Τετάρτη 27 Ιουνίου 2018

Νέες πρωτόγνωρες προκλήσεις για το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα. (Των Νίκου Γουρλά και Δημήτρη Γαρδικλή)

Η απεργία που προκήρυξε η ΓΣΕΕ στο πλαίσιο της «κοινωνικής συμμαχίας» σηματοδοτεί μια νέα περίοδο για το συνδικαλιστικό κίνημα. Στην ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος, ιδιαίτερα μετά την μεταπολίτευση, παρατηρούμε πώς υπάρχουν στιγμές που η ταξική πάλη φέρνει στο προσκήνιο με μεγαλύτερη ένταση τα προβλήματα της κατεύθυνσης και του περιεχομένου των ταξικών αγώνων με αφορμή κάποια στρατηγική κίνηση των δυνάμεων του κεφαλαίου.

Τέτοια παραδείγματα έχουμε την δεκαετία του ‘80 με την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (τότε που η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με νόμο απαγόρευσε τις αυξήσεις μισθών) πιο πριν τον νόμο 330 (τότε που η ΝΔ επιχείρησε να καταργήσει ουσιαστικά το δικαίωμα της απεργίας και ο ανεκδιήγητος υπουργός εργασίας Λάσκαρης την πάλη των τάξεων) αλλά και πιο πρόσφατα το ασφαλιστικό του Γιανίτση, η πρώτη περίοδος των μνημονίων κλπ. Στις περιόδους αυτές υπήρξαν νέα πρωτόγνωρα προβλήματα που αναδιατάσσουν τα επίδικα της ταξικής πάλης.


Έτσι για την περίοδο του Νόμου Γιανίτση, ενώ η μάχη φαίνεται αρχικά πως κερδίζεται από το συνδικαλιστικό κίνημα, αυτή η νίκη τελικά μένει μισή και ανολοκλήρωτη, γιατί ηγεμόνευσαν οι δυνάμεις της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας με την πολιτική ηγεμονία της δεξιάς Σημιτικής σοσιαλδημοκρατίας, που αρκέστηκαν σε κάποιες μικροϋποχωρήσεις ανασταλτικού περισσότερο χαρακτήρα. Παράλληλα άφησαν πόρτες ανοικτές σε σοβαρούς πυλώνες της ασφάλισης όπως η ελαχιστοποίηση της συμβολής του κράτους στην τριμερή υποχρέωση, τον υπολογισμό και άλλα πολύ σοβαρότερα, που πάνω σε αυτά κτίστηκε ο νόμος Κατρούγκαλου που «αμερικανοποιεί» την κοινωνική ασφάλιση.

Το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα σε αυτές τις κρίσιμες καμπές της ταξικής πάλης δεν κατάφερνε (παρά τις επιμέρους σωστές αναλύσεις για τον χαρακτήρα των αλλαγών, παρά τις ηρωικές αντιστάσεις και τις επιμέρους νίκες), να αντιληφθεί έγκαιρα το στρατηγικό βάθος τους. Καθυστερούσαν οι αναπροσαρμογές τόσο στους στόχους και στα αιτήματα πάλης που θα βρίσκονταν στον αντίποδα των στρατηγικών του κεφαλαίου, όσο και στις μορφές που θα έπαιρνε ο αγώνας την στιγμή που ο αντίπαλος με γοργούς ρυθμούς κατοχύρωνε στην συνείδηση των εργαζομένων την αναγκαιότητα αυτών ή άλλων μέτρων.

Το ίδιο παρατηρούμε την περίοδο των πρώτων Μνημονίων όπου το σοκ των περικοπών στους μισθούς και τις συντάξεις, η βίαιη και απότομη φτωχοποίηση μεγάλων τμημάτων του λαού βγάζει στο προσκήνιο πλατιά τμήματα της εργατικής τάξης άλλα και μικρομεσαίων στρωμάτων που εξαθλιώνονται, με καθημερινές απεργίες, διαδηλώσεις και συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής που κράτησαν για μεγάλη χρονικό περίοδο.

Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία και οι αστικές δυνάμεις έγκαιρα αντιλαμβάνονται ότι το πράγμα μπορεί να ξεφύγει και χαράζουν μια στρατηγική που στο κέντρο της έχει τον κατακερματισμό των αντιστάσεων, την αποκλιμάκωση, την συναίνεση με ΣΕΒ και κυβέρνηση Σαμαροβενιζέλων. Και πάλι, το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα ενώ σωστά καταγγέλλει τις πλειοψηφίες των ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ, αδυνατεί να χαράξει απέναντι σε αυτή την στρατηγική των δυνάμεων αστικής επιρροής το δικό του ταξικό εργατικό μέτωπο που θα έθετε όχι μόνο τα συνδικαλιστικά οικονομικά αιτήματα και το όποιο σχέδιο κλιμάκωσης, άλλα κι εκείνα τα πολιτικά αιτήματα που θα δημιουργούσαν προϋποθέσεις να μην αλωθεί ο κόσμος της εργατικής αντίστασης από τον ανερχόμενο τότε ΣΥΡΙΖΑ.

Ήττα και απογοήτευση

Στη περίοδο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα μπαίνει σε μια νέα περίοδο που χαρακτηρίζεται από την οπισθοχώρηση, την ήττα και την απογοήτευση, τη μεγάλη υποχώρηση των εργατικών αγώνων, των απεργιών χωρίς απεργούς αλλά και την οργανωτική παράλυση. Ένα μεγάλο τμήμα του λαϊκού κόσμου μετά το πρώτο σοκ της απογοήτευσης και του αισθήματος προδοσίας με την πάροδο του χρόνου αρχίζει και αποδέχεται το αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ: ότι τελικά ίσως και να μην γινόταν αλλιώς. Αυτό το συναντάμε περισσότερο ενισχυμένο στους χώρους του δημόσιου τομέα, ενώ ένα άλλο μέρος εργαζομένων πιο ευάλωτο στα αφηγήματα της συντηρητικής δεξιάς παλινόρθωσης όλων των εκφάνσεων βρίσκει διέξοδο στα συλλαλητήριο για την Μακεδονία και την πατριδοκαπηλία. Το κομμάτι των εργαζομένων που εξακολουθεί να έχει σημείο αναφοράς τους ταξικούς αγώνες είναι μουδιασμένο και αμήχανο παρά τις κάποιες ελπιδοφόρες αντιστάσεις και νίκες όπως αυτή της Cosco στο Λιμάνι του Πειραιά, παλιότερα στους ναυτεργάτες κ.α. Όμως αυτές οι αντιστάσεις δεν χαρακτηρίζουν την εποχή και την περίοδο.

Παρόλα αυτά, η κατάσταση της εργατικής τάξης στην περίοδο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ με την εφαρμογή των μνημονιακών μέτρων επανέρχεται κατά κάποιον τρόπο σε μια νέα μεταμνημονιακή «κανονικότητα» στην εργασία αφού ο ρυθμός των επιχειρήσεων που κλείνουν έχει μειωθεί σημαντικά. Η δε σχέση των επιχειρήσεων που κλείνουν με αυτές που ανοίγουν τείνει να αντιστραφεί, ενώ σύμφωνα με τα στοιχεία της ΓΣΕΕ τα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων τα τελευταία χρόνια έχουν εκτοξευτεί. Αυτή η «κανονικότητα» βέβαια για τους εργαζομένους σημαίνει μισθούς των 500 ως 600 ευρώ, μεγαλύτερη ελαστικοποίηση της εργασίας, μισοανεργία με τα προγράμματα των Δήμων (που νομιμοποιούν και επεκτείνουν μια νέα κατηγορία υποκατώτατων μισθών) και τα διάφορα ΕΣΠΑ.

Όλα αυτά φέρνουν σημαντικές αλλαγές στη συνείδηση της εργατικής τάξης όπου σημαντικά τμήματα της πια θεωρούν αυτήν την κατάσταση ως δεδομένη και αμετάβλητη, ιδιαίτερα στους νέους εργαζόμενους βρίσκει ισχυρά ερείσματα.

Οι αλλαγές στην συνείδηση των εργαζομένων ουσιαστικά δημιούργησαν τις προϋποθέσεις που πάνω τους στηρίζεται η λογική της «κοινωνικής συμμαχίας». Το βασικό περιεχόμενο της έγκειται στη συνευθύνη των εργαζομένων για το αν η επιχείρηση θα πηγαίνει καλά ή όχι που συνεπάγεται την αποδοχή των άθλιων μισθών, που ακόμα κι αυτοί θα μειώνονται, αν τα κέρδη του αφεντικού μένουν στάσιμα.

