Cost - benefit ανάλυση από τη ΔΕΗ: Οι ΑΠΕ δεν θα μπορούσαν να υποκαταστήσουν την Πτολεμαΐδα 5
Αρκετές είναι οι φωνές που έχουν εγείρει το ερώτημα αν θα
μπορούσε το όφελος που προσδοκά να έχει η ΔΕΗ από την ολοκλήρωση και
εισαγωγή στο σύστημα της νέας μονάδας Πτολεμαΐδα 5 να υποκατασταθεί από
τη χρήση ΑΠΕ και συστημάτων αποθήκευσης.
Μάλιστα, οι φωνές αυτές πύκνωσαν το τελευταίο διάστημα, μιας και η συζήτηση για τις λιγνιτικές μονάδες ζωήρεψε ξανά, επ’ αφορμής τόσο των αποφάσεων για την αναμόρφωση του ETS, αλλά και του Ευρωδικαστηρίου σε σχέση με τον κυρίαρχο ρόλο της ΔΕΗ στην αξιοποίηση των λιγνιτικών κοιτασμάτων, όσο και της συμφωνίας της ΔΕΗ με την CMEC για τη Μελίτη 2.
Ο αντίλογος που προβάλλεται στην εισαγωγή νέων λιγνιτικών μονάδων είναι σαφής: το περιβαλλοντικό κόστος και οι μακροχρόνιες επιπτώσεις από την εισαγωγή τους είναι επαρκής λόγος ώστε να εγκαταλειφθούν τέτοια σχέδια.
Στην έντονη αντιπαράθεση σχετικά με τη νέα λιγνιτική μονάδα της ΔΕΗ, την Πτολεμαΐδα 5, οι περιβαλλοντικές οργανώσεις καταφέρονται λάβρες κατά του συγκεκριμένου έργου.
Η σχετική συζήτηση γίνεται συνήθως σε έδαφος που αποκλείει πιθανές συγκλίσεις, καθώς αμφότερες οι πλευρές εμφανίζονται προσκολλημένες σε θέσεις αρχής, υπέρ ή κατά του λιγνίτη εν γένει.
Από την άποψη αυτή, έχει ενδιαφέρον να δούμε τι θα μπορούσε να προσφέρει στη σχετική συζήτηση μια cost-benefit ανάλυση, σαν κι αυτή που, σύμφωνα με πληροφορίες του energypress, έχουν εκπονήσει στελέχη της ΔΕΗ για την περίπτωση της Πτολεμαΐδας 5.
Σύμφωνα με την ανάλυση αυτή, βασικά σημεία της οποίας παρουσιάζουμε στη συνέχεια, η ΔΕΗ εκτιμά ότι το επιφερόμενο κόστος από τη χρήση ΑΠΕ και συστημάτων αποθήκευσης ως εναλλακτικής λύσης σε σχέση με την Πτολεμαΐδα 5 είναι αποτρεπτικό για την επιλογή μιας τέτοιας λύσης.
Ανεξάρτητα από το αν κάποιος συμφωνεί ή όχι με τη θέση της ΔΕΗ ότι ο ρόλος του λιγνίτη ως εθνικού στρατηγικού καυσίμου είναι αναντικατάστατος σε ό,τι αφορά την ασφάλεια του συστήματος, εκτιμούμε ότι έχει ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς τη συλλογιστική που αναπτύσσεται.
Οι προβλέψεις για την Πτολεμαΐδα 5
Στη βάση της προαναφερθείσας επεξεργασίας, τίθεται το εξής σκεπτικό: οι όποιες εναλλακτικές λύσεις, θα πρέπει να είναι συγκρίσιμες ως προς την ενέργεια που θα παράγεται από την Πτολεμαΐδα 5.
Σύμφωνα με τους σχεδιασμούς της ΔΕΗ, η νέα μονάδα Πτολεμαΐδα 5 θα έχει συνολική ισχύ 800MW.
