Τετάρτη 9 Αυγούστου 2017

Το εργατικό κίνημα και οι απεργίες στη Σύρο το 1879

Τα «σπάργανα» της αγωνιστικής αφύπνισης της ελληνικής εργατικής τάξης



Η κρίση του καπιταλισμού πλήττει τα τελευταία χρόνια τη χώρα μας. Οι συνθήκες ζωής χειροτερεύουν και το βιοτικό επίπεδο της ελληνικής κοινωνίας επιστρέφει στη δεκαετία του 50’. Στο σημείο μηδέν και ίσως πιο πίσω. Κάτι πρέπει να γίνει. Το τοπίο αλλάζει δραματικά και το εργατικό κίνημα πασχίζει να ξαναβρεί τη φωνή του. Την ορμή και την αποτελεσματικότητά του. Το παρελθόν του είναι πιο σημαντικό από ποτέ και η αναδρομή σε αυτό το λιγότερο χρήσιμη. Η αγωνιστική του δράση είναι αναγκαία. Εδώ, θα παρουσιάσουμε το πώς «γεννήθηκε» το κίνημα – τα πρώτα του βήματα – προτάσσοντας τις απεργίες στη Σύρο το 1879.

Η εικόνα της Σύρου πριν τις απεργίες

Η Σύρος αποτελεί την αφετηρία των εργατικών αγώνων στην Ελλάδα. Οι απεργίες του 1879, όπως μας ενημερώνει ο Δημήτρης Χάλαρης (συγγραφέας, ιστορικός), είναι οι πρώτες στην χώρα μας και στο εξωτερικό. Οι μεγάλοι αγώνες του Σικάγο καταγράφονται το 1881. Πριν προχωρήσουμε στις αιτίες, τις εξελίξεις και τις συνέπειες των αγωνιστικών κινητοποιήσεων, χρήσιμο είναι να έχουμε την εικόνα του νησιού λίγο πριν το 1879.

Η Ερμούπολη, κατά τη δεκαετία του 1870, ήταν ένα αξιόλογο αστικό κέντρο με 21 χιλιάδες κατοίκους, από τους οποίους οι δυόμιση χιλιάδες ήταν εργάτες. Βασικές οικονομικές δραστηριότητές της αποτελούσαν το εσωτερικό και το εξωτερικό εμπόριο, η ναυτιλία και η βιοτεχνία/βιομηχανία, της οποίας κυριότερες μονάδες ήταν το ναυπηγείο, τα μηχανουργεία, τα βυρσοδεψεία και οι αλευρόμυλοι.


Η βιομηχανία της Σύρου άρχισε να μετασχηματίζεται εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης που προκάλεσαν οι πόλεμοι της εποχής εκείνης, η ανάπτυξη νέων εμπορικών κέντρων αλλού, η επικράτηση των ατμόπλοιων έναντι των ιστιοφόρων που κατασκεύαζε το ναυπηγείο, καθώς κι άλλοι παράγοντες. Η παραγωγή του ναυπηγείου, η οποία είχε ατονήσει στην προηγούμενη δεκαετία, κατόρθωσε να ανακάμψει για λίγο, αλλά έπειτα μειώθηκε δραματικά, με συνέπεια το 1882 να εργάζονται σε αυτό 200 άτομα και στο τέλος του αιώνα να υπάρχουν μόνον 3 – 4 ναυπηγοί.

