Του Φιλίπ Παρέρ
Αναδημοσίευση από:e-KOZANH
Είναι ένα γεγονός που δεν το αμφισβητούν ούτε οι οπαδοί της
παγκοσμιοποίησης του καπιταλισμού: Η επιδείνωση των ανισοτήτων στον τρόπο ζωής
στις πλούσιες αλλά και στις φτωχές χώρες (που την έχουν βαφτίσει «κοινωνική
πόλωση») και η προσαρμογή όλου του πλανήτη στην ελεύθερη αγορά (που την αποκαλούν
«εκσυγχρονισμός») είναι συνέπειες μιας οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης που
ως ηθικό της θεμέλιο αναγνωρίζει μόνο τις αξίες που γεννιούνται από τις
αναγκαιότητες αυτής της παγκοσμιοποίησης. Οι οικονομικές και κοινωνικές
επιζήμιες επιπτώσεις θεωρούνται λοιπόν ως «δυσλειτουργίες», ενώ στην
πραγματικότητα δεν είναι παρά παράγωγα μιας επαναποικιοποίησης του κόσμου από
τις κυρίαρχες δυνάμεις των πλούσιων χωρών. Αυτή η διαδικασία, που στα τέλη του
20ού αιώνα αντιστοιχεί στη στρατηγική νίκη του καπιταλισμού εις βάρος του
σοσιαλιστικού στρατοπέδου και των αδεσμεύτων, θεμελιώνεται σε μια φονική
ουτοπία, την παγκοσμιοποίηση, της οποίας οι πρώτες υλοποιήσεις αφήνουν να
διαφανεί ένας αρνητικός απολογισμός για το μέλλον του πλανήτη σε όλους τους
τομείς.
Πράγματι, η οικολογική κρίση, για παράδειγμα, μπορεί να
θεωρηθεί ως μια κοινωνική κρίση και ως προϊόν ενός συστήματος όπου η αφθονία
δεν μπορεί να μοιραστεί. Για να διασφαλιστεί ένα επίπεδο άνετης διαβίωσης για
το 20% της ανθρωπότητας, πρέπει οι φτωχές χώρες να εγκαταλείψουν την παραγωγή
δημητριακών και να στραφούν σε άλλες παραγωγές, πρέπει να κοπούν τα δάση, να
καταστραφούν οι παραδοσιακοί τρόποι ζωής, να εγκαταλείψουν τις εστίες τους οι
χωρικοί που καταστράφηκαν ή απαλλοτριώθηκαν οι ιδιοκτησίες τους και να πάνε
στις favellas και στα barrios της Λατινικής Αμερικής, στις υποβαθμισμένες
συνοικίες της Νότιας Ασίας, στα προάστια της Μανίλας, στις τενεκεδουπόλεις του
Ντακάρ. Πρέπει να οργανωθεί μια αγορά πρώτων υλών σε αρπακτικά πρότυπα, έστω
και αν ένα δισεκατομμύριο ανθρώπινα όντα θα ζουν σε απόλυτες συνθήκες ένδειας.
Πράγματι, στη βάση της κλίμακας, ο ένας κάτοικος του πλανήτη μας στους έξι
διαθέτει μόνο ένα δολάριο ημερησίως για την επιβίωσή του!
Η οικονομική παγκοσμιοποίηση, της οποίας τις αξίες
εγκωμιάζει ασταμάτητα η κυρίαρχη ιδεολογία, δεν είναι στην πραγματικότητα παρά
μια διαδικασία σε εξέλιξη. Δεν έχει ολοκληρωθεί, ούτε είναι οριστική. Οι
αδυναμίες της είναι μεγάλες και πολλές. Στην πρώτη θέση αυτών των αδυναμιών
βρίσκονται οι ανεκπλήρωτες υποσχέσεις για τη διανομή του πλούτου, τις οποίες ο
καπιταλισμός, έστω και παγκοσμιοποιημένος, δεν μπορεί εξ ορισμού να
πραγματοποιήσει. Παράγοντας σήμερα περισσότερο τον αποκλεισμό από την ευημερία,
τα κερδοσκοπικά κέρδη από την αυθεντική ανάπτυξη και πολύ περισσότερες
μνησικακίες από ελπίδες, αυτό το εγκληματικό σύστημα συνεχίζει να κατασκευάζει
τον πόνο και να ρημάζει τις υπάρξεις δισεκατομμυρίων ανθρώπων, διατηρώντας το
ένα τρίτο της ανθρωπότητας στο επίπεδο διαβίωσης που υπήρχε στη μεσαιωνική
Ευρώπη.
Γιατί, ενώ πλησιάζουμε το έτος 2000, δυο δισεκατομμύρια
άντρες, γυναίκες και παιδιά ζουν σε συνθήκες όμοιες μ’ εκείνες του έτους 1000
εξαιτίας του νόμου του κέρδους. Οι μισοί από αυτούς δεν ξέρουν καν αν αύριο θα
μπορέσουν να φάνε.
1. 1945-1990: η
επαναποικιοποίηση, προοίμιο της παγκοσμιοποίησης
Η παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου, που μ’ εμπειρικό τρόπο
μπορούμε να δούμε τη σταδιακή πορεία της μέσα στα πλαίσια της εξωτερικής
πολιτικής των ΗΠΑ στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ήταν ένας από τους
επιδιωκόμενους σκοπούς των «θεσμών των Μπρέτον Γουντς»[1].
Η στρατηγική αυτών των οργανισμών βοήθειας και συνεργασίας έγινε πολύ γρήγορα
επιθετική. Μετά από μερικές τριβές και τροποποιήσεις, μετατράπηκαν σ’ εργαλεία
της αμερικανικής ηγεμονίας. Αν και αρχικά οι ρόλοι τους ήταν διακριτοί, σήμερα
η Παγκόσμια Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η GATT (Γενική Συμφωνία
Δασμών και Εμπορίου) / Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, που πλέον συμπληρώνονται
από τη Multilateral Agreement on Investment (MAI - το σύνολο των συμφωνιών για
τη φιλελευθεροποίηση του παγκόσμιου εμπορίου), έχουν συντονίσει τις πολιτικές
τους με εκείνες της Ομάδας των Εφτά. Μετά την κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ
και το βαθμιαίο πέρασμα της Κίνας στον καπιταλισμό, οι θεσμοί αυτοί απέκτησαν
περισσότερο δομικό παρά συγκυριακό χαρακτήρα και άρχισαν σταδιακά ν’ αποτελούν
ένα είδος κέντρου προβληματισμού, συναντήσεων και λήψης αποφάσεων που
λειτουργεί προς όφελος του κυρίαρχου καπιταλισμού.
Η στρατηγική του συμπλέγματος Παγκόσμια Τράπεζα / Διεθνές
Νομισματικό Ταμείο / GATT υπήρξε εξελικτική. Μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερις
μεγάλες φάσεις από το 1945, οι οποίες είναι παράλληλες με τις φάσεις της
αμερικανικής στρατηγικής στον κόσμο. Αρχικά, η στρατηγική τους είχε ως στόχο
την τεχνική και χρηματοδοτική εξάρτηση των φτωχών αποαποικιοποιημένων χωρών
μέσω ενός συστήματος αναπτυξιακής βοήθειας που βασιζόταν στον βαρύ εξοπλισμό,
στην αστυφιλία, στα μεγάλα έργα και στην εκβιομηχάνιση της υπαίθρου. Αυτή η
πρώτη φάση διήρκεσε από το 1947 (όταν η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές
Νομισματικό Ταμείο χορήγησαν τα πρώτα δάνεια) μέχρι το 1968 (όταν ο Ρόμπερτ
Μακναμάρα, πρώην υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, έγινε πρόεδρος της Παγκόσμιας
Τράπεζας). Στη διάρκεια αυτής της φάσης, ανατράπηκε ο αρχικός παραγωγικός ιστός
των φτωχών χωρών με αυταρχικό, ταχύ και μη αναστρέψιμο τρόπο.
Σε πολλές χώρες, αυτή η φάση συνεχίζεται με την εφαρμογή των
ίδιων μεθόδων ανάμειξης στα εσωτερικά τους. Μια από αυτές είναι ότι τα δάνεια
ευνοούν τα «βαριά σχέδια», όπως τα δυο χιλιάδες φράγματα στην κοιλάδα του
ποταμού Ναρμάντα στην Ινδία ή το φράγμα των Τριών Ποταμών στην Κίνα, χωρίς να
λαμβάνονται υπ’ όψιν τα εκατομμύρια των ανθρώπων που πρέπει να μετεγκατασταθούν
όταν θα δημιουργηθούν οι τεχνητές λίμνες. Οι συστηματικές υπερβάσεις των
προϋπολογισμών των έργων καθιστούν αναγκαία νέα δάνεια, επιτείνοντας τη χρηματοδοτική
εξάρτηση της χώρας, η οποία πρέπει επομένως κάθε φορά να υποκύπτει ολοένα και
περισσότερο στον εκβιασμό των «συμβάσεων υπό όρους», αυτού του όμορφου
τεχνοκρατικού όρου ο οποίος είναι γεμάτος απειλές για τις υπερχρεωμένες φτωχές
χώρες και για τις 110 οικονομίες του Νότου που η Παγκόσμια Τράπεζα και το
Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχουν επίσημα δηλώσει ότι πρέπει να προβούν σε
«διαρθρωτική προσαρμογή». Αυτή η έκφραση υποδηλώνει το σύνολο των
εξαναγκαστικών μέτρων που συνοδεύουν το εκβιαστικό πέρασμα στην οικονομία της
αγοράς μέσω της αποδιάρθρωσης κάθε ρυθμιστικής λειτουργίας του κράτους.
