Αν θέλει να
μελετήσει κανείς το ιστορικό παρελθόν της πόλης μας, υπάρχουν αρκετές
αξιόλογες μελέτες και βιβλία τοπικής ιστορίας. Όμως για να νιώσει τον
παλμό της, την καθημερινή ζωή των ανθρώπων της, για να κατανοήσει και να
ερμηνεύσει τις πράξεις τους, οι τοπικές εφημερίδες, κυρίως, αλλά και οι
πανελλήνιες, αυτές που φυλάσσονται στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Καβάλας
και αυτές που διατίθενται σε ψηφιακή μορφή από την Εθνική Βιβλιοθήκη και
τη Βιβλιοθήκη της Βουλής είναι, κατά την άποψή μου, η πλέον κατάλληλη
πηγή. Για λόγους προσωπικού ενδιαφέροντος ασχολήθηκα τελευταία με τη
μελέτη της περιόδου από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 ως τις αρχές της
δεκαετίας του 1930, δηλ. με την εποχή της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης,
που είναι παράλληλα και εποχή της τοπικής καπνικής κρίσης και των
μεγάλων καπνεργατικών αγώνων.
Από τα
εντυπωσιακά στοιχεία αυτής της περιόδου είναι, σε τοπικό επίπεδο, το
αγωνιστικό πνεύμα των χιλιάδων καπνεργατών της Καβάλας, το πάθος τους να
εξασφαλίσουν συνθήκες ζωής καλύτερες για τους ίδιους και για τα παιδιά
τους. Ο αγώνας δεν έφερνε πάντα το ποθητό αποτέλεσμα, αποτελούσε όμως
γι’ αυτούς «ιερό» καθήκον, ακόμη κι αν ήταν εκ των προτέρων
καταδικασμένος σε αποτυχία.
Έκφραση
αυτής της αγωνιστικότητας είναι και η εξέγερση του Ιουλίου 1933. Τα
γεγονότα είναι σε γενικές γραμμές γνωστά: Στις 20 Ιουλίου η καπνεμπορική
επιχείρηση Μπενβενίστε ανακοίνωσε ξαφνικά την απόλυση όλων των ανδρών
καπνεργατών! Έχοντας αποφασίσει να εισαγάγει το σύστημα της «τόγκας»,
της απλουστευμένης επεξεργασίας των καπνών, θα απασχολούσε μόνο
γυναίκες, γιατί αμείβονταν με χαμηλότερο ημερομίσθιο. Αμέσως οι
καπνεργάτες κατέλαβαν τις αποθήκες, οι δυνάμεις καταστολής απέκλεισαν τα
εργοστάσια, ο απεργιακός αναβρασμός εξαπλώθηκε σ’ όλους τους κλάδους
και η πόλη έγινε πεδίο καθημερινών διαδηλώσεων και βίαιων συγκρούσεων.
Όλη η Καβάλα τάχθηκε με το μέρος των καπνεργατών και οι Αρχές
υποχρεώθηκαν να αναζητήσουν συμβιβαστικές λύσεις.
Τα γεγονότα
του 1933 δεν ήταν βέβαια κεραυνός εν αιθρία. Από το 1926 που άρχισε η
καπνική κρίση οι καπνεργάτες της Καβάλας βρίσκονταν σε διαρκείς
κινητοποιήσεις και η στρατοκρατούμενη πόλη βάφτηκε αρκετές φορές με
αίμα. Με την παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 η κατάσταση
επιδεινώθηκε και η καπνική οικονομία της περιοχής δέχθηκε ισχυρό πλήγμα
στους τομείς της παραγωγής, της επεξεργασίας και του εμπορίου. Και μαζί
μ’ αυτήν και η εθνική οικονομία στο σύνολό της, αφού μετά το 1922 ο
καπνός έφτασε να καλύπτει περίπου το 70% των ελληνικών εξαγωγών.
