Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2019

Πάμπλο Νερούδα: Ο λαός

«…Πιστεύω ότι αυτοί που έκαναν τόσα πράγματα/ πρέπει να είναι ιδιοκτήτες σε όλα τα πράγματα./ Κι αυτοί που φτιάχνουν το ψωμί πρέπει να τρώνε/ Και πρέπει να ‘χουν φως εκείνοι του ορυχείου!/ Τέρμα πια οι σταχτιοί αλυσόδετοι./ Τέρμα οι χλωμοί εξαφανισθέντες!/ Ούτε ένας άνθρωπος που να μη βασιλεύει…»

12 Ιουλίου 1904, γεννήθηκε ο ποιητής Πάμπλο Νερούδα. Μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Χιλής από το 1945 και της Κεντρικής του Επιτροπής από το 1958.


Ο Νερούδα ( 1904 -1973) μετά τις σπουδές του ακολούθησε διπλωματική καριέρα. Το διάστημα 1934- 1937 υπηρέτησε στην πρεσβεία της Χιλής στην Ισπανία και πήρε μέρος στον αντιφασιστικό αγώνα του ισπανικού λαού. Από το 1941 ως το 1944 υπηρέτησε ως πρόξενος στο Μεξικό όπου έγραψε τα «Δύο τραγούδια για το Στάλινγκραντ».