Αφού πρώτα παίχτηκε η κωμωδία της οικονομικής και τεχνικής
βοήθειας, η στρατηγική του συμπλέγματος Παγκόσμια Τράπεζα / Διεθνές Νομισματικό
Ταμείο / GATT προσανατολίστηκε στη συνέχεια προς την αύξηση του δανεισμού, μια
στρατηγική που διήρκεσε από το 1968 έως το 1982, το έτος της «μεγάλης κρίσης
του χρέους», η οποία υπήρξε συνέπεια της ανακοίνωσης για παύση πληρωμών από το
Μεξικό που εκείνη την περίοδο ήταν η χώρα με το μεγαλύτερο χρέος. Από το 1968
έως το 1971, ο Μακναμάρα εξαπλασίασε τα δάνεια και τις επενδύσεις. Η επίσημη
τάση επέβαλε μια «ποσοτική» προσέγγιση του ζητήματος της αναπτυξιακής βοήθειας
προς τις φτωχές χώρες. Το 1971, η απόφαση του Νίξον ν’ αναστείλει τη μετατρεψιμότητα
του δολαρίου σε χρυσό μετέτρεψε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο σε μηχανισμό
ανακύκλωσης των ελεύθερα κυμαινόμενων νομισμάτων. Το υποτιμημένο χρήμα, μετά
από το δανεισμό του στις φτωχές χώρες, αποκτούσε σαν από θαύμα πάλι την αξία
του και μετατρεπόταν σε χρέος που έπρεπε να εξοφληθεί. Οι ιδιωτικές επενδύσεις
που γίνονταν με γνώμονα την κερδοσκοπία στην τιμή του δολαρίου
πολλαπλασιάστηκαν εξαιτίας των πετρελαϊκών κρίσεων του 1973 και του 1979. Η
συνέπεια ήταν τα χρέη των φτωχών χωρών να καταλήξουν να είναι χίλιες φορές
μεγαλύτερα απ’ όσο στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Η Παγκόσμια Τράπεζα και
το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο άρχισαν να διαδραματίζουν τον διπλό ρόλο του
δημόσιου δανειστή και του ιδιωτικού εισπράκτορα. Η επινόηση των «διαρθρωτικών
αλλαγών» το 1979 επέτρεψε τη διασφάλιση των ιδιωτών δανειστών στην περίπτωση
που οι αλόγιστα υπερχρεωμένες φτωχές χώρες έδειχναν ότι είχαν την πρόθεση να
μην πληρώσουν, κάτι που αποτελούσε έναν προβλέψιμο κίνδυνο.
Η κρίση του 1982 σηματοδότησε την έναρξη της τρίτης φάσης
της ιστορίας των θεσμών που προέκυψαν από τη Διάσκεψη του Μπρέτον Γουντς. Τα
μετόπισθεν της Σοβιετικής Ένωσης υπονομεύθηκαν με την επιβολή (που επιτεύχθηκε
με εκβιασμούς) των «διαρθρωτικών αλλαγών» στις χώρες του Τρίτου Κόσμου. Μεταξύ
1982 και 1987, τα μακροοικονομικά προγράμματα που επεξεργάστηκαν το G7, η
Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό ταμείο οδήγησαν, μέσω των αυστηρών
όρων τον συμβάσεων, τις φτωχές χώρες στην οικονομία της αγοράς, γεγονός που της
έβγαλε de facto από τη σοβιετική τροχιά.
Πρέπει να επισημανθεί ότι ο Μακναμάρα παραιτήθηκε το 1981,
το επόμενο έτος από την άνοδο στην εξουσία του Ρόναλντ Ρέιγκαν, εξαιτίας της
εξέλιξης της αμερικανικής γεωστρατηγικής. Από την αρχή της πολιτικής της
«ανάσχεσης» που κυριαρχούσε επί δόγματος Τρούμαν και συνεχίστηκε με την
πολιτική της ειρηνικής συνύπαρξης -μέσα σ’ ένα πλαίσιο αντιπαράθεσης- που
εφάρμοσαν οι Αϊζενχάουερ, Κένεντι, Τζόνσον, Νίξον και Κάρτερ, οι ΗΠΑ πέρασαν
στη στρατηγική του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού της ομάδας των συμβούλων του
Ρέιγκαν. Από τότε, το επίσημο δόγμα σκλήρυνε και εκφραζόταν με την αρχή της
«ανάκτησης». Από το 1982 έως το 1992, η «διαρθρωτική προσαρμογή» έγινε η
έννοια-κλειδί μιας επιθετικής στρατηγικής που υπήρξε ο κυριότερος εξωγενής
παράγοντας για την πολιτική, οικονομική, περιβαλλοντική και κοινωνική
κατάρρευση των χωρών στις οποίες πραγματοποιήθηκε η «διαρθρωτική προσαρμογή».
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα και η GATT, που συνδέονται
επίσημα μεταξύ τους μετά το 1988, γονάτισαν τις φτωχές χώρες του πλανήτη. Η
Σοβιετική Ένωση, περικυκλωμένη και σχεδόν χωρίς συμμάχους πια, άρχισε να
διαλύεται αργά μέσα στην «γκλάσνοστ» και την «περεστρόικα», για να καταρρεύσει
τελικά λίγο μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, το 1989. Στη συνέχεια,
μέσα σε μερικά χρόνια, η «διαρθρωτική προσαρμογή» (που είχε ήδη επεκταθεί σε
παγκόσμια κλίμακα με το σχέδιο Μπέικερ στη Σεούλ, το 1985) επιβλήθηκε τελικά
και στους τελευταίους ανυπότακτους: Το 1981, η Ινδία και η νέα Ρωσία υπέκυψαν
στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Η Κούβα και το Βιετνάμ άνοιξαν τα σύνορά τους
στον μαζικό τουρισμό και η Κίνα αποκατέστησε την οικονομία της αγοράς στις
«ειδικές οικονομικές ζώνες». Στις αρχές του 1998, εν μέσω του κραχ στην Ασία,
το κινεζικό κράτος απελευθέρωσε όλες τις τιμές, εκτός από τα ενοίκια, τα
νοσήλια και τα κόμιστρα.
Σήμερα, στα τέλη του 1998, οι 200 μεγαλύτερες υπερεθνικές
εταιρείες ελέγχουν το 80% της παγκόσμιας αγροτικής και βιομηχανικής παραγωγής,
καθώς και το 70% των εμπορικών συναλλαγών και του τομέα των υπηρεσιών σε όλο
τον πλανήτη, και άρα ελέγχουν περισσότερο από τα δυο τρίτα του ακαθάριστου
παγκόσμιου προϊόντος που ανέρχεται σε 25.000 δισεκατομμύρια δολάρια (και το
οποίο πριν από 100 χρόνια ήταν μόλις 1.000 δισεκατομμύρια δολάρια).
Καθώς έχουν λόγο στις συζητήσεις και στις αποφάσεις που
λαμβάνονται στις διασκέψεις .κορυφής του G7, αυτοί που λαμβάνουν τις αποφάσεις
για τα τραστ (αγροτικο-διατροφικά, πετρελαϊκά ή των πολεμικών βιομηχανιών)
επεμβαίνουν άμεσα στις παγκόσμιες υποθέσεις. Σε συνεργασία με τους γιγαντιαίους
χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς του παγκόσμιου κεφαλαίου (τα συνταξιοδοτικά
ταμεία, τις μεγάλες υπερεθνικές τράπεζες και τους θεσμοποιημένους
κερδοσκόπους), οι διάφορες υπηρεσίες του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της
Παγκόσμιας Τράπεζας επεξεργάζονται τις εντολές τους, συνθλίβουν οικονομίες,
επιβάλλουν την υπακοή στα επαναποικιοποιημένα κράτη. Όλοι αυτοί οι «μάνατζερ»
και όλοι αυτοί οι «πρόεδροι» οργανώνουν προς όφελος του top one (του 1% των πιο
πλουσίων ανθρώπων στον κόσμου) τη δυστυχία του sixty bottom (του 60% των πιο
φτωχών ανθρώπων στον κόσμο)...
Η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, που έγινε ακόμα πιο σκληρή εξαιτίας
των στρατηγικών της επιτυχιών, παγκοσμιοποιεί τους στόχους της: Έχοντας
εξαπολύσει την επίθεσή της για ν’ ανακτήσει την παγκόσμια αγορά, αποσκοπεί στην
εφαρμογή της «διαρθρωτικής προσαρμογής σε παγκόσμια κλίμακα», ώστε να
εξαναγκάσει σε υπακοή και τους τελευταίους ανταγωνιστές που αναδύονται (ιδίως,
τις νέες βιομηχανικές χώρες και την Ιαπωνία), αλλά κυρίως για να επιτύχει την
καταστροφή του κράτους πρόνοιας στις ανεπτυγμένες χώρες μέσω της των κοινωνικών
πολιτικών που επιτεύχθηκαν μετά από ενάμιση αιώνα λυσσαλέας πάλης. Η απορύθμιση
και οι ιδιωτικοποιήσεις, ακόμα και στις πλούσιες χώρες, είναι οι δυο
καθοριστικοί στόχοι της φιλελεύθερης επίθεσης. Ο προγραμματισμένος στόχος του
νικηφόρου καπιταλισμού είναι η γενικευμένη μείωση των δικαιωμάτων των
εργαζομένων στις ανεπτυγμένες χώρες, που αποτελεί συνέχεια της ένδειας των
εργαζομένων στις χώρες της Ανατολής, και η υποδούλωση των εργαζομένων στις
φτωχές χώρες. Η αποβιομηχάνιση των πιο φτωχών χωρών, η διαρκής στασιμότητα των
υπολοίπων χωρών, η εγκατάλειψη της υπαίθρου στις χώρες του Νότου, η
ενορχηστρωμένη υποαπασχόληση σε όλες τις χώρες, η μετατροπή των μικρών
παραγωγών και των μικρών διανομέων όλου του πλανήτη σε μισθωτούς, ο
αναπροσανατολισμός των επενδύσεων προς μια αύξηση που δεν θα δημιουργεί θέσεις
εργασίας αλλά θα αποφέρει τεράστια κέρδη στις αγορές μέσω των παράνομων
συναλλαγών και της κερδοσκοπίας. Αυτές είναι οι δολοφονικές συνέπειες αυτού του
αρπακτικού συστήματος και είναι τόσο καταστρεπτικές, τόσο βαθιές και τόσο
σημαντικές, ώστε έχουν επιπτώσεις και στις ζωτικές ισορροπίες του περιβάλλοντος
όλου του πλανήτη.
2. Η οικολογική
κρίση, το ιδιωτικό κέρδος και η αναγκαστική αστυφιλία
Δεν είναι απαραίτητο να γίνει ο οικολογικός απολογισμός της
βιομηχανικής ανάπτυξης στην Ευρώπη. Η γηραιό ήπειρος δείχνει τις πληγές της:
Αποψιλωμένη από την εντατική αγροκαλλιέργεια, μολυσμένη από την αστικοποίηση,
ζωσμένη από το δίκτυο των αυτοκινητοδρόμων, γεμάτη με οχετούς που κάποτε ήταν
ποτάμια, αυτή η παραμορφωμένη γη έχει πάνω της τα σημάδια ενός χιλιετούς
πολέμου. Αν όμως η Βόρεια Αμερική εκχερσώθηκε μέσα σ’ εκατό χρόνια και τα
τροπικά δάση της Βραζιλίας και της Αφρικής καταστράφηκαν μέσα σε τριάντα
χρόνια, σύντομα δεν θα έχει απομείνει ίχνος από τα ισημερινό δάση της Μαλαισίας
και της Ινδονησίας, που η εκμετάλλευσή τους άρχισε μόλις πριν από είκοσι
χρόνια. Αυτή η επιτάχυνση συνδέεται με την επέκταση των «ελεύθερων αγορών».
Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι η άνιση οργάνωση του κόσμου
διαταράσσει τις φυσικές, χημικές και βιολογικές ισορροπίες. Για πρώτη ίσως
φορά, δεν είναι τα όνειρα που απορρέουν από κάποια αναδιανεμητική φιλοσοφία
αλλά μια παγκόσμια απειλή που απαιτεί μια πιο ισορροπημένη κατανομή των πόρων
ανάμεσα στους ανθρώπους. Ο πλανήτης δεν έχει μολυνθεί από τη βιομηχανία, αλλά
από μια καταστρεπτική βιομηχανική πολιτική που βασίζεται στην απεριόριστη
παραγωγή και στη συγκέντρωση των κερδών στα χέρια ιδιωτών σε παγκόσμιο επίπεδο.
Τα εδάφη δεν έχουν καταστραφεί από τα χημικά λιπάσματα και τα φυτοφάρμακα, αλλά
από τις μονοδιάστατες εμπορικές στρατηγικές των υπερεθνικών αγρο-διατροφικών
εταιρειών. Τα δάση καίγονται στον Αμαζόνιο, στην Αφρική ή στην Ινδονησία,
επειδή οι εξαθλιωμένοι χωρικοί που εκδιώκονται από τις γαίες τους προσπαθούν να
επιβιώσουν καλλιεργώντας κάθε έτος διαφορετικές εκτάσεις, αλλά κυρίως επειδή
κάποια ευρωπαϊκή ή αμερικανική αλυσίδα φαστ-φουντ, ή κάποιο αγρο-διατροφικό
τραστ, αποφάσισε να δημιουργήσει εκεί ένα τεράστιο αγρόκτημα ή μια γιγαντιαία
φυτεία που τα προϊόντα τους προορίζονται να εξαχθούν στις πλούσιες χώρες. Η
έρημος προχωράει ταυτόχρονα με την ένδεια. Το δάσος υποχωρεί μαζί με τη
δικαιοσύνη. Οι τενεκεδουπόλεις στις φτωχές χώρες μεγαλώνουν ενώ την ίδια ώρα
αυξάνονται τα κέρδη των υπερεθνικών εταιρειών που ιδιοποιούνται τις γαίες των
χωρών του Τρίτου Κόσμου. Τα υποσιτισμένα παιδιά αργοπεθαίνουν στην Αφρική την
ίδια στιγμή που οι μεσοαστοί των πλούσιων χωρών δεν ξέρουν πια τι να επινοήσουν
για να χάσουν τα επιπλέον κιλά τους.
Με πολύ μεγάλη διαφορά, αυτό που περισσότερο απ’ οτιδήποτε
άλλο μολύνει τον πλανήτη είναι η ανισότητα. Περισσότερο και από το σύνολο των
τοξικών αποβλήτων των βιομηχανιών του Βορρά και του Νότου χωρίς την οποία
άλλωστε δεν θα υπήρχαν, περισσότερο και από τις πυρκαγιές στα δάση, τους
πολέμους και τους λιμούς που παράγει, η ανισότητα καταστρέφει τον πλανήτη με
τις τενεκεδουπόλεις, με τη λεηλασία της χλωρίδας των φτωχών χωρών που, ελλείψει
κεφαλαίων, το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να εξοφλούν τα χρέη τους με τους
φυσικούς τους πόρους.
Ποιος είναι λοιπόν σε τελική ανάλυση ο απολογισμός μετά από
σχεδόν μισό αιώνα παροχής «αναπτυξιακής βοήθειας» με βάση τη φιλελεύθερη
προσέγγιση; Είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχτούμε ότι είναι αρνητικός σε όλα τα
επίπεδα. Όχι μόνο η οικονομία καμίας φτωχής χώρας δεν είναι βιώσιμη ή
ανεξάρτητη, αλλά στην οικονομική εξάρτηση και στις οικολογικές καταστροφές
προστίθεται μια κοινωνική μεταβλητή που επιδεινώνει τις συνθήκες: Οι «ελίτ» των
χωρών του Νότου που συνεργάζονται με το ξένο κεφάλαιο καταπνίγουν τις
εξεγέρσεις που προκαλεί η πείνα, οι κακοπληρωμένοι και διεφθαρμένοι δημόσιοι
υπάλληλοι καταχρώνται το δημόσιο χρήμα, αυτοί που παίρνουν τις αποφάσεις τις
λαμβάνουν στα γραφεία των Δυτικών ομολόγων τους ή στις συνεδριάσεις των
διοικητικών συμβουλίων των υπερεθνικών εταιρειών. Οι φτωχές χώρες, που
συνθλίβονται από τα αφόρητα εξωτερικά τους χρέη, χρηματοδοτούν κυριολεκτικά τις
πλούσιες χώρες (περισσότερο από μια εκατοστιαία μονάδα ανάπτυξης).
Έτσι, η αναγκαστική αστυφιλία γεμίζει τις τενεκεδουπόλεις
και τις κακόφημες συνοικίες, ενώ η εξαθλίωση τροφοδοτεί τα αντάρτικα κινήματα
που μετατρέπονται σε ληστρικές ομάδες όπως στη Λιβερία και στη Σομαλία ή
στρέφονται στη βαρβαρότητα όπως στην Αλγερία. Η ανάπτυξη των «ελεύθερων αγορών»
δεν ήταν παρά η ευκαιρία για μια εξορθολογισμένη λεηλασία των φτωχών χωρών με
πρόσχημα την τεχνική βοήθεια. Οι υπηρεσίες του ΟΗΕ δεν ήταν παρά οι φορείς για
την εμφύτευση παρασίτων, όπως είναι τα αγρο-διατροφικά τραστ που στερεύουν τα
εδάφη των φτωχών χωρών για να εξάγουν προς τις πλούσιες χώρες, όπως είναι οι
«έμποροι κανονιών» που υπαγορεύουν την εξωτερική πολιτική όλων των χωρών, τόσο
των μεγάλων όσο και των μικρών, όπως είναι οι χρηματιστές που διψούν για
αποδοτικές τοποθετήσεις και χειραγωγούν τους διεθνείς θεσμούς.
Μετά από πενήντα χρόνια «βοήθειας», οι χώρες του Νότου έχουν
καταστραφεί. Σχεδόν οι μισοί κάτοικοί τους ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας
όπως το ορίζουν τα Ηνωμένα Έθνη. Οι χώρες αυτές έχουν οικολογικά αφανιστεί, οι
κάτοικοι των πόλεων αλλά και της υπαίθρου ζουν μια αναξιοπρεπή ζωή. Η διάσημη
«απογείωση» του Ρόστοου[2]
δεν συνέβη ποτέ: Το αεροπλάνο του Τρίτου Κόσμου, κατάφορτο και δύσοσμο,
σκουριάζει στην άκρη του διαδρόμου απογείωσης, χωρίς πιλότο και καύσιμα. Όσο
για το εξίσου διάσημο φαινόμενο της «μετάδοσης», που σύμφωνα με τους
φιλελεύθερους οικονομολόγους θα είχε ως αποτέλεσμα να πλουτίσουν οι φτωχοί μετά
τον πλουτισμό των πλουσίων, καταδεικνύει τα όρια του κυνισμού: Τεχνητά
εφαρμοσμένες σε οικονομίες και κοινωνίες που είχαν ακρωτηριαστεί από την αποικιοκρατία,
οι αναπτυξιακές συνταγές δυτικού τύπου κατάφεραν μόνο να οργανώσουν περισσότερο
ορθολογικά, εκσυγχρονίζοντάς τες, τις παλιές αποικιοκρατικές μορφές μεταφοράς
των κεφαλαίων και των ακατέργαστων πρώτων υλών.
Παρά την αλληλοδιαδοχή των κραχ (Ταϊλάνδη, Κορέα, Χονγκ
Κονγκ, Τόκιο), οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι επιμένουν να χρησιμοποιούν έννοιες
που συγκαλύπτουν την πραγματικότητα στις χώρες του Νότου. Η εξαντλημένη και
μολυσμένη Κίνα πουλάει μια από τις επαρχίες της, το Κουαντούνγκ, σε ιδιώτες
επενδυτές, για να προετοιμάσει το έδαφος για τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις που
αποσκοπούν στην παλινόρθωση της οικονομίας της αγοράς, αλλά και για να
προεξοφλήσει το άνοιγμα των συνόρων στις μεγάλες ιαπωνικές και αμερικανικές
επιχειρήσεις. Η Ινδία δεινοπαθεί από το γιγαντισμό και τη διαφθορά, από τις
αφόρητες κοινωνικές ανισότητες, από τις λεγεώνες των ζητιάνων, από τα
αναρίθμητα εξαθλιωμένα παιδιά που αρπάζονται από τους τουρίστες με απλωμένα
χέρια και ικετευτικό βλέμμα. Το Μεξικό είναι τόσο μολυσμένο, τόσο αφανισμένο
και τόσο αποικιοκρατούμενο, ώστε όλοι χρησιμοποιούν για τις αγορές τους
δολάρια, τα πράσινα χαρτονομίσματα του μεγάλου βόρειου γείτονα. Η Κορέα
μιμείται το Χονγκ Κονγκ και τη Σιγκαπούρη, όπου στα sweat shops, στα
«εργαστήρια του ιδρώτα», εργάτες δεκατριών ετών δουλεύουν δεκατρείς ώρες
καθημερινά, στερούμενοι τις ομορφιές της ζωής, τις χαρές της εφηβείας. Η
Ταϊλάνδη, η πρώτη εξαγωγέας ρυζιού στον κόσμο, είναι μια χώρα όπου θα νόμιζε
κανείς ότι, εξαιτίας αυτού του δεδομένου, όλοι οι κάτοικοι της χορταίνουν την
πείνα τους. Όμως, σε αυτή τη χώρα μπορείς ν’ αγοράσεις ένα μικρό σκλάβο με
πεντακόσια δολάρια, ενώ η μίσθωση μιας «φίλης» για μια εβδομάδα δεν υπερβαίνει
τα τριακόσια δολάρια. Η Ινδονησία, οι Φιλιππίνες, η Βραζιλία; Πυρπολημένα και
αφανισμένα δάση, βιομηχανίες που καταστρέφουν το περιβάλλον. Παντού, η «νέα
εκβιομηχάνιση» συνοδεύεται από τα ευεργετήματα της καπιταλιστικής κοινωνίας:
κακόφημες συνοικίες, κορίτσια για μίσθωση, τενεκεδουπόλεις, ναρκωτικά, νέφος,
Coca-Cola, αυτοκίνητα, φαστ-φουντ, φώτα από νέον, εγκληματικότητα και... κινητά
τηλέφωνα. Έτσι, οι ειδικοί του φιλελευθερισμού μπορούν να ισχυρίζονται ότι στην
Ινδία, για παράδειγμα, υπάρχει μια νέα μεσαία τάξη, που την αποτελούν 200
εκατομμύρια καταναλωτές. Λησμονούν όμως, σαν να είναι ένα τυχαίο γεγονός, τα
υπόλοιπα 700 εκατομμύρια από τα οποία τα δύο τρίτα πρέπει να επιβιώσουν με
λιγότερο από ένα δολάριο κατ’ άτομο ημερησίως. Αναμφίβολα, αυτό είναι που
αποκαλούν «ινδικό θαύμα»!
