Του Νίκου Γουρλά
Η μάχη για να μην περάσει το ασφαλιστικό έκτρωμα του Κατρούγκαλου φαίνεται ότι οδηγείται σε μια ακόμα οπισθοχώρηση για το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα.
Μετά το κλείσιμο του αγώνα των αγροτών και την έξαρση του προσφυγικού ζητήματος οι αντιδράσεις για το ασφαλιστικό μέρα με τη μέρα φθίνουν πλην ορισμένων κατηγοριών όπως δικηγόροι, συμβολαιογράφοι κλπ.
Στην πραγματικότητα όλα φαίνεται πως έχουν κλείσει και συμφωνηθεί. Ο Κατρούγκαλος ομολογεί εμμέσως πως με τους «δανειστές» τα βασικά έχουν κλείσει παραδεχόμενος πως η συζήτηση περιορίζεται στο πόσο θα είναι το ύψος της εθνικής σύνταξης - 320 ευρώ λέει το κουαρτέτο, 384 ευρώ λέει η κυβέρνηση - και σχετικά με την «προσωπική διαφορά», η οποία θα ανέστειλε τις μειώσεις στη σύνταξη των ήδη συνταξιούχων για δύο-τρία χρόνια με το κουαρτέτο να θέλει άμεση εφαρμογή των μειώσεων. Είναι εύκολο κανείς να μαντέψει τη συνέχεια.
Η κυβέρνηση προσπαθεί να περάσει στην αντεπίθεση με εκβιασμούς, και ψευτοδιλήμματα του τύπου: «Τι θέλετε, να κόψουμε τις συντάξεις ή να αυξήσουμε τις εισφορές των ασφαλισμένων;». Κάνει ακριβώς ό,τι έκανε και πριν η συγκυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου. Επιχειρεί, δηλαδή, να στρέψει τη μια ομάδα ασφαλισμένων και συνταξιούχων ενάντια στην άλλη. Μέρος της κυβερνητικής προπαγάνδας αποτελεί ο ισχυρισμός ότι οι αλλαγές που προωθεί στο Ασφαλιστικό έχουν το στοιχείο της δικαιοσύνης, μιλώντας ακόμα και για «ταξικό πρόσημο»!.. Φυσικά η μόνη δικαιοσύνη που υπάρχει στα μέτρα της, είναι ότι πλήττουν τους πάντες και εξισώνουν όλους προς τα κάτω σε ό,τι αφορά τις συντάξεις και τα άλλα εργατικά δικαιώματα.
Στο παιχνίδι των εκβιασμών και των ψευτοδιλημμάτων η κυβέρνηση έχει αρωγό το Δ.Ν.Τ - η Λαγκάρντ συνδέει το παραμύθι της ελάφρυνσης του χρέους με την ψήφιση του ασφαλιστικού νομοσχεδίου. Τέλος, πρέπει να επισημάνουμε ότι σε στενή σύνδεση με το ασφαλιστικό στις λεγόμενες διαπραγματεύσεις συζητούνται η απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων, η παραπέρα περιστολή των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, οι νέες ανατροπές στις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Οι δηλώσεις του ΟΟΣΑ να μην υπάρχει θεσμοθετημένος κατώτατος μισθός, αυτήν ακριβώς την πολιτική υπηρετούν.
Απέναντι σε αυτή την κατάσταση το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα παρά τις προσδοκίες που γεννήθηκαν από την απεργία στις 4/2 αντέδρασε σπασμωδικά, χωρίς σχέδιο, στην ουσία με γραμμή ήττας. Σε αυτό συμβάλλουν και τα κατ’ ευφημισμόν «πανεργατικά» συλλαλητήρια των ΓΣΕΕ- ΑΔΕΔΥ την προηγούμενη Τετάρτη στην Αθήνα.
Γιατί πώς αλλιώς να εξηγηθεί ότι μετά την 4/2 οι πλειοψηφίες της ΓΣΕΕ, δυστυχώς και με τη συμφωνία του ΠΑΜΕ, συμφώνησαν να μην υπάρξει κανενός είδους απεργιακή κλιμάκωση παρά μόνο όταν κατατεθεί το νομοσχέδιο;
Αυτό υποδηλώνει παραίτηση από τη βασική επιδίωξη και στόχο του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος που ήταν «να μην κατατεθεί το νομοσχέδιο».