Το να «βάλουμε όλοι πλάτη» κερδίζει όλο και περισσότερο την συνείδηση των εργαζομένων που συνδέουν το δικαίωμα στη δουλειά με το κατά πόσο θα συμφωνήσουν να δουλεύουν τσάμπα υπερωρίες, με το αν θα δεχτούν να μην πάρουν δώρο Χριστουγέννων, με το αν θα τους βάζουν τα μισά ένσημα τον μήνα κλπ. Αυτή την κατάσταση, που όσοι εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα την βιώνουν καθημερινά, επιχείρησε η ΓΣΕΕ να θεσμοθετήσει μέσα από την «κοινωνική συμμαχία».

Δε γινόταν έτσι…

Αυτό δεν είναι «μια από τα ίδια» ούτε «πάντα έτσι γίνονταν» αλλά αποτελεί μια σοβαρή εξέλιξη που αρχίζει να έχει τα χαρακτηριστικά τομής.

Απέναντι σε αυτή την κατάσταση η συνδικαλιστική Αριστερά αλλά και ευρύτερα οι δυνάμεις της ταξικής πτέρυγας μέχρι τώρα στέκονται αμήχανα αδυνατώντας να διαμορφώσουν προϋποθέσεις που θα αντιστρέψουν την κατάσταση, παραμένοντας καθηλωμένες αφού το γενικότερο κλίμα επηρεάζει όλο και περισσότερο ακόμα και της πρωτοπορίες. Τα σημάδια μείωσης και παραπέρα απομαζικοποίησης ταξικών συνδικάτων τόσο στην συμμετοχή στις συνελεύσεις αλλά και στις απεργίες, γίνονται όλο και περισσότερο εμφανή. Ενισχύεται ο καθαρά εργοδοτικός συνδικαλισμός, ιδιαίτερα σε μεγάλους χώρους όπου οι εργαζόμενοι ψηφίζουν μαζικά για να τους εκπροσωπούν τα τσιράκια της εργοδοσίας (σουπερ μάρκετ, τράπεζες κλπ). Από την άλλη, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία μέσα από την συμμαχία με την εργοδοσία αναβαπτίζεται επιλέγοντας άλλου τύπου διαμεσολαβήσεις με εκείνα τα τμήματα της τάξης που συνδέονται με την εργατική αριστοκρατία. Παράλληλα, αφήνει την μεγάλη μάζα της τάξης ουσιαστικά χωρίς εκπροσώπηση εκχωρώντας αυτό τον ρόλο στην Έφη Αχτσιόγλου και τα ψίχουλα που θα ονομάσει αυξήσεις του κατωτάτου μισθού.

Απέναντι σε αυτά τα κρίσιμα ερωτήματα υπάρχουν πολυποίκιλες απαντήσεις από τις δυνάμεις της συνδικαλιστικής Αριστεράς που έχουν όμως ένα κυρίαρχο χαρακτηριστικό: είναι αυτοαναφορικές και έχουν επίκεντρο τις …ίδιες.

Το ΠΑΜΕ εξακολουθεί να θεώρει ότι το ίδιο είναι το μέτωπο που έχει ανάγκη η εργατική τάξη και η εποχή, θεωρώντας τις δυνάμεις της υπόλοιπης συνδικαλιστικής Αριστεράς οπορτουνιστικές δυνάμεις και αναχώματα. Πρέπει βέβαια να σημειώσουμε ότι τελευταία παρατηρούμε κάποιες αλλαγές στην μέχρι τώρα γραμμή του, αφού κάνει ανοίγματα και σε άλλα σωματεία όπως έγινε μπροστά στην απεργία του Γενάρη αλλά και πρόσφατα με την συμβολή του στη δημιουργία του συντονισμού σωματείων στα νοσοκομεία. Αυτή η εξέλιξη είναι θετική άλλα αναιρείται όταν είναι αποσπασματική, χωρίς συνέχεια και σχεδιασμό κλιμάκωσης.