Λησμονούν επίσης όλους όσοι εγκατέλειψαν τις εστίες τους εξαιτίας
της «ανάπτυξης», όπως την εννοούν οι διάφορες υπηρεσίες της Παγκόσμιας Τράπεζας
και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (που είναι τα ψάρια-πιλότοι των μεγάλων
ιδιωτικών τραπεζών και των γιγαντιαίων τραστ οικοδομών και δημοσίων έργων). Η
κατασκευή των φραγμάτων στο Σινγκραούλι στην Ινδία που άρχισε το 1962 είχε ως
συνέπεια να εγκαταλείψουν χωρίς τη θέλησή τους τις εστίες τους περισσότεροι από
300.000 άνθρωποι. Σύμφωνα με τις προβλέψεις, η κατασκευή των ατμοηλεκτρικών
σταθμών (11 συνολικά) θα προκαλέσει την εκδίωξη 150.000 επιπλέον ανθρώπων. Από
το 1970, το ενεργειακό πρόγραμμα της Ινδίας, που κατά τα δύο τρίτα του
χρηματοδοτείται από την Παγκόσμια Τράπεζα, είχε ως συνέπεια να εγκαταλείψουν
τις εστίες τους, εκτός από όσους υπήρξαν θύματα του σχεδίου στο Σινγκραούλι,
περισσότεροι από 200.000 αυτόχθονες που ζούσαν με αυτάρκεια σε ακόμα ανέγγιχτα
δάση. Τα 2.000 μεγαβάτ του νέου σταθμού στο Νταχάνου προκάλεσαν την εκδίωξη
περισσοτέρων από 100.000 «αντιβάσις» (όπως αποκαλούν στην Ινδία τις αυτόχθονες
φυλές των ελάχιστα εξερευνημένων περιοχών) μέσω της αποξήρανσης των ελών όπου
ζούσαν. Οι ψαράδες των κοντινών ακτών καταστράφηκαν εξαιτίας αποβλήτων και
θειούχων ουσιών που ρίχνονται στη θάλασσα. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία,
περισσότεροι από 10.000 ψαράδες δικαιούνται να συμμετάσχουν στα
«αντισταθμιστικά» προγράμματα. Παρά αυτές τις επαναλαμβανόμενες καταστροφές,
συνεχίστηκε μέσω των δανείων η πραγματοποίηση αυτών των ενορχηστρωμένων
λεηλασιών. Παρόλο που το 1978 250.000 άνθρωποι εγκατέλειψαν τις εστίες τους
εξαιτίας του φράγματος του Άνω Κρίσνα, το γεγονός αυτό δεν στάθηκε εμπόδιο στη
χρηματοδότηση της επέκτασης των έργων δέκα χρόνια αργότερα. Οι 120.000 που
εκδιώχθηκαν από τις εστίες τους εξαιτίας του φράγματος στον ποταμό
Σουμπαρναρέχα δεν συγκίνησαν τους ειδικούς της Παγκόσμιας Τράπεζας, όπως δεν
τους άφησε αδιάφορους και η αντίσταση των εκπατρισμένων του Σρισαϊλάμ, οι
οποίοι κατάφεραν τουλάχιστον χάρη στην πάλη τους τη μετεγκατάσταση 64.000
ανθρώπων από τους 150.000 που εκδιώχθηκαν από τις εστίες τους.
Στην Κίνα, το φαραωνικών διαστάσεων φράγμα των Τριών Ποταμών,
που θα δημιουργήσει τη μεγαλύτερη τεχνητή λίμνη στον κόσμο (σε μια σεισμογενή
περιοχή, ας μην το λησμονούμε!) θα κατασκευαστεί χάρη στην οικονομική ενίσχυση
της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Καθώς δεν
υπάρχουν επίσημα στοιχεία, αφού το φιλοκαπιταλιστικό καθεστώς των σημερινών
ηγετών της Λαϊκής Κίνας χαρακτηρίζεται από απόλυτη αδιαφάνεια, υπολογίζεται ότι
περισσότεροι από δύο εκατομμύρια άνθρωποι θα υποχρεωθούν να εγκαταλείψουν την
περιοχή. Εξάλλου, ο κίνδυνος ενός ενδεχόμενου δυστυχήματος θα υποχρεώσει το
κινεζικό κράτος να εκκενώσει από κάθε κάτοικο την κατωφερική περιοχή του
φράγματος σε μια απόσταση τουλάχιστον διακοσίων χιλιομέτρων. Συνολικά, ο
αριθμός αυτών που θα εκδιωχθούν από τις εστίες τους προσεγγίζει τα τρία
εκατομμύρια... Οι εργασίες έχουν ήδη ξεκινήσει. Οι εξεγέρσεις που
πραγματοποιήθηκαν καταπνίγηκαν και συγκαλύφθηκαν ως «επεισόδια ανάμεσα σε
εθνότητες»!
Είναι αδύνατο να υπάρξει ένας ολοκληρωμένος κατάλογος για
τις υποχρεωτικές μετακινήσεις πληθυσμών εξαιτίας των «μεγάλων έργων». Πολλοί
διεθνείς οργανισμοί, αλλά και ομάδες γηγενών που αντιστέκονται, προσπάθησαν ν’
αφυπνίσουν την παγκόσμια κοινή γνώμη για τη μοίρα των πληθυσμών της υπαίθρου
και των εθνοτήτων που σε όλο τον κόσμο πυκνώνουν τις τάξεις των αποκλεισμένων
στις μεγάλες πόλεις μόνο και μόνο για ν’ αποκομίσουν κέρδη οι μεγάλοι
δανειοδοτικοί οργανισμοί και τα τραστ που χρηματοδοτούν και υλοποιούν τα μεγάλα
έργα σε όλο τον πλανήτη.
Το πιο εκπληκτικό σε αυτή την υπόθεση είναι το γεγονός ότι
αυτή η τεράστια ανθρώπινη σπατάλη, στην οποία προσθέτονται πραγματικές
οικολογικές καταστροφές, έγινε για το τίποτα τόσο από την άποψη του
αποτελέσματος όσο και τεχνική άποψη: Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, δυο
διαδοχικές εσωτερικές εκθέσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας, που συντάχθηκαν από
ομάδες ειδικών υπό την εποπτεία ειδικευμένων επιστημόνων τους οποίους διόρισε η
ίδια η Παγκόσμια Τράπεζα, αποδείκνυαν ότι λειτουργούσαν μόνο το 43% των έργων
που πραγματοποιήθηκαν με τη συνδρομή της Παγκόσμιας Τράπεζας και
χρηματοδοτήθηκαν από αυτή. Τεχνητές λίμνες που γέμισαν με άμμο, ημιτελείς
δρόμοι, στερεμένα πηγάδια ήταν μερικά από τα στοιχεία της εικόνας.
Όσο για το χρήμα, πέταξε μακριά, και τώρα ζητούν από τους
λαούς να ξεπληρώσουν τα δάνεια με νέες θυσίες! Περισσότερο από τριάντα χρόνια
μετά από αυτή την τεχνολογική εισβολή, η Λατινική Αμερική είναι υποχρεωμένη να
προβεί στη δολοφονική διαρθρωτική προσαρμογή για να πληρώσει τα δάνεια που
συνήψε για την κατασκευή των τεράστιων φραγμάτων του Γκράντε Αράχας και του
Πολονορέστε που έπνιξαν τα εδάφη 30.000 Ινδιάνων του Αμαζόνιου. Για να
κατασκευαστεί η γιγαντιαία τεχνητή λίμνη του Γιασερίτα, χρειάστηκε να
εγκαταλείψουν τις εστίες τους περισσότεροι από 50.000 άνθρωποι στην Παραγουάη
και στην Αργεντινή. Το ίδιο συνέβη στη Βραζιλία με τα φράγμα του Ιταπαρίκα και
στην Ταϊλάνδη με τα φράγματα Πακ Μουν και Σιριντχόρν. Μπορεί να γίνει ένας
απολογισμός των δεινών που προκάλεσαν αυτά τα έργα της τεχνικής, που κατέστρεψαν
τα πλαίσια ζωής, συνέθλιψαν εκατομμύρια υπάρξεις, αποδιοργάνωσαν συστήματα
παραγωγής μόνο και μόνο για ν’ αποκομίζει κέρδη ο ιμπεριαλισμός; Η επιδείνωση
του χρέους μέσω του βρόμικου χρήματος που ανακυκλώνεται, η αύξηση των πολιτικών
εκβιασμών, το γεγονός ότι δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι εξαναγκάστηκαν να
μεταναστεύσουν στο εσωτερικό των χωρών τους ή και να εγκαταλείψουν τις χώρες
τους εξαιτίας της καταστροφής των παραδοσιακών οικονομικών και οικολογικών
ιστών, και τέλος ο υποσιτισμός (σχεδόν δυο δισεκατομμύρια άνθρωποι
υποσιτίζονται στα τέλη του 20ού αιώνα) αποτελούν ένα ιδιαίτερα αρνητικό
άθροισμα. Παρόλο που είναι σχεδόν ανέφικτο να υπολογιστούν με ακρίβεια οι
νεκροί από την πείνα, για την οποία ευθύνεται άμεσα η βίαιη ανάκτηση των παλιών
αποικιών από το 1950 και έπειτα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις ανέρχονται σε μισό
δισεκατομμύριο μέσα σε μισό αιώνα. Ο αριθμός των αντρών και των γυναικών που η
ζωή τους είναι σύντομη εξαιτίας της απόλυτης ένδειας αγγίζει το ένα τρίτο της
ανθρωπότητας. Ο καπιταλισμός σκοτώνει, είναι γνωστό. Δολοφονεί αργά και
απάνθρωπα το ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους που διασώθηκαν από την αντεπίθεσή
του. Θα χρειαζόταν ένας νέος Ντίκενς για να περιγράφει τα αμέτρητα δεινά που
προκαλεί.
