Ο Νίκος Ψυρούκης γεννήθηκε το 1926 στην
Ισμαηλία της Διώρυγας του Σουέζ στην Αίγυπτο. Αφού τελείωσε το ελληνικό
σχολείο της γενέτειράς του, συνέχισε στην Αμπέτειο Σχολή στο Κάιρο. Μετά
την ολοκλήρωση των εγκύκλιων σπουδών του το 1944, εντάχθηκε στον
αντιαποικιακό αγώνα. Προς αποφυγήν σύλληψής του κατέφυγε στην Γαλλία και
στη συνέχεια στην Τσεχοσλοβακία στα τέλη του 1949. Αρχικά εργάστηκε σε
εργοστάσιο υφαντουργίας και προταθείς ως γιος εργάτη έλαβε υποτροφία από
τη Διεθνή Ένωση Φοιτητών για να σπουδάσει Ιστορία στο Πανεπιστήμιο της
Πράγας. Τελείωσε τις σπουδές του το 1956 με διπλωματική εργασία για
τη Μικρασιατική καταστροφή και επέστρεψε στην Αίγυπτο όπου εργάστηκε
στην παροικιακή εφημερίδα Πάροικος. Το 1961 επέστρεψε στην Ελλάδα όπου
εργάστηκε στην εφημερίδα Ναυτεργατική-Ναυτεμπορική και αργότερα στα
Σύγχρονα Θέματα και την Ιστορική Επιθεώρηση του Κομνηνού Πυρομάγλου. Το
1963 ιδρύει την Κίνηση Φίλων Νέων Χωρών, κίνηση που αποσκοπεί στην
αλληλεγγύη στα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα του τρίτου κόσμου και στην
αυτοδιάθεση της Κύπρου. Στη Δικτατορία του 1967 εξορίστηκε στην Γυάρο
μαζί με την σύζυγό του.
Δεκαεπτά χρόνια (6/7/2003) από το θάνατο του μεγάλου ιστορικού και
διανοητή, τιμώντας την σπουδαία προσφορά του στην απελευθερωτική
προσπάθεια της εργατικής τάξης για τον τερματισμό της εκμετάλλευσης
ανθρώπου από άνθρωπο, παρουσιάζουμε αυτούσια τη μελέτη του για την
εθνική ενότητα. Γραμμένη το 1976,πριν από 44 χρόνια και δημοσιευμένη στο
περιοδικό «ΑΝΤΙ» (τεύχη 43-46/1976).
Το ζήτημα της εθνικής ενότητας αποκτά ιδιαίτερη σημασία στη σημερινή
περίοδο της ταξικής πάλης όπου ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός και η
ποιοτική του κλιμάκωση φέρνουν όλο και πιο κοντά το ενδεχόμενο πολέμου.
«Στις κρίσιμες στιγμές το έθνος πρέπει να είναι ενωμένο. Έτσι μονάχα
διασφαλίζεται η μαχητική αποφασιστικότητά του, η ακατάβλητη θέλησή του
για την υπεράσπιση της ανεξαρτησίας του και της λευτεριάς του. Όσοι, στ'
όνομα τάχα μου του προλεταριακού διεθνισμού, αρνούνται αυτή την αλήθεια
και προβάλλουν το ψευτοσύνθημα: «ας βγάλουν οι ιμπεριαλιστές τα μάτια
τους», στην πραγματικότητα είναι κράχτες των ιμπεριαλιστικών επιδρομών.
