Σε κάθε πολιτική συγκυρία υπάρχουν
κυρίαρχα διλήμματα. Κάποτε αληθινά γεννήματα της κίνησης της κοινωνίας
κι άλλοτε κατασκευασμένα με στόχο τον εγκλωβισμό της στο πλαίσιο που
ορίζει το σύστημα.
Από το «Καραμανλής ή τανκς» (για μην πάμε πιο πίσω, σε Παπάγους και
Πλαστήρες…) μέχρι το «ΠΑΣΟΚ ή Δεξιά» η πολιτική ζωή του τόπου κινήθηκε
γύρω από αυτά τα διλήμματα με την Αριστερά να τα καταγγέλλει ως
ψευτοδιλήμματα αλλά να αδυνατεί να τα αντιμετωπίσει και συχνά να γίνεται
μέρος τους, με κορυφαίο παράδειγμα το αλήστου μνήμης 1989.
Την τελευταία επταετία, των «μνημονίων», η κατάρρευση του ενός πόλου
του δικομματισμού και η εξασθένιση του άλλου αδυνάτισε την επίδραση των
διλημμάτων, μέχρι τη δυναμική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ. Η πλήρης υποταγή του και
ο διασυρμός κάθε έννοιας έστω πολιτικής εντιμότητας (ας μη μιλάμε για
Αριστερά) μετά το καλοκαίρι του 2015 έδειξε να μετατρέπει σε ανέκδοτο
κάθε δίλημμα καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ εφάρμοζε καλύτερα κι από τη Δεξιά την
πολιτική της. Αυτή η αίσθηση δείχνει να αλλάζει το τελευταίο διάστημα
καθώς δειλά και ντροπαλά στην αρχή, όλο και πιο έντονα στη συνέχεια
διαχέεται στην πολιτική ζωή το ερώτημα: «Και τι θέλετε όσοι παλεύετε
κατά της αντιλαϊκής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ; Να έρθει ο Κούλης;» Μάλιστα
δείχνει πως θα αποτελέσει το κυρίαρχο θέμα της μακρόσυρτης προεκλογικής
περιόδου.
Ποιοι ανησυχούν «μην έρθει ο Κούλης»;
Είναι απαραίτητο να ξεχωρίσουμε όσους θέτουν αυτό το «δίλημμα».
Η πρώτη κατηγορία είναι φυσικά ο ΣΥΡΙΖΑ, ολόκληρος ο μηχανισμός του.
Έχοντας αναδειχτεί σε κύριο εκφραστή της στρατηγικής του κεφαλαίου στην
Ελλάδα, παίρνει τα εύσημα της ΕΕ και του ΔΝΤ για την επιτυχία του να
περνά αναίμακτα μνημόνια και εφιαλτικά μέτρα. Δεν έχει όμως τα εύσημα
της κοινωνίας που ζει την κατακρήμνιση του επιπέδου ζωής, τη διάλυση των
εργασιακών σχέσεων και τον εφιάλτη της ανεργίας, την κατάλυση ακόμα και
κάθε έννοιας δημοκρατίας, την υποταγή στους ιμπεριαλιστικούς
σχεδιασμούς. Τα φληναφήματα για ανάπτυξη, κοινωνικό κράτος, έξοδο από
μνημόνια προσφέρουν μόνο υλικό για ανέκδοτα ενώ οι όποιες –δειλές πια-
προσπάθειες καπηλείας των συμβόλων και των αγώνων της Αριστεράς
διογκώνουν απλά την οργή.
Επιπλέον, μην ξεχνάμε δυο παράγοντες: ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πια στην εξουσία
σχεδόν 3 χρόνια, ο κρατικός μηχανισμός έχει γεμίσει με ανθρώπους που
επέλεξαν να ανταλλάξουν τις μικρές ή μεγάλες ή και ανύπαρκτες
«περγαμηνές» τους με μια θεσούλα. Το κομμάτι αυτό είναι που «ανησυχεί»
περισσότερο, πλέον υπακούει σε ωμά, υλικά κίνητρα. Όσοι παρακολουθούν
από κοντά την εναγώνια προσπάθεια των «κέντρων» του ΣΥΡΙΖΑ να
ξεπουλήσουν το Ελληνικό καταπατώντας κάθε έννοια νομιμότητας γνώρισαν
καλά αυτήν την κατηγορία, τον φανατισμό και τα … φλαμπουρα(ρια) της.