Οι υπόλοιπες δυνάμεις της συνδικαλιστικής Αριστεράς που έχουν αναφορά στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά χαρακτηρίζονται από μεγάλες αντιφάσεις και παλινδρομήσεις που πάντα σε κρίσιμες στιγμές του κινήματος βγαίνουν στην επιφάνεια οξύνοντας ακόμα περισσότερο τις τάσεις για ακόμα περισσότερους κατακερματισμούς που την οδηγούν αντικειμενικά στην ακόμα μεγαλύτερη περιθωριοποίηση. Αυτό εκφράζεται στον τρόπο που παρεμβαίνουν στα σωματεία και γενικά στον κόσμο του αγώνα. Η συνήθης πρακτική είναι αυτή της δημιουργίας σχημάτων με την μορφή «συντονισμών σωματείων» που στην καλύτερη περίπτωση να αποτελούνται από δυο - τρία σωματεία, ενώ στην πορεία μένουν μόνο κάποιοι εκπρόσωποι τους. Στην πραγματικότητα, πρόκειται περισσότερο για μετωπικά σχήματα διαφόρων ρευμάτων που είναι ενεργούμενα πολιτικών γραφείων. Περισσότερο θυμίζουν κομματικές παρατάξεις παρά μάχιμες, ταξικές, συνδικαλιστικές προσπάθειες όπως υπήρξε ο συντονισμός των πρωτοβάθμιων σωματείων την περίοδο του 2010-2012.

Το περιεχόμενο της «κοινωνικής συμμαχίας»

Τα κύρια ζητήματα γύρω από τα οποία υπάρχει σφοδρή διαπάλη αφορούν στη στάση απέναντι στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, τα μέτωπα και με ποιούς τα συγκροτούμε, αλλά και στο ποιοι πρέπει να είναι οι δρόμοι της ανασυγκρότησης του εργατικού κινήματος. Με αφορμή την απεργία στις 30/5 αλλά και το συλλαλητήριο στις 12/6 βγήκαν στην επιφάνεια με μεγαλύτερη οξύτητα τα αδιέξοδα που σηματοδοτούν την πορεία των συγκεκριμένων χώρων.

Την ίδια περίοδο η κυβέρνηση υπόσχεται ΣΣΕ προσαρμοσμένες βέβαια στις απαιτήσεις του ΣΕΒ ενώ εξαγγέλλει αύξηση του κατωτάτου μισθού. Εκεί λοιπόν κτίζεται το περιεχόμενο της «κοινωνικής συμμαχίας» που μπορεί να μην βρήκε απήχηση από «τα κάτω», όπως φάνηκε την ήμερα της απεργίας, όμως δημιουργούνται προϋποθέσεις «από τα πάνω» για να ανοίξει ο δρόμος, από τον οποίο η εργατική τάξη θα αποδεχτεί τη βασική ιδέα της «κοινωνικής συμμαχίας»: Δηλαδή, «όλοι μαζί μπορούμε», οι απεργίες, όπως δηλώνει ο Παναγόπουλος, δεν φέρνουν κανένα αποτέλεσμα, αλλά αποτέλεσμα φέρνει η συναίνεση και η κοινή προσπάθεια για ανάπτυξη, κοκ.

Η στρατηγική αυτή που υπαγορεύεται από τον ΣΕΒ αλλά και τις άλλες εργοδοτικές ενώσεις δεν θα μπορούσε να τεθεί αν δεν υπήρχαν εκείνοι οι παράγοντες που θα του το επέτρεπαν. Κι αυτοί έχουν να κάνουν με την κατάσταση του συνδικαλιστικού κινήματος, ιδιαίτερα της ταξικής του πτέρυγας. Σε γενικές γραμμές, μπορεί η συζήτηση μπροστά στην απεργία να εξελίχτηκε γύρω από το ερώτημα αν θα απεργήσουμε ή όχι στις 30/5, όμως στην πραγματικότητα αυτό ήταν η αφορμή για βγουν ξανά στο προσκήνιο τα μεγάλα ανοικτά ερωτήματα που υπάρχουν για την ίδια την πορεία και ανάπτυξη του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος και τον ιδιαίτερο ρόλο που παίζουν όλες οι δυνάμεις που το συγκροτούν από τις πιο μεγάλες μέχρι τις πιο μικρές

