του Κώστα Μάρκου
Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών, κατά την
τελετή παράδοσης του υπουργείου και ενώπιον του πρωθυπουργού Αλ. Τσίπρα,
έφερε στη δημοσιότητα τα σχέδια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ για
τμηματική επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης της χώρας στο Ιόνιο, στη
γραμμή Κυθήρων - Κρήτης και στους «κλειστούς κόλπους» του Σαρωνικού και
του Παγασητικού, από τα 6 στα 12 ν.μ., με Προεδρικά Διατάγματα (ΠΔ) που
είναι «έτοιμα», όπως είπε. Ας σημειωθεί ότι προ της παραίτησής του,
συναντήθηκε επί μακρόν με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Με αυτό τον τρόπο, ο Ν. Κοτζιάς έθεσε την κυβέρνηση σε μια ιδιότυπη
ομηρία. Ο Αλ. Τσίπρας, ως υπουργός Εξωτερικών πλέον, μετά τις έντονες
εγχώριες αντιδράσεις και τις ανοιχτές τουρκικές απειλές υπαναχώρησε και
αντί ΠΔ, υποσχέθηκε κοινοβουλευτικές διαδικασίες.
Φυσικά και είναι προτιμότερες οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες από τα διατάγματα, αλλά το κύριο θέμα δεν είναι εκεί.
Η Ελλάδα έχει το δικαίωμα της επέκτασης των χωρικών της υδάτων από τα
6 στα 12 ν.μ., όπως και του καθορισμού των ΑΟΖ, σύμφωνα με το Διεθνές
Δίκαιο. Οι απόψεις μέσα στην Αριστερά που δεν δέχονται γενικά αυτό το
δικαίωμα, δεν καταλαβαίνουν (ή κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν) ότι τα
χωρικά ύδατα και οι Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες δεν «ανήκουν στα
ψάρια», αλλά αποτελούν ιδιοκτησία των λαών. Έξω από αυτή την οπτική και
επειδή είναι γνωστό ότι τα ψάρια δεν μπορούν να ασκήσουν ιδιοκτησία, το
μόνο που απομένει είναι τα κυριαρχικά λαϊκά δικαιώματα να χαρίζονται
στις πολυεθνικές, εγχώριες και ξένες ή να αφήνονται ανεξέλεγκτα στους
χειρισμούς των κυβερνήσεων, της Ελλάδας, της Τουρκίας, των ΗΠΑ και
άλλων.
Δεν είναι τυχαίο, ότι η επαναστατική κυβέρνηση του Χο Τσι Μινχ
επέμεινε στο δικαίωμα αυτό για τα νησιά του κόλπου Τονκίν και ότι η
επίθεση των ΗΠΑ κατά του Βιετνάμ ξεκίνησε ακριβώς από εκεί στις αρχές
Αυγούστου 1964 με προβοκάτσια της CIA, επειδή
«Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αναγνώριζαν το όριο των δώδεκα μιλίων του
Διεθνούς Δικαίου Θαλάσσης στην περίπτωση του Βιετνάμ» (Tim Weiner, Η Ιστορία της CIA – Ερείπια και Στάχτες, σελ. 346, εκδ. Γκοβόστη).
H αναγνώριση ενός δικαιώματος δεν αποτελεί
παρά μια γενική αρχή. Από εκεί και πέρα αρχίζει η πολιτική, που οφείλει
να απαντήσει στα ερωτήματα, ποιος ασκεί το συγκεκριμένο δικαίωμα, με
ποιο τρόπο και σε ποιο χρόνο.
Και εδώ, το κύριο ζήτημα είναι ότι η ανακίνηση της επέκτασης των
χωρικών υδάτων απηχεί βαθύτερες και επικίνδυνες μεθοδεύσεις
συγκεκριμένων κύκλων της ελληνικής αστικής τάξης για μια επιθετική
αντιμετώπιση της Τουρκίας, με την ανοιχτή παρότρυνση αντίστοιχων κύκλων
της αμερικανικής κυβέρνησης (και άλλων δυτικών χωρών, ειδικά της
Γαλλίας), στις συγκεκριμένες συνθήκες των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών
στην Αν. Μεσόγειο και τη Μ. Ανατολή. Με την κυβέρνηση Τραμπ και τις ΗΠΑ
να πρωτοστατούν σε μια άκρως επικίνδυνη, τυχοδιωκτική και πολεμοχαρή
πολιτική, μαζί με το Ισραήλ και τη Σαουδική Αραβία και με αξιοποίηση των
Κούρδων.