Μια τέτοια πρακτική δεν προεξοφλεί την έκβαση της μάχης, αφού η επομένη απεργιακή δράση θα είναι όταν κατατεθεί το νομοσχέδιο; Δεν μετατρέπουν την εργατική τάξη σε θεατή των εξελίξεων; Δεν καλλιεργούν την ηττοπάθεια και την παραίτηση ενώ δίνουν έδαφος στους επικοινωνιακούς σχεδιασμούς της κυβέρνησης για να ισχυριστεί στο τέλος ότι «αποφύγαμε τα χειρότερα»;
Το συμπέρασμα από τη μέχρι τώρα μάχη του ασφαλιστικού είναι ότι χάθηκε η ευκαιρία να στήσει το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα τα δικά του «μπλόκα».
Αν οι αγρότες με τον αγώνα τους κατέκτησαν έστω κι αυτά τα ελάχιστα, ήταν ακριβώς γιατί πήραν οι ίδιοι τον αγώνα στα χέρια τους. Δεν εμπιστεύτηκαν καμιά ΠΑΣΕΓΕΣ, καμιά ξεπουλημένη αγροτική γραφειοκρατία, αλλά μέσα από τις συνελεύσεις των μπλόκων ανέδειξαν τις φυσικές ηγεσίες τους, οι οποίες είχαν τον πρώτο λόγο και διαπραγματεύτηκαν τελικά με την κυβέρνηση. Όποιες και αν ήταν αυτές. Παρά τις αντιφάσεις και το ποιες λογικές τελικά ηγεμόνευσαν, αβίαστα βγαίνει το συμπέρασμα ότι μόνο ο οργανωμένος από τα κάτω λαός μέσα από τις πρωτοβάθμιες συλλογικότητες μπορεί να επιβάλει λύσεις.
Οι ταξικές δυνάμεις, οι δυνάμεις της συνδικαλιστικής αριστεράς, έχουν τεράστια ευθύνη που δεν υπηρέτησαν αυτή τη λογική, παρά το γεγονός ότι πολλά ρεύματα του ταξικού εργατικού κινήματος την εξάγγελλαν.
Έλειψε η εργατική ενότητα δράσης ταξικών αγωνιστικών σωματείων, συνδικάτων, ομοσπονδιών, επιτροπών αγώνα, εκπροσώπων από μεγάλους κλάδους, συνταξιούχους, που θα συνένωνε καταρχήν τις μαχητικές ταξικές πρωτοπορίες, που θα συμμαχούσε στη συνέχεια με τμήματα των μικρομεσαίων στρωμάτων σε ένα μεγάλο μέτωπο ανατροπής και που θα διεκδικούσε την πρώτη νίκη για το εργατικό και λαϊκό κίνημα στην εποχή της μνημονιακής λεηλασίας.
Για ακόμα μια φορά δεν έγινε δυνατή η υπέρβαση του κατακερματισμού και του κομματικού ανταγωνισμού μεταξύ των δυνάμεων της μαχόμενης Αριστεράς και των πρωτοποριών που λειτουργούν στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα. Προς την κατεύθυνση της ενότητας και της κοινής δράσης, ακούστηκαν μερικές ευοίωνες δηλώσεις, αλλά τα πραγματικά βήματα που έγιναν ήταν ελάχιστα και πάντως αναντίστοιχα προς την ανάγκη της στιγμής.
Κυρίως γιατί, δυστυχώς, οι δυνάμεις της συνδικαλιστικής Αριστεράς που θεωρούν αναγκαία προϋπόθεση για την ανάπτυξη των αγώνων την ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος, αντιλαμβάνονται την ενότητα ως συσπείρωση γύρω από τις ίδιες και την πολιτική τους γραμμή. Η ευθύνη συνεπώς δεν βρίσκεται μόνο στους Παναγόπουλους. Έχουν συνεπώς, στο μέτρο που τους αναλογεί, μερίδιο ευθύνης για τα επερχόμενα. Τα οποία επερχόμενα δεν προμηνύονται ευνοϊκά για την εργατική τάξη και τα μικρά και μεσαία στρώματα, μάλλον φέρνουν μια ήττα.
Εκτός κι αν η ίδια η ταξική πάλη και η όξυνσή της - που θα βαθύνει από την πολιτική αστάθεια, την παραπέρα όξυνση της καπιταλιστικής κρίσης, αλλά και την «κατάσταση πολιορκίας» που ενδέχεται να δημιουργήσει το προσφυγικό - οδηγήσει σε τέτοιες προσαρμογές της τακτικής του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος ώστε να δημιουργηθούν προϋποθέσεις μιας νέας αγωνιστικής λαϊκής ενότητας ανατροπής, την οποία θα επιβάλουν τελικά οι ίδιες οι καταπιεζόμενες και όλο και περισσότερο εξαθλιούμενες εργατικές μάζες.