Γιατί, ανεξάρτητα από το αν βγάζουν μεταξύ τους τα μάτια τους οι
ιμπεριαλιστές, οι συνέπειες των καυγάδων τους και των πολέμων τους άμεσα
σχετίζονται με την τύχη των εργαζομένων μαζών, των λαών. Το
να είναι κανείς ειλικρινά ενάντια στους ιμπεριαλιστές, σημαίνει πώς
παλεύει υπέρ τής ανεξαρτησίας των εθνών, υπέρ της αυτοτέλειάς τους. Οι
πόλεμοι στην εποχή μας προκαλούνται από τις αντιθέσεις του μονοπωλιακού
καπιταλισμού. Μα ποτέ δεν έχουν την ίδια σημασία για όλους τους λαούς,
στη μια ή στην άλλη στιγμή. Όταν μια ιμπεριαλιστική χώρα επιτίθεται,
χρέος των εργαζομένων μαζών της είναι να βάλουν τέρμα στην επιδρομή. Η
χώρα πού δέχεται την επιδρομή, ανεξάρτητα αν είναι ή δεν είναι
ιμπεριαλιστική, είναι το θύμα. Ο λαός της πρέπει να πολεμήσει τον
επιδρομέα, πρέπει να υπερασπίσει την εδαφική ακεραιότητα του τόπου του. Αυτό όμως καθόλου δεν σημαίνει α priori
υπεράσπιση της ντόπιας άρχουσας τάξης πραγμάτων, των ντόπιων
ιμπεριαλιστών και αντιδραστικών. Κάτι τέτοιο μονάχα οι εχθροί των
εργαζομένων μπορούνε να το κάνουν. Όταν οι πρωσικές στρατιές είχαν
εισβάλει στη Γαλλία το 1870, ο παλαίμαχος επαναστάτης Μπλανκί έριξε το
σύνθημα: «Η πατρίδα βρίσκεται σε κίνδυνο». Μα ταυτόχρονα καλούσε την
εργατιά σε επαγρύπνηση και κατηγορηματικά δήλωνε: «Δεν είναι δυνατό να
υποστηριχτεί μια κυβέρνηση που θα προδώσει το έθνος». Το
ζήτημα, λοιπόν, είναι όχι αν θα υπερασπιστεί ο λαός την εδαφική
ακεραιότητα της χώρας του, και την εθνική ανεξαρτησία του, αλλά με ποιο
τρόπο θα πετύχει κάτι τέτοιο. Με άλλα λόγια το όλο ζήτημα σχετίζεται με
το πρόβλημα της εθνικής ενότητας. Απ' όσα αναφέραμε, μα κι από την ίδια
την πρόσφατη πλούσια ιστορική πείρα του τόπου μας, είναι ολοφάνερο πώς η
αστική τάξη εκείνο πού θέλει να υπερασπίζεται είναι τα ταξικά της
συμφέροντα, άρα και το καθεστώς της ξένης εξάρτησης και κηδεμονίας. Το
απόδειξε όταν το 1941, τρομαγμένη από την αντιφασιστική ενότητα και πάλη
του λαού, άνοιξε τις πόρτες στις χιτλερικές ορδές και κήρυξε τον
τερματισμό του πολέμου (ακόμα και τα ανώτατα πνευματικά ιδρύματα κήρυξαν
τότε την αποστράτευση του ελληνικού λαού). Το απόδειξε όταν η ηγεσία
της Εθνικής Αντίστασης, στ' όνομα της εθνικής ενότητας και προδίνοντας
απροσχημάτιστα το ρόλο της, παράδινε την ηγεσία του έθνους στην αστική
τάξη (συμφωνία του Λιβάνου). Ακολουθήσε η ένοπλη συντριβή της Εθνικής
Αντίστασης, ο εμφύλιος σπαραγμός και η επαναφορά του καθεστώτος της
ξένης εξάρτησης και κηδεμονίας. Το απόδειξε στην περίπτωση της Κύπρου.
Όταν η ηγεσία της αριστεράς (ΑΚΕΛ, ΚΚΕ, ΕΔΑ)- και πάλι στ' όνομα της
εθνικής ενότητας- παράδωσαν την ηγεσία του εθνικοαπελευθερωτικού
κινήματος στην αστική τάξη, αυτή οδήγησε το ρωμαλέο κίνημα στη
συνθηκολόγηση (συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου) και την Κύπρο στον
αφανισμό (εθνικός διχασμός και τουρκική κατοχή). Η εθνική συμφορά του
Ιούλη 1974 πηγαίνει τώρα να ολοκληρωθεί. Η διαπίστωση πως η ελληνική
αστική τάξη δεν είναι σε θέση ούτε την εθνική ενότητα να πραγματώσει,
ούτε τα εθνικά συμφέροντα να υπερασπίσει, δεν λύνει αυτόματα το πρόβλημα
της εθνικής ενότητας. Η διαπίστωση είναι σίγουρα σημαντική γιατί μας
δείχνει, από άποψη ταξική, ποιος μπορεί να είναι ο φυσικός ηγέτης του
ελληνικού έθνους. Γιατί μας δείχνει ποιος είναι εκείνος πού μπορεί να
πραγματώσει την τόσο απαραίτητη εθνική ενότητα. Είναι εκείνος που
βρίσκεται στην αντίπερα όχθη , δηλαδή η εργατική τάξη. Μα
αν η εργατική τάξη είναι ο φυσικός ηγέτης του έθνους, στην πράξη,
εξακολουθεί να είναι ό μεγάλος καταπιεσμένος της κοινωνίας μας. Δεν
είναι η άρχουσα τάξη. Κατά συνέπεια καλείται να παίξει τον εθνικό
ηγετικό ρόλο της μέσα σε συνθήκες πού καθόλου δεν την ευνοούν.
