Με λένε εξέγερση.
Η ηλικία μου απροσδιόριστη. Πρέπει να
γεννήθηκα τότε που φύτρωσε το παράπονο στο στήθος του σκλάβου και η
αδικία έγινε το καθημερινό ψωμί στα τραπέζια του κόσμου. Το σώμα μου
τράφηκε με ποτάμια αίματος, με αλυσίδες, με θυσίες με ανισότητες.
Με λένε εξέγερση.
Απόκτησα χίλια πρόσωπα, πότε γροθιά, πότε
κραυγή, πότε παράπονο, πότε οδόφραγμα, πότε ντουφέκι, πότε πλακάτ και
πύρινος λόγος, μα πάντα παρούσα και καλπάζουσα στα σταυροδρόμια της
ιστορίας.
Με λένε εξέγερση.
Έγινα τραγούδι στα χείλη των κυνηγημένων,
σημαία στους ιστούς των καταπιεσμένων, συνείδηση των θυμάτων και
υποσυνείδητο των θυτών. Έθνος μου όλα τα έθνη της γης και χώμα μου το
σώμα των μυριάδων σκοτωμένων στο όνομά μου.
Με λένε εξέγερση.
Αφουγκράστηκα τους μύχιους πόθους της
ανθρώπινης δυστυχίας και έγινα αποκούμπι, λυτρωτής και φωτοδότης σε
καθημερινούς Γολγοθάδες που γίνονταν Αναστάσεις και Λυτρώσεις. Έγινα
αμέτρητες φορές το καθαρτήριο της ανθρώπινης συνείδησης, η νέα αυγή σ’
έναν κόσμο σκοτεινό και απάνθρωπο.
Με λένε εξέγερση.
Γύρισα όλα τα μέρη του κόσμου. Άλλοτε στη
Ναζαρέτ, άλλοτε στην Αγία Πετρούπολη κι άλλοτε στην Τιεν Αν Μεν. Έγινα
έφοδος στα χειμερινά ανάκτορα, κατάληψη στο κάστρο της Βαστίλης. Μάης
παριζιάνικος, άνοιξη της Πράγας, ροβόλημα στους δρόμους της Αβάνας. Πότε
σπαθί στα χέρια του Σπάρτακου, πότε βόλι στο καριοφίλι του Καραΐσκάκη,
πότε λόγος θεϊκός στης Ιερουσαλήμ τα τείχη, πότε αντάριασμα στου Βιετνάμ
τους ορυζώνες, πότε σφεντόνα παιδική στης Παλαιστίνης την Ιντιφάντα και
πότε ανοιγμένο κεφάλι στου Σιάτλ το μετερίζι.
Με λένε εξέγερση.
Αδίκησα και αδικήθηκα, εμπιστεύτηκα και
απογοητεύτηκα, ξεκίνησα μα δεν τερμάτισα, κοιλοπόνεσα μα δεν γέννησα,
γονάτισα μα σηκώθηκα, γιατί ταυτίστηκα με τους ανθρώπους, γιατί είμαι
δικό τους έργο.
Με λένε εξέγερση.
Κι ήμουνα πάντα κοντά σας, έγινα
σύντροφός και ιδρώτας στην πονεμένη πορεία σας στο χρόνο. Ήμουνα πύρινα
λόγια Βελεστινλήδων στα Βαλκάνια, τα ματωμένα στάρια στα Κιλελέρ, τα
νεκρά κορμιά των καπνεργατών στη Σαλονίκη του ’36. Κι έπειτα έγινα ΟΧΙ
βροντερό στα χείλη τους και αντάρτικο τραγούδι στα θρυλικά βουνά τους.
Αργότερα πυρπόλησα τις καρδιές τους στη Λευκωσία και την Κερύνεια, κι
έγινα αγώνας ανένδοτος και βήμα γοργό στα πόδια του Λαμπράκη και 1-1-4
στις διαδηλώσεις της ψυχής τους.
Με λένε εξέγερση.
Με φυγάδευσαν στη σιωπή και στο βόλεμα τα
σκοτεινά χρόνια των αμερικανόδουλων πρακτόρων. Χώθηκα και πλαδάρεψα
εφτά χρόνια μαζί με τους Έλληνες στις πολυθρόνες της ντροπής και της
υποταγής. Μου ρούφηξε το αίμα η αντιπαροχή, το θαλασσοδάνειο, ο άγνωστος
πόλεμος της τηλεόρασης και η αποβλάκωση των γηπέδων. Έκανα πως δεν
άκουγα τις κραυγές αυτών των λίγων που σάπιζαν στις Γυάρους και τις
Μακρονήσους…
Με λένε εξέγερση.
