Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2018

Κριτικά σημειώματα για τη συλλογή διηγημάτων του Παύλου Μουρουζίδη «Τα σκαρπίνια», Εκδόσεις Νησίδες.

της Εύης Κουτρουμπάκη, φιλόλογου στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση

Αν δεν μπορείς να κατανοήσεις πραγματικούς ανθρώπους, δεν μπορείς να διακρίνεις τι έχει πραγματική αξία.
Αντόνιο Γκράμσι
Γράμματα στην Τατιάνα

Και επ’ αυτού του ρηθέντος του Γκράμσι τίθεται ένα άλλο, ήδη ερώτημα.
Ποια η χρεία και η αναγκαιότητα της λογοτεχνίας στον καθημερινό βίο, δημόσιο και κοινό;
Κάθε φορά που αναγιγνώσκεται ένα βιβλίο ανάλογο με αυτό του Μουρουζίδη, η απάντηση έρχεται αβίαστα.
Μα για να σε βοηθήσει να κατανοήσεις τους πραγματικούς αυτούς ανθρώπους στους οποίους αναφέρεται ο Γκράμσι.

Η Λογοτεχνία σε υποψιάζει για όλα τα σημαίνοντα, χωρίςπαραμορφωτικάφίλτρα, μισόλογα, εξιδανικεύσεις ή αφορισμούς του οικείου ή οικογενειακούπεριβάλλοντος, μια και η ίδια η Λογοτεχνία, μπορεί να θέσει τον κόσμο ως ερώτημα.
Σου διδάσκει ιστορία , χωρίς τις βαρετές παραθέσεις χρονολογιών, χωρίς να αποστειρώνεται από ακαδημαϊκές θεωρίες , μιλώντας και καυτηριάζοντας διαχρονικά προβλήματα.

Τα διηγήματα αυτά του Μουρουζιδη, διαδραματίζονται σε  ένα μεταπολεμικό τοπίο που μυρίζει Βαλκάνια και ξοδεμένη νεότητα.
Και τι να πρωτομαζέψει κανείς με αυτές τις προϋποθέσεις, ποια πλαίσια να ορίσει για να εντάξει μέσα σ ’αυτά τις ιστορίες του;
Γιατί θα πρέπει να τονιστεί πως τα διηγήματα αυτά κάθε άλλο παρά απολιτικά και κοινωνικά αποπλαισιωμένα μπορούν να θεωρηθούν.
Μιλάμε για μια συλλογή διηγημάτων με έμπνευση, με αίσθημα και φαντασία και με πολιτικές και συλλογικές ευαισθησίες.

Η χαρμολύπη και η ειρωνεία, το απροσδόκητο και το τυχαίο εναλλάσσονται και αλληλοϋπονομεύονται στα διηγήματα αυτά. Παντού διάσπαρτα τραύματα..Ατομικά δράματα της καθημερινότητας.
Είναι κείμενα επαρχιακής και εργατικής μαθητείας.

Μια ναΐφ διηγηματογραφία που ρέει αβίαστα , που φέρνει πολλές φορές δάκρυα στα μάτια, μια στιλπνή καταγραφή της καθημερινότητας στην επαρχία , της καθημερινότητας του εργάτη.

Τα διηγήματα αυτά αν και δεν είναι πολιτικά αποπλαισιωμένα, ταυτόχρονα δεν είναι ούτε εγκιβωτισμένα σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό πλαίσιο. Είναι οι αναμνήσεις του συγγραφέα καταβυθισμένες σε ένα παλλόμενο πολιτικό γίγνεσθαι.

Μια γραφή βιωματική, αλλά όχι ασθμαίνουσα , με ένα επίλοιπον νοσταλγίας που περιγράφει άμεσα το χωροχρόνο και τους ανθρώπους που κινούνται μέσα σ’ αυτόν.

Οι ήρωες του κινούνται μέσα στις αδιέξοδες νοσταλγίες της Ιστορίας όχι ως ανθρώπινα ναυάγια αλλά ως οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, οι μεροκαματιαρήδες , οι ταπεινοί, οι άσημοι αλλά όχι ασήμαντοι άνθρωποι.
Έτσι κι αλλιώς όπως λέει κι ο Σεφέρης οι ήρωες περπατούν στα σκοτεινά.
Τέτοιοι χαρακτήρες αναδύονται στα διηγήματα αυτά του, ενταγμένοι σε ένα πολιτικό και εργασιακό πλαίσιο,  με μια γραφή ψιθυριστή. 