Η μάχη για να μην περάσει το ασφαλιστικό έκτρωμα του Κατρούγκαλου φαίνεται ότι οδηγείται σε μια ακόμα οπισθοχώρηση για το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα.
Μετά το κλείσιμο του αγώνα των αγροτών και την έξαρση του προσφυγικού ζητήματος οι αντιδράσεις για το ασφαλιστικό μέρα με τη μέρα φθίνουν πλην ορισμένων κατηγοριών όπως δικηγόροι, συμβολαιογράφοι κλπ.
Στην πραγματικότητα όλα φαίνεται πως έχουν κλείσει και συμφωνηθεί. Ο Κατρούγκαλος ομολογεί εμμέσως πως με τους «δανειστές» τα βασικά έχουν κλείσει παραδεχόμενος πως η συζήτηση περιορίζεται στο πόσο θα είναι το ύψος της εθνικής σύνταξης - 320 ευρώ λέει το κουαρτέτο, 384 ευρώ λέει η κυβέρνηση - και σχετικά με την «προσωπική διαφορά», η οποία θα ανέστειλε τις μειώσεις στη σύνταξη των ήδη συνταξιούχων για δύο-τρία χρόνια με το κουαρτέτο να θέλει άμεση εφαρμογή των μειώσεων. Είναι εύκολο κανείς να μαντέψει τη συνέχεια.
Η κυβέρνηση προσπαθεί να περάσει στην αντεπίθεση με εκβιασμούς, και ψευτοδιλήμματα του τύπου: «Τι θέλετε, να κόψουμε τις συντάξεις ή να αυξήσουμε τις εισφορές των ασφαλισμένων;». Κάνει ακριβώς ό,τι έκανε και πριν η συγκυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου. Επιχειρεί, δηλαδή, να στρέψει τη μια ομάδα ασφαλισμένων και συνταξιούχων ενάντια στην άλλη. Μέρος της κυβερνητικής προπαγάνδας αποτελεί ο ισχυρισμός ότι οι αλλαγές που προωθεί στο Ασφαλιστικό έχουν το στοιχείο της δικαιοσύνης, μιλώντας ακόμα και για «ταξικό πρόσημο»!.. Φυσικά η μόνη δικαιοσύνη που υπάρχει στα μέτρα της, είναι ότι πλήττουν τους πάντες και εξισώνουν όλους προς τα κάτω σε ό,τι αφορά τις συντάξεις και τα άλλα εργατικά δικαιώματα.
Στο παιχνίδι των εκβιασμών και των ψευτοδιλημμάτων η κυβέρνηση έχει αρωγό το Δ.Ν.Τ - η Λαγκάρντ συνδέει το παραμύθι της ελάφρυνσης του χρέους με την ψήφιση του ασφαλιστικού νομοσχεδίου. Τέλος, πρέπει να επισημάνουμε ότι σε στενή σύνδεση με το ασφαλιστικό στις λεγόμενες διαπραγματεύσεις συζητούνται η απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων, η παραπέρα περιστολή των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, οι νέες ανατροπές στις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Οι δηλώσεις του ΟΟΣΑ να μην υπάρχει θεσμοθετημένος κατώτατος μισθός, αυτήν ακριβώς την πολιτική υπηρετούν.
Απέναντι σε αυτή την κατάσταση το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα παρά τις προσδοκίες που γεννήθηκαν από την απεργία στις 4/2 αντέδρασε σπασμωδικά, χωρίς σχέδιο, στην ουσία με γραμμή ήττας. Σε αυτό συμβάλλουν και τα κατ’ ευφημισμόν «πανεργατικά» συλλαλητήρια των ΓΣΕΕ- ΑΔΕΔΥ την προηγούμενη Τετάρτη στην Αθήνα.
Γιατί πώς αλλιώς να εξηγηθεί ότι μετά την 4/2 οι πλειοψηφίες της ΓΣΕΕ, δυστυχώς και με τη συμφωνία του ΠΑΜΕ, συμφώνησαν να μην υπάρξει κανενός είδους απεργιακή κλιμάκωση παρά μόνο όταν κατατεθεί το νομοσχέδιο;
Αυτό υποδηλώνει παραίτηση από τη βασική επιδίωξη και στόχο του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος που ήταν «να μην κατατεθεί το νομοσχέδιο».