Η μείωση
της ζήτησης των καλής ποιότητας ελληνικών καπνών στις διεθνείς αγορές
και η δημιουργία μεγάλων καρτέλ και κρατικών μονοπωλίων στις αγορές του
εξωτερικού είχαν καταστροφικές συνέπειες για τους Έλληνες καπνεμπόρους.
Πολλοί χρεωκόπησαν και οι υπόλοιποι, στην προσπάθειά τους να γίνουν
περισσότερο ανταγωνιστικοί, συρρίκνωσαν την καπνεργασία και έθεσαν υπό
αμφισβήτηση τις μέχρι τότε σημαντικές κατακτήσεις του καπνεργατικού
κλάδου. Έτσι χιλιάδες κάτοικοι της Καβάλας, όσοι ζούσαν αποκλειστικά από
την επεξεργασία του καπνού, βρέθηκαν αντιμέτωποι με την ανεργία και την
πείνα και η κρίση έπληξε το σύνολο της τοπικής οικονομίας και όλη την
τοπική κοινωνία (βλ. το άρθρο μας «Λαϊκά συσσίτια ή “ποτέ ξανά”!», Μνήμη
11, Ιαν. 2013).
Στις αρχές
της δεκαετίας του 1930 οι καπνεργάτες δεν αγωνίζονταν πλέον για τη
βελτίωση των συνθηκών εργασίας και την αύξηση του ημερομισθίου.
Εκλιπαρούσαν για μερικά μεροκάματα, αγωνιούσαν για τα επιδόματα ανεργίας
και στηρίζονταν στα λαϊκά συσσίτια. Κάποιοι για να προσληφθούν σε
καπνομάγαζα κατέφευγαν στη βία ή επιστράτευαν αθέμιτα και ταπεινωτικά
μέσα. Άλλοι μετανάστευαν για αναζήτηση καλύτερης τύχης και άλλοι
προτιμούσαν να πάρουν ως αποζημίωση το 1/3 του όλου ποσού που είχαν
καταβάλει στο Ταμείο Απασχολήσεως Καπνεργατών (ΤΑΚ) και να «εξέλθουν»
του επαγγέλματος. Με δυο λόγια, κύριο μέλημά τους ήταν πια η επιβίωση.
Οι αστικές
εφημερίδες επισημαίνουν συνεχώς τους κινδύνους που εγκυμονεί η λαϊκή
απόγνωση και η αγανάκτηση. Δυο μήνες πριν τα γεγονότα, ο τοπικός «Κήρυξ»
προειδοποιεί: «Όταν ένα μέγιστον τμήμα του λαού υποφέρει αφάνταστα,
υπάρχει κίνδυνος να ανατραπεί το καθεστώς από τους πεινώντας και τους
γυμνούς και από μυριάδας ασθενών και πασχόντων αι οποίαι δεν έχουν ούτε
μίαν γωνίαν σε ένα νοσοκομείον να κλίνουν το κεφάλι των». Ακόμη και οι
συντηρητικοί καπνεργάτες (που πρώτοι εξασφάλιζαν εργασία μόλις άνοιγαν
τα καπνομάγαζα) απειλούν «ότι παρ’ όλον το νομοταγές και τα πατριωτικά
των αισθήματα, η απόγνωσις θα τους ωθήση εις παρακινδυνευμένας ακρότητας
και ωρισμένας εκνόμους ενεργείας, εις ας δεν προέβησαν μέχρι τούδε ούτε
οι κομμουνισταί».
Η Κατίνα Χατζηκωνσταντίνου, 16χρονη κοπελίτσα τότε, θυμάται: «Τη
μέρα που βγήκα από το Ορφανοτροφείο, η Καβάλα ήταν στα μαύρα φορεμένη.