Το ΠΑΜΕ, ενώ σωστά εκτιμά ότι πρόκειται για μια νέα παρέμβαση των δυνάμεων αστικής επιρροής, που σε συμμαχία με τον εργοδοτικό κυβερνητικό συνδικαλισμό επιχειρεί να «αλώσει» από τα μέσα την εργατική συνείδηση, από την άλλη συνεχίζει να υπηρετεί το δικό του σχέδιο που δεν ενοποιεί όλη την ταξική πτέρυγα απέναντι στις συνασπισμένες δυνάμεις του κεφαλαίου. Σε αυτό, από άλλη σκοπιά βέβαια και με διαφορετικό περιεχόμενο, υπάρχουν ευθύνες στο ΜΕΤΑ αλλά και στο ΣΕΚ. Οι δυνάμεις που συγκροτούν την Πρωτοβουλία Πρωτοβαθμίων Σωματείων (ΝΑΡ, κλπ) σωστά εκτιμούν ότι είναι μια σημαντική τομή που θα κρίνει τις παραπέρα εξελίξεις στην ταξική πάλη και τον διαφορετικό ρόλο που καλείται να παίξει η γραφειοκρατία. Από την άλλη όμως, με την θέση ότι δεν απεργούμε στις 30/5 αλλά διαδηλώνουμε έξω από το κτίριο της ΓΣΕΕ, ουσιαστικά περιόρισαν την δυνατότητα για μια ευρύτερη σύγκλιση και συμμαχία με όλες τις δυνάμεις ταξικής κατεύθυνσης και αναφοράς ώστε να μετατρέψουν την απεργία σε ημέρα καταγγελίας της κοινωνικής συμμαχίας όχι μόνο καταθέτοντας ένα διαφορετικό ταξικό περιεχόμενο αλλά και πρωτοστατώντας και σε άλλες μορφές πάλης που δεν θα περιοριζόταν στην καθιερωμένη πορεία στην Βουλή. Όμως όλα αυτά ακυρώνονται όταν καλείς τους εργαζόμενους να μην απεργήσουν αλλά να διαδηλώσουν (πως άραγε χωρίς να είναι απεργοί;) έξω από το άδειο κτήριο της ΓΣΕΕ. Όταν στην ουσία χαρίζεις το όπλο της απεργίας στον εργοδοτικό κυβερνητικό συνδικαλισμό…

Στα σωματεία ο πρώτος ρόλος

Από την άλλη, η πρωτοβουλία 4 σωματείων που στην πορεία έγιναν πολύ περισσότερα σηματοδότησε μια άλλη οπτική που θέλει τα σωματεία να έχουν τον πρώτο ρόλο και λόγο στο τι πρέπει να κάνει η τάξη θέτοντας ένα άλλο πλαίσιο πάλης με ταξικό περιεχόμενο που αποκάλυπτε τα σχέδια της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας καλώντας στην απεργία (βλέπε ΕΔΩ). Στην πρόκληση αυτή της συνδικαλιστικής γραφειοκρατία απάντησαν δηλώνοντας απεργοί και σημειώνοντας τα παρακάτω:

«Τα αγωνιστικά και ταξικά συνδικάτα δεν δέχονται, ούτε αυτό το πλαίσιο, ούτε να συμμετέχουν στην εργοδοτική, μνημονιακή και κυβερνητική “κκοινωνική συμμαχία” των ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ κ.λπ. και στη φιέστα τους.

Η απάντηση δεν μπορεί, ούτε πρέπει να είναι η πάλη και οι συγκεντρώσεις γύρω από “μονοκομματικές” επιλογές. Ούτε όμως ο κατακερματισμός και η διάχυση των ταξικών, αγωνιστικών και ενωτικών συνδικάτων και λαϊκών φορέων.

Καλούμε σε απεργία με αγωνιστικά πλαίσια διεκδικήσεων, κατανοώντας ότι, παρά τις δυσκολίες των σημερινών συσχετισμών, πρέπει να παρέμβουμε ώστε να μη μείνουν οι εργαζόμενοι άπραγοι και υποταγμένοι.

Καλούμε σε ανεξάρτητη, ενωτική και μαχητική απεργιακή συγκέντρωση στο Πολυτεχνείο, στις 10.30 π.μ., στις 30 Μάη, στην Αθήνα, σε διαχωρισμό από την αντιδραστική “κοινωνική συμμαχία”, με κοινό πλαίσιο διεκδικήσεων».