Επίσης, υπάρχει πλέον και επικοινωνιακό οπλοστάσιο: Η επέλαση των
εκλεκτών επιχειρηματιών του ΣΥΡΙΖΑ στον χώρο του Τύπου (προεξάρχοντος
του Σαββίδη και παρασκηνιακά του Μελισσανίδη) σε συνδυασμό με τον
απόλυτο έλεγχο της ΕΡΤ δίνουν την απαραίτητη, πολλαπλασιαστική ώθηση.
Είναι λοιπόν ένα ψεύτικο, κατασκευασμένο δίλημμα που ο ΣΥΡΙΖΑ και οι
μηχανισμοί του πλασάρουν, μην έχοντας πλέον καμιά πολιτική πραμάτεια να
πουλήσουν, έχοντας ξεπεράσει κάθε όριο ψεύδους, αθέτησης υποσχέσεων και
πλήρους υποταγής;
Θα ήταν απλή η απάντηση αν δεν υπήρχε και μια τρίτη κατηγορία που
αντιμετωπίζει το δίλημμα αυτό χωρίς την υλική σχέση με την εξουσία αλλά
με όρους πραγματικούς και κυρίως κάτω από το ασήκωτο φορτίο της
απογοήτευσης και της έλλειψης οποιασδήποτε εναλλακτικής πρότασης. Είναι
δίπλα μας, γύρω μας. Είναι κόσμος της Αριστεράς, δημοκράτες, απλοί
εργαζόμενοι που θα συμφωνήσουν με όσα κι αν τους πεις για την αθλιότητα
του ΣΥΡΙΖΑ, θα προσθέσουν κι άλλα τόσα από τη δική τους εμπειρία αλλά
στο τέλος θα χαμηλώσουν τα μάτια και θα πουν σιγανά, σαν να ντρέπονται
να ακουστεί δυνατά: «Ναι αλλά και τι να γίνει; Να έρθει ο Κούλης»; Αυτός
ο κόσμος δεν είναι τρελός, η αγωνία του είναι γνήσια και πρέπει, είναι
απαραίτητο να μιλήσουμε μαζί του χωρίς αφορισμούς.
Τελικά, τι είναι αυτός ο Κούλης;
Τί είναι λοιπόν αυτό που τρομάζει; Προφανώς όχι οι γελοιότητες των
απολογητών του ΣΥΡΙΖΑ πως αν έρθει ο Κούλης θα «ψηφιστούν μνημόνια» ή θα
«αυξηθεί η ανεργία» ή θα «περικοπούν οι μισθοί» ή θα «ξεπουλήσει τον
δημόσιο πλούτο, τις υποδομές, τους χώρους». Οι εργαζόμενοι δεν ζουν σε
άλλον πλανήτη, γνωρίζουν πως αυτά τα κάνει κάθε μέρα ο ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμα και
στο θέμα των δημοκρατικών δικαιωμάτων που –υποτίθεται- πως ο ΣΥΡΙΖΑ
είχε πλεονέκτημα, η ποινικοποίηση της πολιτικής δράσης, η υπόθεση της
Ηριάννας, η ανεξέλεγκτη δράση των πραιτωριανών του Τόσκα και κυρίως η
επίθεση στα στοιχειώδη συνδικαλιστικά δικαιώματα με αιχμή την ουσιαστική
κατάργηση του δικαιώματος της απεργίας είναι ενδεικτικά. Τότε λοιπόν,
γιατί τρομάζει πολλούς ο Κούλης;
Προϋπόθεση για να απαντήσουμε είναι να δούμε ολόκληρο το κάδρο του
πολιτικού σκηνικού. Από τον Γενάρη του 2015 η Δεξιά, και σαν ΝΔ αλλά και
σαν ΠΑΣΟΚ, αντιμετώπισε μια πρωτοφανή κρίση στρατηγικής. Όλες οι
πολιτικές της επιλογές στην οικονομία αλλά και στο πολιτικό εποικοδόμημα
υλοποιούνταν από τον ΣΥΡΙΖΑ που διαμόρφωνε ταυτόχρονα και συμμαχίες με
ισχυρά τμήματα του κεφαλαίου. Στα κόμματα της Δεξιάς απέμενε ο άχαρος
ρόλος της «γκρινιάρας» αντιπολίτευσης για ζητήματα όπως η … σημαία και
οι παρελάσεις ή ο Καρανίκας. Αστειότητες που άφηναν παγερά αδιάφορη τη
μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία.