Τα θύματα αυτής της αναγκαστικής αστυφιλίας ανέρχονται σε
μισό δισεκατομμύριο μέσα σε μισό αιώνα. Μέσα σε διάστημα δυο γενεών, η λεηλασία
της υπαίθρου και του φυσικού περιβάλλοντος, καθώς και η καταστροφή των
παραδοσιακών τρόπων παραγωγής ανέστρεψαν τη μέχρι τότε υπάρχουσα αναλογία των
κατοίκων στις πόλεις και στην ύπαιθρο. Οι χωρικοί δεν αποτελούν πλέον την
πλειοψηφία στις φτωχές χώρες. Μερικές χώρες οδεύουν με πολύ γρήγορο αριθμό στις
αναλογίες που υπάρχουν στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική. Ένας κόσμος χωρίς
χωρικούς, μια γεωργία πολύ μεγάλης αποδοτικότητας των γαιών τις οποίες κατέχουν
τραστ, αυτό είναι το κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο που επιβάλλει η μοντέρνα
καπιταλιστική γεωργία.
Βλέπουμε να επιβάλλεται ένα σύστημα που δεν βασίζεται σ’
έννοιες όπως «διατροφική αυτάρκεια» και «αυτοεστιασμένη ανάπτυξη», αλλά στην
εγκατάλειψη της υπαίθρου και στην υποαπασχόληση, που δεν έχουν ως στόχο τους τη
διατροφή των πληθυσμών αλλά την άμετρη παραγωγή προϊόντων που εξάγονται στις
πλούσιες χώρες, όποιο και αν είναι το οικολογικό κόστος και το κόστος σε
ανθρώπινες ζωές.
Στην Κίνα, η νέα πολιτική, που άρχισε να εφαρμόζεται από το
1990, ωθεί κάθε έτος 20 εκατομμύρια φτωχούς χωρικούς προς τις πόλεις. Το κράτος
εγκαταλείπει το αυτοεστιασμένο σύστημα των «λαϊκών κοινοτήτων» και επιτρέπει
στο ιδιωτικό κέρδος να επανεμφανιστεί ακόμα και στα πιο απομακρυσμένα σημεία
της υπαίθρου, αποδιοργανώνοντας με αυτό τον τρόπο τις τοπικές συναλλαγές που
βασίζονταν στην ανταλλαγή ειδών και υπηρεσιών. Όμως, αυτή η διαδικασία
ανταλλαγών, που ρυθμιζόταν από τις κρατικές υπηρεσίες, λειτούργησε αρκετά καλά
για περισσότερο από τριάντα χρόνια, προστατεύοντας την Κίνα από τους ετήσιους
λιμούς, μια παλιά ενδημική πληγή του φεουδαλικού καθεστώτος. Η άφιξη όμως των
ειδικών της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, καθώς
και η εισβολή στη Νότια Κίνα των ξένων κερδοσκόπων έχουν αρχίσει να προξενούν
τις ίδιες επιπτώσεις που υφίσταται και η Ινδία. Οι χωρικοί που καταφεύγουν στις
πόλεις εργάζονται για λιγότερο από μισό δολάριο την ώρα και όσοι δεν έχουν
δουλειά ζουν στους δρόμους. Μ’ ένα εκατομμύριο αστέγους στις πόλεις της, η
πρώην κομουνιστική Κίνα διολισθαίνει αργά σε μια κατάσταση «ινδικού τύπου».
Στην ινδική χερσόνησο, όπου μέσα σε μια γενιά εγκαταλείφθηκε ένα μεγάλο μέρος
της υπαίθρου, στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 συννέρρεαν ετησίως προς τις
μεγάλες πόλεις περισσότεροι από 10 εκατομμύρια κατεστραμμένοι χωρικοί, ενώ στη
δεκαετία του 1980 και του 1990 ο αριθμός τους αυξήθηκε σε 20 εκατομμύρια. Η
Βραζιλία, όπου οι κάτοικοι της υπαίθρου δεν υπερβαίνουν πλέον το 35%, και το
Μεξικό, όπου ιδιωτικοποιήθηκαν τα «ejidos», τα συλλογικά αγροκτήματα της εποχής
του Ζαπάτα, δεν μπορούν να διαχειριστούν τις μάζες των προσφύγων της ανάπτυξης.
Από το 1950, πόσοι άραγε χωρικοί καταστράφηκαν από τις απαλλοτριώσεις, τη
μόλυνση των υδάτων και τις τιμές που επιβάλλουν τα χρηματιστήρια του Λονδίνου
και του Σικάγου, τα οποία καθορίζουν τις τιμές των αγροτικών προϊόντων σε όλο
τον κόσμο; Το κλασικό αποικιοκρατικό καπιταλιστικό σχήμα έχει αρχίσει να επανεγκαθίσταται.
3. Η «διαρθρωτική
προσαρμογή», ένας πόλεμος εναντίον των φτωχών
Το 1998, σαράντα πέντε χώρες του κόσμου βρίσκονταν επίσημα
σε κατάσταση διατροφικής ανισορροπίας, καθώς η καθημερινή ποσότητα θερμίδων που
κατανάλωναν οι κάτοικοί τους κυμαινόταν από 73% έως 95% του ορίου που έχει
καθορίσει η Οργάνωση Γεωργίας και Τροφίμων (2.345 θερμίδες ημερησίως). Στην
Αφρική, στις περιοχές του Σαχέλ, μετά από τρεις δεκαετίες αναπτυξιακής βοήθειας
και δέκα χρόνια διαρθρωτικής προσαρμογής, η μέση καθημερινή ποσότητα είναι
1.730 θερμίδες (ακριβώς το μισό της μέσης ποσότητας στις ΗΠΑ!). Η Ινδία, όπου ο
μέσος όρος είναι 2.200 θερμίδες, προσεγγίζει την αναγκαία ποσότητα. Έχει όμως
παρατηρηθεί ότι, με δεδομένες τις κοινωνικές ανισότητες, όταν ο μέσος εθνικός
όρος είναι κάτω από το 95% του ορίου έχει καθορίσει η Οργάνωση Τροφίμων και
Γεωργίας, σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού υποσιτίζεται. Όταν ο μέσος όρος
είναι κάτω από το 85%, ξεσπούν οι «εξεγέρσεις της πείνας» ή εμφύλιοι πόλεμοι.
Όταν ο μέσος όρος είναι κάτω από το 75%, εμφανίζονται περιστασιακοί λιμοί...
Μεταξύ 1965 και 1980, το μέσο ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα
αυξήθηκε στις χώρες του Βορρά (μ’ εξαίρεση τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης)
περισσότερο από 900 δολάρια. Την ίδια περίοδο, η μέση αύξηση του κατά κεφαλήν
εισοδήματος στις χώρες του Νότου (μ’ εξαίρεση τις χώρες του ΟΠΕΚ) δεν ξεπέρασε
τα 3 δολάρια! Στις πλούσιες χώρες, που η δημογραφική τους ανάπτυξη ελέγχεται
και διαθέτουν ικανά οικονομικά όργανα, υπήρξε παρά τις κρίσεις μια εκπληκτική
άνοδος του επιπέδου διαβίωσης από το 1950 έως το 1980. Οι χώρες του Νότου, στη
διάρκεια των «τριάντα ενδόξων ετών», αντιμετώπισαν διαδοχικά μια δεκαετία
πολιτικών ταραχών που οδήγησαν σε μια οικονομική παράλυση, μια δεκαετία
χρηματοπιστωτικής και τεχνικής εισβολής μέσω της «πράσινης επανάστασης» και μια
δεκαετία αποτελμάτωσης εξαιτίας των χρεών, με μια βίαιη διακοπή τόσο του
τεχνικού εξοπλισμού τους όσο και κάθε κοινωνικής προόδου.
Στη δεκαετία του 1990 ολοκληρώθηκε η καθυπόταξη των
τελευταίων που αντιστέκονταν, ενώ ακυρώθηκε, με τη χρησιμοποίηση του χρέους σαν
μέσου εκβιασμού, η ανεξαρτησία που σε αρκετές περιπτώσεις είχε αποκτηθεί με
σκληρούς αγώνες. Έτσι, η καταστρεπτική εξωτερική ανάμειξη στα ζητήματα του
τεχνικού εξοπλισμού και της γεωργίας μετέτρεψε την πλεονεξία των πλούσιων χωρών
για διατροφικά είδη σε μια αποδεκτή ηθική και την κυριαρχία μέσω της πείνας σ’
ένα σύστημα διακυβέρνησης σε παγκόσμιο επίπεδο. Στη συνέχεια, η διαρθρωτική
προσαρμογή έδωσε τη χαριστική βολή στις οικονομίες που είχαν διαβρωθεί από την
τεχνική και χρηματοπιστωτική εξάρτηση η οποία είχε επιτευχθεί στην πρώτη φάση
της επαναποικιοποίησης. Το κόστος σε ανθρώπινες ζωές είναι τεράστιο και δεν
μπορούμε να το υπολογίσουμε με ακρίβεια. Για να ικανοποιηθεί η δίψα για κέρδη
μια δράκας ανθρώπων που λαμβάνουν τις αποφάσεις με βάση τη φιλοσοφία του
υπερφιλελευθερισμού, εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν πρόωρα από υποσιτισμό ή από
ασθένειες εξαιτίας της εξασθένησης των οργανισμών τους που οφειλόταν στην
έλλειψη τροφής. Η ύπαρξη ενός δισεκατομμυρίου ζωντανών νεκρών, που για τη
σχεδόν υπό ζωώδεις συνθήκες διαβίωσή τους ευθύνονται άμεσα οι στρατηγικές
επιλογές του σημερινού καπιταλισμού, επιβαρύνει τον καταστροφικό απολογισμό της
παγκοσμιοποίησης του καπιταλισμού.
