«Έπειτα κατάλαβα ότι είχα δολοφονηθεί
Με έψαξαν σε καφετέριες, νεκροταφεία και εκκλησίες….
αλλά δεν με βρήκαν. Δε με βρήκαν ποτέ;
Όχι. Ποτέ δε με βρήκαν.»
Με έψαξαν σε καφετέριες, νεκροταφεία και εκκλησίες….
αλλά δεν με βρήκαν. Δε με βρήκαν ποτέ;
Όχι. Ποτέ δε με βρήκαν.»
Αυτό το ποίημα το έγραψε ο Λόρκα στη Ν. Υόρκη. Προφητικό; Ίσως.
Τη νύχτα της 17/18 Αυγούστου του 1936 ο ποιητής συλλαμβάνεται στο σπίτι του φίλου του Λουίς Ροσάλες όπου είχε καταφύγει μετά από απειλές που δεχόταν από τους φασίστες του Φράνκο. Στις 19 Αυγούστου τουφεκίζεται την αυγή κοντά στη Γρανάδα. Ηταν μολις 38 χρονών.
Ο θάνατος του Λόρκα ήταν ένας ακόμα άδικος θάνατος, ένα ακόμα θύμα στα τόσα άλλα που σφράγισαν με το αίμα τους τον πόλεμο που είχε ξεσπάσει μεταξύ Εθνικιστών και Δημοκρατικών τον Ιούλιο του 1936 με την εξέγερση των φασιστών στη Γρανάδα.
Όμως ο τραγικός και πρόωρος θάνατος του δεν τον παρέδωσε στη λήθη. Το τεράστιο έργο του (ποιήματα και θεατρικά) ζει. Ταξίδεψε έξω από τα σύνορα της χώρας του, δεν έπαψε ποτέ να διαβάζεται και να συγκινεί, γιατί είναι ποίηση αληθινή, γνήσια με ρυθμό και μουσικότητα σαν καθαρό τρεχούμενο νερό.
Τα έργα του Λόρκα μεταφράστηκαν από σπουδαίους ποιητές και λογοτέχνες και μελοποιηθήκαν από τους μεγαλύτερους Έλληνες συνθέτες (Χατζηδάκης, Θεοδωράκης, Ξαρχάκος, Γλέζος, Λεοντής, Μαμαγκάκης)
.
.
Συγκλονιστική είναι η μελοποίηση του ποιήματος του Λόρκα «Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσιο Μεχίας» από τον Σταύρο Ξαρχάκο σε μετάφραση Νίκου Γκάτσου, για τον θάνατο του ομώνυμου φίλου του, το οποίο ερμήνευσε μοναδικά ο βαρύτονος Κώστας Πασχάλης και απήγγειλε με τη μοναδική φωνή του ο Μάνος Κατράκης.
Σκόρπιο αίμα
Σκαλί-σκαλί πάει ο Ιγνάθιο
το θάνατό του φορτωμένος
γύρευε να’βρει την αυγή
μα πουθενά η αυγή δεν ήταν.
Γύρευε τ’ όμορφο κορμί του
και βρήκε το χαμένο του αίμα.
το θάνατό του φορτωμένος
γύρευε να’βρει την αυγή
μα πουθενά η αυγή δεν ήταν.
Γύρευε τ’ όμορφο κορμί του
και βρήκε το χαμένο του αίμα.
Στιγμή δεν έκλεισε τα μάτια
που είδε τα κέρατα κοντά του,
όμως οι τρομερές μανάδες
ανασηκώσαν το κεφάλι.
Κι από τα βοσκοτόπια πέρα
ηρθ’ ένα μυστικό τραγούδι
που αγελάρηδες ομίχλης
τραγούδαγαν σε ουράνιους ταύρους.
που είδε τα κέρατα κοντά του,
όμως οι τρομερές μανάδες
ανασηκώσαν το κεφάλι.
Κι από τα βοσκοτόπια πέρα
ηρθ’ ένα μυστικό τραγούδι
που αγελάρηδες ομίχλης
τραγούδαγαν σε ουράνιους ταύρους.