Όσο για τις γκριμάτσες και τις κακοτοπιές της φάρσας που σημαδεύουν κάθε τόσο τη μοίρα των ηρώων του, εύκολα ξεχωρίζουμε κάτω από το δέρμα της μάσκας τους μια σχεδόν μόνιμη έκφραση στυφής, εξουθενωτικής διάψευσης
Στο μυαλό έρχεται διαβάζοντας τα κάποιος , ο Μιχάλης Γκανάς και το ποίημα του από τη συλλογή Ακάθιστος Δείπνος (1978)
Η Ελλάδα, που λες, δεν είναι μόνο πληγή.
Στη μπόσικη ώρα καφές με καϊμάκι,
ραδιόφωνα και Τι-Βι στις βεράντες,
μπρούντζινο χρώμα, μπρούντζινο σώμα,
μπρούντζινο πώμα η Ελλάδα στα χείλη μου.

Ένα εργοστασιακό λεξιλόγιο αναδύεται μπροστά στα μάτια του αναγνώστη, λέξεις όπως το σαμπανιάρισμα, οι αποθέσεις, οι μονταδόροι, οι σωληνάδες , οι αντηρίδες, τα πατάρια, οι δεξαμενές, το ,ποντάρισμα, τα κολλήματα, οι γραδελάδες, οι συγκολλητές, οι οχτάρες και δεκάρες σωλήνες και τόσα άλλα.
Μια γλώσσα εργατική που είναι σύμφυτη της εργατικής κουλτούρας.

Μια γλώσσα που περιγράφει τα αδιέξοδα της επαρχίας , τη Δικτατορία και τα ευτράπελα της, μια γλώσσα που περιγράφει τα επαρχιακά οικήματα, τα καφενεία, τα σπίτια, τις επαρχιακές οικιακές πρακτικές όπως το ξεπουπούλιασμα της κότας , μια γλώσσα που περιγράφει τις εσωτερικές εκρήξεις ασθμαινόντων εφήβων, τα αδιέξοδα και τις τάσεις φυγής από την επαρχία, με τη Χούντα πανταχού παρούσα, με τύπους σαν το Σκαρπέλα, με τον πατέρα του συγγραφέα, τον Ανέστη, μ’ αυτό το ανεξάντλητο οξυγόνο της ψυχής και με τις επιθυμίες του μεσίστιες. 

Κι όλα αυτά με ένα πικρό χιούμορ που τον βοηθά να μη λερώνει τα χέρια του με τη δραματικότητα , αν και συχνά περιγράφει δραματικά περιστατικά.
Και η Πτολεμαΐδα παρούσα σε πρώτο ή σε δεύτερο πλάνο. Μια αγκαλιά γης πετάμενη μέσα σ’ ένα οροπέδιο.

Σκονισμένοι δρόμοι, καρβουνιασμένες έννοιες, κάτω από τον ανελέητο Ήλιο. Κατακάθεται η τέφρα για να αναμειχτεί με άλλα υλικά πρώτης ανάγκης και να αποκτήσουν βάρος και μάζα , σχήμα διακριτό και φως που φέγγει εκ των έσω στο τοπίο των παιδικών χρόνων του συγγραφέα.

Και πανταχού παρούσα η ΔΕΗ , αυτός ο νοικοκυρίστικος στρατώνας και τα εργοστάσια , αυτά τα αρχαϊκά πεδία δράσης της ιστορίας.

Και η εργασία, η σκληρή και βαριά εργασία μέσα στα εργοτάξια, όπου μέσα στη λάσπη δεν βουλιάζουν μόνον τα πόδια αλλά και το αξιακό μας πρόσημο.
Η εργασία και οι εργάτες, αυτές οι εμβληματικές μορφές του προλεταριάτου, που προσπορίζονται τα προς το ζην μέσα σε ένα ζοφερό εργασιακό περιβάλλον.
Η ΔΕΗ και τα εργατικά ατυχήματα . Άλλωστε από τη ΔΕΗ παίρνεις ή δεν παίρνεις εξιτήριο βάσει της μοίρας σου.