Παραδοσιακά, ένα πρόγραμμα «διαρθρωτικής προσαρμογής»
συνοδεύεται από δάνεια «που συνάπτονται με αυστηρούς όρους». Αυτό σημαίνει ότι,
αν η μια κυβέρνηση δεν προχωρήσει αρκετά γρήγορα στις μεταρρυθμίσεις, δεν θα
της δοθούν τα συμπληρωματικά δάνεια. Η Ινδία, η Αίγυπτος, η Ακτή Ελεφαντοστού,
η Ζάμπια και η Αλγερία αντιμετώπισαν τα τελευταία χρόνια πολλές φορές αυτό τον
εκβιασμό. Μάλιστα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο διέταξε τη Γαλλία να μην υποστηρίξει
το φράγκο της Γαλλικής Αφρικανικής Κοινότητας[3]
και το δηνάριο της Αλγερίας το 1994. Οι τιμές ανέβηκαν στα ύψη και η ένδεια
έκανε στις εν λόγω χώρες ένα γιγαντιαίο βήμα...
Η πρώτη αρχή της «διαρθρωτικής προσαρμογής» είναι ο
περιορισμός των δημοσίων δαπανών. Για να περάσουν στον τομέα του ιδιωτικού
ανταγωνισμού οι κερδοφόρες δημόσιες υπηρεσίες, το κράτος πρέπει ν’ απολύσει
δημοσίους υπαλλήλους. Όπως επίσης πρέπει να περικόψει τις κοινωνικές δαπάνες
για την υγεία και την παιδεία, ώστε με αυτό τον τρόπο να εμφανιστούν νέοι
χρήστες γι’ αυτές τις υπηρεσίες οι οποίοι θα πληρώνουν γι’ αυτές. Παράλληλα, το
κράτος πρέπει να εγκαταλείψει κάθε μορφή άμεσου ελέγχου στη γεωργική και
βιομηχανική παραγωγή, καθώς και στον τομέα των υπηρεσιών υψηλής τεχνολογίας
(τηλεπικοινωνίες, τηλεόραση και ραδιόφωνο). Όλα πρέπει να ιδιωτικοποιηθούν.
Περισσότερες από 110 χώρες, που σήμερα έχουν υιοθετήσει
επίσημα προγράμματα «διαρθρωτικής προσαρμογής», έχουν υλοποιήσει αυτή την πρώτη
αρχή, στην οποία η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο
προσθέτουν μια δεύτερη: τη γενική απελευθέρωση των τιμών και των μισθών. Η
κατάργηση της «διατίμησης» σε μερικά διατροφικά προϊόντα πρώτης ανάγκης
καταδικάζει σε υποσιτισμό εκατομμύρια φτωχές οικογένειες. Ταυτόχρονα, με την
κατάργηση και του «κατώτατου μισθού», το φαινόμενο επιδεινώνεται. Η Παγκόσμια
Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο παρουσιάζουν τον έλεγχο των τιμών και
των μισθών σαν ένα «αντι-οικονομικό» εργαλείο, που ζημιώνει την «ανταγωνιστική
δυναμική». Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα μέτρο που ωθεί τους κατοίκους
της υπαίθρου να εγκαταλείψουν τις εστίες τους.
Για ν’ αποδεσμευτεί ο σημαντικός όγκος των προϊόντων που δεν
καταναλώνονται εξαιτίας της ακρίβειας, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο υποχρέωσε
τις χώρες που έχουν υιοθετήσει τα προγράμματα της «διαρθρωτικής προσαρμογής» να
υποτιμήσουν τα νομίσματά τους και ν’ αυξήσουν τα επιτόκιά τους. Καθώς η
εσωτερική κατανάλωση έχει μειωθεί κατακόρυφα εξαιτίας της ανόδου των τιμών,
πολλά προϊόντα και διατροφικά είδη προορίζονται να εξαχθούν προς τις πλούσιες
χώρες σε συμφέρουσες τιμές εξαιτίας της υποτίμησης των νομισμάτων. Έτσι λοιπόν
η ένδεια χρηματοδοτεί την εξόφληση των χρεών. Με αυτό τον τρίτο μέτρο ο κύκλος
κλείνει.
Είναι περιττό να διευκρινίσουμε ότι αυτή η «θεραπεία-σοκ»
(είναι η επίσημη έκφραση που χρησιμοποίησαν οι συντάκτες του σχεδίου Μπέικερ),
όταν εφαρμόζεται στις εύθραυστες μετα- αποικιοκρατικές οικονομίες, είναι μια
συγκαλυμμένη μορφή ενός πολέμου εναντίον των φτωχών.
Τα πρώτα δάνεια «προσαρμογής» που ενέκρινε η Παγκόσμια
Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο χρονολογούνται από τα μέσα της
δεκαετίας του 1970. Σκοπός τους ήταν η χρηματοδότηση «αντισταθμιστικών
επιδοτήσεων» στις χώρες όπου υπήρχε ο κίνδυνος τα μέτρα για την ιδιωτικοποίηση
του δημόσιου τομέα ν’ αποδειχτούν ιδιαίτερα αντιλαϊκά. Στη συνέχεια, άρχισε να
γίνεται λόγος για τα «δάνεια για την υλοποίηση της διαρθρωτικής προσαρμογής»,
ένας όρος που υποδήλωνε πιο εκτεταμένα προγράμματα χρηματοδότησης που είχαν ως
σκοπό τους να επιταχύνουν το πέρασμα στην «ελεύθερη αγορά». Η Τουρκία υπήρξε το
1980 ο στόχος του πρώτου «προγράμματος διαρθρωτικής προσαρμογής», που
αποτελούνταν από μια σειρά διαδοχικών μέτρων, καθένα από τα οποία συνοδευόταν
από επαρκή δάνεια. Το 1981, το εγχείρημα συμπληρώθηκε με το δικαίωμα της
Τουρκίας να αντλεί κονδύλια από έναν ειδικό λογαριασμό του Διεθνούς
Νομισματικού Ταμείου, ενώ το 1985 το ύψος των κονδυλίων που μπορούσε να αντλεί
καθορίστηκε στο ενάμισι δισεκατομμύριο δολάρια. Επιπλέον, το ίδιο έτος, η
Παγκόσμια Τράπεζα χορήγησε στην Τουρκία ένα μακροπρόθεσμο δάνειο, εν όψει της
προόδου των διαρθρωτικής προσαρμογής που υλοποιούσε η τουρκική κυβέρνηση.
Σχεδόν είκοσι χρόνια αργότερα, σε ποια κατάσταση βρίσκεται η
Τουρκία; Η αστυφιλία κατέστρεψε την παραγωγή διατροφικών προϊόντων και ο
πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης αυξήθηκε κατά 60%, ενώ οι συνθήκες διαβίωσης
είναι αφόρητες σε όλα τα επίπεδα. Το τουρκικό κράτος, γυρνώντας την πλάτη του
στον κεμαλισμό, απέτυχε να ενισχύσει οικονομικά τις ασθενέστερες τάξεις και
μέσω μιας στρατιωτικής δικτατορίας πραγματοποίησε μια φιλελεύθερη μεταστροφή.
Οι διαδοχικές υποτιμήσεις του τουρκικού νομίσματος προκάλεσαν καταστροφικές
αυξήσεις των τιμών, ενώ καταργήθηκε ο κατώτατος μισθός, όπως και ο έλεγχος των
τιμών. Βυθισμένος στην εξαθλίωση και καταβεβλημένος από τη δικτατορία, ο
τουρκικός λαός αφέθηκε να παρασυρθεί από τη φονταμενταλστική προπαγάνδα, η
οποία στιγματίζει την κερδοσκοπία, την κοινωνική πόλωση και την ηθική παρακμή.
Το ίδιο περίπου καταστρεπτικό σενάριο διαδραματίστηκε και στο Ιράν, με τους
μουλάδες να διαδέχονται τη «Λευκή Επανάσταση» του σάχη, ο οποίος είχε εφαρμόσει
στη χώρα του τη «θεραπεία-σοκ» του εκσυγχρονισμού της υπαίθρου και της
αχαλίνωτης αστικοποίησης.
Μετά τη σημαντική αποτυχία στο Ιράν, οι εγκέφαλοι της
Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου συνειδητοποίησαν ότι,
παράλληλα με τη συγκέντρωση των γαιών και τις μετακινήσεις των πληθυσμών, είναι
αναγκαίο να συνοδεύονται με χρηματοδοτικά προγράμματα η θραύση του ιστού
κοινωνικής προστασίας, η οπισθοχώρηση των εργασιακών δικαιωμάτων και η
καταστροφή των δημοσίων υπηρεσιών.