Απέναντι σε αυτό το αδιέξοδο η επιλογή ήταν σαφής: Στροφή προς τον
πιο ωμό νεοφιλελευθερισμό, όλα τα ιδεολογήματά του στην πρώτη γραμμή –
με αποκορύφωμα την περίφημη φράση στη ΔΕΘ – και ταυτόχρονα στροφή στον
εθνικισμό και τον χυδαίο αντικομμουνισμό. Αυτή η στροφή δεν είναι μια
«ελληνική» ιδιοτροπία, φιλοδοξεί να εκφράσει και στην Ελλάδα την τάση
που εκφράζεται διεθνώς από μερίδα του κεφαλαίου. Φιλοδοξεί, ταυτόχρονα,
να συνδεθεί με το αποτέλεσμα των τεράστιων αλλαγών που έχουν συντελεστεί
στον τομέα της οικονομίας αλλά και της συνείδησης των κοινωνικών
ομάδων: Ο κατακερματισμός στο χώρο της εργασίας, η απότομη φτωχοποίηση
των μεσαίων στρωμάτων, η ανεργία σε συνδυασμό με την υποχώρηση του
κινήματος και την απαξίωση της έννοιας της Αριστεράς οδηγούν σε
συντηρητική στροφή μεγάλα τμήματα, σε υποταγή στην κανονικότητα των
μνημονίων, στην ατομική λύση στα όρια του κοινωνικού κανιβαλισμού. Αυτήν
την πραγματικότητα επιχειρεί να εκφράσει η ΝΔ.
Άδικη η αγωνία;
Άρα είναι άδικη η αγωνία μεγάλης μερίδας της κοινωνίας; Θα ήταν
σοβαρό λάθος από τη μεριά των δυνάμεων της Αριστεράς να περιφρονήσουν
την αγωνία αυτή. Πρέπει να γίνει κατανοητό πως δεν την γεννά η ελπίδα
πως με τον ΣΥΡΙΖΑ θα υπάρξει κάποια καλυτέρευση της ζωής. Γεννιέται από
το μεγαλύτερο κακό που προκάλεσε ο ΣΥΡΙΖΑ και δεν είναι άλλο από την
παγίωση της αντίληψης του μονόδρομου στο μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας.
Της αντίληψης πως δεν υπάρχει τίποτα έξω από την ΕΕ και το ευρώ, έξω
από τα μνημόνια, έξω τελικά από τον καπιταλισμό.
Άρα, το ζητούμενο δεν είναι ένας άλλος δρόμος αλλά ένας «λιγότερο
κακός» διαχειριστής αυτής της κανονικότητας. Αποτέλεσμα φυσικά μιας
τέτοιας λογικής είναι η αντίληψη πως τον μνημονιακό εφιάλτη καλύτερα να
τον διαχειρίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ που, τουλάχιστον, δεν έχει την ακροδεξιά
ρητορική της ΝΔ ενώ ακόμα μπορεί να προσφέρει και ψυχολογικό άλλοθι σε
όσους το χρειάζονται με στελέχη που το μεσημέρι ψηφίζουν τους
ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς και το απόγευμα καλούν σε «αγώνα» εναντίον
τους ή αφού συναγελαστούν με τον Κασιδιάρη ρίχνουν και μια
σπαραξικάρδια ανάρτηση στο διαδίκτυο για τον Π. Φύσσα.
Εδώ πια δεν χωρά ούτε αλαζονική αντιμετώπιση αλλά ούτε και υπόκλιση.