Όντας η κύρια καταπιεσμένη τάξη της κοινωνίας, δεν υπερέχει. Αντίθετα
δέχεται την ολόπλευρη καταπίεση της αστικής τάξης (οικονομική,
ιδεολογική, πολιτική). Τα ξεχωριστά άτομα συγκροτούνται σε τάξη μονάχα
στην περίπτωση που είναι υποχρεωμένα να διεξάγουν κοινούς αγώνες ενάντια
σε κάποια άλλη τάξη. Διαφορετικά, παρ' όλο που ανήκουν στην ίδια τάξη
ανταγωνίζονται μεταξύ τους σαν να είναι εχθροί. Αυτή η αλήθεια ισχύει
για όλες τις τάξεις, άρα και για την εργατική. Η εργατική
τάξη, λοιπόν, χρειάζεται τα μέλη της να διεξάγουν κοινούς αγώνες ενάντια
στην αστική τάξη, αγώνες οικονομικούς, ιδεολογικούς, και προπαντός
πολιτικούς. Η εργατική τάξη χρειάζεται να έχει τη δική της ιδεολογία που
να δημιουργεί την απαραίτητη συνεκτικότητα στις γραμμές της εργατιάς.
Όλα τα μέλη της εργατικής τάξης πρέπει να αισθάνονται πως ανήκουν στην
ίδια τάξη. Η εργατική τάξη χρειάζεται την ιδεολογία της, αυτή που να
πείθει τους εργάτες για τον πρωτοποριακό ρόλο της τάξης τους στη
γενικότερη κοινωνική εξέλιξη. Η εργατική ιδεολογία πρέπει
ακόμα να τραβάει με το μέρος της εργατικής τάξης την πλειοψηφία του
έθνους, δηλαδή τις εργαζόμενες μάζες της υπαίθρου και της πόλης. Η
εργατική ιδεολογία πρέπει να πείθει ότι η εργατική τάξη αγωνίζεται για
τη λευτεριά, το καλό και την ευτυχία όλων των εργαζομένων. Και για να το
πετύχει αυτό πρέπει ν' αποδείξει το σάπισμα και την αντιδραστικότητα
της αστικής τάξης. Έτσι μονάχα μπορεί να ενεργοποιηθεί η πλειοψηφία του
έθνους ενάντια στην αστική τάξη. Και τίς ιστορικές αυτές ευθύνες και
υποχρεώσεις της εργατικής τάξης, απέναντι στον εαυτό της και στο έθνος,
δεν μπορούν να τις επωμιστούν άλλοι «σωτήρες» της και «πατεράδες» της
(λ.χ. διάφοροι αστοί και μικροαστοί διανοούμενοι που τις ήμερες μας
είναι τον συρμού να συγκροτούν οργανώσεις με βαρύγδουπα ονόματα). Είναι
αλήθεια πώς το προλεταριάτο υποχρεωτικά παίρνει απ' έξω τη θεωρία του.
Μα η θεωρία αυτή υλοποιείται, γίνεται δύναμη, εκεί όπου ηγεμονεύει η
εργατική τάξη. Καθόλου δεν είναι αλήθεια πως μπορεί οποιαδήποτε ομάδα,
ακόμα και των πιο θαρραλέων και πραγματικών θεωρητικών τον
προλεταριάτου, να αντικαταστήσει την εργατική τάξη ή να της επιβάλει τα
καθήκοντά της. Όπου δεν ηγεμονεύει το προλεταριάτο, εκεί απουσιάζει και η
επανάσταση (Λένιν). Όλοι οι πιο πάνω όροι είναι απαραίτητοι και για την πραγμάτωση της εθνικής ενότητας με ηγέτη την εργατική τάξη.