Και το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια πανταχού παρόν , το δικαίωμα στη ζωή ένδοξο και ανυπέρβλητο, έστω κι αν η ζωή περνά σαν σκιά ανάμεσα στην τέφρα.
Ο Μουρουζίδης περιηγείται καθώς γράφει, τον ερειπιώνα του κοινωνικού κράτους, και μετατοπίζει πολλές βεβαιότητες που κατασκευάσαμε μέσα μας ειδικά σε ότι αφορά την εργασία προς την πλατιά θάλασσα της αβεβαιότητας και με μια γραφή κοινοτική δημιουργεί ένα ψαλμωδικό άσμα των κοινών του προλεταριάτου, που έρχεται από βάθη χθόνια, χαρτογραφώντας έναν αδιέξοδο πολιτισμό που δεν εμπεριέχει συχνά τον άνθρωπο, δημιουργώντας με λόγια υπόρρητα ένα μικρό εργατικό παλίμψηστο.

Τώρα σε ότι αφορά το χρόνο στα διηγήματα αυτά. Ο χρόνος για τον Μουρουζίδη δεν είναι ένα απλό χτες, σήμερα ή αύριο. Ο χρόνος εδώ είναι τα πέτρινα χρόνια .
Πότε άραγε τελειώνει ο χρόνος ; Ποιος θα μείνει για να μαρτυρήσει την τρομακτική αυτήν εμπειρία;
Να συνέβησαν όλα αυτά πριν αιώνες ή χτες;
Τη θέση του όντος καταλαμβάνει σε αρκετά από τα διηγήματα αυτά η ανελέητη σιωπή.

Εδώ ο Χρόνος είναι το τελείωμα του χρόνου, ο χρόνος που δεν θα μπορέσει να γίνει διάρκεια.
Ο χρόνος , η σιωπή και η απόσταση.
Πολλές φορές το ύφος του προσιδιάζει στο Παπαδιαμάντειο ύφος μια και παρθενογένεση στην Τέχνη γενικά και στη γραφή ειδικότερα δεν υπάρχει. Αν ο Παπαδιαμάντης περιέγραψε την ύπαιθρο, την αγροτική ζωή και τους χαρακτήρες της, ο Μουρουζιδης περιγράφει εικόνες και χαρακτήρες από τη ζωή του προλεταριάτου σε περιβάλλοντα επαρχιακά και ημιαστικά.

Ως χειροτέχνης συρράπτει τα γεγονότα, δημιουργώντας συχνά μια παραδοξολογία του αληθινού, θέτοντας συχνά τη διερώτηση για το πώς οι εξουσίες μαγαρίζουν το σύμπαν και διολισθαίνοντας εντός ενός εσώτερου κατόπτρου, προχωρά ακούγοντας τον ήχο των δικών του βημάτων, βλέπει τα φευγαλέα βλέμματα αοράτων προσώπων, γράφει σπρωχμένος από μια εσωτερική ανάγκη για την εξόφληση ενός χρέους χωρίς να φιλοτεχνεί αγιογραφίες , αλλά δημιουργώντας μιαν ηθική εμπειρία που είναι ασφαλισμένη μέσα στις λέξεις του, καταθέτοντας κοινές ή κοινότυπες εμπειρίες.

Άλλωστε η Λογοτεχνία είναι βίωμα. Βίωμα πολλών εμπειριών. Και ο Μουρουζίδης χώρεσε τόσα πολλά σε τόσο λίγες λέξεις.
Στην ιδιοσυστασία και τη γραφή του Παύλου Μουρουζίδη θα ταίριαζε το εξής απόσπασμα από το «Χρονικό» του Τάκη Σινόπουλου:
«Εδώ γεννήθηκα , εδώ μεγάλωσα . Λοιπόν αυτά μου χρειάζονται για την οργή μου και την περηφάνια μου. Για να κρατήσω και να κρατηθώ. Δεν έχω θεούς και δεν φοβάμαι.»

1.Η εισήγηση αυτή διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου του Παύλου Μουρουζίδη, που έγινε στο Café Bazaar στη Θεσσαλονίκη στις 23-02-2018.