Δεν είχε άρχοντα η Σεβίλλια
μπροστά του για να παραβγεί
ούτε σπαθί σαν το σπαθί του
ούτε καρδιά να ν’ τόσο αληθινή.
Σαν ποταμός από λιοντάρια
η ξακουσμένη του αντρειοσύνη,
και σαν σε πέτρα σκαλισμένη
η στοχασιά του η μετρημένη.
μπροστά του για να παραβγεί
ούτε σπαθί σαν το σπαθί του
ούτε καρδιά να ν’ τόσο αληθινή.
Σαν ποταμός από λιοντάρια
η ξακουσμένη του αντρειοσύνη,
και σαν σε πέτρα σκαλισμένη
η στοχασιά του η μετρημένη.
Τώρα για πάντα πια κοιμάται,
τώρα τα μούσκλια και τα χόρτα
με δάχτυλα που δε λαθεύουν
το άνθος ανοίγουν του μυαλού του,
και το τραγουδιστό το αίμα
κυλάει σε βάλτους και λιβάδια,
γλιστράει στο σύγκριο των κεράτων,
άψυχο στέκει στην ομίχλη,
σε βουβαλιών σκοντάφτει πόδια,
σα μια πλατιά, μια λυπημένη,
μια σκοτεινή γλώσσα, ώσπου τέλμα
να γίνει από αγωνία, πλάι
στον Γουαδαλκιβίρ των άστρων.
τώρα τα μούσκλια και τα χόρτα
με δάχτυλα που δε λαθεύουν
το άνθος ανοίγουν του μυαλού του,
και το τραγουδιστό το αίμα
κυλάει σε βάλτους και λιβάδια,
γλιστράει στο σύγκριο των κεράτων,
άψυχο στέκει στην ομίχλη,
σε βουβαλιών σκοντάφτει πόδια,
σα μια πλατιά, μια λυπημένη,
μια σκοτεινή γλώσσα, ώσπου τέλμα
να γίνει από αγωνία, πλάι
στον Γουαδαλκιβίρ των άστρων.
(Από το θρήνο στον Ιγνάθιο Σάντσιο Μεχίας,απόδοση, μετάφραση Ν. Γκάτσου)
Τραγούδι του Καβαλάρη
Κόρδοβα.
Μοναχική κι αλαργινή.
Μοναχική κι αλαργινή.
Μαύρη φοράδα, μεγάλο φεγγάρι,
κ’ ελιές μες το δισάκι μου.
Μ’ όλο που ξέρω τους δρόμους
ποτέ δεν θα φτάσω στην Κόρδοβα.
κ’ ελιές μες το δισάκι μου.
Μ’ όλο που ξέρω τους δρόμους
ποτέ δεν θα φτάσω στην Κόρδοβα.
Μέσ’ απ’ τον κάμπο, μεσ’ απ’ τον άνεμο,
μαύρη φοράδα, κόκκινο φεγγάρι.
Ο θάνατος μ’ αγναντεύει
από τους πύργους της Κόρδοβας.
μαύρη φοράδα, κόκκινο φεγγάρι.
Ο θάνατος μ’ αγναντεύει
από τους πύργους της Κόρδοβας.
Αϊ, πόσο μακρύς ο δρόμος!
Αϊ, η γενναία μου φοράδα!
Αϊ, πώς με καρτερεί ο θάνατος,
πριν να φτάσω στην Κόρδοβα!
Αϊ, η γενναία μου φοράδα!
Αϊ, πώς με καρτερεί ο θάνατος,
πριν να φτάσω στην Κόρδοβα!
Κόρδοβα.
Μοναχική κι αλαργινή.
Μοναχική κι αλαργινή.
Ματωμένος Γάμος- Μονόλογος Φεγγαριού
Είμ’ ένας κύκνος στρογγυλός μες το ποτάμι,
Είμ’ ένα μάτι στα ψηλά καμπαναριά,
και μες στις φυλλωσιές φαντάζω ψεύτικο φως της χαραυγής.
Κανείς δε μου γλυτώνει εμένα!