Το 1876 εκδηλώθηκε οικονομική κρίση στα βυρσοδεψεία, η οποία, μετά από διακυμάνσεις, οδήγησε στην διαφοροποίηση της παραγωγής τους. Στην εφημερίδα «Πανόπη» της 30/8/1878 διαβάζουμε: «Και εις το ναυπηγείον ήρξαντο αι εργασίαι, πολλή δε ακατέργαστος της βυρσοδεψίας ύλη επισωρεύεται. Το κοινό ελπίζει ότι ταχέως θέλει κάμη έναρξιν των εργασιών του και το εκτεταμένον εργοστάσιον των βυρσοδεψιών κ. αδελφών Μαρινάκη, ούτινος οι εργάται αρκετόν καιρόν μένουσιν άεργοι». Η εφημερίδας «Φανός» έγραψε την 4/11/1878 ότι «το ενταύθα ναυπηγείον ήρξατο λαμβάνον ζωήν ένεκα της κατ’ αυτάς ναυπηγήσεως πολλών πλοίων διαφόρου χωρητικότητος» και την 19/12/1878 ότι «εάν ο λιμήν ημών ετακτοποιείτο και μετ’ αυτού το ναυπηγείον, ουδέποτε εργασίαι θα έλειπον από την νήσον μας».
Νομισματική κρίση και οι πρώτοι αγώνες
Ο Δημήτρης Χάλαρης** μας περιγράφει την κατάσταση εκείνων των χρόνων. «Στις αρχές του 1879 η Σύρος νιώθει τις συνέπειες μιας παγκόσμιας νομισματικής κρίσης. Τα ξένα νομίσματα, και κυρίως τα ρώσικα, υποτιμώνται. Τότε, καταγράφονται πολλές επιχειρηματικές συμφωνίες με τη Ρωσία. Ετσι, οι περισσότεροι Ελληνες εργάτες αμείβονταν σε ρώσικο νόμισμα. Η υποτίμηση αγγίζει το 25%-27%. Αντίστοιχα, η τιμή του ψωμιού ανεβαίνει κατά 25%-27%. Η απώλεια για τους εργαζομένους φτάνει στο 50%. Τον Φεβρουάριο συγκροτείται το πρώτο εργατικό σωματείο με την ονομασία «Αδελφικός Σύνδεσμος Ξυλουργών του Ναυπηγείου Σύρου». Στο νησί ναυπηγήθηκαν τα 8/10 του πολεμικού και εμπορικού στόλου μετά την Επανάσταση του 21’. Η κατοχύρωση του σωματείου γίνεται με συμβολαιογραφική πράξη». Το Φλεβάρη, λοιπόν, άρχισαν οι απεργίες.

Τα αιτήματα

Οι εργάτες του ναυπηγείου της Σύρου ζήτησαν από τους εργοδότες τους ναυπηγούς να αποδεχθούν τα εξής αιτήματα, που είχαν αποφασισθεί κατά την ίδρυση του σωματείου τους: Να διαιρεθούν οι εργάτες σε τέσσερις κατηγορίες και οι υπαγόμενοι σε έκαστη κατηγορία να απασχολούνται με ορισμένη σειρά, με ορισμένο ωράριο και όχι με μισθό υπολογιζόμενο κατ’ αποκοπή, αλλά με ημερομίσθιο, το οποίο να είναι μεγαλύτερο από το ήδη καταβαλλόμενο. Επιπλέον, σύμφωνα με τον Χάλαρη, οι εργάτες δούλευαν 12 ώρες και ήθελαν μείωση κατά δύο. Στην απεργία της 27/2/1879, βασικό αίτημα των ναυπηγοεργατών ήταν και η παύση των απολύσεων. Η εφημερίδας «Ερμής» της 1/3/1879 σημειώνει: «Οι αρχιναυπηγοί των, αντεκδικούμενοι, τους αποβάλλουσιν εκ της εργασίας, άλλους προσλαμβάνοντες, όπως τους αναγκάσωσι να καταργήσωσι το συμβόλαιον όπερ πάντες συνυπέργραψαν. Προς τούτοις, οι εργάται ούροι επιμένουσι, ως προς τας πληρωμάς των ημερομισθίων των, να γίνωνται αυταί διά χρημάτων ταμιακών».

Η σκυτάλη στους βυρσοδέψες
Τις κινητοποιήσεις των ναυτεργατών, ακολούθησαν αυτές των βυρσοδεψεργατών. Η εφημερίδα «Πατρίδα» της 21/2/1879 αναφέρει ότι οι βυρσοδέψες ζήτησαν από τους εργοδότες να αποδεχθούν τα εξής αιτήματα: Τα ημερομίσθια να πληρώνονται εις νομίσματα της διατιμήσεως. Το ημερομίσθιο να μείνει ως και πριν, πλην εις ταμιακήν διατίμησιν, τουτέστιν με προσθήκη 27%. Να καταργηθεί η ονομαζόμενη κουτουράδα. Δηλαδή, η κατ’ αποκοπήν συμφωνία. Να διανεμηθεί η εργασία, οσηδήποτε και είναι αυτή, τοιουτοτρόπως ώστε άπαντες οι εργάται να εργάζονται αναλόγως. Να ελατωθώσιν αι ώραι της εργασίας και να καταργηθεί η επί δύο ώρας κατά τας Κυριακάς εργασία (αγγαρεία).