Οι καπνεργάτες είχαν κλειστεί επί μία εβδομάδα στα καπνομάγαζά τους,
βγάλανε μαύρες σημαίες από τα παράθυρα και συνεχώς φωνάζανε “ψωμί, νερό
δουλειά – ψωμί, νερό, δουλειά”. Άκουσα και έφριξα. Δάκρυσα και πόνεσε η
ψυχή μου… Ακόμη ηχούνε στ’ αυτιά μου οι φωνές από τη Σμύρνη, όταν της
βάλανε φωτιά, και οι φωνές των εργατών που ήταν μια βδομάδα κλεισμένοι
στα καπνεργοστάσια» [Κατίνα Λαχουβάρη – Χατζηκωνσταντίνου, Δύσκολα
Χρόνια. Από τη Σμύρνη στην Καβάλα – Στο Ορφανοτροφείο – Πόλεμος και
Κατοχή, έκδ. Συλλόγου Μικρασιατών Ν. Καβάλας «Μνήμη Μικράς Ασίας», Καβάλα 2012, σελ. 21 και 42]
Για τους
καπνεργάτες της Καβάλας η μέρα που βγήκαν από τις καπναποθήκες (27η
Ιουλίου) ήταν μια μέρα νίκης και δικαίωσης του αγώνα τους. Το κλίμα
περιγράφει ο Γιώργος Πέγιος: «Οι μεγάλες πόρτες (των καπναποθηκών)
άνοιξαν και όλη εκείνη η ανθρώπινη μάζα ξεχυνόταν στους δρόμους. Το τι
επακολούθησε κατά την έξοδο εκείνη είναι πολύ δύσκολο να το περιγράψω με
λόγια. Δε θα ξεχάσω όμως όσο ζω ποτέ τις εικόνες εκείνες της χαράς και
του ενθουσιασμού για την περήφανη νίκη μας. Άνδρες
και γυναίκες, χλωμοί από την πείνα και την ταλαιπωρία, με φωνές βραχνές
από την εξαήμερη συνεχή ένταση, αλλά και περήφανοι, γιατί κανείς όλες
αυτές τις μέρες δε σκέφτηκε να λυγίσει ούτε που λιποψύχισε. Όλοι με το
κεφάλι ψηλά έπεφταν στις αγκαλιές των δικών τους, που ξενυχτούσαν από
έξω. Μωρομάνες που άφησαν αβύζαχτα μωρά, άνδρες που εγκατέλειψαν στην
τύχη τις οικογένειές τους έσμιγαν και φιλιόντουσαν. Το κέρδισμα της
μάχης που έδωσαν για δουλειά και ψωμί, τους έκανε να ξεχάσουν για λίγο
το μαρτύριο που πέρασαν όλες εκείνες τις εφιαλτικές μέρες». [Γιώργος Πέγιος, Από την ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος της Καβάλας (1922-1953), έκδ. ΟΑΕΔ, Αθήνα 1984, σελ. 79-80]
Μια σπίθα
λοιπόν αρκούσε για να πυροδοτήσει την «εξέγερση». Η κινητοποίηση κράτησε
μόνον έξι μέρες, που ήταν όμως αρκετές για να συγκλονίσουν την Καβάλα
και να ταρακουνήσουν όλη την Ελλάδα. Μια ιδέα από την ατμόσφαιρα εκείνων
των ημερών μας δίνουν οι μαρτυρίες των ανθρώπων και τα δημοσιεύματα των
εφημερίδων.
Περιγράφει ο
Γ. Πέγιος, μέλος της επιτροπής που συγκροτήθηκε από τον παράνομο
συνδικαλιστικό μηχανισμό των καπνεργατών για να συντονίσει τον αγώνα
στις αποθήκες: «Η
εικόνα που παρουσίαζαν οι καπναποθήκες ήταν πραγματικά τραγική. Σε όλα
τα παράθυρα των καπναποθηκών, στις οποίες ήταν κλεισμένοι οι εργάτες,
κρέμονταν πένθιμα μαύρα τσούλια και σε μεγάλες χάρτινες μπλε κόλλες ήταν
γραμμένα τα συνθήματα “οι άνδρες στην τόγκα – ψωμί – νερό”. Οι βραδινές
ώρες ήταν εφιαλτικές για όλους τους κατοίκους της πόλης. Πέντε χιλιάδες
περίπου φωνές από άνδρες και γυναίκες μέσα στη νεκρική ησυχία της
νύχτας γίνονταν ανατριχιαστικό μήνυμα για ζωή και επιβίωση. Γεγονότα
ανεπανάληπτα και τραγικά…».