του Κώστα Κουτρουμπάκη, φιλόλογου στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση
 
Η συλλογή διηγημάτων «Τα Σκαρπίνια» του Παύλου Μουρουζίδη είναι ένας ιστορικός, κοινωνικός και πολιτικός χάρτης της νεότερης Ελλάδας. Κατοχή, Εμφύλιος, Μετεμφυλιακό κράτος, Δικτατορία, σύγχρονη εποχή χαράσσονται εντός τους άλλοτε σε πρώτο, άλλοτε σε δεύτερο πλάνο, και συμφύρονται με τον μικροαστισμό, τα επαγγελματικά αδιέξοδα, τα προβλήματα των μοντέρνων οικογενειών, τον φαλλοκρατισμό, τη ροκ κουλτούρα, τα αδυσώπητα εργασιακά περιβάλλοντα, την αβάσταχτη σεξιστική ελαφρότητα, την γκλαμουριά των πρωινάδικων, τη δηθενιά και την μπόχα των γυμναστηρίων, τους τίμιους μεροκαματιάρηδες, τους παπαδιαμαντικής πνοής κουτοπόνηρους φτωχοδιαβόλους, την κάθετη και για τούτο αδυσώπητη ιεραρχία του σχολείου και των εργοταξίων και ακόμη περισσότερα.

Στον κόσμο των διηγημάτων αυτών οι λούμπεν ήρωες φέρουν τη στόφα της αρχαίας τραγωδίας· οι ηττημένοι του εμφυλίου παίρνουν μικρές ρεβάνς· οι φορείς της εξουσίας μοιράζονται το ίδιο πάθος για παραβατικότητα με τους εξουσιαζόμενους· το σχολείο είναι ταυτόχρονα φυλακή αλλά και έξοδος διαφυγής· ανταρτόπληκτες γριές με τσεμπέρια συμμετέχουν σε δημόσια διαπόμπευση των αρχών· ο παρασιτικός φαλλοκρατισμός είναι η άμεση συνέχεια της υποκουλτούρας των γερμανοντυμένων· οι γυναίκες παρουσιάζονται πότε αθυρόστομες και αλκοολικές και πότε πλήρως υποταγμένες στα ανδρικά κελεύσματα· η ομορφιά και τα νιάτα ηττώνται από τα καπρίτσια της μοίρας· οι γνήσιοι ιδεολόγοι δολοφονούνται από καιροσκόπους πρώην συντρόφους· η δουλική υποταγή στη λίμπιντο οδηγεί στην αυτοκαταστροφή· οι μικροαστικοί θρίαμβοι ενώνονται αξεδιάλυτα με ολοκληρωτικές συντριβές. Ακόμη κι ο γάμος με την επικείμενή του γέννα παγιδεύουν στη μέγγενη του θανάτου. 