Ποιος κρύβεται; Ποιανού το κλάμα γροικιέται μες στο χέρσο κάμπο;
Είμ’ ένα μάτι στα ψηλά καμπαναριά,
και μες στις φυλλωσιές φαντάζω ψεύτικο φως της χαραυγής.
Κανείς δε μου γλυτώνει εμένα!
Ποιος κρύβεται; Ποιανού το κλάμα γροικιέται μες στο χέρσο κάμπο;
Ένα μαχαίρι έχω κρεμάσει μες στον ανταριασμένο αγέρα,
που λαχταράει, μολύβι τώρα, πόνος να γίνει μες στο αίμα.
Αφήστε με να μπω! Παγώνω στους τοίχους και στα παραθύρια.
Μια στέγη ανοίχτε, μια καρδιά, να μπω να ζεσταθώ λιγάκι!
που λαχταράει, μολύβι τώρα, πόνος να γίνει μες στο αίμα.
Αφήστε με να μπω! Παγώνω στους τοίχους και στα παραθύρια.
Μια στέγη ανοίχτε, μια καρδιά, να μπω να ζεσταθώ λιγάκι!
Αχ, πως κρυώνω! Οι στάχτες μου – μέταλλα κοιμισμένα –
ψάχνουν σε κάμπους και βουνά της φλόγας την κορφή να βρούνε.
Όμως το χιόνι με κουβαλάει στις χαλαζένιες πλάτες του,
και με βυθίζει όλο παγωνιά στα χαλκοπράσινα βαλτονέρια.
Όμως το χιόνι με κουβαλάει στις χαλαζένιες πλάτες του,
και με βυθίζει όλο παγωνιά στα χαλκοπράσινα βαλτονέρια.
Μα τούτη τη νύχτα θα βαφτούν τα μάγουλα μου κόκκινο αίμα,
και τα’ άγρια βούρλα θα ζαρώσουν κάτου απ’ τα πέλματα του αγέρα.
Ίσκιο δε θα ‘βρουν και φυλλωσιά για να γλιτώσουν από μένα!
Θέλω μονάχα μια καρδιά! Ζεστή!
Ίσκιο δε θα ‘βρουν και φυλλωσιά για να γλιτώσουν από μένα!
Θέλω μονάχα μια καρδιά! Ζεστή!
Το αίμα της να βάψει τα κρύα βουνά τα στήθια μου.
Αφήστε με να μπω, αχ, αφήστε!
(Στα κλαδιά.)
Ίσκιους δε θέλω. Οι αχτίδες μου πρέπει να μπουν, και μέσα
(Στα κλαδιά.)
Ίσκιους δε θέλω. Οι αχτίδες μου πρέπει να μπουν, και μέσα
στα κατασκότεινα κλαριά το φως μου πρέπει να κυλήσει,
για να βαφτούν τη νύχτα τούτη τα μάγουλα μου αίμα γλυκό,
και τα άγρια βούρλα να ζαρώσουν κάτου απ’ τα πέλματα του αγέρα.
Ποιος κρύβεται; Να `βγει έξω είπα!
και τα άγρια βούρλα να ζαρώσουν κάτου απ’ τα πέλματα του αγέρα.
Ποιος κρύβεται; Να `βγει έξω είπα!
Κανείς δε μου γλυτώνει εμένα!
Θε να τ’ αστράψω τ’ άλογο με διαμαντένιο πυρετό.
…
Ο αγέρας γίνεται κοφτερός σα δίκοπο μαχαίρι.
…
Ο αγέρας γίνεται κοφτερός σα δίκοπο μαχαίρι.
Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
Ματωμένος Γάμος- Απόσπασμα
Μετάφραση Νίκος Γκάτσος
Ματωμένος Γάμος- Απόσπασμα
Μετάφραση Νίκος Γκάτσος
ΠΗΓΗ:Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα: «Γιατί τον σκότωσαν, γιατί, το γελαστό τον ποιητή;» - aromalefkadas - Ενημερωτική ιστοσελίδα της Λευκάδας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.