Για την
καταστολή της εξέγερσης καλούνται και δυνάμεις στρατού. Στο πρωτοσέλιδο
του «Κήρυκα» της 25ης Ιουλίου η Καβάλα περιγράφεται ως στρατοκρατούμενη
πόλη: «Μονάδες στρατιωτικαί ολόκληροι μετεφέρθησαν δι’ αυτοκινήτων
από την Δράμαν, Ξάνθην, Πράβιον. Ισχυρά τμήματα στρατού περιέτρεχον την
πόλιν και εφρούρουν τας αποθήκας. Οπλοπολυβόλα είχον τοποθετηθή εις
διάφορα σημεία. Λόχοι ολόκληροι διατελούντες εν επιφυλακή ήσαν έτοιμοι
προς δράσιν ανά πάσαν στιγμήν. Και εν γένει η πόλις ολόκληρη παρουσιάσθη
στρατοκρατουμένη ολόκληρον την προχθεσινήν και χθεσινήν ημέραν».
Οι Αρχές
αποφασίζουν να κάμψουν τη θέληση των εργατών με την πείνα και τη δίψα.
Διαβάζουμε στο πρωτοσέλιδο του «Ταχυδρόμου» της 24ης Ιουλίου: «Χθές,
μετά το σούρουπο, ουρανομήκεις γόοι και κραυγαί ηγέρθησαν από τας
αποθήκας της εταιρείας Βεμβενίστε. -Ψωμί! -Νερό!… Εις τας τραγικάς αυτάς
κραυγάς των αποθηκών Βεμβενίστε απήντησαν πάραυτα παρόμιαι θρηνώδεις
κραυγαί από τας γειτονικάς αποθήκας Πετρίδου. Και οι γόοι αυτοί, αι
κραυγαί, οι ολοφυρμοί εσυνεχίσθησαν ενσπείρουσαι το ρίγος και την
φρικίασιν εις ολόκληρον την πόλιν καθ’ όλην την νύκτα».
Μετά τις
πρώτες μέρες εμφανίζονται συμπτώματα εξάντλησης και δηλητηρίασης από την
έλλειψη φαγητού και νερού, τη ζέστη και την πνιγηρή ατμόσφαιρα, τη
νικοτίνη και τον κακό εξαερισμό. Οι γιατροί του ΤΑΚ επισκέπτονται τις
καπναποθήκες και προειδοποιούν ότι «θα σημειωθούν και θάνατοι», ενώ ο Ιατρικός Σύλλογος Καβάλας με τηλεγράφημά του κάνει έκκληση στον πρωθυπουργό να επιληφθεί προσωπικά του θέματος εν όψει «κινδύνου
δημοσίας υγείας λόγω περιορισμού εν καπναποθήκαις χιλιάδων καπνεργατών
υπό συνθήκας ευνοούσας έκρηξιν επιδημιών απεριορίστου εκτάσεως» («Μακεδονία», 25 Ιουλ., «Κήρυξ», 26 Ιουλ.).
Τον αγώνα
των έγκλειστων στηρίζουν καθημερινά οι γυναίκες και τα παιδιά τους.
Συγκεντρώνονται γύρω από τις καπναποθήκες για να τους προστατεύσουν
(προσπαθώντας και να περάσουν μέσα λίγο ψωμί και νερό) ή διαδηλώνουν
στους κεντρικούς δρόμους της Καβάλας και στις συνοικίες. Οι συλλήψεις
ανέρχονται σε εκατοντάδες, δεκάδες προσάγονται στο αυτόφωρο και
καταδικάζονται σε φυλάκιση 7-25 ημερών, οι τραυματισμοί άοπλων είναι
καθημερινό φαινόμενο και η απροκάλυπτη αστυνομική και στρατιωτική βία
εναντίον των γυναικόπαιδων καταγγέλλεται απ’ όλο τον Τύπο.