Τα σύμβολα είναι πανταχού παρόντα, αυτοαναιρούμενα πολλές φορές. Το πηλίκιο του ενωμοτάρχη αφηρωίζεται, καθώς παρελαύνει μαζί με την κιλότα της Μαρίτσας, του παράνομου φλερτ. Τα πορτοκάλια με τα ζουμιά τους που σταμπώνουν τα παιδικά ρούχα είναι η απαγορευμένη απόλαυση. Οι πανκ κιθάρες είναι η ζωή, οι ροκ μπαλάντες η θλίψη, η σπαρακτική φωνή της Μάριαν Φέιθφουλ η κατάθλιψη. Η «κατακόκκινη κουβέρτα με τ’ άσπρα ζωγραφιστά τριαντάφυλλα» αντιπαρατάσσεται στο «μαύρισε το ντύσιμο των παιδιών». Η κότα που ξεπουπουλιάζεται, καθώς μάλιστα καψαλίζεται στο καυτό νερό, είναι καθρέφτης της μικρής Αλεξάνδρας που καψαλίζεται από το οικογενειακό της περιβάλλον. Η Αυγή, η εφημερίδα από άλφα, είναι ο άλλος δρόμος για την αλφαβήτα και τα γράμματα. Η ελληνική σημαία, με κόκκινο όμως χρώμα, είναι η πίστη σε έναν δικαιότερο κόσμο, με όλα τα δυσάρεστα παρελκόμενά της. Το κουφάρι του Αναστάση, του προδότη, που τα μάτια του τσιμπολογούν οι κάργιες, είναι το κουφάρι ενός σύγχρονου Πολυνείκη, με τους υπόλοιπους συγχωριανούς σε ρόλο που προσομοιάζει σ’ αυτόν του Κρέοντα, όχι όμως πανομοιότυπο. Οι πρωινατζούδες και οι γυμνάστριες είναι η προσωποποιημένη, αποθεωμένη και ανικανοποίητη λίμπιντο. Ο Σκαρπέλας και ο κάλφας του, ο Αντρέας ο τεχνίτης, που τον διαδέχεται, είμαστε όλοι εμείς, η ανθρώπινη φύση που κατά τον Θουκυδίδη δεν αλλάζει και φανερώνεται ευκαιρίας δοθείσης, μόλις δηλαδή καθένας μας φορέσει την εκάστοτε στολή που επιβάλλει με ισοπεδωτικό τρόπο στερεοτυπικές συμπεριφορές. Τα σκαρπίνια του Ανέστη είναι ο επιθανάτιος ρόγχος του μικροαστικού ονείρου, το οποίο συντρίβεται από τα ίδια του τα σύμβολα. Τα μπουλόνια και οι ιμάντες του εργοταξίου είναι τα εργαλεία που σφίγγουν τον Κώστα, και τον παγιδεύουν αναπόδραστα σ’ ένα μεροκάματο δίχως επιστροφή. Τέλος το σχολικό κτήριο, είναι δυσάρεστο παρόν αλλά και γλυκόπικρη ανάμνηση, σφίξιμο και τρυφερότητα μαζί.

Μίλησα πρωτύτερα για τον Πολυνείκη και την αρχαία τραγωδία. Είναι θαρρώ σαφής η υιοθέτηση κάποιων από τους τρόπους των αρχαίων τραγικών από τον Παύλο Μουρουζίδη. Το σχήμα ύβρις – νέμεσις – τίσις, για παράδειγμα, εμφανίζεται χαρακτηριστικά στο διήγημα «Σερρεαλιστικόν». Η τιμωρία πέφτει ανελέητη πάνω στον προδότη Αναστάση, ο καιροσκοπισμός του οποίου είναι όχι απλώς εκτός μέτρου αλλά εκτός κάθε ορίου. Τραγικοί είναι από μια άποψη και κάποιοι ήρωες, καθώς χτυπιούνται από τη μοίρα χωρίς να έχουν φταίξει· η Άννα χάνει πατέρα και αδερφό· ο Κώστας την ίδια τη ζωή του· ο Ανέστης την πολυπόθητη ορκωμοσία του γιου του και μάλιστα από το ακρότατο σύμβολο του μικροαστισμού του, τα τελετουργικά αγορασμένα και προβαρισμένα του σκαρπίνια. 