Η μονάδα πρόκειται να λειτουργεί ως μονάδα βάσης για όλο το έτος, με καθαρή ισχύ 616 MW, παράγοντας 4.620 GWh το χρόνο, λειτουργώντας για 7.500 ώρες το χρόνο σε πλήρες φορτίο.
Η παραγωγή της νέας μονάδας θα είναι συνεχής και θα ακολουθεί τη ζήτηση φορτίου.
Ως προς το κόστος, το συμβατικό κόστος υπολογίζεται στα 1,39 δισ. ευρώ.
Πιο αναλυτικά, το κόστος επένδυσης μαζί τα κόστη λειτουργίας, συντήρησης και καυσίμου της μονάδας της Πτολεμαΐδας 5, καθώς και το κόστος CO2, φτάνει τα 3,4 δισ. ευρώ, ανηγμένο σε παρούσα αξία.
Η εναλλακτική των αιολικών πάρκων
Σύμφωνα με τις αναλύσεις της ΔΕΗ, για την παραγωγή ίσης ποσότητας ενέργειας από ανεμογεννήτριες, θα χρειαζόταν να εγκατασταθεί τουλάχιστον τριπλάσια συνολική ωφέλιμη ισχύς. Κι αυτό γιατί οι ανεμογεννήτριες δεν υπερβαίνουν τις 2.500 ώρες συνεχούς λειτουργίας, με το νούμερο αυτό, μάλιστα, να αφορά τις καλύτερες δυνατές συνθήκες, δηλαδή νησιά του Αιγαίου με υψηλό αιολικό δυναμικό.
Πέραν αυτού, σε περίπτωση που επιλέγονταν αιολικά πάρκα ως εναλλακτική για την Πτολεμαΐδα 5, θα υπήρχε πρόσθετη ανάγκη για συστήματα αποθήκευσης κατάλληλης ισχύος, δεδομένου ότι, για αντικειμενικούς λόγους, η παραγωγή των ανεμογεννητριών δεν μπορεί να είναι συνεχής και να ακολουθεί τη ζήτηση φορτίου.
Λαμβάνοντας όλες αυτές τις παραμέτρους υπόψη, στη σχετική μελέτη υπολογίζεται ότι η ελάχιστη συνολική αιολική ισχύς που θα απαιτούνταν είναι 2.376 MW, ενώ το σύστημα αποθήκευσης θα έπρεπε να έχει ισχύ 1.473 MW.
Αν συνυπολογίσει κανείς ότι ο στόλος των ανεμογεννητριών αυτών θα πρέπει να ανανεωθεί σε περίπου δεκαπέντε χρόνια, αφού περίπου τόσος είναι ο μέγιστος χρόνος ζωής τους, τότε, σύμφωνα με τους ίδιους υπολογισμούς, το κόστος της επένδυσης εκτινάσσεται.
Συγκεκριμένα, με μέσες τιμές 1.000 ευρώ/KW για ανεμογεννήτριες και 1.250 ευρώ/KW για αντλησιοταμιευτικό έργο, οι αναλύσεις αυτές δίνουν συνολικό κόστος άνω των 6,5 δισ. ευρώ., το οποίο ανηγμένο σε παρούσα αξία, φτάνει τα 5,9 δισ. ευρώ.
Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΔΕΗ, ακόμα κι αν ληφθεί υπόψη η περιβαλλοντική επιβάρυνση που καταλογίζεται στην Πτολεμαΐδα 5, το κόστος επένδυσης, αλλά και η συνολική τιμή κιλοβατώρας αυξάνει κατά 57% σε περίπτωση που προτιμηθεί η εναλλακτική των αιολικών.
Ως εκ τούτου, η ανάλυση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η συγκεκριμένη εναλλακτική απαιτεί 6,3 φορές περισσότερη ισχύ, έχει τριπλάσιο κόστος επένδυσης και οδηγεί σε 1,6 φορές ακριβότερη παραγόμενη κιλοβατώρα σε σχέση με την Πτολεμαΐδα 5.