Ο καπνεργάτης Χρ. Α. «ξαναζεί» τις αγωνιστικές στιγμές: «Όλη
η Καβάλα στο πόδι. Εφτά μέρες κλεισμένοι μέσα. Τα παράθυρα ανοιχτά και
φωνάζαμε εκεί. Πεινούσαμε. Νερό δεν είχαμε. Από έξω γυρνούσαν οι
περιπολίες, η αστυνομία, ο στρατός. Και μας απειλούσαν με δακρυγόνα
αέρια… Θα σας κάψουμε, θα σας ρημάξουμε, θα σας ρίξουμε αέρια. Εμείς
τίποτα. Τι οργάνωση του σωματείου τότες!» [από τις «Προφορικές Μαρτυρίες» του Δημοτικού Μουσείου Καβάλας, δημοσιευμένη και στο διαδίκτυο]
Έξω από τις
αποθήκες, οι διαδηλώσεις ήταν παλλαϊκές και απλώνονταν σ’ όλη την πόλη.
Ενδεικτική η ακόλουθη δημοσιογραφική περιγραφή: «Εις τας κλειστάς
αποθήκας των εταιρειών Ολλανδικής, Γκλεν και Έρμαν Σπήρερ συνέρευσε
πλήθος εργατών την ώραν της πρωινής εισόδου… Η διαδήλωσις, συνενωθείσα
και μετ’ άλλων από της πλατείας Ποταμουδίων ομάδων…, κατήλθεν εις τα
7:30 π.μ. ογκώδης και επιβλητική της οδού Ομονοίας… Παρά τας
επανειλημμένας κατ’ αυτής επιθέσεις του στρατού και της χωροφυλακής,
βοηθουμένων και υπό της αντλίας (νερού), κατώρθωσε να φθάση συμπαγής και
ακεραία μέχρι της πλατείας Νικοτσάρα, καθ’ όσον καθ’ όλην την διαδρομήν
της κατήρχοντο συνεχώς διά των παρόδων εις ενίσχυσίν της τμήματα
εργατών εκ των συνοικιών. Εις την πλατείαν Νικοτσάρα η εκεί φρουρούσα
διμοιρία πεζικού επετέθη διά των υποκοπάνων κατά των διαδηλωτών. Παρά
ταύτα τμήμα αυτών κατώρθωσε να φθάση και μέχρι της Νομαρχίας (σ.σ.: το
σημερινό 5ο Γυμνάσιο), ένθα συνενώθη μετά κατελθόντων εκ της Παναγίας
εργατών, τμήμα δε αυτών έφθασε διά της οδού Κουντουριώτου εις τα
Ψαράδικα…». [«Κήρυξ», 25 Ιουλ.]
Με τους
καπνεργάτες συμπαρατάσσεται και όλη η πόλη: Δήμος, επιμελητήρια,
σωματεία, οργανώσεις, Τύπος, δεξιοί και αριστεροί πολίτες υποστηρίζουν
τα αιτήματα των απεργών και με ψηφίσματά τους καλούν την κυβέρνηση να
δώσει δίκαιη λύση. Ακόμη και τα συντηρητικά συνδικάτα δηλώνουν την
αλληλεγγύη τους προς «τους αγωνιστάς του ξερού ψωμιού των παιδιών των»
(«Εθνικός Σύνδεσμος Καπνεργατών»), «προς τον διεξαγόμενον υπό των εργατών απεγνωσμένον υπέρ του ψωμιού των αγώνα» («Πανεργατικό Κέντρο»). Η Ομοσπονδία Επαγγελματικών «αποδίδει
εις τον αγώνα των καπνεργατών σημασίαν αγώνος υπάρξεως» και κηρύσσει
λευκή απεργία επ’ αόριστον. Τα πέντε μέλη της απεργιακής επιτροπής των
επαγγελματιών «ωδηγήθησαν εις το Α΄Αστυνομικόν τμήμα ένθα εδάρησαν
αγρίως παρ’ αστυνομικών οργάνων». («Ταχυδρόμος», 25 Ιουλ.).