Θα ήθελα να σταθώ λιγάκι και σε κάποια ζητήματα τεχνικής. Σε αρκετά από τα διηγήματα των «Σκαρπινιών» οι ήρωες εγκλωβίζονται ή καταστρέφονται. Δεν γίνεται άτεχνα αυτό. Τουναντίον προοικονομείται ή προσημαίνεται. Η παγίδευση ή η πτώση έχει προοδευτικό χαρακτήρα. Στο διήγημα «Το ανεμοσούρι», π.χ., ο πατέρας της Άννας αρρωσταίνει, «προχωρά» στις χημειοθεραπείες και στο τέλος πεθαίνει. Στο ίδιο διήγημα, η μετάβαση από το ευχάριστο στο απαισιόδοξο κλίμα προσημαίνεται με όχημα την καλογυαλισμένη μηχανή του αδερφού, που μ’ όλη τη λάμψη της χάνει λάδια. Ακολουθεί η φθίνουσα πορεία της υγείας και ο θάνατος του πατέρα, το θανατηφόρο τροχαίο του αδερφού κι όλα αυτά με τον αντίκτυπό τους στο σπίτι, που μέρα με τη μέρα ρημάζει. Στο διήγημα «Φωτεινό Μονοπάτι» δεν είναι μόνο οι πιτσιρικάδες που παγιδεύονται σταδιακά στον οπωρώνα με αποτέλεσμα να μετατραπούν σε καρπαζοεισπράχτορες του διευθυντή αλλά και ο ενωμοτάρχης με τη Μαρίτσα που εγκαταλείπουν φουριόζικα τα πειστήρια του ερωτικού τους «εγκλήματος», το πηλίκιο και τη βράκα. Αρχικός παραλήπτης των πειστηρίων είναι ο σκύλος του αγροφύλακα, που ας προσέξουμε ότι τοποθετείται εκεί για να παραφυλάει τους «αντεθνικώς δρώντες», αφού ο ίδιος ο αγροφύλακας, δηλαδή ο καθ’ ύλην αρμόδιος της παρακολούθησης, βαριέται κι εγκαταλείπει. Το πεπρωμένον όμως φυγείν αδύνατον. Άλλο λαυράκι πήγε να παγιδεύσει ο σκύλος κι άλλο έβγαλε! Το πηλίκιο γίνεται τρόπαιο, η βράκα σημαία και οι αρχές του τόπου διαπομπεύονται α λα Μόντυ Πάιθονς σε μια παρέλαση στην πλατεία του χωριού, στημένη από τα ανίψια των ανταρτών και κάτω από τα βλέμματα των γέρων που σταυροκοπιούνται λέγοντας «Λευτεριά, λευτεριά»!!! Στο διήγημα «Σερρεαλιστικόν» η προσήμανση δεν είναι άλλη απ’ την κατάρα της μάνας του Δημητράκη προς τον προδότη και φονιά του γιου της, τον Αναστάση: «Καταραμένε να σε κάψ’ η φωτιά!» Σημειώστε ότι ο Αναστάσης πληρώνει την κατάρα όχι μεταφορικά αλλά κυριολεκτικά: τον χτυπά κεραυνός.

Η πιο αριστοτεχνικά όμως δοσμένη παγίδευση και συντριβή είναι αυτή του Κώστα στο διήγημα «Μετρημένη ζωή». Το σκηνικό της καταστροφής στήνεται βήμα προς βήμα. Πρώτα πρώτα έχουμε τη βιασύνη και την αφόρητη πίεση, προκειμένου να τελειώσει το τεχνικό έργο, ένας τσιμεντένιος πύργος της ΔΕΗ. «Σαν ασταμάτητο τικ-τακ απειλητικού ωρολογιακού μηχανισμού μες στο μυαλό του τα χρονοδιαγράμματα κι οι διορίες…» σημειώνει αρχικά ο αφηγητής για τον Σάκη, τον εργοδηγό των λιβαδόρων. Ήδη συγκροτείται ο κλοιός. Στη συνέχεια ο Σάκης, μολονότι προειδοποιεί για την επικινδυνότητα των εργασιών, λαμβάνει σαφή απάντηση από τον εργοταξιάρχη: «Άκου να δεις και να τελειώνουμε, να ακουμπήσεις τα κομμάτια στα πατάρια, αλλιώς θα πεινάσεις, ρε πούστη, σ’ το υπόσχομαι!». Αποδέκτης αυτής της πίεσης, ως είθισται, είναι ο πιο αδύναμος κρίκος. Ο Κώστας, με την Ελένη έγγυο, ετοιμάζεται να παντρευτεί την Κυριακή. Αυτή τη φορά τα πυρά είναι φίλια. Η Ελένη πιέζει τον Κώστα για 48ωρη άδεια, για να περαιωθούν με κάποια άνεση τα σχετικά με τον γάμο. Ο κλοιός σφίγγει. Η επόμενη πίεση έρχεται από τους προϊσταμένους, που δίνουν την άδεια με τον όρο ο Κώστας «να ανεβάσει τη δεξαμενή στο πατάρι – άλλωστε δυο-τρεις ώρες δουλειά ήταν μόνο.» Η προοικονομία «κλειδώνει» με τον μάστορα, που δεν κατάφερε να βρει ο Κώστας, προκειμένου «να ανεβάσει δυο δοκάρια και να δέσει τις αντηρίδες.» Τελευταία λεπτομέρεια της ορατής πλέον συμφοράς: ο Κώστας ελλείψει άλλου στηρίγματος δένει τη ζώνη του στο ίδιο δοκάρι. Με το τέλος προδιαγεγραμμένο, τη σκυτάλη αναλαμβάνει η διαπραγμάτευσή του, η περιγραφή του. Και η περιγραφή είναι ένα από τα δυνατά σημεία του Παύλου Μουρουζίδη, γι’ αυτό και οφείλουμε να τη σχολιάσουμε ιδιαιτέρως, ως στοιχείο τεχνικής.

