του Παύλου Μουρουζίδη
Πώς γίνεται, από την κληρονομιά του κομμουνιστικού κινήματος,
από ένα βασικό κορμό αντιλήψεων εν γένει μαρξιστικό, να ξεπηδάνε όλες οι δυνατές παραλλαγές εναλλακτικής κοινωνικής θεωρίας;
Πώς γίνεται, φανταχτερές θεωρίες στο όνομα της ανάπτυξης του
μαρξισμού, να καταλήγουν να θεωρούν «μεγάλο» τον Μπωντριγιάρ, «τεράστιο»
το Λακάν, να συγκινούνται από το Φουκώ και τις ριζοσπαστικές ανοησίες
της Τζ. Μπάτλερ;
Τελικά γίνεται και παραγίνεται, όπως ακριβώς γίνεται ο Μπάουμαν και
άλλοι να υπερασπίζονται τους «ανθρωπιστικούς» νατοϊκούς βομβαρδισμούς
στη Γιουγκοσλαβία, παλιότερα, ή τη φασιστική κυβέρνηση του Κιέβου
πρόσφατα, όπως γίνεται ο «πολύς» Ζίζεκ και η Τζ. Μπάτλερ να κλείνουν το
μάτι στον Τραμπ λίαν προσφάτως, και ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό.
Η απαρχή όλων αυτών των αναθεωρήσεων του μαρξισμού έγκειται στην
αβασάνιστη απόρριψή του, στον πάση θυσία ετεροκαθορισμό, εν τέλει, όλων
των εναλλακτικών ρευμάτων απέναντι στο μαρξισμό και τη λενινιστική
παράδοση· αφού πια έχει απορριφθεί κάθε μεθοδολογικά επιστημονική
προσέγγιση της ανάγκης επαναστατικού μετασχηματισμού του
κοινωνικού-οικονομικού συστήματος, το μόνο που απομένει στον εποπτικό
παρατηρητή του κοινωνικού γίγνεσθαι είναι το υποκειμενικό κριτήριο, το
προσωπικό γούστο. Η «κουζίνα του μέλλοντος» έχει μετατραπεί σε προσωπικό
τσελεμεντέ.
Στο παρόν άρθρο, προσπαθούμε να αποδώσουμε πολύ συνοπτικά το στίγμα
της ριζοσπαστικής θεωρίας (Φουκώ, Λακλάου, Μπάτλερ) πάνω στο ζήτημα της
“κοινωνικής κατασκευής του φύλου”. Παρά την εντυπωσιακή φρασεολογία,
βάση της ριζοσπαστικής θεωρίας εν τέλει είναι τα ατομικά αστικά
δικαιώματα*, ο ατομικός φιλελευθερισμός. Το προβληματικό της υπόθεσης
είναι πως εισάγει με συντριπτικό “βιωματικό” τρόπο, το μεταμοντέρνο
δόγμα της αμφισβήτησης κάθε υλικής-αντικειμενικής υπόστασης της
πραγματικότητας, άρα τη σχετικοποίηση μέχρι εξαφάνισης κάθε «αλήθειας».
Ατομικά δικαιώματα ή κοινωνική χειραφέτηση;
Ισχυριζόμαστε πως η υπεράσπιση του αυτονόητου δικαιώματος σεξουαλικού
αυτοπροσδιορισμού του ατόμου μπορεί πραγματικά να δικαιωθεί
χειραφετητικά, μόνο από τη σκοπιά ενός κομμουνισμού συλλογικών -
κοινωνικών αναγκών, δικαιωμάτων και προοπτικής και όχι των αστικών
δικαιωμάτων του μεμονωμένου, αυθαίρετου ατόμου, μιας κάποιας
υποτιθέμενης «ουσίας» του. Ειδάλλως, ο όποιος αυτοπροσδιορισμός θα
παραμένει πάντα λειψός, στενά ατομικός. Βάση της κριτικής μας αποτελεί η
μαρξική θέση, πως ο άνθρωπος είναι οι κοινωνικές του σχέσεις και όχι
μια υποτιθέμενη, αφηρημένη ελευθερία, η αυθαίρετη ελευθεριότητά του
χωρίς κοινωνικές ορίζουσες.