Και ξανάνιωσα στις φλογισμένες ψυχές των
φοιτητών. Ξανάδα τον ήλιο στην ταράτσα της Νομικής, ξαναγεννήθηκα στα
αμφιθέατρα και στους δρόμους του Πολυτεχνείου το ’73.
Με λένε εξέγερση, με
λένε “Εδώ πολυτεχνείο – εδώ πολυτεχνείο, σας μιλά ο ραδιοφωνικός σταθμός
των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων
Ελλήνων”.
Τρεις μέρες γιόρτασα την άνοιξη μου και ήταν Νοέμβρης.
Έκλεισα τις τηλεοράσεις, έκλεισα τα
ραδιόφωνα, άνοιξα τις πόρτες, βγήκα στους δρόμους. Έγινα πλακάτ, φέιγ
βολάν, γραμμένο σύνθημα με μαρκαδόρο στους τοίχους της ιστορίας. “Κάτω η
χούντα”, “Έξω οι Αμερικάνοι”, “Θάνατος στον φασισμό”. Έγινα “Ψωμί –
Παιδεία – Ελευθερία”.
Με λένε εξέγερση.
Δεν μ’ έλιωσε η ερπύστρια του τανκ. Δεν
μ’ έσβησε η σιωπή των κρατητηρίων. Κάθε σπίτι έγινε κι ένα μου
κρησφύγετο, κάθε ψυχή κι ένα μου εικονοστάσι.
Με λένε εξέγερση.
Έσφιξα τα δόντια και χαμογέλασα στην
μεταπολίτευση και πριν προλάβω να ξαποστάσω είδα φίλους χθεσινούς να με
εξαργυρώνουν, πολιτικάντηδες να μου κάνουν στριπτίζ στα μπαλκόνια,
χθεσινούς εραστές να μ’ απατάν στην αγκαλιά της εξουσίας. Έγινα
εμπόρευμα και φανφάρες, κόκκινα παχιά χαλιά επισήμων, λόγοι δεκάρικοι σε
καλοταϊσμένα στόματα ψευδεπίγραφων αγωνιστών. Ασέλγησαν στο κορμί μου,
με έκαναν γιορτή καθεστωτική και με αποστέωσαν αυτοί που στην ουσία ποτέ
δεν μύρισαν το άρωμά μου.
Με λένε εξέγερση.
Λένε πως τώρα πια δεν έχω χώρο ζωτικό στα όνειρά σας.
Τώρα η ζωή σας έγινε εικονική
πραγματικότητα, φαστ φουντ, κινητή ψευδαιμονία, τζόγος χρηματιστηριακός
και πασαρέλα μιας ομορφιάς επίπλαστης, ντυμένης με τα σινιέ ρούχα της
μοναξιάς σας.
Κι όμως εγώ είμαι πάντα εδώ, κρυμμένη σε
κάποια σκοτεινή γωνιά σας. Όταν θα τελειώσετε με τα “limit up” σας, όταν
θα σας λιώσει το ελαστικό ωράριό σας, όταν θα σας πνίξει πια η μπόχα
των απόβλητων του τεχνικού πολιτισμού σας, όταν χτυπήσει και τη δικιά
σας πόρτα ο ρατσισμός και ο αποκλεισμός για τον οποίο τώρα αδιαφορείτε,
όταν θα γίνεται και σεις θύματα τούτης της παγκοσμιοποίησης που τώρα
θεοποιείτε, όταν συνειδητοποιήσετε ότι είστε τα αναλώσιμα υλικά στην
κρεατομηχανή των πολυεθνικών, τότε θα με θυμηθείτε.
Γιατί με λένε εξέγερση και είμαι η συνείδησή σας.
Γιατί πάντα θα σας φλογίζω τις ψυχές με τα λόγια του Τσε:
“Μας φαίνονταν μεγάλοι γιατί ήμασταν γονατιστοί…Ας εγερθούμε”.
Νίκος Π.
το κείμενο δημοσιεύτηκε σε καθημερινή εφημερίδα στις 17 Νοέμβρη 2000
αναδημοσίευση από: η Λέσχη | φτιάχνοντας τα τετράδια της ανυπότακτης θεωρίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.