Η εναλλακτική των φωτοβολταϊκών
Σε σχέση με το προηγούμενο σενάριο που αφορά χρήση αιολικών, αν εξεταστεί η εναλλακτική των φωτοβολταϊκών, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι στην περίπτωση αυτή η παραγωγή είναι πιο προβλέψιμη τόσο χρονικά όσο και ποσοτικά, καθώς τα σχετικά στοιχεία της ηλιοφάνειας είναι προσδιορίσιμα.
Στην περίπτωση αυτή, οι αναλυτές της ΔΕΗ υπολογίζουν ότι η παραγωγή αναλογεί στατιστικά σε 1.500 ισοδύναμες ώρες λειτουργίας σε πλήρες φορτίο σε ετήσια βάση, έναντι 2.500 ωρών στην περίπτωση των ανεμογεννητριών.
Σύμφωνα με τη σχετική επεξεργασία, προκειμένου η λύση των φωτοβολταϊκών να είναι συγκρίσιμη ως προς την παραγόμενη ποσότητα ενέργειας με Πτολεμαΐδα 5, θα πρέπει να εγκατασταθεί τουλάχιστον πενταπλάσια συνολικά ωφέλιμη ισχύς από φωτοβολταϊκά.
Επιπροσθέτως, όπως και στην περίπτωση των ανεμογεννητριών, απαιτείται και σε αυτό το σενάριο η πρόβλεψη για συστήματα αποθήκευσης ισχύος, δεδομένου ότι η παραγωγή των φωτοβολταϊκών δεν είναι συνεχής, αλλά εξαρτάται άμεσα από το επίπεδο ηλιοφάνειας κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τους προαναφερθέντες υπολογισμούς, η συνολική ενέργεια που πρέπει να εισαχθεί στο σύστημα αποθήκευσης θα είναι 5.280 GWh, η οποία αντιστοιχεί σε πρόσθετη συνολική ισχύ 3.520 MW. Άρα η ελάχιστη συνολική ισχύς φωτοβολταϊκών που απαιτείται είναι 4.136 MW, ενώ το σύστημα αποθήκευσης πρέπει να έχει ισχύ 2.945 MW.
Αν τώρα συνυπολογίσει κανείς ότι, όπως και στην περίπτωση των ανεμογεννητριών, ο στόλος των φωτοβολταϊκών αυτών θα πρέπει να ανανεωθεί σε περίπου δεκαπέντε χρόνια, αφού περίπου τόσος είναι ο μέγιστος χρόνος ζωής τους, τότε, σύμφωνα με τους ίδιους υπολογισμούς, το κόστος της επένδυσης αυξάνεται κατά πολύ.
Εν προκειμένω, με μέσες τιμές 1.000 €/KW για τα φωτοβολταϊκά και 1.250 €/KW για το αντλησιοταμιευτικό έργο, οι αναλύσεις αυτές δίνουν συνολικό κόστος που υπερβαίνει τα 11,5 δισ. ευρώ, το οποίο ανηγμένο σε παρούσα αξία, ανέρχεται σε 10,8 δισ. ευρώ.
Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με τις παραπάνω εκτιμήσεις της ΔΕΗ, σε περίπτωση που προτιμούνταν η εναλλακτική των φωτοβολταϊκών το κόστος επένδυσης, αλλά και η συνολική τιμή κιλοβατώρας είναι185% πάνω σε σχέση με την Πτολεμαΐδα 5.
Συμπερασματικά, σύμφωνα με τις ίδιες αναλύσεις, η συγκεκριμένη εναλλακτική απαιτεί 11,5 φορές περισσότερη ισχύ, έχει 5,6 φορές υψηλότερο κόστος επένδυσης και οδηγεί σε περίπου 3 φορές ακριβότερη κιλοβατώρα.
Επιπλέον δυσκολίες για την υποκατάσταση από ΑΠΕ
Ένας ακόμα παράγοντας που θα πρέπει να συνεκτιμηθεί σε ό,τι αφορά το τελικό κόστος, είναι η αύξηση του ΕΤΜΕΑΡ.