Στις σημερινές συνθήκες του τόπου μας, όπως παρατηρεί ο Α. Σιαπκαράς,
«αυτό τό όποίον δεν θέλει να δεχθή ή κυβέρνησις, εις τήν πράξιν
γίνεται. Εις τήν πράξιν έχομεν πόλεμον..» . Έχουμε τον ακήρυχτο πόλεμο
της Τουρκίας κι όλων εκείνων που φανερά ή κρυφά την παρακινούν. Και σ'
αυτό το σημείο παρουσιάζεται κοινότητα σκοπού όλων των τάξεων της
ελληνικής κοινωνίας: όλες θέλουν ν’ ανακοπεί η επιθετικότητα των ξένων.
Μα η κάθε τάξη βλέπει με διαφορετικό μάτι την κοινή επιδίωξη.
Άλλο πράγμα σημαίνει για την αστική τάξη απόκρουση του εξωτερικού
κινδύνου κι άλλο για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα. Ο κοινός
σκοπός τής απόκρουσης της ξενικής επιθετικότητας δεν καταργεί τα
συμφέροντα των τάξεων. Έτσι, αν με μέσο την εθνική ενότητα, η αστική
τάξη πραγματώσει τους σκοπούς της, τότε κλείνει το δρόμο για την
πραγμάτωση των σκοπών της εργατικής τάξης. Και το αντίθετο μπορεί φυσικά
να συμβεί. Όπως καταλαβαίνουμε η εθνική ενότητα δεν είναι αυτοσκοπός.
Είναι συγκεκριμένη ανάγκη πού ξεπηδάει μέσα από συγκεκριμένες συνθήκες
και έχει διττό χαρακτήρα: μπορεί να είναι τόσο επαναστατική, όσο και
αντεπαναστατική. Αυτός που της δίνει τον χαρακτήρα της είναι ποια τάξη
ηγείται στην ενότητα του έθνους και ποιοι είναι οι σκοποί της τάξης
αυτής.
Όπως τονίσαμε, η ελληνική αστική τάξη αυτή τη στιγμή, όπως έχει κάνει
και παλιότερα, γυρεύει μια καλύτερη θέση στον παγκόσμιο αποικιοκρατικό
καταμερισμό της εργασίας, ένα καλύτερο μερτικό από την καταλήστεψη της
περιφέρειας. Δεν κάνει κανένα αντιιμπεριαλιστικό αγώνα, όπως διαλαλούν
οι «προοδευτικοί» κ.λπ. ιδεολόγοι της. Οι επιδιώξεις της δεν ταυτίζονται
ούτε με τα εθνικά συμφέροντα, ούτε μ’ εκείνα της κοινωνικής προόδου. Το
γεγονός ότι αμφισβητεί την αμερικανοκρατία και πως υποστηρίζει πολλές
θέσεις του δυτικοευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού (του δεύτερου κόσμου, όπως τον
ονομάζουν οι σύγχρονοι πολιτειολόγοι) δεν αλλάζει την πραγματικότητα
αυτή. 0 ελληνικός μονοπωλιακός καπιταλισμός κι ο φορέας του- η αστική
τάξη - δεν μπορούνε να είναι και φορείς των πόθων και των επιδιώξεων της
εργατικής τάξης και των εργαζομένων μαζών. Γι’ αυτόν
ακριβώς το λόγο η αστική τάξη δεν μπορεί να πραγματώσει την αληθινή
εθνική ενότητα, ούτε και να εξασφαλίσει την εθνική ανεξαρτησία και τη
λευτεριά τού ελληνικού λαού. Γι' αυτό ακριβώς το λόγο και η πολιτική της
για την υπεράσπιση της «εθνικής επιβίωσης» δεν μπορεί να οδηγήσει παρά
μονάχα σ' αποτυχία. Η πολιτική της είναι κράμα αλαζονείας και υποτέλειας
(ξενοδουλείας). Η αλαζονεία της πηγάζει από την ηγεμονική -
εκμεταλλεύτρια φύση της, από το ρόλο της πού διαδραματίζει τοπικά και
διεθνικά. Η συνθηκολόγα- ξενόδουλη συμπεριφορά της προέρχεται από το
φόβο της μπροστά στον ταξικό εχθρό, την εργατική τάξη. Κι από την
υποταγή της στους μεγάλους κυρίαρχους τού κόσμου. Γι' αυτό και είναι
τυχοδιωκτική. Γι' αυτό και δεν μπορεί να υπερασπίσει το έθνος.