Η άρνηση των εργοδοτών και η ρήξη

Αυτό που ζητούσαν οι εργάτες ήταν καλύτερες συνθήκες εργασίας. Η άρνηση των εργοδοτών οδήγησε σε ρήξη τις δυο πλευρές και στις απεργιακές κινητοποιήσεις. Η εφημερίδας «Πατρίς» της 14/7/1879 δημοσίευσε επιστολή στην οποία αποτυπώνεται η οργή και το τέλος της υπομονής των εργατών: «Οι του ναυπηγείου εργάται, μη δυνηθέντες πλέον να υπομείνωμεν την Οθωμανικήν και βάναυσον επιστασίαν των εργοδοτών και την στέρησιν των ημετέρων ιδρώτων, ης ένεκα αι μεν πολυμελείς ημών οικογένειαι ελεεινώς υπό της πείνης κατετρύχοντο, τα δε βαλάντια των τιμίων εργοδοτών επληρούντο χρυσού και αργύρου… απεφασίσαμε διά παντός ν’ αποτινάξωμεν τον ζυγόν από των αδικιών των εργοδοτών και να ιδρύσωμε κατά τον νόμον την γνωστήν υπό το όνομα Εταιρίαν των εργατών του ναυγείου Σύρου».

Οι εφημερίδες της εποχής, βέβαια, αναφέρουν κι άλλες εξωεργασιακές αιτίες των απεργιών. Υπονοούσαν υποκινητές χωρίς όμως να τους κατονομάζουν και έδιναν την εντύπωση ότι κάποιοι κεφαλαιούχοι και κάποιοι σοσιαλιστές, ήθελαν να χειραγωγήσουν ή να εκμεταλλευθούν τους εργάτες. Άλλη εξωεργασιακή αιτία ίσως να αποτέλεσε η μόδα της συσσωμάτωσης που επικρατούσε εκείνη την εποχή.

Η επίδραση και η εξέλιξη των απεργιών

Η απεργία είχε άμεση επίδραση στα ναυπηγεία. Η εφημερίδα «Πατρίς» έγραφε την 17η Φεβρουαρίου, ότι πολλά πλοία, είτε κατά τη διάρκεια των εργασιών, είτε μετά το πέρας αυτών, έμεναν χωρίς εργάτες, καθώς αυτοί προσδοκούσαν στα οφέλη των κινητοποιήσεων επί των εργολάβων. Την Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 1879 οι εργάτες επέστρεψαν στην εργασία τους με μικρή αύξηση των ημερομισθίων τους. Ο Χάλαρης τονίζει πως «η αμοιβή τους πρέπει να ήταν μία δραχμή» ενώ όταν «πραγματοποιούνταν τα έργα για τον ισθμό της Κορίνθου το 1893, οι ναύτες έπαιρναν μία δραχμή και 20 λεπτά».

Μέσα από την ανάγνωση των εφημερίδων της εποχής, η εξέλιξη των απεργιών έχει ως εξής: Μετά από πέντε ημέρες απεργίας, οι ναυπηγοί αναγκάσθηκαν να δεχθούν τους όρους των εργατών. Μετά από δέκα ημέρες, όμως, η απεργία ξανάρχισε, αφού οι εργοδότες απέλυσαν πολλούς εργάτες, τους οποίους αντικατέστησαν φέρνοντας άλλους. Οι νέοι δεν ήταν ικανοί και οι ναυπηγήσεις περιορίσθηκαν, ενώ η εταιρία των εργατών άρχισε να κατασκευάζει δύο πλοία και συνέχισε να απαιτεί από τους ναυπηγούς να εφαρμόζουν τους όρους απασχόλησης που αυτή είχε καθορίσει. Αν κάποιος ναυπηγός δεν τηρούσε τους όρους, οι εργάτες απεργούσαν. Ετσι, οι εργασίες των ναυπηγών μειώνονταν συνεχώς. Για τον λόγο αυτό, αναγκάσθηκαν να συνεταιρισθούν, να μετακαλέσουν από άλλα μέρη κατάλληλους εργάτες και να ανακοινώσουν ότι εφεξής θα είναι συνεπείς ως προς τις εργολαβικές υποχρεώσεις τους και ως προς την συμφωνηθείσα αμοιβή. Επέτυχαν δε, να πείσουν λίγα μέλη της εταιρίας των εργατών να αποχωρήσουν από αυτήν και να εργάζονται σε εκείνους. Αρκετά μέλη της εταιρίας εργατών απασχολούνταν με την κατασκευή τεσσάρων νέων πλοίων. Τα υπόλοιπα μέλη έμειναν χωρίς εργασία. Ο Εμμανουλή Λυκούδης μας πληροφορεί ότι οι απεργοί επανήλθαν στην εργασία άνευ όρων κατά τον Ιούλιο του 1879, αλλά τότε μπορούσε να απασχοληθεί μόνον το 1/4 εκ των 500, ότι το 1882 το ναυπηγείο ήταν σχεδόν νεκρό (220 εργάτες) και ότι λόγω της αδυναμίας απασχόλησης, οι εργάτες αναζήτησαν εργασία στη Χίο, στην Κάσο και αλλού.

