% από πετρέλαιο, το 17% από φυσικό αέριο, το 10% από υδροηλεκτρικούς σταθμούς, το 6% από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) και το 7% από διασυνδέσεις.
Ιστορική ανασκόπηση της αξιοποίησης λιγνιτικών κοιτασμάτων
Τη δεκαετία του 1890
δημιουργούνται τα πρώτα εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής στην περιοχή, που
βασίζονται στην εκμετάλλευση των λιγνιτικών πεδίων της Μπάλιας-Καραϊδίν.
δημιουργούνται τα πρώτα εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής στην περιοχή, που
βασίζονται στην εκμετάλλευση των λιγνιτικών πεδίων της Μπάλιας-Καραϊδίν.
Η συγκεκριμένη περιοχή και η μεταλλευτική και ηλεκτροπαραγωγός δραστηριότητα έχει και μια θλιβερή πλευρά, εφ’ όσον
οι 700 μεταλλωρύχοι και εργαζόμενοι στα εργοστάσια της περιοχής θα
δολοφονηθούν ομαδικά μαζί με τις οικογένειές τους από τον τακτικό
κεμαλικό στρατό τον Σεπτέμβριο του 1922 και θα ταφούν σε ομαδικούς
τάφους έξω από την Μπάλια
οι 700 μεταλλωρύχοι και εργαζόμενοι στα εργοστάσια της περιοχής θα
δολοφονηθούν ομαδικά μαζί με τις οικογένειές τους από τον τακτικό
κεμαλικό στρατό τον Σεπτέμβριο του 1922 και θα ταφούν σε ομαδικούς
τάφους έξω από την Μπάλια
Είναι ενδιαφέρον ότι
η αναγνώριση και η αξιοποίηση του λιγνίτη στην Ελλάδα θα γίνει από
Μικρασιάτες πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην Πτολεμαΐδα και είχαν
μεταφέρει τη σχετική τεχνογνωσία για το υλικό αυτό.
Ο πρώτος που ζήτησε και
πήρε το δικαίωμα δημιουργίας ορυχείων και εκμετάλλευσης του λιγνίτη
στην περιοχή αυτή ήταν ο Γεώργιος Παυλίδης, πρόσφυγας από τη Φώκαια της
Σμύρνης. Η σημασία αυτής της δράσης αναγνωρίστηκε από τους ιστορικούς
της ενέργειας: «Στα μέσα της δεκαετίας του 1920 ανήσυχοι και δραστήριοι,
όπως ο Γ. Παυλίδης (…) αντιλήφθηκαν τη σημασία του λιγνίτη και
κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες για τη συστηματική του εκμετάλλευση…»
(«Μνήμες και εικόνες από λιγνίτη. 60 χρόνια ενέργεια για την Ελλάδα»,
δεύτερη έκδοση, ΔΕΗ, 2010).
Η πρώτη σοβαρή προσπάθεια για την εκμετάλλευση λιγνιτικών κοιτασμάτων στη χώρα μας
άρχισε στο Αλιβέρι (Εύβοια) το 1873. Δυστυχώς μια φοβερή πλημμύρα το
1897 κατέστρεψε όλες τις επιφανειακές και υπόγειες εγκαταστάσεις
εξόρυξης. Η εκμετάλλευση ξανάρχισε μετά τον πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο. Το
1922 η ετήσια παραγωγή έφθασε τους 23.000 τόνους και διατηρήθηκε μέχρι
το 1927. Το επόμενο έτος η εκμετάλλευση σταμάτησε για οικονομικούς
λόγους.
Μετά το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η ανάγκη εξηλεκτρισμού
της χώρας οδήγησε στην απόφαση κατασκευής ατμοηλεκτρικού σταθμού στο
Αλιβέρι, που θα λειτουργούσε αποκλειστικά με λιγνίτη.
Το 1951
ανέλαβε η ΔΕΗ την υπόγεια εκμετάλλευση των Ορυχείων στο Αλιβέρι,
κατορθώνοντας να αυξήσει την παραγωγή σε 750 χιλιάδες τόνους το χρόνο
και να τροφοδοτήσει μονάδες συνολικής ισχύος 230 MW. Στις αρχές της
δεκαετίας του 1980 σταμάτησε η λειτουργία του λιγνιτωρυχείου Αλιβερίου.