Καταρχάς, όλα σχεδόν τα διηγήματα ξεκινούν με κάποιου είδους περιγραφή. Τρανταχτή εξαίρεση το «Σερρεαλιστικόν», όπου η περιγραφή τοποθετείται σκοπίμως στο τέλος. Οι περιγραφές του Μουρουζίδη, αν και διόλου άτεχνες, δεν εγγράφονται στα διηγήματα με αποκλειστικό στόχο την αισθητική συν-κίνηση του αναγνώστη. Ούτε φυσικά σχετίζονται με οποιαδήποτε επίδειξη τεχνικής. Κατά κύριο λόγο υπηρετούν την αφήγηση και τις ανάγκες της, στήνουν σκηνικά για να ξεδιπλωθούν κινηματογραφικά οι ιστορίες. Γιατί η γραφή του Μουρουζίδη είναι κινηματογραφική. Κι οι ιστορίες του, μολονότι σύντομες, δίνουν –κάποιες τουλάχιστον– έντονα την αίσθηση της διάρκειας, σαν τα πλάνα του Ταρκόφσκι ή του Αγγελόπουλου, όπως για παράδειγμα η τελευταία σκηνή από τα «Σκαρπίνια» ή τους «Αποχωρισμούς». Όσα μόλις αναφέρθηκαν δε σημαίνουν ότι ο Μουρουζίδης εγκλωβίζεται σε κάποια συγκεκριμένη νόρμα «σοβαρής» περιγραφής. Αρκεί να αναφέρω ότι κάποιες από τις περιγραφές του είναι άκρως χιουμοριστικές ή και δηκτικές, όπως στο «Φωτεινό Μονοπάτι» ή στο «Φοβού τα σιδεράδικα».

Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για την υβριδική αφήγηση-περιγραφή του εργατικού ατυχήματος του Κώστα στο διήγημα «Μετρημένη ζωή». Πρόκειται για έναν ασθμαίνοντα σπαραγμό, όπου το λεξιλόγιο του εργοταξίου (μπουλόνια, ιμάντες, γραδελάδες) συμφύρεται αριστοτεχνικά με τα συναισθήματα των τελευταίων στιγμών. «Σα στροβιλιζόμενο κολλάζ σε ουράνιο φόντο», όπως ο Μουρουζίδης χαρακτηριστικά σημειώνει. Η καταληκτική φράση με το ακρωτηριασμένο χέρι του άψυχου πια Κώστα είναι η τελευταία δόνηση του ηλεκτροσόκ στο οποίο έχει υποβληθεί ο αναγνώστης. Η ανατριχίλα είναι φτιαγμένη με τον τρόπο της αρχαίας τραγωδίας.

Ένα περαιτέρω στοιχείο σχολιασμού θα μπορούσε να είναι το εξής: στα διηγήματα του Μουρουζίδη συμβαίνουν περίεργα πράγματα. Πώς είναι δυνατή η τόσο συχνή «πρόσκρουση» σε ακρότητες; Πώς γίνεται π.χ. οι κάργιες να τσιμπάνε το αχνίζον ακόμη κουφάρι ενός κεραυνοβολημένου δωσίλογου; Η απάντηση βρίσκεται στο «κατά το εικός και αναγκαίον» του Αριστοτέλη. Οι ήρωες του Μουρουζίδη σέβονται τη συμβουλή του Σταγειρίτη και είναι γι’ αυτό αληθοφανείς. Η μεταστροφή του Αναστάση, για παράδειγμα, στο διήγημα «Σερρεαλιστικόν» δεν έρχεται ουρανοκατέβατη. Ο Αναστάσης δε φεύγει συνειδητοποιημένος για το βουνό, όπως έφυγε ο φίλος του, ο Δημητράκης, που τον είχε συνεπάρει ο Σπάρτακος, η εξέγερση των δούλων, και το όραμα ενός καινούριου δικαιότερου κόσμου. Ο Αναστάσης φεύγει για τον ΕΛΑΣ «άξαφνα, χωρίς κουβέντες κι εξηγήσεις σε κανέναν». Έτσι η κατοπινή ένταξή του στα τάγματα ασφαλείας, στους ΜΑΥδες, στους χαφιέδες της χούντας, ακόμη και η προκλητική συνταξιοδότησή του ως αντιστασιακού, δεν έρχεται απότομα αλλά φαντάζει δικαιολογημένη, αν όχι φυσιολογική. 