Μετά τη Διάσκεψη του Κανκούν και το σχέδιο Μπέικερ, που σηματοδότησαν
τη μετατροπή των προγραμμάτων «διαρθρωτικής προσαρμογής» σ’ ένα πραγματικό όπλο
διείσδυσης στις οικονομίες των κρατών που εξακολουθούσαν να μην ενστερνίζονται
την «ελεύθερη αγορά», η δεκαετία του 1980 υπήρξε μια δεκαετία χάους για τις
χώρες που είχαν υιοθετήσει τα προγράμματα «διαρθρωτικής προσαρμογής», επειδή η
βιαιότητα των ιδιωτικοποιήσεων διόγκωσε απότομα το επίπεδα της φτώχειας, της
υποαπασχόλησης και του υποσιτισμού. Όλα τα προγράμματα «διαρθρωτικής
προσαρμογής» συνοδεύονται από χρηματοδοτήσεις για την ανανέωση του μηχανικού
εξοπλισμού και για τη συγκρότηση μηχανισμών διατήρησης της τάξης. Ήδη από τις
αρχές της δεκαετίας του 1980, οι «διαρθρωτικές προσαρμογές» άρχισαν να
προκαλούν τις «εξεγέρσεις της πείνας», που οι επιτόπιοι παρατηρητές αποκαλούν
«εξεγέρσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου». Οι διαμαρτυρίες εναντίον της
διαρθρωτικής προσαρμογής στις κατευθυνόμενες από το κράτος καπιταλιστικές
οικονομίες των φτωχών χωρών δεν σταματούν ν’ αυξάνονται, έστω και αν είναι
αλήθεια ότι οι πιο στερημένοι από τους εργαζομένους και οι άνεργοι σε αυτές τις
φτωχές χώρες είχαν απαυδήσει με την υπερβολική γραφειοκρατία και τις πολλές δυσλειτουργίες
των εθνικοποιημένων οικονομιών (όπως, για παράδειγμα, το απαράδεκτο γεγονός να
υπάρχει έλλειψη ντομάτας στην Αλγερία). Είναι επίσης απόλυτα ακριβές ότι η
αναγγελία της αποδιάρθρωσης των κατευθυνόμενων από το κράτος καπιταλιστικών
οικονομιών, οι οποίες ήταν συνώνυμες με τις «εθνικές εταιρείες» που συχνά
αποδείχτηκαν ανίκανες, είχε αρχικά τη λαϊκή συναίνεση. Οι λαοί είχαν λησμονήσει
πολύ γρήγορα τα λιγότερα απτά αποτελέσματα που οι κυβερνήσεις των φτωχών χωρών
είχαν καταφέρει να επιτύχουν σε λιγότερο από είκοσι χρόνια: τη μαζική
καταπολέμηση του αναλφαβητισμού, την ενίσχυση των τιμών των αγροτικών προϊόντων
και την επιδότηση της διανομής, τη μείωση των εξόδων για την υγεία, τον έλεγχο
στις τιμές των φαρμάκων, τις σχεδόν δωρεάν μεταφορές. Ήδη από τα πρώτα χρόνια
της διαρθρωτικής προσαρμογής, η αφύπνιση υπήρξε σκληρή: Η κατάργηση κάθε
κρατικής βοήθειας, την οποία επέβαλαν τα προγράμματα «διαρθρωτικής προσαρμογής»
εν ονόματι της θρησκείας της απελευθέρωσης των τιμών, της παραγωγικότητας, της
ανταγωνιστικότητας, της οικονομικής αποδοτικότητας και του εκσυγχρονισμού,
προκάλεσε εκρηκτικές κοινωνικές καταστάσεις. Αυτές πήραν τη μορφή μιας
αναζωπύρωσης της αυθόρμητης βίας στα αστικά κέντρα (λεηλασίες πολυκαταστημάτων,
επιθέσεις εναντίον τραπεζών και κτιρίων με γραφεία) και μιας πιο οργανωμένης
αντίστασης στην ύπαιθρο, όπως ήταν οι επαναστάτες αντάρτες του «Φωτεινού
Μονοπατιού» στο Περού, οι εξεγέρσεις των χωρικών στην Ινδία και στο Μεξικό, οι
ομάδες ανταρτών στις Φιλιππίνες, στην Ινδονησία και στην Τουρκία, η
φονταμενταλιστική τρομοκρατία στην Αίγυπτο και στην Αλγερία, οι αντάρτες που
επιζητούν την ανεξαρτητοποίηση των περιοχών τους στη Σενεγάλη, ενώ δεν πρέπει
να παραλείψουμε την ιλιγγιώδη αύξηση της εγκληματικότητας.
Σε περισσότερα από εκατό κράτη που έχουν υιοθετήσει τα
προγράμματα «διαρθρωτικής προσαρμογής», έχουν επιβληθεί τα δάνεια «με ιδιαίτερα
αυστηρούς όρους». Οι ειδικοί της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς
Νομισματικού Ταμείου έχουν διεισδύσει παντού, ενώ αρκετά από αυτά προσέφυγαν
συχνά στα όπλα για να εμποδίσουν μια εκτροπή «ιρανικού τύπου». Πρέπει να το
πούμε ανοιχτά, η «διαρθρωτική προσαρμογή» χρησιμοποιήθηκε παντού ως η αιχμή του
δόρατος.
Οι ταραχές που έγιναν τον Δεκέμβριο του 1983 στην Τυνησία
σηματοδότησαν την έναρξη της αντίστασης των χωρών του Μαγκρέμπ στην επιβολή της
διαρθρωτικής προσαρμογής. Οι εκατοντάδες συλλήψεις και εξαφανίσεις που
ακολούθησαν δεν κατάφεραν ν’ αποτρέψουν τους κατοίκους του Μαρόκου να κατέβουν
τον επόμενο μήνα στους δρόμους. Ο στρατός άνοιξε πυρ εναντίον του πλήθους με
αποτέλεσμα να σκοτωθούν 400 άνθρωποι σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία. Τον
Απρίλιο του 1984, η αύξηση των τιμών στη Δομινικανή Δημοκρατία υπήρξε το
έναυσμα για να κατευθυνθούν οι διαδηλωτές στις καλές συνοικίες. 186 άνθρωποι
σκοτώθηκαν από σφαίρες, 500 τραυματίστηκαν και χιλιάδες συνελήφθησαν με την
κατηγορία της «λεηλασίας». Καθώς κάθε έτος ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι
προσθέτονταν στον συνολικό αριθμό των νεκρών εξαιτίας των μέτρων διαρθρωτικής προσαρμογής,
ένας γερουσιαστής του Δημοκρατικού Κόμματος έθεσε το 1985 στο Κογκρέσο των ΗΠΑ
το πρόβλημα της χρησιμοποίησης των κεφαλαίων της Παγκόσμιας Τράπεζας. Τίποτε
όμως δεν άλλαξε. Στη Ζάμπια, ο στρατός άνοιξε πυρ εναντίον των «εξεγερμένων της
πείνας», με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 180 άνθρωποι σύμφωνα με τα επίσημα
στοιχεία, ανάμεσα στους οποίους και πολλές νοικοκυρές οι οποίες διαμαρτύρονταν
για τις αυξήσεις των τιμών των ειδών διατροφής που υπήρξαν ένα από τα
επακόλουθα του δεύτερου κύματος των ιδιωτικοποιήσεων. Το ίδιο έτος, στο Σουδάν
όπου η «διαρθρωτική προσαρμογή» επιβλήθηκε διά της βίας, στρατιωτικές μονάδες
κατέστειλαν την εισβολή των φτωχών στις συνοικίες του κέντρου της πρωτεύουσας.
Καταμετρήθηκαν χιλιάδες νεκροί. Τον Σεπτέμβριο του 1998, η νεολαία της Αλγερίας
κατέβηκε στους δρόμους για να διαμαρτυρηθεί για τις αυξήσεις των τιμών, την
ανεργία και την κερδοσκοπία στη στέγαση. Το ανθρωποκυνηγητό στο Μπαμπ ελ Ουέντ
που είχε καταληφθεί από το στρατό κράτησε πολλές ώρες και τέλειωσε με
περισσότερους από 300 δολοφονημένους νέους, ενώ οι στρατιώτες αποτελείωσαν 100
περίπου άλλους ανθρώπους στα σοκάκια της παλιάς πόλης. Στη Βενεζουέλα, την
οποία κυβερνούσαν πολιτικοί που επικαλούνταν τη σοσιαλδημοκρατία αλλά εφάρμοσαν
εξαιρετικά βίαια «διαρθρωτικά μέτρα προσαρμογής», οι εργάτες διαδήλωσαν μαζί με
τις οικογένειες τους εναντίον του τριπλασιασμού των κομίστρων των δημόσιων
μέσων συγκοινωνίας, καθώς και εναντίον της έλλειψης τροφίμων και φαρμάκων. Οι
δυνάμεις της τάξης άνοιξαν πυρ εναντίον του πλήθους, με αποτέλεσμα να υπάρξουν
500 νεκροί, πάντα σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία. Τον επόμενο έτος, στην
Αργεντινή, η αυστηρή εφαρμογή των διαρθρωτικών μέτρων προκάλεσε λαϊκές
αναταραχές και καθημερινές διαδηλώσεις σε όλες τις πόλεις της χώρας. Τη
συμφωνημένη ημέρα, στρατιωτικές μονάδες επιτέθηκαν ταυτόχρονα στους
«εξεγερμένους της πείνας» σε όλες τις μεγάλες πόλεις τις οποίες είχαν
πλημμυρίσει οι φτωχοί. Η αστυνομία ανακοίνωσε ότι υπήρξαν 20 νεκροί και ότι
έγιναν 500 συλλήψεις. Τον Μάρτιο του 1990, οι εξεγερμένοι του Αμπιτζάν
αντιμετωπίστηκαν με σκληρά κατασταλτικά μέτρα. Δύο μήνες αργότερα, στη Ζάμπια,
ο στρατός σκότωσε 20 διαδηλωτές. Το Ζαΐρ (νυν Κονγκό) συνεισφέρει κάθε έτος το
ποσοστό του στο σύνολο των εξεγερμένων νεκρών...
Σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, το ίδιο σενάριο
των «εξεγέρσεων της πείνας» που πνίγηκαν μέσα στο αίμα επαναλήφθηκε εκατοντάδες
φορές, από την Κινσάσα έως την Τζακάρτα, από την επαρχία Τσιάπας έως το Πακιστάν
και την Ινδία, με τον ίδιο πάντα επίλογο.
Δεν κατεβαίνει κάποιος στους δρόμους απέναντι στα πολυβόλα
χωρίς λόγο. Θα πρέπει να τον έχει οδηγήσει στα άκρα μια αφόρητη κατάσταση.
Η υποβάθμιση των συστημάτων κοινωνικής προστασίας και
υγείας, η διάλυση των δημοσίων υπηρεσιών και η μείωση του ποσοστού των παιδιών
που πηγαίνουν σχολείο είναι αναμφίβολα νόμιμοι λόγοι διαμαρτυρίας. Το γνωρίζουν
ακόμα και οι εργαζόμενοι στις πλούσιες χώρες, που υφίστανται παρόμοιου τύπου
πιέσεις. Το κίνημα για την υπεράσπιση των συντάξεων στην Ιταλία το οποίο
ακολούθησαν τα κινήματα στη Γαλλία το 1995, αλλά και οι κινητοποιήσεις των
μερικώς απασχολούμενων και των ανέργων το 1998 δείχνουν ότι η εφαρμογή των
υπερφιλελεύθερων μέτρων είναι επώδυνη, ακόμα και για τις ανεπτυγμένες οικονομίες..
Όμως, στις φτωχές χώρες, η «διαρθρωτική προσαρμογή» οδήγησε στην εξαθλίωση
εκατομμύρια ανθρώπους. Τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά, το πρόβλημα έχει πάρει
τεράστιες διαστάσεις.