Οσον αφορά τους βυρσοδέψες, ομάδα χιλίων περίπου εργατών, αφήνει την εργασία του και βγαίνει στους δρόμους για να διαμαρτυρηθεί για την μεταβολή του νομίσματος. Ορισμένοι διαφωνούν και θέλουν να πάνε στο βυρσοδεψείο «Κ. Σαλούστρου» να δουλέψουν. Το πλήθος διά της βίας επιβάλει την διακοπή της εργασίας και τότε επεμβαίνει η αστυνομία. Ο νομάρχης ζητά ενισχύσεις από την Αθήνα και 50 σκαπανείς φτάνουν στο νησί. Η τάξη αποκαθίσταται και αρχίζουν οι συλλήψεις των πρωταιτίων. Την 24η Φεβρουαρίου 1879 η εφημερίδα «Πανόπη» έγραψε: «Αι συντεχνίαι των ναυπηγών και των βυρσοδεψών, πεισθείσαι ότι αι απαιτήσεις αυτών εν ώρα ελλείψεως εργασίας είναι παράλογοι, αι δε ορκωμοσίαι αυτών ότι αυτούς τους ιδίους θα βλάψωσι, πολλώ δε μάλλον ότι θα υποστώσι ποινικάς καταδιώξεις εάν προβώσιν είς τα άκακτα κινήματα, μετεμελήθησαν και επανλήθον εις τα έργα των, αφορμή γενόμενοι να καταρρεύση η εν τη αγορά έκπτωσις των νομισμάτων».

Αξίζει να αναφέρουμε και την απεργία που κήρυξε το εργατικό κέντρο Σύρου το 1919. Οι πληροφορίες και πάλι από τον Δημήτρη Χάλαρη. Αυτό που ζητούσαν τα μέλη του ήταν: Οκτάωρο, η Κυριακή αργία, να υποχρεωθούν οι εργοδότες να προσλαμβάνουν μέλη του Κέντρου, αύξηση των ημερομισθίων των τυπολιθογράφων κατά 40%. Το εργατικό κέντρο όρισε επιτροπή, η οποία και κατέθεσε τα αιτήματα στους εργοδότες στις 31 Μαΐου 1919. Στις 8 Ιουνίου ξεκίνησε απεργία η οποία έληξε στις 31 Ιουνίου με κάποια από τα αιτήματα να ικανοποιούνται.


