Στον ανηφορικό δρομάκο, στην είσοδο του στρατοπέδου ανεβαίνανε μουγκρίζοντας οι κλούβες, αργά, επίσημα, τελετουργικά. Φτάσανε. Κτηνόμορφοι Γερμανοί κατεβαίνουνε. Κάτωχροι οι φύλακες φέρνουνε τα κλειδιά. Ανεβοκατεβάσματα. Ανοίγματα στις πόρτες. Κι ένα στριγκό «τρικ» χειροπέδας. Κατεβαίνουνε οι μελλοθάνατοι. Ωραίοι, γαλήνιοι, εξιδανικευμένοι απ’ το φωτοστέφανο της θυσίας…
Κατιούσα
Στις 6 του Ιούνη 1944 οι Γερμανοί διέπραξαν επί ελληνικού εδάφους μια
ακόμα από τις αμέτρητες θηριωδίες τους, εκτελώντας ομαδικά 101 ομήρους
αγωνιστές που κρατούνταν κλεισμένοι στο στρατόπεδο «Παύλου Μελά» της
Θεσσαλονίκης. Οι χιτλερικοί καταχτητές εκτέλεσαν τους αγωνιστές στην
τοποθεσία Ντουντουλάρ, κοντά στην κοινότητα Διαβατά, έξω από τη
Θεσσαλονίκη. Ανάμεσα στους εκτελεσμένους και ο Κώστας Χατζήμαλης, μέλος
της ΚΕ του ΚΚΕ.
Οι τραγικές, αλλά γεμάτες ηρωισμό στιγμές, το μεγαλείο των 101 ηρώων
αγωνιστών, περιγράφονται πολύ παραστατικά σε δημοσίευμα επιζώντος στην
εφημερίδα «Ρουμελιώτικα Νέα» (5-11-1945) με τον τίτλο «Στην υπηρεσία της
πατρίδας – Εκείνοι που δεν πέθαναν», περίληψη του οποίου δίνεται στον 4ο τόμο της μνημειώδους έκδοσης «Έπεσαν για τη ζωή», της ΚΕ του ΚΚΕ (2001):
«Θεσσαλονίκη, Ιούνης του 1944. “Ο Παύλος Μελάς”, το ματωμένο
Μπούχενβαλντ των Βαλκανίων, πένθιμος όπως πάντα και σκοτεινός. Λίγοι
σταυροί φωτίζονται ωχρά από ένα αδύναμο φεγγάρι στην αντικρινή Τούμπα.
Ένας σταυρός για πενήντα κορμιά σ’ έναν τάφο. Καρτερικά περιμένουμε τη
μέρα της Θυσίας που ο τόπος της είναι διακόσια μέτρα κοντά μας. Απόψε η
φτωχογειτονιά θα παραξενεύεται. Απ’ το βουβό όπως πάντα στρατόπεδο
ακούγονται φωνές. Πάνω στο θάλαμο 6 λάμπει το φως. Κλαίνε οι
φτωχογυναίκες, σφίγγουνε τα χείλια οι άντρες τους. Ο θάλαμος της στερνής
νύχτας σε κίνηση. Πόσοι θα μείνουν αξημέρωτοι;
Μες στο στρατόπεδο πλακώνει πάλι η σκιά του χάρου. Πιο πυκνή η φρουρά
Γερμανοί και Έλληνες χωροφύλακες φυλάνε άγρυπνα. Τα τσιγάρα φωτίζουνε
ωχροκίτρινες μορφές. Στο «ένα» που είμαστε εμείς πιο βαθιά η θλίψη. Εφτά
άδεια στρώματα μάταια θα περιμένουνε εφτά Ρουμελιώτες, τη λεβεντιά του
στρατοπέδου. Το πρωί τους χάνουμε για πάντα.
Αποβραδίς στις 5 του Ιούνη λίγοι αξιωματικοί της Γκεστάπο με τον
Γλάστρα, το διευθυντή του στρατοπέδου, φωνάζανε τα ονόματα. Εκατόν ένας
κρατούμενοι εργάτες, αγρότες, επιστήμονες, υπάλληλοι, οι πιο εκλεκτοί.