Το ζήτημα των έμφυλων ταυτοτήτων και η αντίληψη περί «κοινωνικής
κατασκευής» του φύλου συζητήθηκε πολύ και δίχασε, εντός και εκτός
Αριστεράς. Η υπεράσπιση του δικαιώματος οποιουδήποτε να
αυτοπροσδιορίζεται σεξουαλικά είναι αυτονόητη και δε θα σταθούμε σ’
αυτήν. Το πρόβλημα έγκειται στην προβληματική διάγνωση του διεμφυλικού
φαινομένου από πλευράς ριζοσπαστικής αριστεράς και την ακόμα πιο
προβληματική της στάση. Στη μικρή έκταση του παρόντος άρθρου,
αναπόφευκτα θα τοποθετηθούμε αφοριστικά, με μορφή λίγο-πολύ θέσεων.
I. Η ριζοσπαστική άποψη περί “κατασκευής” του φύλου και η κριτική της
Στο βιβλίο Gender Trouble, πυρήνας του επιχειρήματος της συγγραφέως
Τζ. Μπάτλερ είναι ότι η συνοχήτων κατηγοριών του φύλου (βιολογικού,
“κοινωνικού” και της σεξουαλικότητας) κατασκευάζεται πολιτισμικά, με τη
διαρκή επανάληψη πρακτικών οι οποίες τα διαμορφώνουν και εντέλει τα
παγιώνουν. Με αυτόν τον τρόπο η Μπάτλερ διατυπώνει τη θεωρία ότι φύλο
και σεξουαλικότητα δεν υπάρχουν στη «φύση», αλλά διαμορφώνονται
προοδευτικά μέσα από συγκεκριμένες πρακτικές. Ομοίως κατά το Φουκώ,
αυτές οι πρακτικές είναι «συστήματα σκέψεων που συμπεριλαμβάνουν ιδέες,
συμπεριφορές, πράξεις, πιστεύω και πρακτικές που συστηματικά
κατασκευάζουν τα υποκείμενα και καθορίζουν εκ των προτέρων ποιες μορφές
φύλου και σεξουαλικότητας είναι κοινωνικά αποδεκτό να εμφανίζονται ως
συνεκτικές ή «φυσικές». Στο παραπάνω απόσπασμα είναι φανερή η
αντιδιαλεκτική-δομιστική αντίληψη του Φουκώ, με βάση την οποία όμως τα
υποκείμενα και η ελευθερία τους “εξαφανίζονται” κάτω από την παντοδύναμη
κοινωνική δομή.
Για τη μαρξιστική κριτική, το πρωταρχικό ζήτημα είναι η κατανόηση του
ίδιου του υπό εξέταση κοινωνικού φαινομένου, ως προϋπόθεση της όποιας
κριτικής.
Κατά τη γνώμη μας, υπάρχει μια βασική (όχι η μόνη) αδικαιολόγητη για
κοινωνικούς επιστήμονες, “παρεξήγηση”: το φύλο μεν είναι βιολογικό –
αντικειμενικό, η σεξουαλικότητα όμως είναι αποτέλεσμα ιστορικής και
πολιτισμικής επενέργειας.
Από πλευράς ριζοσπαστικής θεωρίας, το δεύτερο συνήθως επισημαίνεται,
το πρώτο όμως παραβλέπεται ή υποβιβάζεται. Το ζήτημα της προσωπικής
αίσθησης του εαυτού και της σεξουαλικότητας, είναι κατά τη γνώμη μας
ζήτημα κοινωνικοποίησης του ατόμου (συνθήκες ενηλικίωσης)
και διαλεκτικής ανάμεσα στο βιολογικό - αντικειμενικό και στην
αυτοσυνείδησή του, την αίσθηση του εαυτού και του φύλου του. Για τους
μαρξιστές, προφανώς και δεν ταυτίζεται το είναι (η βιολογική
πραγματικότητα του σώματος) με την κουλτούρα και το σεξουαλικό έθος, γι’
αυτό και δεν ανάγεται η σεξουαλικότητα μονοσήμαντα στη βιολογία του
σώματος. Η αναγωγή κοινωνικού και πολιτισμικού στη βιολογία, η ταύτισή
τους εν τέλει, ανήκει στη θετικιστική παράδοση. Η βιολογική
αντικειμενική πραγματικότητα είναι ο πρωταρχικός όρος καθορισμού τού
είναι με τον οποίο επενεργεί διαλεκτικά η συνειδησιακή πρόσληψη της
πραγματικότητας, για να καθορίσει τελικά τη σεξουαλικότητα. Προφανώς,
στις περιπτώσεις των διεμφυλικών ατόμων, η σεξουαλικότητά τους
διαμορφώθηκε από παράγοντες ορμονικούς ή κοινωνικούς ισχυρότερους του
φαινοτύπου (βία, δυσλειτουργικές οικογένειες, προβληματικά πρότυπα κλπ).
