Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2023

Ταξίδι στο χρόνο με το Τραίνο της Καλαμπάκας (7ο Μέρος)

 

Η συνέχεια της ιστορίας του λήσταρχου καπετάν Φώτη Γιαγκούλα

| Ο έρωτας με τη Βαγγελιώ και η μαύρη Πρωτομαγιά στο Μεταξά | Συνέχεια από το προηγούμενο (6ο Μέρος) |.

{Η Ιστορία του Φώτη Γιαγκούλα: Να ξεχωρίσεις τον μύθο από την αλήθεια για την ιστορία του Γιαγκούλα είναι πολύ δύσκολο. Συνεχίζουμε την αφήγηση όπως τις περιγράφουν οι εφημερίδες της εποχής κρατώντας πάντα τις επιφυλάξεις μας για αν όντως ανταποκρίνονται στην αλήθεια σ.σ}.


Μαύρη Πρωτομαγιά στον Μεταξά

Σε λίγες μέρες ήταν Πρωτομαγιά του 1914 και οι Μεταξιώτες όπως και οι άλλοι κάτοικοι της Μακεδονίας τη γιόρταζαν στην ύπαιθρο όπου έβγαιναν όλοι οι Χωριανοί με φαγητά, αρνιά, κρασιά και λαούτα. Τα ίδια έκανε και ο Γιαγκούλας. Με την παρέα του και τα αρνιά που είχαν κλέψει από τον Αραχωβίτη πήγαν στο δάσος της «Μυρτιάς» και στρώθηκαν στο φαγοπότι. Εκεί, όπως είχαν συνεννοηθεί, ήρθε και η Βαγγελιώ με την οικογένειά της και κάθισαν κοντά στην παρέα του Φώτη. Αφού έφαγαν και ήπιαν αρκετό κρασί ήρθε και η ώρα του χορού. Οι «γύφτοι» με κάτι “πρωτόγονα” όργανα είχαν μπει σε ένα αλώνι στο κέντρο και άρχισαν να παίζουν. Η Βαγγελιώ παρότι την παρακαλούσαν οι συγγενείς δε σηκώθηκε να χορέψει. Όταν όμως πλησίασε στην παρέα ο Γιαγκούλας αυτή σηκώθηκε αμέσως και “ρώτησε’, με τα μάτια της, τον Φώτη αν της επιτρέπει να μπει στο χορό. Εκείνος της έγνεψε ναι και τότε πιάστηκε με τους άλλους. Ήταν όμορφη και αναψοκοκκινισμένη, λίγο από το κρασί, λίγο από τη ντροπή επειδή όλοι οι χωριανοί κάτι είχαν μυριστεί για τη σχέση της με τον Φώτο.

Ο έρωτάς του με τη Βαγγελιώ βάφεται με αίμα

Η Βαγγελιώ χόρεψε μερικούς χορούς με τον θείο της τον Μήτσο μπροστά να σέρνει το χορό. Όταν ο Μπαρμπαμήτσος κουράστηκε και κατέβηκε η Βαγγελιώ βρέθηκε πρώτη στο χορό. Τέντωσε το μαντήλι προς την παρέα που καθόταν ο Φώτης με τη σιγουριά ότι θα ήταν αυτός που θα το έπιανε. Όμως, για κακή του τύχη, το μαντήλι το άρπαξε ο Θύμιος που ήταν στην παρέα του Γιαγκούλα και όπως ήταν ζαλισμένος από το κρασί δεν κατάλαβε όλες τις κινήσεις που προηγήθηκαν. Όλοι οι χωριανοί πάγωσαν επειδή ήξεραν τον χαρακτήρα του Φώτη και τα όργανα σταμάτησαν να παίζουν.

-Γιατί ρε Θύμιο έπιασες το μαντήλι του κοριτσιού αφού είδες ότι πήγαινα εγώ προς τα εκεί;

- Αφού εγώ το πρόλαβα, λέει ο Θύμιος.

- Εσύ να πας να πιάσεις το μαντήλι της αδερφής σου που δε συμμαζεύεται, του λέει ο Φώτης.