Οι νομικές συνέπειες των απεργιών

Οι απεργίες στη Σύρο το 1879 έχουν και νομικό ενδιαφέρον. Ο Τύπος της εποχής δεν μπορούσε να ξεκαθαρίσει αν ήταν αξιόποινες. Από την έρευνα που κάναμε και τις πηγές που χρησιμοποιήσαμε, δεν προκύπτει κάτι αξιόποινο σχετικά με τις κινητοποιήσεις. Επειδή όμως η ανάλυση γύρω από την τότε νομοθεσία δεν είναι καλή, προκύπτει σύγχυση. Εντούτοις, είναι βέβαιο ότι οι δημόσιες αρχές δεν είχαν απαγορεύσεις τις απεργίες πριν ή μετά την έναρξη τους. Συνεπώς, έσφαλε η «Πατρίς» της 7/7/1879 ισχυριζόμενη σχετικά με την απεργία των ναυπηγοεργατών ότι υπήρχε «συστηματοποιημένη σύστασις και εν εξακολουθούμενον διαρκές έγκλημα χρήζον ταχίστης καταδιώξεως». Οι δημόσιες αρχές επιχείρησαν την καταστολή όχι των απεργιών αλλά άλλων αυτοτελών αδικημάτων που ετελούντο ή που υπήρχε κίνδυνος να γίνουν εξ αφορμής των απεργιών. Νομίμως, λοιπόν, συνέλαβαν τους πρωταίτιους των επεισοδίων που έγιναν στα βυρσοδεψεία, θεωρώντας τους ως δράστες του τραυματισμού ενός χωροφύλακα. Ο «Φανός» της 27/2/1879 σωστά υπέδειξε πώς έπρεπε να ληφθεί υπ’ όψιν ότι οι συλληφθέντες δεν ενήργησαν με δόλο.

Η συμφωνία των ναυπηγοεργατών να μην συνεχίσουν την παροχή της εργασίας τους στους ναυπηγούς χωρίς την μεσολάβηση των εκπροσώπων της εταιρίας τους (είδος μποϋκοτάζ) ήταν έγκυρη. Ωστόσο, η αποχή των εργατών εκ της εργασίας αποτελούσε αθέτηση των συμβάσεων εργασίας τους.
Η συγκρότηση του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα

Οι ναυτεργάτες της Σύρου, λοιπόν, έκαναν την αρχή. Πότε, όμως, συγκροτήθηκε η εργατική τάξη και το κίνημα στην Ελλάδα;. Το συνδικαλιστικό κίνημα συνδέθηκε άμεσα με τις κρατούσες ιστορικές και κοινωνικές δομές, καθώς και με την αντίστοιχη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας. Η ελληνική αστική τάξη αναπτύσσεται πριν την Επανάσταση του 1821 ως εμπορική, εφοπλιστική και βιοτεχνική – μανιφακτουρική. Τα όρια της δραστηριότητας της ξεπερνούν τον ελλαδικό χώρο και επεκτείνονται στη Βαλκανική Χερσόνησο, στη Μικρά Ασία, στη Νότια Ρωσία, στη Αίγυπτο, στη Μεσόγειο και στην Κεντρική Ευρώπη. Με την ίδρυση του ελληνικού κράτους η οικονομική δομή της ελληνικής κοινωνίας χαρακτηρίζεται από τη μικροϊδιοκτησία, η οποία ενισχύθηκε με την κατάληψη από τους ακτήμονες αγρότες των εκτάσεων γης που εγκατέλειψαν οι Τούρκοι, τη μικρή βιοτεχνία, τις υποτυπώδεις υπηρεσίες και την αυτοαπασχόληση.

Οι αντιστάσεις των ανεξάρτητων παραγωγών της πόλης και της υπαίθρου στην τάση προλεταριοποίησης, η εποχικότητα της εργασίας, η μετακινούμενη εργασία με τα σινάφια των τεχνιτών που εργάζονταν με σύμβαση έργου και γενικά η προσφυγή σε τρόπους που διασφάλιζαν την εργασιακή ανεξαρτησία, συντέλεσαν στην αποθάρρυνση των μεγάλων επενδύσεων στη βιομηχανία. Αυτοί ήταν οι λόγοι για τους οποίους το ελληνικό εργατικό κίνημα έκανε καθυστερημένα την εμφάνιση του.
Η ταχύρυθμη ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού από το 1880 και μετά, έθεσε τις προϋποθέσεις για περαιτέρω βιομηχανική ανάπτυξη, η οποία συνέπεσε και με τη μεγάλη προσφορά εργατικών χεριών και τη μεγάλη καταναλωτική αγορά. Οι επεκτάσεις της επικράτειας του ελληνικού κράτους δεν έφεραν μόνο διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς, αλλά και νέα μεταναστευτικά ρεύματα προς την Αθήνα και τον Πειραιά. Ετσι, η ανάπτυξη των αστικών σχέσεων στην Ελλάδα, συνέβαλε με τη σειρά της και στην ανάπτυξη της εργατικής τάξης, αφού οι εσωτερικοί μετανάστες αποτέλεσαν την πρώτη βιομηχανική εργατική τάξη, εντείνοντας ταυτόχρονα τις τάσεις συνδικαλιστικής οργάνωσης και δράσης και βέβαια τη συγκρότηση των πρώτη σοσιαλιστικών ομάδων.