Επομένως, η στάση σχεδόν αποθέωσης από πλευράς “περήφανων αλληλέγγυων”
ενός κοινωνικού φαινομένου το οποίο ενδεχομένως βιώνεται από τα ίδια τα
διεμφυλικά/ομοφυλόφιλα άτομα επώδυνα και μέσω τρομερών εσωτερικών
συγκρούσεων, αποτελεί τουλάχιστον ελαφρότητα. Η όξυνση του ζητήματος,
κατά τη γνώμη μας, έρχεται ως αποτέλεσμα της κοινωνικής διάρρηξης λόγω
κρίσης και καταρράκωσης των ανθρώπων χωρίς προοπτική, ειδικά της
νεολαίας, και όχι κάποιας απελευθερωτικής διαδικασίας.
Η επίκληση του γεγονότος της ιστορικότητας της οικογένειας και των
έμφυλων σχέσεων από τη ριζοσπαστική θεωρία ως απόδειξη της δομιστικής
κατασκευής του φύλου, αποτελεί κάκιστη θεωρητικοποίηση και διαστρέβλωση
της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας, ιδεολογικά επικαθορισμένη
προσέγγιση του ζητήματος. Η «επιλογή» του φύλου είναι μια γενετήσια
επιλογή, ιστορικά-πολιτιστικά καθορισμένη πάνω σε μια βιολογική
υλικότητα-πρωταρχικότητα όμως. Η πλήρης παραγνώριση του βιολογικού
καθορισμού του φύλου (όχι της σεξουαλικότητας) είναι η συνήθης ατραπός
ιδεαλιστών – βολονταριστών οι οποίοι λαμβάνουν υπ’ όψιν τους
αποκλειστικά την προσωπική αίσθηση του εαυτού και το βίωμα.
Το αυξημένο ενδιαφέρον των ριζοσπαστικών ομάδων προς τις μειονότητες,
αντανακλά την πρωτοκαθεδρία των μεταμοντέρνων αντιλήψεων, εν προκειμένω
των «σπουδών φύλου», στο χώρο της αριστεράς και των κοινωνικών
επιστημών**.
Οι εν λόγω προσεγγίσεις φετιχοποιούν οποιαδήποτε «διαφορετικότητα»
και τις αντίστοιχες ομάδες ως κοινωνικά υποκείμενα τα οποία δε θα
αλλάξουν, δε θα ανατρέψουν καμία τάξη πραγμάτων, θα βάλουν μια πιο
φανταιζί πινελιά όμως σε ένα πλουραλιστικό, μα πάντα αστικοδημοκρατικό
κόσμο. Από το φετίχ και τον καθαγιασμό της κάθε κοινωνικής μειονότητας ή
καταπιεσμένης ομάδας – από τις οποίες μονίμως απουσιάζει η
εκμεταλλευόμενη πλειοψηφία των εργαζομένων - προκύπτουν και οι θεωρίες
περί υποκειμένου-συνομοσπονδίας μειονοτήτων.
Ειδικότερα για τις θεωρίες ταυτότητας (Λακλάου), όπως εύστοχα
επισημαίνει ο Θ. Αλεξίου, «το ταξικό ζήτημα έχει μετεξελιχτεί σε
πολιτισμικό που επικεντρώνεται πλέον στις πρακτικές δόμησης ταυτότητας
και υποκειμενικοποίησης.» Για τους δομιστές, ο καθορισμός της
σεξουαλικότητας ανάγεται με τον ίδιο θετικιστικό τρόπο στην παντοδύναμη
μονοκρατορία της δομής της κοινωνικής κατασκευής. Κατά τη γνώμη των
δομιστών δηλαδή, ζούμε σε ένα μάτριξ σεξουαλικής αυταπάτης η οποία
δομήθηκε σκόπιμα ώστε να ρολλάρει ο οικογενειακός-πατριαρχικός πυρήνας
της καπιταλιστικής κοινωνίας από την οποία αν απαλλασσόμασταν ξαφνικά,
τότε μόνο θα μπορούσε ο καθένας να επιλέξει “ελεύθερα” το φύλο του.