Η
υποστήριξη είναι ανεπιφύλακτη και από τον Τύπο, τοπικό και πανελλήνιο.
Οι εφημερίδες στο σύνολό τους θεωρούν υπεύθυνο τον «κακό δαίμονα και
εχθρό της πόλεως», τον «απερίγραπτο» Νομάρχη Γεώργιο Ράντη. Είχε έρθει
στην Καβάλα (πριν δύο εβδομάδες) αποφασισμένος να βάλει τάξη «εις την
αναρχικήν πόλιν» και από την πρώτη στιγμή της κρίσης είχε ζητήσει την
εκκένωση των αποθηκών με κάθε μέσο, ακόμη και με δολοφονίες εργατών! Με
τις αλλοπρόσαλλες θέσεις του άφησε «ένα απλό πρόβλημα» να πάρει
διατάσεις εξέγερσης, «ηπείλησε να εξανάψει πυρκαϊάν άσβεστον και να θάψη
υπό ερείπια την πόλιν ολόκληρον» («Ταχυδρόμος», 26 Ιουλ.).
Για το «Νέο
Ριζοσπάστη» βέβαια, οι καπνεργάτες δεν αγωνίζονται μόνο για την
αποτροπή των απολύσεων και το «μπάσιμο» των ανδρών στην τόγκα, ούτε μόνο
ενάντια στο «φρικτό φάσμα της πείνας και της ανεργίας, που απειλεί να
σπείρει μια απέραντη τραγωδία σε όλη την Καβάλλα». Ο αγώνας τους έχει
ευρύτερους πολιτικούς στόχους: «Μαζύ με τα παραπάνω αιτήματά τους οι
ηρωικοί και δοκιμασμένοι καπνεργάτες της Καβάλλας, διαδηλώνουν ακόμη την
ατράνταχτη θέλησή τους να υπερασπίσουν το Κόμμα τους, το Κομμουνιστικό
Κόμμα της Ελλάδος. Γιατί ξέρουν πολύ καλά ότι το χτύπημα του
Κομμουνιστικού Κόμματος είνε χτύπημα της εργατιάς, του μεροκαμάτου τους,
του ψωμιού τους».
Η εξέγερση
έληξε με την υπογραφή Πρωτοκόλλου από τον Υπουργό Γενικό διοικητή Θράκης
Μ. Μαντά. Η κυβέρνηση υλοποίησε τη δέσμευσή της και ρύθμισε με νόμο την
εργασία ανδρών και γυναικών στην τόγκα, σε αναλογία 50-50%, καθώς και
άλλα ζητήματα για το μισθό, την εργασία και την ασφάλιση. Η ρύθμιση για
την εργασία των ανδρών στην τόγκα ίσχυσε 20 χρόνια, όμως οι
προβλεπόμενες συνδικαλιστικές ελευθερίες και η αμνηστία δε υλοποιήθηκαν.
Σε ένα μήνα η κυβέρνηση Τσαλδάρη έπαυσε τα ελεγχόμενα από το ΚΚΕ
σωματεία και προχώρησε σε μαζικές συλλήψεις και εκτοπίσεις των στελεχών
που πήραν μέρος στην εξέγερση.
Το κείμενο έχει γράψει η συνταξιούχος φιλόλογος (του 5ου Λυκείου
Καβάλας) Μαρία Παπανικολάου και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην
εφημερίδα του Συλλόγου Μικρασιατών Καβάλας «Η Μνήμη» (αριθμός φύλλου 14,
Ιανουάριος 2014)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.