Οι πρώτες συστηματικές έρευνες για την εντόπιση και αξιολόγηση των λιγνιτών της ευρύτερης περιοχής Πτολεμαϊδας
άρχισαν μετά το 1938. Το 1955 συστάθηκε η εταιρία ΛΙΠΤΟΛ που είχε ως
αντικείμενο την εκμετάλλευση του λιγνίτη και τη χρησιμοποίησή του για
την παραγωγή μπρικετών, αζωτούχων λιπασμάτων, ημικώκ και ηλεκτρικής
ενέργειας.
Το 1959 το 90% των μετοχών της ΛΙΠΤΟΛ περιήλθαν στη ΔΕΗ.
Το 1975
συγχωνεύθηκε η ΛΙΠΤΟΛ στη ΔΕΗ. Η παραγωγή λιγνίτη που ήταν το 1959 1,3
εκ. τόνους , αυξήθηκε το 1975 σε 11,7 εκ. τόνους, το 1985 σε 27,3 εκ.
τόνους και το 2006 σε 49 εκ. τόνους (συμπεριλαμβανομένου και του
ορυχείου στη Φλώρινα).
Το λιγνιτικό κοίτασμα Μεγαλόπολης
μελετήθηκε επιστημονικά για πρώτη φορά το 1957 και τα αποτελέσματα ήταν
ενθαρρυντικά. Το 1969 άρχισε από τη ΔΕΗ η εκμετάλλευση του λιγνίτη. Το
γεγονός αυτό ήταν μία ιδιαίτερη περίπτωση σε παγκόσμιο επίπεδο, επειδή
για πρώτη φορά τόσο φτωχός λιγνίτης εξορύσσεται και χρησιμοποιείται για
την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Το λιγνιτωρυχείο Μεγαλόπολης ξεκίνησε
με μία ετήσια παραγωγή 1 εκ. τόνους και έφθασε το 2006 τους 13,5 εκ.
τόνους.
Σήμερα η ΔΕΗ παράγει συνολικά περίπου 63 εκ. τόνους
λιγνίτη σε ετήσια βάση. Η εντυπωσιακή ανάπτυξη των Λιγνιτωρυχείων της
ΔΕΗ επιτρέπει στη χώρα μας να κατέχει τη δεύτερη θέση στην παραγωγή
λιγνίτη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την πέμπτη θέση στην Ευρώπη και την έκτη
στον Κόσμο
Αναδημοσίευσηαπό:Κίνηση Ενεργοί Πολίτες
πηγές Dei.gr enet.gr wikipedia deinews.gr
συγχωνεύθηκε η ΛΙΠΤΟΛ στη ΔΕΗ. Η παραγωγή λιγνίτη που ήταν το 1959 1,3
εκ. τόνους , αυξήθηκε το 1975 σε 11,7 εκ. τόνους, το 1985 σε 27,3 εκ.
τόνους και το 2006 σε 49 εκ. τόνους (συμπεριλαμβανομένου και του
ορυχείου στη Φλώρινα).
Το λιγνιτικό κοίτασμα Μεγαλόπολης
μελετήθηκε επιστημονικά για πρώτη φορά το 1957 και τα αποτελέσματα ήταν
ενθαρρυντικά. Το 1969 άρχισε από τη ΔΕΗ η εκμετάλλευση του λιγνίτη. Το
γεγονός αυτό ήταν μία ιδιαίτερη περίπτωση σε παγκόσμιο επίπεδο, επειδή
για πρώτη φορά τόσο φτωχός λιγνίτης εξορύσσεται και χρησιμοποιείται για
την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Το λιγνιτωρυχείο Μεγαλόπολης ξεκίνησε
με μία ετήσια παραγωγή 1 εκ. τόνους και έφθασε το 2006 τους 13,5 εκ.
τόνους.
Σήμερα η ΔΕΗ παράγει συνολικά περίπου 63 εκ. τόνους
λιγνίτη σε ετήσια βάση. Η εντυπωσιακή ανάπτυξη των Λιγνιτωρυχείων της
ΔΕΗ επιτρέπει στη χώρα μας να κατέχει τη δεύτερη θέση στην παραγωγή
λιγνίτη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την πέμπτη θέση στην Ευρώπη και την έκτη
στον Κόσμο
Αναδημοσίευσηαπό:Κίνηση Ενεργοί Πολίτες
πηγές Dei.gr enet.gr wikipedia deinews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.