Τους χωρίσανε, τους δώσανε τρόφιμα “για ταξίδι” και με το τέχνασμα αυτό
τους κλείσανε στο θάλαμο “έξι”. Στο θάλαμο του θανάτου.
Χαιρετιούνται όλοι τους. Τα χείλια τους γελάνε νευρικά. Ένας
σύντροφος χαιρετάει το Βασίλη Χαλκιόπουλο – «Καλό ταξίδι» – «Όχι» λέει,
«Φίλα με για στερνή φορά. Με λένε Κουτμάνη. Δώσε το ρολόι στη μάνα μου».
Όλοι παγώνουνε. Τον τραβούνε μέσα «Εκδίκηση», φωνάζει. Σφαλάει η πόρτα
«Εκδίκηση!», φωνάζουν όλοι τους. Ο φόβος του θανάτου έσπασε. Το φρόνημα
ανεβαίνει ψηλά Όπως αξίζει σε επαναστάτες. Κι αυτό το πέτυχε περισσότερο
ο Βασίλης Κουτμάνης, τραπεζικός υπάλληλος από την Αταλάντη της
Λοκρίδας.
Κάποιος το πρωί που δεν εκτελέστηκε, μας είπε για την απαίσια νύχτα.
Ήταν ένας μαραγκός που γλύτωσε τυχαία. Μας είπε για το Γιάννη τον Κέππα,
έμπορο από την Αταλάντη, γι’ αυτό το σεμνό παλικάρι που εμψύχωνε όλους
θεωρώντας φυσική την ολοκλήρωση της θυσίας. Αυτός ο τόσο λιγόλογος και
μελαγχολικός πάντα. Μάθαμε για τον Σωτήρη Αδάμ, τον γεωπόνο της
Λοκρίδας, το παιδί που είχε κατακτήσει με το χαρακτήρα του όλο το
στρατόπεδο. Όπως πάντα έτσι και κείνο το βράδυ και περισσότερο μάλιστα
ανάλυσε σ’ όλους την έννοια της θυσίας ψύχραιμα και μεθοδικά,
εμψυχώνοντας όλους τους λιπόψυχους και εμπνέοντας τους τολμηρούς. Ο
Δημήτρης Μαριόλας από το Δαδί, φοιτητής της Εμπορικής, γνωστός σαν
καπετάν Φλόγας δεν έχασε το χιούμορ του ως το τέλος. Μαζί με τον
αξέχαστο τον Μήτσο Αθανασίου από το Λιανοκλάδι. Ο Γιώργης Πολυχρόνης απ’
τη Λαμία κι ο Δημήτρης Αρναουτέλης βοηθούσανε τον Κουτμάνη που
πρωτοστατούσε στην ψυχική προετοιμασία των μελλοθάνατων για τη μεγάλη
στιγμή.
Φριχτή η αυγή της 6 Ιούνη 1944. Πόσο μισήσαμε τη μέρα αυτή. Το δράμα
προχωράει στη λύση του. Στ’ αυτιά μας φτάνει το γνώριμο ανατριχιαστικό
στρίγκλισμα της μηχανής. Τ’ ακούμε μήνες τώρα κάθε αυγή. Στον ανηφορικό
δρομάκο, στην είσοδο του στρατοπέδου ανεβαίνανε μουγκρίζοντας οι
κλούβες, αργά, επίσημα, τελετουργικά. Φτάσανε. Κτηνόμορφοι Γερμανοί
κατεβαίνουνε. Κάτωχροι οι φύλακες φέρνουνε τα κλειδιά. Ανεβοκατεβάσματα.
Ανοίγματα στις πόρτες. Κι ένα στριγκό «τρικ» χειροπέδας. Κατεβαίνουνε
οι μελλοθάνατοι. Ωραίοι, γαλήνιοι, εξιδανικευμένοι απ’ το φωτοστέφανο
της θυσίας. Περήφανο το βάδισμά τους. Μαζεύονται όλοι στην αυλή κάτω απ’
τα παράθυρά μας. Μας βλέπουνε πίσω από τα κάγκελα και μας χαμογελάνε.