Σήμερα, δυο δισεκατομμύρια άνθρωποι υποσιτίζονται σύμφωνα με
τα επίσημα στοιχεία, ενώ ένα επιπλέον δισεκατομμύριο αντιμετωπίζει
περιστασιακούς λιμούς. Όλοι οι ειδικοί (ακόμα και εκείνοι της Παγκόσμιας
Τράπεζας που επιμένουν για την «προσωρινή» διάσταση του φαινομένου)
παραδέχονται ότι η φτώχεια αυξήθηκε αναλογικά και σε απόλυτους αριθμούς από το
1985. Μια από τις πιο σαφείς ενδείξεις της αγριότητας των μέτρων διαρθρωτικής
προσαρμογής είναι η μοίρα που επιφυλάσσεται στα παιδιά των φτωχών χωρών,
συμπεριλαμβανομένων και των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης. Στην Αργεντινή, για
παράδειγμα, η βρεφική θνησιμότητα προσεγγίζει το 50 0/00 και είναι μιάμιση φορά
μεγαλύτερη από το 1980. Το 1980, στη Ζάμπια, το 13% των παιδιών κάτω των τριών
ετών πέθαιναν εξαιτίας του υποσιτισμού. Το 1988, το ποσοστό είχε φτάσει στο
42%, το οποίο αντιστοιχεί κατά προσέγγιση στο ποσοστό που υπήρχε στη Γαλλία τον
17ο αιώνα. Στις χώρες της Αφρικής που εφαρμόστηκε η «διαρθρωτική προσαρμογή», 6
γυναίκες στις 1.000 πεθαίνουν στη διάρκεια του τοκετού. Οι αντίστοιχοι αριθμοί
είναι 4 στην Ασία και 2,5 στη Λατινική Αμερική. Στις χώρες της Ομάδας των Οχτώ
[των εφτά πιο αναπτυγμένων χωρών συν τη Ρωσία (G8)], το ποσοστό είναι εξήντα
φορές μικρότερο, όμως έχει διπλασιαστεί σε σχέση με τις αρχές της δεκαετίας του
1980.
Η απορύθμιση των οικονομιών καταργεί προστατευτικές
νομοθεσίες. Την ίδια στιγμή που οι Γάλλοι φοιτητές διαμαρτύρονταν στους δρόμους
εναντίον του «κατώτατου μισθού για τους νέους» που είχε εισηγηθεί ο Εντουάρ
Μπαλαντίρ, τα παιδιά της Ινδίας είχαν κατέβει στους δρόμους για ν’ απαιτήσουν
ίσους μισθούς για ίση εργασία. Καθώς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είχε
υποδείξει στην κυβέρνηση Ράο να μειώσει το ελάχιστο όριο ηλικίας των
εργαζομένων και να καταργήσει τον κατώτατο μισθό, το ινδικό κράτος, εκτελώντας
τις εντολές των υπερφιλελευθερων ειδικών του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και
της Παγκόσμιας Τράπεζας, επέβαλε αυτό το σχέδιο και έστειλε την αστυνομία να
σπάσει τις απεργίες. Καμία διεθνής σύμβαση δεν έχει μέχρι σήμερα διευθετήσει με
συγκεκριμένα μέτρα το αγνώστων διαστάσεων πρόβλημα της παιδικής εργασίας, το
οποίο μπορεί συνοπτικά να θεωρηθεί ως μια μορφή δουλείας την οποία επιτρέπουν
τα κράτη που αντιμετωπίζουν αυτό το πρόβλημα.
Συμπέρασμα: το
έγκλημα δεν θα μένει για πάντα ατιμώρητο
Ένας άγνωστος αριθμός νεκρών εξαιτίας των λιμών ή των
ασθενειών που οφείλονται στην ένδεια. Μια επιδείνωση σε παγκόσμια κλίμακα της
ανισότητας του πλούτου. Σχεδόν μισό δισεκατομμύριο φτωχοί χωρικοί που η
κερδοσκοπία, τα μεγάλα έργα, η επέκταση των μεγάλων ιδιοκτησιών ή ο στρατός
τους έδιωξαν από τη γη τους εν ονόματι της δυναμικής της «ελεύθερης αγοράς».
200 εκατομμύρια παιδιά εργάζονται σχεδόν χωρίς αμοιβή σε
εργοστάσια που έχουν μεταφερθεί από τις πλούσιες χώρες. 20 εκατομμύρια γυναίκες
είναι αντικείμενα βάναυσης σεξουαλικής εκμετάλλευσης σε όλο τον κόσμο.
Δυο δισεκατομμύρια άντρες, γυναίκες και παιδιά ζουν κάτω από
το όριο της φτώχειας, μιας φτώχειας που ο υπερφιλελεύθερος καπιταλισμός
υπόσχεται να εξαλείψει! Από αυτούς τους ανθρώπους που στερούνται σχεδόν τα
πάντα, μισό δισεκατομμύριο υποσιτίζονται, ενώ μετά από πενήντα χρόνια
αναπτυξιακής βοήθειας οι νεκροί από την πείνα είναι 20 εκατομμύρια.
Ο αριθμός των νεκρών ανάμεσα σ’ αυτούς που αντιστάθηκαν στη
βίαιη επιβολή των διαρθρωτικών αλλαγών είναι άγνωστος. Από το 1980, τουλάχιστον
δέκα χιλιάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν σε όλο τον κόσμο στη διάρκεια των «εξεγέρσεων
της πείνας».
Η μόλυνση των γαιών και των υδάτινων πόρων, επίγειων και
θαλάσσιων, για να παράγονται ολοένα και περισσότερα, για να εξοφλούνται ολοένα
και περισσότερα χρέη, για να πλουτίζουν πάντα οι ίδιοι, είναι ανυπολόγιστη.
Η αποψίλωση της μισής επιφάνειας των τροπικών και των
ισημερινών δασών για να εξοφληθούν τα χρέη μιας αναπτυξιακής βοήθειας που
συνέβαλε μόνο στην αύξηση των κερδών των μεγάλων υπερεθνικών εταιρειών.
Ανυπολόγιστες είναι οι ζημιές που προκλήθηκαν από τις παράνομες συναλλαγές.
Σημειώνεται μείωση του ποσοστού των παιδιών που πηγαίνουν
σχολείο και της πρόσβασης στην περίθαλψη σε όλες τις χώρες που υιοθέτησαν τις
διαρθρωτική προσαρμογή. Η υποαπασχόληση, η κατάργηση των εργασιακών
δικαιωμάτων, η αύξηση της εγκληματικότητας και του οργανωμένου εγκλήματος σε
παγκόσμια κλίμακα, η γενίκευση της πορνείας ως λύσης στην ένδεια, ο
πολλαπλασιασμός των εθνοτικών συρράξεων, η άνοδος των εθνικισμών, η διόγκωση
του εμπορίου όπλων είναι αδύνατον να υπολογιστούν.
Είναι ίσως δύσκολο να κάνουμε το μακάβριο απολογισμό του
κόστους σε ανθρώπινες ζωές της επαναποικιοποίησης των φτωχών χωρών και της
εισβολής στις πρώην κομουνιστικές χώρες. Η υποχρεωτική ευθυγράμμιση με τους
κανόνες του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού σκότωσε ένα δισεκατομμύριο
ανθρώπους σε πενήντα χρόνια και κατέστρεψε σε τέτοιο βαθμό τον πλανήτη, ώστε
πλέον το οικολογικό πρόβλημα να τίθεται με όρους επιβίωσης. Τι σημασία έχει πια
η ποσοτική του διάσταση;
Η παγκοσμιοποίηση του καπιταλισμού είναι πάνω απ’ όλα μια
ηθική χρεοκοπία που υποβιβάζει την ανθρωπότητα στο επίπεδο των άγριων ζώων που
αλληλοσπαράζονται γύρω από τη λεία τους, είναι η αποτυχία των φιλοσοφικών
συστημάτων που θεμελιώθηκαν στη νομιμοποίηση του αρρωστημένου εγωισμού και της
βούλησης να χρησιμοποιείται η ισχύς. Προσπαθώντας να εξαφανίσει την ιδέα μιας
ανθρώπινης κοινότητας που θα την συνδέει το αμοιβαίο συμφέρον, η εγκληματική
ιδεολογία στην οποία στηρίζεται ο καπιταλισμός πιστεύει ότι βρίσκεται υπεράνω
των νόμων της φύσης, βάζοντας σε κίνδυνο την ύπαρξη ολόκληρου του ανθρώπινου
γένους. Και μόνο αυτό το γεγονός αρκεί να την καταδικάσει. Ο υπερφιλελεύθερος
καπιταλισμός δεν δημιουργεί τους νεκροθάφτες του. Σκάβει ο ίδιος τον
τάφο του.
Βιβλιογραφία
François
Chesnais, La mondialisation du capital, Syros, 1994.
Susan
George, Crédits sans frontières, La Découverte, 1994.
Rene
Dumont, La croissance... de la famine!. Seuil, 1975.
Eisa
Assidon, Les théories économiques du développement, La Découverte, 1992.
Pascal Arnaud, La dette du tiers-monde, La Découverte, 1984.
* Μετάφραση από τα γαλλικά ΑΓΓΕΛΟΣ ΦΙΛΙΠΠΑΤΟΣ, ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ
Σημειώσεις
[1]
Περιοχή της Πολιτείας Νιου Χάμσαϊρ των ΗΠΑ όπου από τις 1 έως τις 22 Ιουλίου
1944 πραγματοποιήθηκε η Νομισματική και Οικονομική Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών,
με σκοπό τη λήψη αποφάσεων από τους Συμμάχους για τη ρύθμιση οικονομικών
ζητημάτων στον μεταπολεμικό κόσμο, μετά την αναμενόμενη ήττα της Γερμανίας και
της Ιαπωνίας.
[2]
Ουόλτ Ουίτμαν Ρόστοου (Walt Whitman Rostow, 1916). Αμερικανός οικονομολόγος.
Διετέλεσε σύμβουλος του προέδρου Κένεντι και συνέβαλε στην ανάπτυξη της
πολιτικής της ειρηνικής συνύπαρξης. Είναι κυρίως γνωστός για την ταξινόμηση των
σταδίων της οικονομικής εξέλιξης των κοινωνιών από την παραδοσιακή (αγροτική)
οικονομία έως την περίοδο της μαζικής κατανάλωσης. (Σ.τ.Μ.)
[3]
Το φράγκο της Γαλλικής Αφρικανικής Κοινότητας (GFA) είναι το νόμισμα της Ακτής
Ελεφαντοστού και αρκετών πρώην γαλλικών αποικιών. (Σ.τ.Μ.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.