Τα αποτελέσματα της απεργίας ήταν φυσικά τα αναμενόμενα. Όμως η συζήτηση συνεχίστηκε με ακόμα μεγαλύτερη ένταση. Αυτή τη φορά μπροστά στην ψήφιση των προαπαιτούμενων στις 14/6, όταν εμφανίστηκε κείμενο με υπογραφές συνδικαλιστών όπου καλούσαν να υπάρξει απόφαση για απεργία την ημέρα της ψήφισης του πολυνομοσχεδίου. Φυσικά τέτοια δυνατότατα δεν υπήρχε όπως σωστά εκτιμήθηκε από το σύνολο των δυνάμεων της ταξικής πτέρυγας που προσανατολίστηκαν στο συλλαλητήριο την ώρα που θα ψηφίζονταν στην βουλή.

Όμως αναρωτιέται κανείς που απέβλεπε αυτή η επιλογή… Είχαν άραγε την άποψη οι υπογράφοντες ότι μπορούσαν να πάρουν αποφάσεις πρώτα απ’ όλα στα δικά τους σωματεία για κήρυξη απεργίας; Και αν την είχαν γιατί δεν το έκαναν πράξη; Λειτουργούν άραγε αυτές οι πρακτικές των καλεσμάτων παραγόντων του συνδικαλιστικού κινήματος να απεργήσει η τάξη χωρίς να υπάρχουν οι προϋποθέσεις γι’ αυτό; Η επίκληση της απεργίας του Γενάρη (η οποία πράγματι ήταν μια ξεχωριστή διαδικασία που προκάλεσε το ΠΑΜΕ που υπό διαφορετικές συνθήκες θα μπορούσε να επαναληφθεί αφού προκηρύχτηκε απεργία χωρίς την ΓΣΕΕ), πώς άραγε αποτιμάται από πλευράς αποτελεσμάτων όταν στον ιδιωτικό τομέα η συμμετοχή ήταν σχεδόν μηδενική και στο δημόσιο δεν ξεπέρασε το 3%;

Στα παραπάνω ερωτήματα βρίσκονται συμπυκνωμένα όλα τα αδιέξοδα εκείνων των συνδικαλιστικών ρευμάτων που δεν εμπιστεύονται τις αυθεντικές διαδικασίες και την ταξική ανεξαρτησία των εργαζομένων και των σωματείων τους αλλά την αναθέτουν στις πρωτοπορίες. Μιας γραμμής που θεωρεί ότι οι συσχετισμοί και τα διακυβεύματα της ταξικής πάλης δεν είναι αντικειμενικά αλλά απλά αντικατοπτρισμός μιας ψεύτικης πραγματικότητας που την κατασκευάζει η αστική πολιτική.

Εδώ και τώρα για ένα άλλο σχέδιο με τα σωματεία μπροστά

Είναι απαραίτητο να ξεκινήσει ένας σοβαρός διάλογος ανάμεσα στις δυνάμεις ταξικής αναφοράς. Για να είναι όμως γόνιμος θα πρέπει να προηγηθεί μια αποτίμηση της κατάστασης του συνδικαλιστικού κινήματος, να δοθούν απαντήσεις στο γιατί εκείνο το κομμάτι εργαζομένων ταξικής αναφοράς δεν παρακολουθεί τις διαδικασίες του σωματείου του, δεν απεργεί, ή απεργεί πολύ σπάνια. Γιατί ενισχύονται τα φαινόμενα ανάθεσης και μαζί με αυτά της απαξίωσης των συνδικαλιστικών στελεχών;

Παράλληλα, πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα γιατί η μεγάλη πλειοψηφία των νέων εργαζομένων στέκεται μακριά από κάθε συνδικαλιστική οργάνωση, που ενώ βρίσκεται σε μεγάλους χώρους δουλειάς αδυνατεί να οργανωθεί συνδικαλιστικά. Να απαντηθεί το πώς θα βρεθεί εκείνη η μορφή συνδικαλιστικής οργάνωσης των συμβασιούχων, των άνεργων, των εργαζομένων με ελαστική σχέση κλπ. Πώς θα βρεθεί τρόπος το συνδικαλιστικό κίνημα να απευθυνθεί στην νέα βάρδια της μισθωτής διανόησης. Αυτή είναι η βάση όλων των προβλημάτων: πως θα ανταποκριθούμε ως ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα στις αγωνίες και τις ανησυχίες αυτής της συνεχώς διαμορφούμενης κατακερματισμένης εργατικής τάξης.