Η Αθήνα, ως πρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους αναπτύσσεται και συγκεντρώνει την αστική τάξη και τους εργάτες της. Φυσικό επακόλουθο να σχηματιστούν οι εργατικές γειτονιές-περιοχές. Αναφιώτικα, τα «Σπανιόλικα» στο Λαύριο, το Μεταξουργείο, η Ελευσίνα, η οποία χτίστηκε γύρω από εργοστάσιο τσιμέντων «Τιτάν», κ.α. Οι βιομηχανικές περιοχές Αθήνας – Πειραιά, ακολουθούσαν τη γραμμή του σιδηροδρόμου από τον Πειραιά μέχρι τα Πατήσια. Αυτό το καθεστώς κατοικίας κρατούσε τους εργάτες κοντά στην περιοχή εργασίας τους. Για παράδειγμα, οι εργάτες στις μεταφορές, έμεναν κοντά στους σιδηροδρομικούς σταθμούς. Οι υπηρέτριες και οι υπηρέτες μέσα στις περιοχές της εύπορης μεσοαστικής τάξης. Οι εργάτες στις οικοδομές γύρω από τα Αναφιώτικα ή σε περιοχές όπου υπήρχε έντονη οικοδομική δραστηριότητα.

Τον 19ο αιώνα αρχίζουν να εμφανίζονται τα συνδικάτα στην Αγγλία, στο Βέλγιο, στη Γερμανία, στη Γαλλία. Σε εθνικό επίπεδο, συνδικαλιστική ένωση δημιουργήθηκε πρώτη φορά στην Αγγλία, το 1834. Από την αρχή της λειτουργίας τους αντιμετώπισαν την εχθρική στάση των κυρίαρχων τάξεων και του κράτους, αφού μέσω αντεργατικών νόμων απαγόρευαν τη λειτουργία τους. Στην Ελλάδα, εργατικές οργανώσεις εμφανίζονται από τη δεκαετία του 1870 και εξής. Ο Α. Λιάκος αναφέρει: «Οι ονομασίες είναι ενδεικτικές της ανομοιομορφίας: Αδελφότητες, σύνδεσμοι, εταιρίες, σωματεία, σύλλογοι. Προήλθαν από τεχνίτες που είτε εργάζονταν αυτόνομα (ράφτες, υποδηματοποιοί, αμαξηλάτες) είτε με συμβάσεις έργου (ξυλουργοί ναυπηγείων, τυπογράφοι). Αποτελούσαν αλληλοβοηθητικές ενώσεις και σποραδικά πρόβαλαν αιτήματα».

Προς τα τέλη του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα αρχίζει να αναπτύσσεται το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα. Εκείνη την εποχή η βιομηχανία κάνει τα πρώτα της βήματα. Το 1880 υπάρχει ικανοποιητική οικονομική ανάπτυξη. Διατίθενται μεγάλα κεφάλαια για έργα υποδομής, δρόμους και σιδηροδρόμους, η βιομηχανία και η βιοτεχνία αναπτύσσονται, φτάνοντας να απασχολούν το 1879περίπου 60 χιλιάδες εργαζόμενους, ενώ μέχρι το 1907 απασχολούν 75 χιλιάδες περίπου εργάτες. Η εν λόγω οικονομική ανάπτυξη δεν επιφέρει και την ανάλογη βελτίωση των όρων ζωής της εργατικής τάξης. Οι μισθοί είναι χαμηλοί, η ανεργία υψηλή, η μετανάστευση μεγάλη, οι ώρες απασχόλησης κυμαίνονται από 12 έως 16 ώρες την ημέρα.

