Χριστούγεννα του ’44. Πολεμικά Χριστούγεννα. Όλοι στη μάχη. Όλοι στα
οδοφράγματα, Κι’ οι μαυροφορεμένες μάνες, που πλήθυναν τόσο πολύ τις
τελευταίες μέρες, με τα μάτια ακόμη νωπά, κουβαλάνε σίδερα και πέτρες
για τα οδοφράγματα της Αθήνας μας, που ‘ναι το σύμβολο της παγκόσμιας
λευτεριάς.
Έφτασαν τα Χριστούγεννα που τα προσμέναμ’ όλοι
για να χαρούμε ελεύθεροι, στης Αθηνάς την πόλη,
δίχως των Ούννων ο βραχνάς, τα στήθια να πλακώνει,
δίχως το βόλι του εχθρού, νεκρούς να μας ξαπλώνει.
Έφτασαν τα Χριστούγεννα, μ’ αντίς χαρά κι ειρήνη,
στο βράχο της Ακρόπολης, κανόνια ο Σκόμπυ στήνει.
Αεροπλάνα, όλμοι, τανκς, καυτό μολύβι σπέρνουν,
που σε γυναίκες και παιδιά φριχτό θάνατο φέρνουν.
Κι όμως δεν είναι Γερμανοί, είναι οι σύμμαχοί μας,
που τους υποδεχτήκαμε θερμά, με την ψυχή μας,
σαν ήρθαν στην Ελλάδα μας, την ιερή κι αιώνια,
που πολεμήσαμεν πιστά, μαζί τους τόσα χρόνια.
Μ’ αντί να ξεφορτώσουνε τρόφιμα στην Αθήνα,
που τόσα χρόνια ηρωικά, πάλευε με την πείνα,
ξεφόρτωσαν στρατεύματα, κανόνια, όπλα, σφαίρες,
για να χτυπήσουν το λαό, τις άγιες τούτες μέρες.
Μα ο λαός αλύγιστος, θέλει Ανεξαρτησία,
Δημοκρατία, Λευτεριά κι όχι διχτατορία.
Και προστατεύει απ’ τη σκλαβιά, με γρανιτένια στήθια,
τη χώρα που πρωτόδοσε, στον κόσμο την αλήθεια.
Στο δίκιο αγώνα θύματα, όμως, πέφτουν χιλιάδες,
πεντάρφανα μένουν παιδιά, τους γιους κλαίν’ οι μανάδες.
Όσο κι αν μεις στερούμεθα, να θυμηθούμε πρέπει,
αυτούς, που με το αίμα τους, γράφουν καινούργια έπη.
Χτίζουμε έτσι πιο λαμπρή, τη νέα μας Ελλάδα,
που θα κρατεί της λευτεριάς, άσβηστη τη λαμπάδα.
Χριστούγεννα του 1944
Γιορτή. Μέρα χαράς. Κάθε Ελληνική
καρδιά προσμένει κάθε χρόνο αυτές τις μέρες μ’ ένα ξεχωριστό παλμό. Μα
τούτες τις γιορτές τις περιμέναμε με διάπλατη όλη τη ψυχή μας, με
διάπλατα τα στήθεια και τα χέρια να γιορτάσουμε τα λεύτερα χριστούγεννα
μαζί με τους συμμάχους μας, μονιασμένοι, αδερφωμένοι, χαρούμενοι, με τη
βαθειά συναίσθηση πως κάναμε το καθήκον μας απέναντι στα Ενωμένα Έθνη,
απέναντι σ’ όλο τον κόσμο, με την πεποίθηση στο δίκιο του αγώνα μας και
με τη μεγάλη απόφαση να συνεχίσουμε την πάλη μας στο πλευρό των Συμμάχων
μας για την τελική συντριβή του Φασισμού.
Έτσι περιμέναμε τούτες τις μέρες
τέσσερα ολόκληρα χρόνια της πιο τρομερής κατοχής, πολεμώντας σε κάθε
γωνιά της Ελλάδας, γυμνοί, ξυπόλυτοι, πεινασμένοι, μέσα στις λάσπες,
στις βροχές και στα χιόνια, με το μέτωπο ψηλά, με τη φλόγα του
ενθουσιασμού στα στήθεια, με την απέραντη λαχτάρα της λευτεριάς ολόβαθα,
ως το κόκκαλα, ως το μεδούλι της ψυχής μας. Προσμέναμε περήφανοι και
βέβαιοι, τα Χριστούγεννα του 1944.