Το πρώτο ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι, τελικά, ποιος έχει
καταστήσει τον Κούλη υποψήφιο πρωθυπουργό; Πώς μια παράταξη που το 2015
γνώρισε δυο εκλογικές πανωλεθρίες και τον όλεθρο του δημοψηφίσματος
έφτασε να διεκδικεί την εξουσία; Η απάντηση είναι πανθομολογούμενη,
αυτός που ανέστησε τη Δεξιά δεν είναι άλλος από τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ με
την πολιτική του έστησε τη ΝΔ (αλλά και τα ζόμπι του ΠΑΣΟΚ) στα πόδια
της και είναι εντελώς παράλογο να πιστεύει κανείς πως η παραμονή του
ΣΥΡΙΖΑ θα έχει ως αποτέλεσμα «να μην έρθει ο Κούλης».
Το αντίθετο! Ο πιο σίγουρος δρόμος για να οδηγηθεί η κοινωνία ακόμα
πιο δεξιά, ο πιο σίγουρος δρόμος για την επάνοδο της ΝΔ στην εξουσία
είναι ο δρόμος του ΣΥΡΙΖΑ. Όσο συνεχίζει στην εξουσία εφαρμόζοντας αυτήν
την πολιτική –και μάλιστα στο όνομα της Αριστεράς- τόσο θα στρέφονται
δεξιά οι κοινωνικές ομάδες. Ο αγώνας κατά της πολιτικής του, η ήττα και η
ανατροπή του από τους αγώνες του λαού, η στροφή της κοινωνικής πυξίδας
προς τα αριστερά είναι ο μόνος τρόπος για να κλείσει ο δρόμος και στον
μνημονιακό του εταίρο, τη ΝΔ.
Ποιος δρόμος είναι ανοιχτός;
Κι εδώ φτάνουμε στα δύσκολα καθώς εύκολα διαπιστώνει κανείς τον ρόλο
του ΣΥΡΙΖΑ, εύκολα εξηγεί πως αυτός τελικά «φέρνει τον Κούλη» αλλά… κάτι
περισσεύει! Και πάλι δεν είναι πειστικό γιατί λείπει το πιο σημαντικό, η
πρόταση. Λείπει δηλαδή η απάντηση, η θετική διέξοδος. Όχι σε όσους το
επικαλούνται ως άλλοθι για να κοροϊδεύουν πριν απ’ όλους τον εαυτό τους
αλλά στους εργαζόμενους που τρέμουν την απόλυση που ο Κούλης επισείει
γελώντας σαρδόνια, στους άνεργους που τους απειλεί πως θα κόψει και αυτό
ακόμα το εξευτελιστικό επίδομα, στους νέους που τους «υπόσχεται»
διάλυση της παιδείας και μια ακόμα πιο άγρια εργασιακή ζούγκλα.
Δεν έχουν αυταπάτη οι εργαζόμενοι, αυτά θα τα κάνει κι ο ΣΥΡΙΖΑ,
μνημονιακές στρατηγικές επιλογές είναι, όμως δεν τους το λέει, τους
αφήνει να πιστεύουν πως θα είναι πιο «ανθρώπινη» η εφαρμογή τους.
Πιάνονται από αυτό γιατί δεν υπάρχει άλλο να πιαστούν, σήμερα, σ’ αυτήν
την κοινωνία, σ’ αυτήν τη ζωή.
Από πού θα προέρχονταν αυτό το «άλλο»; Μα μόνο από το μαζικό κίνημα
και την Αριστερά. Το «άλλο» είναι ένα πρόγραμμα μάχης που θα έθετε τους
άμεσους στόχους για την ανατροπή αυτής της κατάστασης: Την αύξηση των
μισθών και των συντάξεων, τη μείωση του χρόνου εργασίας και την
απαγόρευση των απολύσεων, την κατάργηση του ΕΝΦΙΑ και όλων των άλλων
αντιλαϊκών φόρων, την προστασία από την κερδοσκοπία στα είδη λαϊκής
ανάγκης, την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών και γενικότερα των
κοινωνικών δικαιωμάτων. Το «άλλο» είναι η πολιτική συμφωνία από όλες τις
δυνάμεις της Αριστεράς για την κοινή δράση στο κίνημα ώστε να
κατακτούνται οι στόχοι αυτοί, η ενίσχυση και συγκρότηση σχημάτων και
συλλογικοτήτων που θα αποτελέσουν τα όπλα στη μάχη αυτή. Το «άλλο» είναι
να προχωρά παράλληλα ο ουσιαστικός διάλογος για την εμβάθυνση του
προγράμματος εξόδου από ΕΕ και ευρώ, εθνικοποίησης τραπεζών και
στρατηγικών επιχειρήσεων. Το «άλλο» είναι όλες αυτές οι διαδικασίες να
οικοδομούν με πραγματικούς όρους κινήματος το πολιτικό εκείνο μέτωπο που
θα εμπλέξει ξανά χιλιάδες και χιλιάδες, θα αποτελεί στήριγμα του
κινήματος και φορέα πολιτικό της ανατροπής.