Τελευταίοι φτάνουν οι Κουτμάνης με τον Κέππα δεμένοι μαζί. Να και ο Αδάμ
με τον Μαριόλα. Πετιόμαστε όλοι και κολλάμε στα παράθυρα. Τα μάτια μας
αστράφτουνε από μίσος. Σφιγμένες υψώνονται οι γροθιές μας. «Εκδίκηση»
σκούζουνε χίλιες βραχνές φωνές. Οι Γερμανοί μαρμαρώνουν. Οι Έλληνες
φρουροί ωχριάζουν πιο πολύ. Μα πως θεριέψαμε; Τι είδαμε;
Είδαμε μπροστά μας ξαφνικά εκατόν έναν λεβέντες να πιάνονται στο χορό
με πρώτον τον ήρωα των ηρώων τον Βασίλη Κουτμάνη. Κοντά του τον Κέππα,
τον Αδάμ και τους άλλους Ρουμελιώτες. Με τα παιδιά της Ρούμελης πρώτα
στο χορό, όλη η Ελλάδα χορεύει την ώρα εκείνη το χορό του Ζαλόγγου, το
χορό της παλικαριάς και της λεβεντοσύνης. Οι Γερμανοί λυσσάνε. Τους
σπρώχνουνε προς την έξοδο. Δεν τολμάνε να διαλύσουν όμως το χορό τους.
Φεύγουνε χορεύοντας. Σα να παν σε πανηγύρι, σ’ ανθισμένη πασχαλιά. Άσπρα
μπαϊράκια ανεμίζουνε από τα μπουντρούμια μας και τους χαιρετάνε. Ένας
Γερμανός κλαίει. Καθώς τ’ αυτοκίνητα φεύγουν, ακούμε στη στροφή του
δρόμου τον Εθνικό Ύμνο πνιγμένο στη βουή των μοτέρ…
Κοντά σε μια αμμουδερή ρεματιά μερικοί φτωχοί σταυροί με λίγα φτωχά
μα πάντοτε φρέσκα λουλούδια, δείχνουνε τον τόπο του ηρωικού τους
Γολγοθά. Κοντά στη δημοσιά, λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη προς το Κιλκίς,
στο 4ο χιλιόμετρο, είναι οι τάφοι εκείνων που δεν πέθαναν αλλά που
παραδόθηκαν στην αιωνιότητα».
Και το μαρτύριο των 101 εκτελεσμένων πατριωτών δεν σταμάτησε εδώ. Ο
τόπος της θυσίας τους, ομαδικός τάφος τους, ήταν απροσπέλαστος και οι
συγγενείς τους δεν μπορούσαν να στήσουν ένα μνημείο, να εναποθέσουν λίγα
λουλούδια. Το κράτος και παρακράτος δεν επέτρεπε την επίσημη αναγνώριση
της θυσίας τους. Από ένας βοσκότοπος που ήταν ο χώρος της εκτέλεσης και
του ομαδικού τάφου και με μοναδικό κτίσμα ένα κεραμοποιείο, εξελίχθηκε
σε βιομηχανική ζώνη και σήμερα βρίσκεται εγκλωβισμένος σε οικόπεδο της
Εθνικής Τράπεζας Ελλάδας. Από το 1958 ο αδελφός του εκτελεσμένου Σωτήρη
Αδάμ, και μερικοί συγγενείς εκτελεσμένων, με τη βοήθεια των
Θεσσαλονικέων Γ. Σαρόγλου, δικηγόρου, Γ. Τριανταφυλλίδη, του Δημοτικού
Συμβουλίου και της Πανελλήνιας Ένωσης Θυμάτων Γερμανικής Κατοχής «Ο
Φοίνικας» έγινε δυνατό να βρεθούν τα ονοματεπώνυμα των ηρωικών νεκρών
που κείτονται στον ομαδικό τάφο. Δυστυχώς, ως τώρα, η Διοίκηση της
Εθνικής Τράπεζας, ιδιοκτήτριας του οικοπέδου, αρνείται να παραχωρήσει
εκατό (100) έστω μέτρα απ’ τα 800 τ.μ. που είναι όλη η έκταση του
ομαδικού τάφου. Με την άρνησή της η Τράπεζα διαψεύδει την… εθνικότητά
της προς τους 100 εθνομάρτυρες, αν και η Πολιτεία, νομοθετικά
τουλάχιστον, τους έχει αναγνωρίσει!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.