Γνωστοί αμερικανικοί επιθετικοί κύκλοι ωθούν προς απομόνωση της
Τουρκίας στην Αν. Μεσόγειο, μέχρι και εξαναγκασμού της «να εγκαταλείψει
το ΝΑΤΟ γιατί μπορεί να το παραλύσει» (βλ. συνέντευξη του αναλυτή στο American Enterprise Institute, Μάικλ Ρούμπιν, Επίκαιρα, σελ. 14, τ. 399, 6/10/18).
Συνεπώς, εκτιμήσεις εντός της μαχόμενης Αριστεράς περί «ίσων
αποστάσεων» των ΗΠΑ απέναντι σε Ελλάδα και Τουρκία, στη σημερινή,
συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία, είναι το λιγότερο λανθασμένες. Οι
απόψεις αυτές μένουν στις τυπικές ανακοινώσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και
παραβλέπουν την πραγματικότητα: στην τωρινή συγκυρία, οι ΗΠΑ και οι
άλλες μεγάλες, δυτικές ιμπεριαλιστικές χώρες τάσσονται υπέρ του
ελληνικού κεφαλαίου και κατά του τουρκικού, επιδιώκοντας την υποταγή ή
την γεωπολιτική και οικονομική απομόνωση της Τουρκίας στην Αν. Μεσόγειο,
ειδικά από τα κοιτάσματα φυσικού αερίου και του αγωγούς του. Αντίθετα, η
Ρωσία και η Κίνα, τάσσονται προσεκτικά και αβέβαια, για την ώρα, υπέρ
της Τουρκίας.
Οι τάσεις αυτές εξάπτουν τις ονειρώξεις του ελληνικού κεφαλαίου για
ένα ρόλο αρχοντοχωριάτη στην Αν. Μεσόγειο και τα Βαλκάνια, ενώ
επιθετικές μερίδες της ελληνικής αστικής τάξης σπρώχνουν προς μια
στρατηγική συμμαχία με τις ΗΠΑ, σε αντιπαλότητα ειδικά με τη Ρωσία και
σε ανάλογα επιθετική, ρεβανσιστική πολιτική απέναντι στην Τουρκία,
θέτοντας σε διακύβευση την ειρήνη στην περιοχή.
Πολιτικοί φορείς αυτής της κατεύθυνσης είναι οι Καμμένος και Κοτζιάς
που ανταγωνίζονται μεταξύ τους για το ποιος θα είναι ο καλύτερος
εκφραστής της. Για την ώρα, το πάνω χέρι πήρε ο «δοκιμασμένος» δεξιός
εθνικιστής και γνωστός «άνθρωπος των αμερικανών». Η δε κυβέρνηση και ο
ΣΥΡΙΖΑ σύρονται όλο και περισσότερο σε αυτή την κατεύθυνση, παρά
υπαρκτές δευτερεύουσες διαφοροποιήσεις. Πρόκειται για στρατηγικές
επιλογές που ήδη βρομίζουν τα χέρια τους, μολύνουν τη χώρα και
δυναμιτίζουν την ειρήνη με τον τουρκικό και τους άλλους λαούς.
Αυτό σημαίνει προοπτικά, πορεία προς μια πρωτότυπη «επανάληψη» της
μικρο-ιμπεριαλιστικής μικρασιατικής εκστρατείας του 1922. Σε αυτή την
περίπτωση, το δόγμα ορισμένων αριστερών και κομμουνιστικών δυνάμεων,
«πολεμάμε σε κάθε περίπτωση», είναι όχι μόνο πρόωρο και
αποπροσανατολιστικό, αλλά και πολιτικά επικίνδυνο.