Αυτό ήταν! Ο Θύμιος προσβλήθηκε που του μίλησε έτσι για την αδερφή του και τραβώντας το μαχαίρι του όρμησε στον Γιαγκούλα. Εκείνος πιο γρήγορος και δυνατός κάρφωσε το μαχαίρι του στο λαιμό του Θύμιου τραυματίζοντας ταυτόχρονα και τον θείο της Βαγγελιώς. Όλοι οι παριστάμενοι έμειναν με το στόμα ανοιχτό βλέποντας να εξελίσσεται μπροστά στα μάτια τους ένα τέτοια άγριο φονικό.

Η Βαγγελιώ με τον Κώτσιο, αδερφό του Φώτη Γιαγκούλα, στις φυλακές Κοζάνης ( εφ.Έθνος 30/3/1925)

Όμως το σκηνικό αυτό το παρακολούθησε και ο Λοχίας Αναγνωσταράς που καθόταν εκεί κοντά μαζί με τρεις φαντάρους και γλεντούσαν κι αυτοί. Επακολούθησε μια μάχη με τον Γιαγκούλα και τους φίλους του από τη μια και του λοχία με τους στρατιώτες από την άλλη. Ο Λοχίας βλέποντας πως θα χυνόταν κι άλλο αίμα αναγκάστηκε να πυροβολήσει. Έτσι ο Γιαγκούλας υπό την απειλή του όπλου παραδόθηκε στον Λοχία ο οποίος ανέθεσε σε δυο στρατιώτες να τον παραδώσουν στον Αστυνομικό Σταθμό.

Στο δρόμο ο Γιαγκούλας έβριζε τον σκοτωμένο φίλο του, τον Θύμιο αλλά φερόταν ευγενικά στους στρατιώτες λέγοντας πως έτσι κι αλλιώς έχει δίκιο και θα αθωωθεί. Όλα αυτά αποκοίμισαν τους φαντάρους και άπειροι όπως ήταν στάθηκαν χαλαροί απέναντί του. Κάποια στιγμή, λίγα μέτρα πριν να φθάσουν στο σταθμό, ο Γιαγκούλας άρπαξε το μαχαίρι ενός στρατιώτη, που το είχε στη μέση του, και το κάρφωσε στην κοιλιά του δεύτερου φαντάρου. Ο άλλος φαντάρος φοβούμενος μην έχει την τύχη του συναδέλφου του το έβαλε στα πόδια.

Αυτό ήταν, ο δρόμος δεν είχε γυρισμό πλέον για τον Φώτη Γιαγκούλα. Τράβηξε γρήγορα για το σπίτι του, πήρε το γκρα και αρκετές σφαίρες και ξεκίνησε για το δάσος της Λωζιανής που απείχε τρεις ώρες δρόμο από το Μεταξά.

Ήταν το πρώτο βήμα της ληστρικής του διαδρομής που χάρη της ευφυΐας, της τόλμης, της διορατικότητας και της αποφασιστικότητας σε συνδυασμό με την αγριότητα και την σαδιστική αδιαφορία για την ανθρώπινη ζωή, έγινε διάσημος σε ολόκληρη την Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. [1]

Ο Φόνος του Θόδωρου, αδερφού του Θύμιου

Όμως το «γαϊτανάκι» του αίματος για τα μάτια της Βαγγελιώς που ξεκίνησε με τον φόνο του Θύμιου δεν σταματάει εκεί αλλά έχει και συνέχεια.

Ο Γιαγκούλας ανέβηκε στο δάσος της Λουζιανής (Ελάτης), όπου είχαν λημέρι πολλές συμμορίες, με σκοπό να γίνει μέλος της Συμμορίας του Κατσίβελου αλλά έπεσε πάνω στα παλικάρια του Λήσταρχου Μπαλμπάνη. Εκεί βρήκε και τον Χωριανό του τον Γκανάτσιο, που ήταν πρωτοπαλίκαρο και έτσι δέχτηκε τελικά να προσχωρήσει στην συμμορία Μπαλμπάνη όπου, μετά τα «ανδραγαθήματά» του, έγινε δεκτός μετά χαράς.