Υπό αυτές τις συνθήκες διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για την οργάνωση της εργατικής τάξης. Αρχίζουν να ιδρύονται στην Αθήνα τα πρώτα σωματεία. Το 1882 δημιουργείται ο «Εργατικός Σύνδεσμος Τυπογράφων» και στη συνέχεια συνδικάτα στις βασικότερες πόλεις. Το 1882 – 83, στην Αθήνα και τον Πειραιά ξεσπούν απεργίες. Το 1894 οργανώνεται η πρώτη εργατική Πρωτομαγιά, της οποίας το ψήφισμα έθετε τα εξής αιτήματα: Εφαρμογή της οκτάωρης εργασίας, ανάπαυση την Κυριακή, συντάξεις σε όλους τους απόμαχους εργάτες, καθώς επίσης κατάργηση της θανατικής ποινής και της προσωπικής κράτησης για χρέη.

Το 1896 ξεσπά απεργία στα Μεταλλεία Λαυρίου. Το 1906 οι μεταλλωρύχοι Λαυρίου ιδρύουν σωματείο, το οποίο συγκεντρώνει πέντε χιλιάδες μέλη. Το 1908 ιδρύεται ο «Σύνδεσμος των Εργατικών Τάξεων της Ελλάδος» από τον σοσιαλιστή Πλάτωνα Δρακούλη. Την ίδια χρονιά ιδρύεται το πρώτο Εργατικό Κέντρο στην Ελλάδα: Το Εργατικό Κέντρο Βόλου. Το 1910, ακολουθεί τοΕργατικό Κέντρο Αθήνας. Τον Μάρτιο του ίδιου έτους ξεσπά στον Πειραιά η μεγάλη απεργία των ναυτοθερμαστών. Ένα χρόνο πριν, 1909, ιδρύεται η «Φεντερασιόν» στη Θεσσαλονίκη. Το 1910 οργανώνει εκδήλωση για την Πρωτομαγιά. Απεργούν 12 χιλιάδες εργάτες και παίρνουν μέρος στη διαδήλωση 7 χιλιάδες εργάτες. Η «Φεντερασιόν» ήταν πολιτικο-συνδικαλιστική σοσιαλιστική εργατική οργάνωση ομοσπονδιακής μορφής, η οποία είχε συγκροτηθεί στη Θεσσαλονίκη όταν αυτή υπαγόταν ακόμη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Σκοπός της ήταν η υπεράσπιση των συμφερόντων της εργατικής τάξης της περιοχής. Λειτούργησε έως το 1918, όταν μαζί με άλλες σοσιαλιστικές οργανώσεις ίδρυσε το «Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος» (ΣΕΚΕ), πρόδρομος του ΚΚΕ. Επίσης, συνέβαλε στη δημιουργία της ΓΣΕΕ το ίδιο έτος.


Βασικό χαρακτηριστικό εκείνης της περιόδου, ήταν η δυναμικότητα των εργατικών αγώνων και διεκδικήσεων. Στις 21 Αυγούστου 1916 γίνεται η περίφημη απεργία της Σερίφου. Βασικά αιτήματα, η καθιέρωση του οκταώρου, η αύξηση του ημερομισθίου και την προστασία των εργατών εξ αιτίας των επικίνδυνων και ανθυγιεινών συνθηκών εργασίας.

Τα πρώτα προστατευτικά μέτρα

Η κυβέρνηση Βενιζέλου λαμβάνει μέτρα για την ανάπτυξη της βιομηχανικής και της αγροτικής παραγωγής, τροποποιεί το Σύνταγμα, παρέχει ελευθερίες και διαμορφώνει για πρώτη φορά σημαντική εργατική νομοθεσία. Βέβαια, τα πρώτα προστατευτικά μέτρα ελήφθησαν από το 1882 και αφορούσαν, κυρίως, του εργάτες των ορυχείων. Ετσι, με Βασιλική Διάταγμα συστάθηκε ταμείο περίθαλψης για τους μεταλλωρύχους, οι οποίοι έχουν πάθει κάποιο ατύχημα.