Η εργατική τάξη της Ελλάδας από τον ίδιο τον κοινωνικό
της ρόλο, είναι ανιδιοτελής. Θέλει να υπερασπίσει το έθνος από τούς
κινδύνους πού διατρέχει. Και σ' αυτό ταυτίζονται τα ταξικά της και τα
εθνικά συμφέροντα. Γιατί η υπεράσπιση του έθνους σημαίνει ταυτόχρονα
καταπολέμηση του καθεστώτος της ξένης εξάρτησης και κηδεμονίας, του
καθεστώτος που καταδικάζει την εργατική τάξη και τους άλλους
εργαζόμενους να ζουν στα περιθώρια της κοινωνίας. Σαν τάξη καταπιεσμένη,
δεν μπορεί να δημιουργήσει την εθνική ενότητα παρά μονάχα στη βάση της
δημοκρατικής ενότητας των λαϊκών μαζών. Την εθνική ενότητα τη βλέπει και
την κατανοεί σαν έργο των ίδιων των πλατιών μαζών. Σαν η τάξη που η
τύχη της είναι αδιάρρηκτα δεμένη με την κοινωνική πρόοδο, αγωνίζεται για
την προκοπή ολόκληρου του λαού. Γι' αυτό και είναι ο φορέας όλων των
καλύτερων παραδόσεων του έθνους. Γι' αυτό ακριβώς το λόγο δεν πάσχει
ούτε από αλαζονεία, ούτε από ξενοδουλεία. Αντίθετα, η υπερηφάνεια της
και το φιλότιμό της είναι στοιχεία έξαρσης του λαού, πίστη στις δυνάμεις
του. (Γι’ αυτούς όλους τους λόγους μπορεί και να οδηγήσει σε επιτυχία
τον αγώνα για την εθνική επιβίωση και για την εθνική αναγέννηση).
Φυσικά, ανάμεσα στις γενικές διαπιστώσεις και στην υλοποίηση του
ηγεμονικού εθνικού ρόλου της εργατικής τάξης υπάρχει μεγάλη διαφορά. Το
πρόβλημα σήμερα πιά δεν είναι ποια από τις βασικές τάξεις της ελληνικής
κοινωνίας η αστική ή η εργατική είναι η καλύτερη. Η πρώτη είναι νύχτα. Η
δεύτερη είναι ημέρα. Αυτό αποδείχτηκε από την ίδια την ζωή. Το
ουσιαστικό πρόβλημα είναι με ποιο τρόπο η εργατική τάξη μπορεί να
πραγματώσει την εθνική ενότητα του ελληνισμού για ν' αποκρουστούν οι
κίνδυνοι, για να ανοιχτεί ο δρόμος για ένα πραγματικά ελεύθερο μέλλον.
Παρά τα άφθονα κηρύγματα για το σοσιαλισμό, παρά την πληθώρα
αριστερών κομμάτων και οργανώσεων, η αλήθεια είναι πώς σήμερα η ελληνική
εργατική τάξη υστερεί επικίνδυνα στον τομέα της ταξικής της πάλης. Η
δικιά της ανεξάρτητη πολιτική δραστηριότητα είναι σχεδόν ανύπαρχτη. Τα
δύο Κ.Κ.Ε μπορούν να μιλάνε στ' όνομα της εργατικής τάξης (δεν είναι στο
χέρι κανενός να αποτρέψει κάτι τέτοιο). Το ίδιο κάνουν κι άλλες νέες
οργανώσεις. Μα κανένας τους δεν ηγεμονεύεται από το προλεταριάτο. Κατά
συνέπεια είναι αδύνατο να μιλάμε για ύπαρξη εργατικής πολιτικής
πρωτοπορίας. Υπάρχουν κι εκείνοι που θέλουν να χτίσουν το σοσιαλισμό
χωρίς ή και ενάντια στην εργατική τάξη! Δεν το κρύβουν. Χωρίς δικιά της
πολιτική πρωτοπορία, η εργατική τάξη μπορεί να πραγματώσει την
απαιτούμενη από τις περιστάσεις εθνική ενότητα; Σίγουρα όχι. Άρα
μπορούμε να πούμε πώς δεν γίνεται τίποτα; Σίγουρα όχι. Ένα από τα μεγάλα
προτερήματα της εργατικής τάξης είναι πώς σφιχτοδένει τη θεωρία με την
πράξη. 'Οντας η ίδια αστείρευτη πηγή της θεωρίας - χάρη στην πράξη της
-έχει τη δυνατότητα μέσα στη συγκεκριμένη πάλη για την επίτευξη της
εθνικής ενότητας να οικοδομήσει και τον πρωτοποριακό πολιτικό φορέα της.