Ο αδερφός του Θύμιου, Θόδωρος, θέλει να εκδικηθεί το θάνατο του αδερφού του και βγήκε μάλιστα μαζί με τα αποσπάσματα να τον κυνηγήσει αλλά δεν τον βρήκαν πουθενά. Γι αυτό προσπαθεί με κάθε τρόπο να αναγκάσει τον Γιαγκούλα να βγει από το λημέρι του και να κατέβει στο Χωριό του, τον Μεταξά, για να λογαριαστούν. Έτσι όταν βρίσκει στο δρόμο του τη Βαγγελιώ πάνω σ ένα μουλάρι που πήγαινε φαί στους εργάτες που δούλευαν στα κτήματα του πατέρα της του ήρθε η ιδέα να την απαγάγει για να αναγκάσει τον Γιαγκούλα να έρθει να την ψάξει. Την άρπαξε άγαρμπα από το πόδι, την έριξε κάτω από το μουλάρι και άρχισε να τη σβαρνίζει. Η Βαγγελιώ έβαλε τις φωνές, την άκουσαν και έτρεξαν για βοήθεια κάποιοι χωριανοί που την έσωσαν από τα χέρια του Θόδωρου. Ήταν όμως σε πολύ άσχημη κατάσταση. Έκατσε κι έγραψε ένα γράμμα στον αγαπημένο της Φώτο και το πήγε σ ένα φίλο του κτηνοτρόφο ο οποίος το έστειλε με τον γιό του στο λημέρι του Γιαγκούλα. Μετά από μια δεκάωρη αναζήτηση κατάφερε να βρει τον ληστή και να του παραδώσει το γράμμα.

Ο Γιαγκούλας μόλις διάβασε το γράμμα δάγκωσε τα χέρια του. «Πάμε τώρα στο Μεταξά» είπε στους ληστές. Όμως ο καπετάνιος, ο Μπαλμπάνης, δεν συμφώνησε γιατί είχε ετοιμάσει άλλη «δουλειά» για εκείνο το βράδυ. Πήγαν λοιπόν σε ένα χωριό που βρίσκονταν στο δρόμο Σερβίων- Κοζάνης και έστησαν ενέδρα για να ληστέψουν τους διερχόμενους. Εκεί σταμάτησαν μια άμαξα που είχε μέσα τέσσερις εμπόρους που πήγαιναν στα Σέρβια για δουλειές. Πριν όμως τελειώσουν τη ληστεία εμφανίστηκαν τέσσερα φορτηγά με Σενεγαλέζους στρατιώτες που είχαν διοικητή έναν Γάλλο αξιωματικό. Ακολούθησε μάχη όπου σκοτώθηκαν και οι τέσσερις έμποροι αλλά και τέσσερις ληστές μεταξύ αυτών και ο αρχηγός τους ο Μπαλμπάνης. Η Συμμορία όταν διέφυγε τον κίνδυνο μαζεύτηκε και ψήφισε για νέο αρχηγό τον Φώτη Γιαγκούλα.

Δυο μέρες μετά η συμμορία με επικεφαλή τον Γιαγκούλα κατέβηκε στο Χωριό μεσάνυχτα και τράβηξε στο σπίτι του Θόδωρου, τον άρπαξε όπως ήταν άντυτος για να τον πάνε στο λημέρι τους. «Γιατί πείραξες τη Βαγγελιώ; Αν ήσουν άνδρας εμένα έπρεπε να χτυπήσεις. Θα σε τυραννήσω άσχημα πριν να πεθάνεις». Και όντως αυτό έκανε. Σε όλη τη διαδρομή τον τρυπούσε με το μαχαίρι στα πόδια και στο κορμί του. Όταν δεν μπορούσε πλέον να περπατήσει τον κρέμασε ανάποδα σε ένα δέντρο και τον έκαψε ζωντανό! Κατόπιν έστειλε και ένα γράμμα στον πρόεδρο του Χωριού που του περιέγραφε τα πάθη του Θόδωρου και προειδοποιούσε πως την ίδια τύχη θα έχει όποιος βγει απέναντί του. [2]

Συνεχίζεται….

Γράφει ο «Ο θερμαστής»

Πηγές:

  1. ΕΘΝΟΣ 12/1/1925
  2. ΕΘΝΟΣ 13 και 14/1/1925

www.kozani.tv

 αναδημοσίευση από:Ταξίδι στο χρόνο με το Τραίνο της Καλαμπάκας (7ο Μέρος) | Η συνέχεια της ιστορίας του λήσταρχου καπετάν Φώτη Γιαγκούλα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.