Αυτό δεν μπορεί να γίνει «αυθόρμητα και από τα κάτω». Λείπει ένας ολοκληρωμένος στρατηγικός σχεδιασμός από την ταξική πτέρυγα του κινήματος που θα απαντά με επάρκεια στις αλλαγές που υπάρχουν στο σύγχρονο εργασιακό μοντέλο, στον τεράστιο κατακερματισμό και τις εργασιακές σχέσεις που καθημερινά αλλάζουν. Πώς λοιπόν θα αντιστοιχηθούν όλες αυτές οι αλλαγές στις παλιές δομές των συνδικάτων που ανταποκρίνονται στα παλιά εργασιακά μοντέλα; Ποια μορφή και ποιες διαδικασίες θα έχει ένα σύγχρονο συνδικάτο;

Οι ταξικές δυνάμεις πρέπει να διαμορφώσουν και να παρουσιάσουν ένα σχέδιο εργατικής αντίστασης για την ανατροπή και την αντεπίθεση αλλά και ένα σχέδιο για το πώς διαμορφώνοντα οι ανάγκες της συνδικαλιστικής οργάνωσης την εποχή της κατακερματισμένης εργασίας, των σύγχρονων μορφών υπερεκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης. Αυτά πρέπει να γίνουν μέσα από πλατιές ανοικτές διαδικασίες και με την συμβολή όλων των συνδικαλιστικών ρευμάτων ταξικής αναφοράς όπου αυτή η διαδικασία θα οδηγεί στην συγκρότηση ένας Ενιαίου Ανεξάρτητου Ταξικού Συνδικαλιστικού Μετώπου με πρόγραμμα πάλης όχι μόνο τα οικονομικά αιτήματα της τάξης αλλά και την πολιτική προοπτική τους.

Ανατροπή της ηγεμονίας της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας

Ένα μέτωπο ταξικών και αγωνιστικών συνδικάτων, που θα συγκροτούνται στο έδαφος της αγωνιστικής ταξικής ενότητας όλων των ταξικών και αγωνιστικών ρευμάτων του συνδικαλιστικού κινήματος. Ένα μέτωπο που θα υλοποιεί τις αποφάσεις της τάξης και όχι των πολιτικών γραφείων. Που θα αμφισβητήσει και θα ανατρέψει στην πράξη την ηγεμονία της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και θα οικοδομεί από τα κάτω μια σύγχρονης μορφής συνδικαλιστική οργάνωση που θα παίρνει υπόψη τις αλλαγές στις δομές της εργατικής τάξης και θα συμβάλει τελικά σε ένα κοινωνικό εργατικό μέτωπο ανατροπής.

Αυτό προϋποθέτει να συμβάλουμε με όλες μας τις δυνάμεις να πάρουν οι εργαζόμενοι ξανά την υπόθεση στα χέρια τους.

Να ξεκινήσουμε δουλειά μυρμηγκιού για να έρθουν ξανά οι εργαζόμενοι στις διαδικασίες των σωματείων.

Να βρούμε πρωτότυπες μορφές εργατικής συνάντησης και συσπείρωσης εργαζόμενων όπου δεν υπάρχει συνδικαλιστική οργάνωση.

Επιδιώκουμε να συγκροτηθεί ένας πλατύ δίκτυο συνδικάτων που θα ανοίξει το δρόμο για μια νέα ανώτερη συσπείρωση ταξικών συνδικάτων όλων των βαθμίδων όπου μέσα από αυθεντικές διαδικασίες συνελεύσεων θα αποτυπώνονται οι πραγματικοί συσχετισμοί, θα οικοδομείται ένα ενιαίο μαχητικό ταξικό μέτωπο που θα αναμετρηθεί με όρους νίκης με τις δυνάμεις του κεφαλαίου, αφήνοντας πίσω του τη σκουριά της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και του εργοδοτικού συνδικαλισμού.

Όλες οι ταξικές αγωνιστικές δυνάμεις του κινήματος οφείλουν να βάλουν πλάτη στην παραπάνω κατεύθυνση. Μόνο έτσι μπορούμε να μιλήσουμε για ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος που θα μπορεί να βάλει φρένο στον οδοστρωτήρα της αντιδραστικής μνημονιακής πολιτικής.

 ΠΗΓΗ: - Kommon

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.