Μια τέτοια πρακτική δεν προεξοφλεί την έκβαση της μάχης, αφού η επομένη απεργιακή δράση θα είναι όταν κατατεθεί το νομοσχέδιο; Δεν μετατρέπουν την εργατική τάξη σε θεατή των εξελίξεων; Δεν καλλιεργούν την ηττοπάθεια και την παραίτηση ενώ δίνουν έδαφος στους επικοινωνιακούς σχεδιασμούς της κυβέρνησης για να ισχυριστεί στο τέλος ότι «αποφύγαμε τα χειρότερα»;
Το συμπέρασμα από τη μέχρι τώρα μάχη του ασφαλιστικού είναι ότι χάθηκε η ευκαιρία να στήσει το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα τα δικά του «μπλόκα».
Αν οι αγρότες με τον αγώνα τους κατέκτησαν έστω κι αυτά τα ελάχιστα, ήταν ακριβώς γιατί πήραν οι ίδιοι τον αγώνα στα χέρια τους. Δεν εμπιστεύτηκαν καμιά ΠΑΣΕΓΕΣ, καμιά ξεπουλημένη αγροτική γραφειοκρατία, αλλά μέσα από τις συνελεύσεις των μπλόκων ανέδειξαν τις φυσικές ηγεσίες τους, οι οποίες είχαν τον πρώτο λόγο και διαπραγματεύτηκαν τελικά με την κυβέρνηση. Όποιες και αν ήταν αυτές. Παρά τις αντιφάσεις και το ποιες λογικές τελικά ηγεμόνευσαν, αβίαστα βγαίνει το συμπέρασμα ότι μόνο ο οργανωμένος από τα κάτω λαός μέσα από τις πρωτοβάθμιες συλλογικότητες μπορεί να επιβάλει λύσεις.
Οι ταξικές δυνάμεις, οι δυνάμεις της συνδικαλιστικής αριστεράς, έχουν τεράστια ευθύνη που δεν υπηρέτησαν αυτή τη λογική, παρά το γεγονός ότι πολλά ρεύματα του ταξικού εργατικού κινήματος την εξάγγελλαν.
Έλειψε η εργατική ενότητα δράσης ταξικών αγωνιστικών σωματείων, συνδικάτων, ομοσπονδιών, επιτροπών αγώνα, εκπροσώπων από μεγάλους κλάδους, συνταξιούχους, που θα συνένωνε καταρχήν τις μαχητικές ταξικές πρωτοπορίες, που θα συμμαχούσε στη συνέχεια με τμήματα των μικρομεσαίων στρωμάτων σε ένα μεγάλο μέτωπο ανατροπής και που θα διεκδικούσε την πρώτη νίκη για το εργατικό και λαϊκό κίνημα στην εποχή της μνημονιακής λεηλασίας.
Για ακόμα μια φορά δεν έγινε δυνατή η υπέρβαση του κατακερματισμού και του κομματικού ανταγωνισμού μεταξύ των δυνάμεων της μαχόμενης Αριστεράς και των πρωτοποριών που λειτουργούν στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα. Προς την κατεύθυνση της ενότητας και της κοινής δράσης, ακούστηκαν μερικές ευοίωνες δηλώσεις, αλλά τα πραγματικά βήματα που έγιναν ήταν ελάχιστα και πάντως αναντίστοιχα προς την ανάγκη της στιγμής.
Κυρίως γιατί, δυστυχώς, οι δυνάμεις της συνδικαλιστικής Αριστεράς που θεωρούν αναγκαία προϋπόθεση για την ανάπτυξη των αγώνων την ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος, αντιλαμβάνονται την ενότητα ως συσπείρωση γύρω από τις ίδιες και την πολιτική τους γραμμή. Η ευθύνη συνεπώς δεν βρίσκεται μόνο στους Παναγόπουλους. Έχουν συνεπώς, στο μέτρο που τους αναλογεί, μερίδιο ευθύνης για τα επερχόμενα. Τα οποία επερχόμενα δεν προμηνύονται ευνοϊκά για την εργατική τάξη και τα μικρά και μεσαία στρώματα, μάλλον φέρνουν μια ήττα.
Εκτός κι αν η ίδια η ταξική πάλη και η όξυνσή της - που θα βαθύνει από την πολιτική αστάθεια, την παραπέρα όξυνση της καπιταλιστικής κρίσης, αλλά και την «κατάσταση πολιορκίας» που ενδέχεται να δημιουργήσει το προσφυγικό - οδηγήσει σε τέτοιες προσαρμογές της τακτικής του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος ώστε να δημιουργηθούν προϋποθέσεις μιας νέας αγωνιστικής λαϊκής ενότητας ανατροπής, την οποία θα επιβάλουν τελικά οι ίδιες οι καταπιεζόμενες και όλο και περισσότερο εξαθλιούμενες εργατικές μάζες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.