Όμως, εργατική νομοθεσία, η οποία αφορά όλους τους κλάδους, άρχισε να υπάρχει στην Ελλάδα από το 1910. Συγκεκριμένα, το 1909 ψηφίζεται ο Νόμος 3455 που καθιερώνει την Κυριακή αργία και το 1911 ο Νόμος «Περί υγιεινής και ασφάλειας των εργατών και περί ωρών εργασίας». Τα αποτελέσματα των μακροχρόνιων εργατικών αγώνων, συνεπικουρούμενα από την προαναφερθείσα νομοθεσία φαίνεται ότι απέδωσαν. Από το 1914 έως το 1920 μειώνεται κατά δύο ώρες ο χρόνος εργασίας (από 11 σε 9). Το 1912 συστήνεται η Επιθεώρηση Εργασίας επιφορτισμένη με την εποπτεία τήρησης της εργατικής νομοθεσίας και ο Νόμος «Πέρι πληρωμής των ημερομισθίων των εργατών και περί των μισθών των υπηρετών και υπαλλήλων». Επίσης, θεσμοθετείται ειδική προστατευτική νομοθεσία που απαγορεύει την εργασία για παιδιά κάτω των 12 ετών και σε γυναίκες εγκύους τέσσερις εβδομάδες πριν και 3-4 εβδομάδες μετά τον τοκετό. Το 1914 ψηφίζεται ο Νόμος «Περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχήματος παθόντων εργατών και υπαλλήλων» καθώς επίσης και ο Νόμος «Περί σωματείων», ο οποίος κατοχυρώνει το δικαίωμα του «συνεταιρίζεσθαι» για τους εργάτες, αναγνωρίζοντας τα σωματεία τους και αποκλείοντας από αυτά τους εργοδότες.
Συνεργασία με αγροτικό κίνημα

Από τα προαναφερθέντα μπορούμε να εξαγάγουμε το συμπέρασμα, ότι όλη αυτή την περίοδο, μέχρι και την ίδρυση της ΓΣΕΕ, με τους πολυάριθμούς εργατικούς αγώνες για αύξηση των αποδοχών, μείωση του χρόνου εργασίας, βελτίωση των συνθηκών εργασίας και θέσπιση εργατικής νομοθεσίας, δημιουργήθηκαν οι όροι για την ανάπτυξη του εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Οι απαρχές του εργατικού κινήματος, συμπίπτουν με την εποχή κρίσης του καπιταλισμού. Οι αστικές τάξεις σκληραίνουν την στάση τους απέναντι στους εργάτες. Η ταξική, κοινωνική, σύγκρουση ήταν σκληρή.

Το συνδικαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα, από την ίδρυση του σημαδεύτηκε από την εξέλιξη της πολιτικής κατάστασης του τόπου, η οποία χαρακτηριζόταν απόν μη ομαλό πολιτικό κοινοβουλευτικό βίο. Το άμεσο αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων ήταν η για μεγάλο χρονικό διάστημα προσπάθεια επιβίωσης και διατήρησης της αυτονομίας των συνδικάτων απέναντι στις ποικίλες κρατικές παρεμβάσεις. Δεν πρέπει να παραλείψουμε ένα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό της πορείας του εργατικού κινήματος.

Η εργατική τάξη και οι οργανώσεις της δεν ήλθαν σε σύγκρουση με τους αγρότες και το αγροτικό κίνημα. Απεναντίας, όπως επισημαίνει ο Χ. Βραχνιάρης, οι σχέσεις ανάμεσα στην εργατική τάξη και στην αγροτιά δεν είναι ανταγωνιστικές, αλλά σχέσεις συνεργασίας. Για παράδειγμα., κατά τη διάρκεια της αγροτικής εξέγερσης στο Κιλελέρ, το Εργατικό Κέντρο Βόλου πρόσφερε σημαντική βοήθεια σε υλικό και ανθρώπινο δυναμικό.


Βιβλιογραφία
  • Χαρίλαος Γ. Γκούτος, «Οι απεργίες στη Σύρο το 1879» εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα
  • Δημήτρης Α. Κατσορίδας «Βασικοί σταθμοί του Εργατικού-Συνδικαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα 1870-2001» εκδ. ΑΡ.ΙΣΤΟ.Σ/Γ.Σ.Ε.Ε
  • Δημήτρης Ν. Χάλαρης «Η Ερμούπολη σαν παραμύθι» εκδ. Ζαμπέτα Χάλαρη, Σύρος 2004
*Πρώτη δημοσίευση στο τεύχος 534 του περιοδικού «Ιστορία Εικονογραφημένη»
**Από το ανέκδοτο βιβλίο «Το λιμάνι της Σύρου» του Δημήτρη Ν. Χάλαρη


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.