Άφησα επίτηδες για το τέλος τα ζητήματα της αφήγησης και της γλώσσας.
Είναι σαφές ότι η γλώσσα στα διηγήματα του Μουρουζίδη δεν είναι αυτοσκοπός. Από την άλλη δεν υπηρετεί ακριβώς την αφήγηση αλλά μάλλον την εξ-υπηρετεί, διατηρώντας σε κάποια σημεία την αυτονομία και την αυταξία της. Στους διαλόγους διαφοροποιείται αισθητά από την υπόλοιπη αφηγηματική ροή, προκειμένου να είναι συμβατή με την εκάστοτε επικοινωνιακή περίσταση και με τον ομιλητή.

Η αφήγηση διατηρεί ένα μέτρο και μια ποιότητα που δεν είναι ορατά με την πρώτη ανάγνωση αλλά αποκαλύπτονται προοδευτικά, καθώς ο αναγνώστης αναμοχλεύει τις ιστορίες. Αυτή άλλωστε είναι και η ομορφιά της αφήγησης του Μουρουζίδη. Δε σε προκαλεί –αυτό που κατά βάση τον ενδιαφέρει είναι ο πυρήνας των ιστοριών, όχι η αφήγηση ως όχημα– αλλά είναι εκεί και σε περιμένει να την ανακαλύψεις. 

Κλείνοντας θα ήθελα να επιχειρήσω μια σύντομη γενική αποτίμηση των διηγημάτων του Παύλου. Πρόκειται για μια βεντάλια διηγημάτων σύντομης φόρμας βγαλμένη από την πραγματική ζωή, την τόσο πολυκύμαντη. Χιούμορ και τραγικότητα, θάνατος και ανάσα ζωής, αδιέξοδα και προοπτικές, άνθρωποι του μόχθου και σεξοβόμβες, μάστοροι και καλφάδες, εξουσιομανείς και επαναστάτες, προδότες και ιδεολόγοι, πιτσιρικάδες και γριές, καταπίεση κι αντίρροπες δυνάμεις, αποκτήνωση κι ευγένεια ψυχής, φουρκισμένοι διευθυντές και καλοσυνάτοι δάσκαλοι, αντιστασιακοί και δωσίλογοι, τρυφερότητα και γομαροσύνη, πραότητα κι οργή, άσπρα ζωγραφιστά τριαντάφυλλα και μαύρα ρούχα, δήγμα και βαθιά ενσυναίσθηση, προκοπή και παρασιτισμός, εγκατάλειψη και φροντίδα, μπουλόνια και ζιπουνάκια, πίκρα και γλυκιά ανάμνηση, όλα αυτά και άλλα πολλά απαρτίζουν και συνέχουν τον κόσμο των διηγημάτων του Παύλου Μουρουζίδη. Είναι ένα δονούμενο σύμπαν με αντίρροπες αλλά συνυπάρχουσες δυνάμεις· ένας μικρός -και για τούτο μέγας- κόσμος αντιθέσεων και αντιφάσεων, όπως άλλωστε κι αυτός της αληθινής, της μη εικονικής, ζωής. «Αν δεν μπορείς να κατανοήσεις πραγματικούς ανθρώπους, δεν μπορείς να διακρίνεις τι έχει γενική αξία.» Αυτό το μότο του Αντόνιο Γκράμσι επέλεξε –εύστοχα θαρρώ– για την προμετωπίδα του βιβλίου του ο Παύλος. Κι αν κάτι σημαντικό κομίζουν τα διηγήματα των «Σκαρπινιών» είναι ακριβώς αυτό: μια ειλικρινή απόπειρα κατανόησης των πραγματικών ανθρώπων.

1.Η εισήγηση αυτή διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου του Παύλου Μουρουζίδη, που έγινε στο Café Bazaar στη Θεσσαλονίκη στις 23-02-2018.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.