Το 1948 και ενώ βρισκόταν στην παρανομία τελείωσε το μεγαλύτερο και πιο γνωστό έργο του με τίτλο «Canto General» (Γενικό Ασμα), ένα επικό ποίημα για τη Λατινική Αμερική. Υπήρξε φλογερός υποστηρικτής των δυνάμεων του συνασπισμού της Λαϊκής Ενότητας στη Χιλή. Ο Νερούδα είχε μεταφερθεί λίγες μέρες πριν το θάνατο του σε κλινική του Σαντιάγο, όταν οι στρατιωτικοί και οπαδοί της χούντας πυρπόλησαν και κατέστρεψαν το σπίτι του και όλα τα βιβλία του.
***
Ο λαός 
«Τον θυμάμαι εκείνον τον άνθρωπο, κι ας μην πέρασαν/ παρά μόνο δυο αιώνες που τον είδα./ Δεν πήγαινε με άλογο ούτε με αμάξι:/ με τα πόδια/ κατάπινε/ τις αποστάσεις/ και δεν είχε σπαθί ούτε πανοπλία/ αλλά δίχτυα στον ώμο,/ τσεκούρι, σφυρί ή φτυάρι./ Ποτέ δε χτύπησε όμοιό του:/ ο αγώνας του ήταν ενάντια στο νερό και στη γη,/ για να ‘χει στάρι για ψωμί,/ενάντια στο πελώριο δέντρο για να ‘χει ξύλα,//στους τοίχους για ν’ ανοίγει πόρτες,/ στην άμμο για να χτίσει τοίχους/ και στη θάλασσα για να την κάνει να ξεγεννάει./ Τον γνώρισα κι ακόμα δε μου σβήνεται απ’ το νου./
***
Οι χρυσές άμαξες γίναν κομμάτια…/ ο πόλεμος γκρέμισε πόρτες και τοίχους,/ η πολιτεία γίνηκε μια χούφτα στάχτη,/ γίνανε σκόνη τα ρούχα,/ κι αυτός για μένα υπάρχει ακόμα,/ επιβίωσε στην άμμο,/ όταν όλα φαίνονταν ακατάλυτα,/ εκτός από κείνον.
***
Στο πήγαιν’ έλα κάθε φαμελιάς/ ήταν άλλοτε πατέρας μου, ή συγγενής μου,/ ή μονάχα μπορεί και να ‘ταν…/ ή και να μην ήταν/ αυτός που δε γύρισε στο σπίτι/ γιατί τον κατάπιε η γη ή το νερό,/ ή γιατί τον σκότωσε μια μηχανή ή ένα δέντρο/ ή και να ‘ταν εκείνος ο πένθιμος μαραγκός/ που πήγαινε πίσω από το φέρετρο, δίχως δάκρυα,/ τέλος κάποιος που δεν είχε όνομα,/ που τον έλεγαν μέταλλο ή ξύλο/ και που όλοι τον έβλεπαν από ψηλά/ χωρίς να βλέπουν το μερμήγκι/ αλλά τη μερμηγκιά,/ που – όταν τα πόδια δε σαλεύουν πια/ γιατί ο ταλαίπωρος είχε πεθάνει -/ δεν είδαν ποτέ πως δεν τον έβλεπαν:/ υπήρχαν κιόλας άλλα πόδια εκεί που πριν/ ήταν αυτός.
***
Τα άλλα πόδια ήταν αυτός ο ίδιος,/ και τα άλλα χέρια./ Ο άνθρωπος συνεχίζονταν:/ όταν φαινόταν φευγάτος, ξεπερασμένος,/ βρισκόταν ο ίδιος ξανά, ήταν εκεί/ για να σκάβει τη γη,/ να κόβει το πανί, εκείνος όμως/ δίχως πουκάμισο,/ ήταν και δεν ήταν εκεί, όπως και τότε,/ είχε φύγει και βρισκόταν ξανά,/ κι όπως ποτέ του δεν είχε κοιμητήρι,/ ούτε τάφο, κι ούτε τ’ όνομά του χαράχτηκε/ στην πέτρα που εκείνος ίδρωσε για να τη σπάσει,/ ποτέ κανένας δε μάθαινε πως ξαναρχόταν,/ ποτέ κανείς δεν έμαθε πότε πέθανε/ κι έτσι μόνο όταν ο δύστυχος το μπόρεσε,/ αναστήθηκε ξανά απαρατήρητος.
***
Ηταν ο άνθρωπος χωρίς αμφιβολία, χωρίς κληρονομιά/ χωρίς αγελάδα, χωρίς σημαία,/ και δεν ξεχώριζε ανάμεσα στους άλλους,/ τους άλλους που ήσαν αυτός,/ από ψηλά ήταν σταχτής σαν γη,/ ήτανε φαιός σαν το πετσί,/ ήτανε κίτρινος θερίζοντας στάχυα,/ ήτανε μαύρος κάτω στα ορυχεία,/ ήτανε χρώμα πέτρας στο κάστρο,/ στην τράτα είχε χρώμα παλαμίδας/ και χρώμα αλογίσιο στο λιβάδι:/ και δεν μπορούσε κανείς να τον ξεδιακρίνει,/ αφού ήταν αδιαχώριστος, ήταν το στοιχείο,/ γη, κάρβουνο ή θάλασσα ντυμένη άνθρωπος.
***
Οπου έζησε,/ αβγάταινε ό,τι άγγιζε αυτός:/ το εχθρικό λιθάρι,/ σπασμένο/ από τα χέρια του,/ μεταβαλλόταν σε τάξη,/ και ένα – ένα σχημάτισαν/ την κατακόρυφη λάμψη του κτιρίου/ έφτιασε το ψωμί με τα χέρια του,/ κίνησε τους σιδηρόδρομους/ γεμίσαν οικισμούς οι αποστάσεις,/ άλλοι άνθρωποι γεννήθηκαν,/ ήρθαν οι μέλισσες,/ και επειδή ο άνθρωπος δημιουργεί και/ πολλαπλασιάζει/ η άνοιξη περπάτησε ως την αγορά/ ανάμεσα σε ψωμάδικα και περιστέρια.
***
Ο πατέρας των άρτων λησμονήθηκε,/ αυτός που έκοψε, που πεζοπόρησε, τσακίζοντας/ κι ανοίγοντας χαντάκια, κουβαλώντας άμμο,/ κι όταν όλα υπήρξαν, αυτός πια δεν υπήρχε,/ αυτός έδινε την ύπαρξή του, αυτό ήταν όλο./ Βρήκε αλλού να δουλέψει, κι ύστερα/ πήγε να πεθάνει κυλώντας σαν βότσαλο του ποταμού:/ τον πήρε σβάρνα ο θάνατος.
***
Εγώ, που τον γνώρισα, τον είδα να σβήνεται/ ώσπου να απομείνει μόνο αυτό που άφηνε:/ δρόμοι που μόλις και μπόρεσε να γνωρίσει,/ σπίτια που ποτέ, ποτέ δε θα κατοικούσε.
***
Και γυρνάω ξανά για να τον δω, και κάθε μέρα περιμένω.
***
Τον βλέπω στη νεκρόκασά του και αναστημένο./ Τον διακρίνω ανάμεσα σ’ όλους/ που είναι οι όμοιοί του/ και μου φαίνεται πως δε γίνεται,
***
πως έτσι δε βγαίνουμε πουθενά,/ πως γίνοντας έτσι δεν αξίζει τον κόπο.
***
Εγώ πιστεύω ότι στο θρόνο πρέπει να βρίσκεται/ αυτός ο άνθρωπος, με καλά παπούτσια και / στέμμα.
***
Πιστεύω ότι αυτοί που έκαναν τόσα πράγματα/ πρέπει να είναι ιδιοκτήτες σε όλα τα πράγματα./ Κι αυτοί που φτιάχνουν το ψωμί πρέπει να τρώνε.
***
Και πρέπει να ‘χουν φως εκείνοι του ορυχείου!
***
Τέρμα πια οι σταχτιοί αλυσόδετοι./ Τέρμα οι χλωμοί εξαφανισθέντες!/ Ούτε ένας άνθρωπος που να μη βασιλεύει.
***
Ούτε μια γυναίκα χωρίς την κορόνα της.
***
Για όλα τα χέρια γάντια χρυσά.
***
Οι καρποί του ήλιου για όλους τους σκούρους!
***
Εγώ τον γνώρισα εκείνον τον άνθρωπο κι όταν μπόρεσα,/ όταν πια είχα μάτια στο πρόσωπό μου,/ όταν πια είχα φωνή στο στόμα μου,/ τον αναζήτησα ανάμεσα στους τάφους και του ‘πα/ σφίγγοντάς του το μπράτσο που δεν ήταν ακόμα:/ “Ολοι θα φύγουν, εσύ θα μείνεις ζωντανός.
***
Εσύ έφτιασες αυτό που είναι δικό σου”.
***
Γι’ αυτό κανείς ας μην ανησυχεί όταν/ φαίνεται να ‘μαι μόνος μα που δεν είμαι μόνος:/ δεν είμαι με κανέναν και μιλάω για όλους.
***
Κάποιος μ’ ακούει και δεν το ξέρουν,/ όμως εκείνοι, που γι’ αυτούς τραγουδάω και που/ το ξέρουν/ συνεχίζουν να γεννιούνται και να γεμίζουν τον κόσμο». 

Μετάφραση: Δανάη Στρατηγοπούλου – Χαλκουδάκη -Πηγή: Ριζοσπάστης  (8/10 /2000)

αναδημοσίευση από:  Ημεροδρόμος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.