Πάντως οι πειραματισμοί – ακόμα και πέραν των γενετικής προδιάθεσης -
με μόνο εργαλείο το σενσουαλισμό και τον αντικομφορμισμό, δεν
προσφέρθηκαν ποτέ για ασφαλή συμπεράσματα. Ίσα ίσα που οι τραγελαφικές
ιστορίες καταστασιακών παλιότερα, σουρεαλιστών καθώς και λοιπών οπαδών
της βουλησιαρχίας, έχουν πολλά να πουν για τη χίμαιρα των
“απελευθερωτικών” πειραματισμών επί των σωμάτων. Όπως επίσης και οι
τραγικές τρανς ιστορίες αποτυχίας των προκρούστιων χειρουργικών
πρακτικών, τα ναυάγια των οριακών - με την ψυχιατρική έννοια - διαρκώς
πειραματιζόμενων, πέρα από κάθε βιολογικό-κοινωνικό όριο προσωπικοτήτων,
αποδεικνύουν πως η μονοδιάστατη τεχνοκρατική εν ολίγοις αντίληψη η
οποία θέλει τον άνθρωπο να αίρει τη “δυσφορία του φύλου” του απλώς με
μια επέμβαση, είναι χίμαιρα˙ αποδεικνύουν πως ο άνθρωπος είναι
ψυχοσωματική ενότητα. Σαφώς και τα εν λόγω άτομα, πρέπει να
προστατευτούν τουλάχιστον νομικά απέναντι στα ζητήματα βίας και
ρατσισμού στα οποία υπόκεινται. Προπαντός χρειάζονται την, ανύπαρκτη εν
μέσω κρίσης, κοινωνική πρόνοια και επιστημονική αρωγή για την όποια
επιλογή τους.
Τα παιδιά της εργατικής τάξης, συχνά πλέον παιδιά δυσλειτουργικών ή
διαλυμένων οικογενειών, δυσκολεύονται να φτιάξουν τη ζωή τους. Και εδώ η
δυσφορία φύλου μπορεί να κρύβει μια πολύ βαθύτερη δυσφορία της ίδιας
της ύπαρξης, μια δυσφορία ατομικής-κοινωνικής προοπτικής εν τέλει.
Σε αυτό το πλαίσιο του κοινωνικού ορυμαγδού θάλλει το
ομοφυλοφιλικό/διεμφυλικό φαινόμενο. Η απλή κατάθεση του ατομικού
βιώματος και της προσωπικής αίσθησης του εαυτού ανώριμων ή ευάλωτων
(ιδίως των νέων, χωρίς προοπτική, ανθρώπων), ως κριτήριο για την
βιωματική “επιλογή” φύλου, ίσως ανοίγει τον ασκό της διαρκούς
ταλάντευσης και αυτοαναίρεσης χωρίς τέλος, διαρκώς μετεωριζόμενων
ανθρώπων.
Κατά τη γνώμη μας, το επαναλάβουμε προς αποφυγή παρεξηγήσεων,
πρόβλημα δεν είναι τα ίδια τα κοινωνικά φαινόμενα ώστε να αποθεώνονται ή
να ελεεινολογούνται, εφ’ όσον βέβαια κατανοούνται. Θεωρούμε όμως
πρόβλημα και καιροσκοπική την ελλιπή κατανόηση – θεωρητικοποίηση ενός
τόσο ευαίσθητου κοινωνικού ζητήματος από πλευράς ριζοσπαστικής θεωρίας
και την αντίστοιχη στάση πολιτικών ομάδων, η οποία αντιμετωπίζει το
διεμφυλικό/ομοφυλοφιλικό φαινόμενο καθαυτό (όχι την ανοιχτή του
εκδήλωση) ως προϊόν απελευθερωτικής διαδικασίας, σχεδόν ως ορίζοντα της
κοινωνικής χειραφέτησης!