Σήμερα δίνεται η μεγάλη ευκαιρία να δοκιμαστεί η ειλικρίνεια όλων
εκείνων που αναγνωρίζουν, τουλάχιστον στα λόγια, τον πρωτοπόρο ρόλο της
εργατικής τάξης. Δεν έχουν παρά να τη βοηθήσουν ν' αναλάβει με
αποτελεσματικότητα το έργο της εθνικής ενότητας. Πραγματικά είναι η
εποχή των πράξεων κι όχι των λόγων. Η πλούσια ιστορική
εμπειρία της χώρας μας απόδειξε στο λαό πώς η εθνική ενότητα δεν μπορεί
να είναι πραγματικότητα όταν χτίζεται κάτω από την ηγεμονία της αστικής
τάξης. 'Ακόμα απόδειξε πώς η εθνική ενότητα είναι ολότελα
πλασματική όταν γίνεται στ' όνομα ενός ατόμου (λ.χ. στ' όνομα του
δικτάτορα Μεταξά). Η αληθινή εθνική ενότητα πραγματώνεται από τον ίδιο
το λαό, από τούς εργαζόμενους. Αυτοί πρέπει να κινητοποιηθούν. Κι αυτοί
μονάχα από την εργατική τάξη μπορούνε να ενεργοποιηθούν. Μέσα στην
καθημερινή πράξη, μέσα στον καθημερινό αγώνα για την απελευθέρωση της
Κύπρου από τον τουρκικό ζυγό, για την αυτοδιάθεση των Κυπρίων, για την
υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας, για την ελευθερία και
τη δημοκρατία του λαού, μπορεί η εργατική τάξη να οικοδομήσει το
ακαταμάχητο στρατόπεδο της εθνικής ανεξαρτησίας, της δημοκρατίας και της
λευτεριάς. Μονάχα όταν γίνει αναμφισβήτητη πραγματικότητα το στρατόπεδο
αυτό, μονάχα τότε θα μπορούμε να πούμε πως το ελληνικό έθνος θ'
αντιμετωπίσει νικηφόρα όλες τις νέες δοκιμασίες που του μαγειρεύουν οι
ιμπεριαλιστές και οι αντιδραστικοί. Μονάχα τότε θα μπορούμε να είμαστε
σίγουροι πώς δεν θα ανανεωθεί το καθεστώς της ξένης εξάρτησης και
κηδεμονίας κάτω από κάποια καινούργια μορφή ξενοκρατίας και ύστερα από
μια νέα εθνική καταστροφή».
Αυτά έγραφε για την εθνική ενότητα ο Ν. Ψυρούκης πριν 44 χρόνια. Οι προσπάθειες των κομμουνιστών για το σύγχρονο πρόγραμμα και κόμμα του 21ου αι.
οφείλουν να αφομοιώσουν την πρωτότυπη θεωρητική δουλειά που άφησε ως
παρακαταθήκη ο Ν. Ψυρούκης με το σύνολο του έργου του. Να την
προσεγγίσουν, όχι ως δόγμα, όχι ως ευαγγέλιο, αλλά με διαλεκτικό τρόπο
και να την προωθήσουν και αναπτύξουν με βάση τις σημερινές αλλαγές.
«Ξέρω αυτό που έλεγε ο Μαρξ: ότι το μεγαλύτερο υλικό αγαθό που έχει ο
άνθρωπος είναι η ελευθερία. Εγώ το κατέχω. Και αυτό το υλικό αγαθό μού
είναι αρκετό για να ζήσω και να συνεχίσω να πορεύομαι» (Ν. Ψυρούκης).
από: Kommon
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.