Δυστυχώς τα πράγματα είναι –επιεικώς – ανησυχητικά. Στο επίπεδο του
μαζικού κινήματος πλέον είναι προφανές πως η κρίση έχει δομικά
χαρακτηριστικά, δεν είναι μόνο αποτέλεσμα της ήττας και της πολιτικής
ανεπάρκειας. Η νέα πραγματικότητα στον χώρο της εργασίας αλλάζει πολλά
και εμείς συνεχίζουμε να δουλεύουμε σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Δεν
μιλάμε απλά για απαξίωση ή κρίση του συνδικαλισμού αλλά για ερωτήματα
σχετικά με την ίδια την ύπαρξή του.
Στην πολιτική σφαίρα, αντί η πραγματικότητα να οδηγεί στην
φυσιολογική επιλογή, επιλέγεται το αντίθετο: Ο αναχωρητισμός του ΚΚΕ
είναι δεδομένος και συναντά την επιλογή της ΛΑΕ να ασχολείται μόνο με
την κοινοβουλευτική της διάσωση με συμμαχίες ακόμα και με εθνικιστικά
μορφώματα τύπου ΕΠΑΜ ή με νεοκαισαρικά φαινόμενα τύπου Ζωής, μη
διστάζοντας στην κατεύθυνση αυτή να θυσιάσει την αριστερή και πιο μάχιμη
πτέρυγά της, αλλά και την ταλάντευση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ μεταξύ των προτάσεων
για πολιτική συνεργασία και κοινή δράση από τη μια και της αναδίπλωσης
από την άλλη μέσα από την τακτική να μπαίνει ως προαπαιτούμενο το σύνολο
του προγράμματός της. Αποτέλεσμα αυτών των επιλογών δεν είναι μόνο ο
κατακερματισμός, η αποστράτευση, η αδράνεια και η αναποτελεσματικότητα,
φαινόμενα που αφορούν το σύνολο των αριστερών δυνάμεων, αλλά και το
ξέσπασμα ενός εμφύλιου σπαραγμού χωρίς αρχές, με ένταση και
χαρακτηρισμούς που θυμίζουν μαύρες εποχές.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η περίοδος του αντικομμουνιστικού
συνεδρίου της ΕΕ στο Ταλίν: Αντί η ολομέτωπη ιδεολογική επίθεση του
αντιπάλου να συσπειρώσει τις δυνάμεις της Αριστεράς οδηγηθήκαμε σε
αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της με όρους άλλων δεκαετιών.
Μια τέτοια εικόνα ποιόν εργαζόμενο μπορεί να εμπνεύσει; Ποια ελπίδα
μπορεί να γεννήσει σε κοινωνικές ομάδες που νοιώθουν να καταστρέφεται η
ζωή τους σήμερα και δεν μπορούν φυσικά να εναποθέσουν τις ελπίδες τους
σε μια αριστερή «Δευτέρα παρουσία» ούτε φυσικά νοιώθουν να τους
απασχολεί αν το «Ιράν ή το Ιράκ» θα κυριαρχήσει στον μικρόκοσμό μας. Ή
θα απαντήσουμε πειστικά πως εμείς θέλουμε να ηττηθεί και να καταρρεύσει ο
μνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ ώστε να κλείσει ο δρόμος σε κάθε Κούλη ή όσο θα
προχωρά η κρίση, όσο κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα εξοντώνει την κοινωνία, το
αποκρουστικό πρόσωπο του Κούλη θα γίνεται ακόμα πιο αποκρουστικό και όλο
και περισσότεροι θα είναι διατεθειμένοι να σκύψουν ακόμα περισσότερο το
κεφάλι και με ακόμα μεγαλύτερη ντροπή και ακόμα πιο σιγανή φωνή να μας
απαντούν: «Καλά τα λέτε αλλά … να έρθει ο Κούλης»;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.