II. Ατομικός φιλελευθερισμός με ολίγον … κομμουνισμό
Το ζήτημα είναι τεράστιο και με πολλές παραμέτρους. Με αφορμή το ν/σ
περί ταυτότητας φύλου και τη συζήτηση για το στρατηγικό ορίζοντα
επίλυσης του ζητήματος, ξαναβγήκε στην επιφάνεια η ελευθεριακή αντίληψη
ενός κομμουνισμού όπου οι άνθρωποι «θα κάνουν ό,τι θέλουν, ή αλλιώς,
ό,τι τους καυλώσει ».
Με αφορμή τα παραπάνω, θεωρούμε πως φανερώνεται πέραν των άλλων το
πρόβλημα περιεχομένου και μεθοδολογίας της ριζοσπαστικής θεωρίας. Αυτή η
συζήτηση περί μεθόδου άλλωστε, ήταν που επέφερε τους πιο ριζικούς
διαχωρισμούς σε ζητήματα στρατηγικής εντός της αριστεράς, διαχωρισμούς
φαινομενικά υπερβολικούς, ακατανόητους, θλιβερούς κλπ.
Συνοψίζοντας εν κατακλείδι, θα λέγαμε πως, με αφορμή το ζήτημα της
ταυτότητας φύλου, μας αποκαλύπτεται πρώτον, μια ριζοσπαστική φυσιογνωμία
η οποία εδράζεται στον ατομικό φιλελευθερισμό, δεύτερον,
χαρακτηρίζεται από αντιδιαλεκτικές/δογματικές προσεγγίσεις με
αντικομφορμισμό και εμπειρισμό, (πρόταξη του βιώματος ως υπέρτατης
μεθόδου) και τρίτον και σημαντικότερο, αναφέρεται σε έναν κομμουνισμό με
αφελή – ουτοπικά χαρακτηριστικά, έναν κομμουνισμό παιδική χαρά,
ειδυλλιακό, χωρίς καθόλου αντιθέσεις, στον οποίο δεν έχουν εξαφανιστεί
απλώς οι εκμεταλλευτικές αντιθέσεις, μα έχουν εξαφανιστεί κάθε είδους
αντιθέσεις. Πρόκειται λοιπόν για ένα κομμουνισμό όχι της δέσμευσης και
της προσφοράς στην κοινωνική χειραφέτηση και δι' αυτής στην ατομική
προαγωγή και στην ανάπτυξη των προσωπικοτήτων των ανθρώπων, αλλά της
ελεύθερης ατομικής επιλογής των αστικών ατομικών δικαιωμάτων. Τα οποία
“ατομικά δικαιώματα” του ’60, ειρήσθω εν παρόδω, γίνανε “ατομική
επιλογή” το ’80, για να εκφυλιστούν περαιτέρω σε “ατομική ευθύνη” (ακόμα
και των ιατρικών εξετάσεων σε ένα διαλυμένο σύστημα ψυχοσωματικής
υγείας, εν μέσω κρίσης), στο ατομικό, πάντα, κυνήγι της “ευτυχίας”, των
σωστών “επιλογών”, των παρελάσεων των “je suis…”, των μαραθωνίων κλπ.
Κομμουνισμός όμως είναι δέσμευση, προσωπική και συλλογική σε σκοπούς
της κοινωνίας κι όχι ατομικό ξεσάλωμα. Κι αυτό προκύπτει από το
χαρακτήρα της εργασίας στο σοσιαλισμό, η οποία ναι μεν αποκτά νέα
χαρακτηριστικά, αλλά η ίδια δεν εξαφανίζεται. Όσοι φαντασιώνονται την
κατάργηση της εργασίας και την κυριαρχία της επιθυμίας, φιλοδοξούν απλώς
“να τα βρουν έτοιμα”.