Φυσικά, ο δρόμος είναι μακρύς και περίπλοκος. Καθόλου δεν πρέπει να
αποκλείεται, μέσα στις συνεχείς και ακραίες μεταβολές συνθηκών και
συσχετισμών στην εποχή μας, να προσεταιριστούν οι ΗΠΑ την Τουρκία και
αυτή να επιχειρήσει να αρπάξει επιθετικά από την Ελλάδα αυτά που
διακηρύττει ότι της αναλογούν, με την ανοχή ή και την άδεια των ΗΠΑ:
ΑΟΖ, υφαλοκρηπίδες, ακόμη και νησιά, ακόμη και εδάφη. Ας μην ξεχνάμε ότι
η Τουρκία είναι ένας σχετικά αναπτυγμένος καπιταλισμός, μεσαιομεγάλου
ιμπεριαλιστικού βεληνεκούς, με ακροδεξιό ισλαμιστικό πολιτικό καθεστώς,
με έμπειρο και ετοιμοπόλεμο στρατό, ότι πρόκειται για μια κατοχική
δύναμη σε τρεις χώρες (Κύπρο, Συρία, ιδιόμορφα στο Ιράκ) και με βάσεις
σε άλλες χώρες (π.χ. Κατάρ). Αυτό σημαίνει προοπτικά, πορεία προς μια
πρωτότυπη «επανάληψη» της εισβολής της φασιστικής Ιταλίας στην Ελλάδα το
1940. Σε αυτή την περίπτωση, το δόγμα άλλων αριστερών, «δεν πολεμάμε σε
κάθε περίπτωση», είναι επίσης, όχι μόνο πρόωρο και αποπροσανατολιστικό,
αλλά και πολιτικά επικίνδυνο.
Γυρίζοντας ξανά στο σήμερα, η μαχόμενη αριστερή, εργατική και λαϊκή
πολιτική απαιτείται να καταδικάσει χωρίς περιστροφές τη σημερινή
επιθετική πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης υπό την καθοδήγηση των ΗΠΑ
απέναντι στην Τουρκία. Και από αυτή τη σκοπιά, να αντιταχθεί σε
οποιαδήποτε αυθαίρετη επέκταση των χωρικών υδάτων και στο μονομερή
καθορισμό των ΑΟΖ με επικυρίαρχο τις ΗΠΑ, χωρίς να λογαριάζει τον
τουρκικό λαό, τα δικά του δικαιώματα και τις αμοιβαίες υποχρεώσεις, όπως
και των άλλων λαών της περιοχής και του κόσμου όλου. Δεν μπορεί παρά να
λαμβάνεται υπόψη ότι και οι λαοί της Τουρκίας ζουν σε μια χώρα που έχει
εκτεταμένες ακτογραμμές σε όλη σχεδόν την Αν. Μεσόγειο. Και δεν μπορεί
να πετιούνται στην άκρη λόγω ενός μικρού νησιού ή, πολύ περισσότερο,
μιας βραχονησίδας.
Για όλους αυτούς τους λόγους, χρειάζεται μια σχεδιασμένη «λαϊκή»,
αριστερή εξωτερική πολιτική που θα πείθει τον τουρκικό λαό για τις
ειρηνικές προθέσεις, θα απομονώνει τις πολεμοχαρείς τουρκικές
κυβερνήσεις, θα αξιοποιεί αντιθέσεις στους κόλπους της τουρκικής αστικής
τάξης.
Και ταυτόχρονα, θα πείθει τον ελληνικό λαό ότι δεν φοβάται τα casus belli
καμιάς εθνοσυνέλευσης, ότι δεν σκύβει το κεφάλι στις απειλές και τις
τρομοκρατικές προπολεμικές ενέργειες του Ερντογάν και του τουρκικού
κεφαλαίου.
Όλα αυτά, στο γενικότερο πλαίσιο του αγώνα για αντιιμπεριαλιστική
ανεξαρτησία, για λαϊκή κυριαρχία με εργατική ηγεμονία και στις δυο
πλευρές του Αιγαίου, με αντικαπιταλιστική και κομμουνιστική προοπτική.
Μόνο η ανεξαρτησία από κάθε ιμπεριαλιστική δύναμη και η λαϊκή κυριαρχία
μπορεί να εξασφαλίσει την ειρήνη και τη συνεργασία των λαών Ελλάδας και
Τουρκίας, στο Αιγαίο, τη Μεσόγειο και τα Βαλκάνια. Η πρόσδεση και
υποταγή σήμερα στις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, αύριο σε άλλους
ιμπεριαλιστές, σημαίνει άμεση εμπλοκή στους ανταγωνισμούς τους. Σημαίνει
διαρκή ανασφάλεια, πολέμους και προσφυγιά. Αυτό δείχνει η ιστορία.
ΠΗΓΗ:- Kommon
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.