Ήταν πολλές μητέρες μαυροντυμένες, μα
πάλι χαρούμενες κι’ αυτές, κοιτάζοντας τις άδειες θέσεις των παιδιών
τους, γιατί ξέρανε πως πέσαν τιμημένα, για τα δίκια του λαού μας, κι
ακόμη γιατί ξέρανε πως άλλα παιδιά πήραν τη θέση τους και πως η λευτεριά
στέκει πάνω απ’ τον πόνο και το θάνατο. Και περιμένανε κι’ αυτές μαζύ
μ’ άλλους να γιορτάσουνε τα Χριστούγεννα του 44. Και η λευτεριά κερδίθηκε με τους αγώνες του ΕΛΑΣ, με τους αγώνες ολάκερου του ελληνικού λαού και των Συμμάχων μας.
Και τα Χριστούγεννα ήρθαν. Μα πόσο
αλλοιώτικα απ’ ότι τα περιμέναμε, απ’ ό,τι είχαμε το δικαίωμα να τα
περιμένουμε. Οι καμπάνες χτυπάνε πάλι, μα ο ήχος τους δεν είναι όπως
περιμέναμε. Βαραίνουν πάνου τα σύννεφα και κάτου απ’ τα σύννεφα τα μαύρα
κοράκια του Σκόμπυ, τ’ αεροπλάνα των Άγγλων, των Συμμάχων μας, ξερνάνε
σίδερο και φωτιά και θάνατο, εδώ στη δοξασμένη πολιτεία της γης, εδώ
στην ηρώισσα, την αδούλωτη Αθήνα μας, στην καρδιά όλου τού κόσμου και
πάνω απ’ τον ιερό βράχο της Ακρόπολης, που στέκει σαν φωτεινό και
περήφανο μέτωπο της Οικουμένης, τα κανόνια των Άγγλων ερημώνουν,
γκρεμίζουν, τσακίζουν τον πιο λεύτερο, τον πιο τίμιο κι αντρειωμένο
λαό.
Χριστούγεννα του 44. Οι καμπάνες
χτυπάνε. Ο ήχος τους πιο δυνατός, πιο βαθύς, πιο τολμηρός… Φωνάζουν οι
καμπάνες. Φωνάζουν οι καρδιές: Εμπρός. Εμπρός. Οδοφράγματα ορθώνουνται.
Σπίτια πέφτουν. Οι δυναμιτιστές στις θέσεις τους. Οι ελασίτες στη μάχη.
Όλος ο λαός μ’ έναν παλμό, με μιαν απόφαση, με μια πίστη: Για τη νίκη,
για την λευτεριά, για την ανεξαρτησία.
Χριστούγεννα του 44. Πολεμικά
Χριστούγεννα. Όλοι στη μάχη. Όλοι στα οδοφράγματα, Κι’ οι μαυροφορεμένες
μάνες, που πλήθυναν τόσο πολύ τις τελευταίες μέρες, με τα μάτια ακόμη
νωπά, κουβαλάνε σίδερα και πέτρες για τα οδοφράγματα της Αθήνας μας, που
‘ναι το σύμβολο της παγκόσμιας λευτεριάς.
Κι από παντού οι Χριστουγεννιάτικες
καμπάνες, πιο δυνατά και πιο περήφανα σημαίνουν, σα να φωνάζουν τα
χάλκινα λόγια του Αισχύλου: «Εμπρός των Ελλήνων γενναία παιδιά. Σήμερα
για όλα είναι πού πολεμάτε». Κι όλες μαζί οι καρδιές του Ελληνικού λαού
σαν τις καμπάνες χτυπάνε μέσα στα στήθεια, καμπάνες της μεγάλης
απόφασης, καμπάνες της λευτεριάς και της νίκης.
ΠΗΓΗ: - Κατιούσα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.