Η προοδευτική, φεμινιστική, ριζοσπαστική αριστερά των δικαιωμάτων και
των κινημάτων, αναδεικνύοντας σταθερά το ζήτημα των μειονοτήτων, στο
βαθμό που υποβαθμίζει το ζήτημα της εκμετάλλευσης, της κρίσης και της
ανεργίας, μας καταδεικνύει μια αριστερά η οποία έχει διαρρήξει τους
δεσμούς με την επαναστατική θεωρία και πράξη, έχει συμφιλιωθεί με το
«τέλος της ιστορίας» και το δόγμα T.I.N.A. Αναπόφευκτα κι έχοντας
καταθέσει τα όπλα προ πολλού, (αν τα είχε πιάσει ποτέ), η ριζοσπαστική
αριστερά θα δραπετεύει σε ένα ριζοσπαστικό κοινωνικό όραμα απογειωμένο
και ουτοπικό, όλο και πιο μακριά από τις πραγματικές ανάγκες των
εργαζομένων.
Αντιλαμβανόμαστε πλήρως την ανάγκη ενός κομμουνισμού ειδυλλιακού,
των ειρηνευμένων αντιθέσεων, όπου πράγματι η επιθυμία θα απελευθερωθεί
δημιουργικά, κοινωνικά. Με δύο παρατηρήσεις όμως: οι άνθρωποι μπορούν να
συνεννοηθούν μόνο στην βάση κοινών συλλογικών συμφερόντων και φυσικά
για να φτάσει σε μια κάποια ειρήνευση η ανθρωπότητα, οι άνθρωποι θα
περάσουν πρώτα μέσα από σκληρές αποφάσεις, δια πυρός και σιδήρου. Και η
πικρή εμπειρία δείχνει πως όσοι παραγνωρίζουν την οδυνηρή μετάβαση,
μάταια φιλοδοξούν να «κόψουν δρόμο» ή να τη βγάλουν ατομικά καθαρή, ή
περιμένουν από άλλους να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά.
Παρ’ όλα αυτά, παρά τις σοβαρές αυτές διαφωνίες που άπτονται
στρατηγικών ζητημάτων για την κομμουνιστική Αριστερά, αν η δέσμευση των
ριζοσπαστών είναι ειλικρινής και συνεπής, η προτεραιότητα των αναγκών
του εργατικού κινήματος εν μέσω κρίσης θα τους τοποθετήσει ξανά μπροστά
σε μάχιμες προτεραιότητες και όχι σε φοιτητικά ακροατήρια. Αν η δέσμευσή
τους είναι ειλικρινής απέναντι στη χειραφέτηση της εργασίας (και όχι
του μεμονωμένου ατόμου), τότε θα αναγκαστούν να αναθεωρήσουν τον
επιπόλαιο φιλελευθερισμό τους. Παρά
την Against method (Feyerabend)-άρνηση μεθόδου των ριζοσπαστικών ομάδων,
άλλες είναι οι προτεραιότητες της κομμουνιστικής αριστεράς στη
συγκυρία. Και μπορεί οι στρατηγικές διαφορές να είναι θεμελιώδεις, δεν
αποτελούν όμως εμπόδιο σε τακτικά ζητήματα, κινήσεις υπεράσπισης
δικαιωμάτων, μέτωπα κλπ. Αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση.
* για μια πρώτη μαρξιστική κριτική των αστικών δικαιωμάτων στη βάση
της λειψής-ανολοκλήρωτης πολιτικής χειραφέτησης που διεκδικούν έναντι
της ολοκληρωμένης κοινωνικής χειραφέτησης, βλ. «Για το εβραϊκό ζήτημα»,
Κ. Μαρξ, 2010, εκδ. Γκοβόστη.
** Για το μεταμοντέρνο, βλ.: Μαυρουδέα Στ., Μεταμοντερνισμός,
μεταμαρξισμός και το «τέλος» της εργασίας και του κομμουνιστικού
κινήματος και Μουρουζίδη Π.: Μεταμοντέρνα αισθητική και πολιτική: Μία
προβληματική, άκρως προβληματική, στην ιστοσελίδα www.kokkinhshmaia.wordpress.com.
Για την αξιοποίηση του μεταμοντέρνου στην αποδόμηση της μόνης
επιστημονικά συνεκτικής επαναστατικής θεωρίας, του μαρξισμού, βλέπε:
Η CΙA διαβάζει γαλλική θεωρία στο www.toperiodiko.gr. Επίσης: Η Τέχνη του Πολέμου, Ο ισραηλινός στρατός διαβάζει Deleuze και Guattari (και Debord), www.rebelnet.gr).
ΠΗΓΗ: kommon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.