Επίσης, σε περίπτωση που υιοθετούνταν η επιλογή μιας εξ αυτών των εναλλακτικών, θα έπρεπε να επιλυθεί το πρόβλημα της εξεύρεσης του κατάλληλου χώρου για την εγκατάσταση αυτών των συστημάτων, είτε πρόκειται για ανεμογεννήτριες, είτε για φωτοβολταϊκά, καθώς θα απαιτούνταν επαρκής έκταση με υψηλό αιολικό ή ηλιακό, κατά περίπτωση, δυναμικό. Κατάλληλη έκταση θα έπρεπε επίσης να εξασφαλιστεί και για την κατασκευή του απαιτούμενου αντλησιοταμιευτικού έργου, μαζί με τις αναγκαίες λίμνες – ταμιευτήρες.
Ως προς το δεύτερο, είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν συνολικά δύο τέτοια έργα συνολικής ισχύος 750 MW, κάθε μια εκ των δυο εναλλακτικών θα απαιτούσε, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, έργα πολλαπλάσιας ισχύος.
Παράλληλα, η επιλογή οποιασδήποτε εκ των δυο αυτών εναλλακτικών θα απαιτούσε την υλοποίηση του αντίστοιχου αναγκαίου δικτύου μέσης και υψηλής τάσης, τόσο για τη σύνδεση των ανεμογεννητριών ή των φωτοβολταϊκών, όσο και του αντλησιοταμιευτικού έργου με το σύστημα της χώρας.
Ταυτόχρονα, το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης του έργου θα πήγαινε αρκετά πίσω.
Μια ακόμα παράπλευρη επίπτωση αφορά την τηλεθέρμανση της Πτολεμαΐδας, αφού σε περίπτωση μη υλοποίησης της νέας μονάδας, αυτή θα μπορούσε να εξασφαλιστεί μόνο με την εγκατάσταση πρόσθετης θερμικής ισχύος, ενδεχομένως από βιομάζα. Μια τέτοια επιλογή, όμως, συνεπάγεται επιπρόσθετο κόστος, τόσο για την κατασκευή της σχετικής μονάδας, όσο και για την προμήθεια του αντίστοιχου καυσίμου.
Πέραν αυτών, η ανάλυση της ΔΕΗ αντιπαραβάλλει και τις συνέπειες ως προς τις θέσεις εργασίας που εκτιμά ότι θα προκύψουν. Σε σχέση με τις προβλέψεις που αφορούν την Πτολεμαΐδα 5, η κύρια διαφορά έγκειται στο ότι η επιλογή κάποιας εκ των δυο εναλλακτικών δε διασφαλίζει παρά ελάχιστες θέσεις εργασίας στην περιοχή, εν αντιθέσει με τις θέσεις εργασίας που προκύπτουν για τα προβλεπόμενα 35 χρόνια λειτουργίας της Πτολεμαϊδας 5 και αφορούν, πέραν της μονάδας παραγωγής, τα ορυχεία που την τροφοδοτούν, καθώς και αρκετές μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην περιοχή.
Άλλο η θερμική παραγωγή κι άλλο η θερμική ισχύς
Βάσει των παραπάνω αναλύσεων, στελέχη της ΔΕΗ επισημαίνουν ότι η ενίσχυση των ΑΠΕ είναι επιθυμητή, αλλά και εφικτή, πάντα, όμως, μέσα στα όρια διατήρησης της αξιοπιστίας, της ασφάλειας εφοδιασμού και της λειτουργικότητας του ηλεκτρικού δικτύου, στο οποίο εντάσσονται.
Η κύρια παράμετρος που αναδεικνύει η ΔΕΗ είναι ότι οι ΑΠΕ μπορούν να λειτουργήσουν θετικά ως προς την υποκατάσταση της θερμικής παραγωγής, αλλά επ’ ουδενί δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τη θερμική ισχύ, καθώς σε μια τέτοια περίπτωση θα πρέπει να συνυπολογιστεί το κόστος εφεδρείας και αποθήκευσης, ώστε οι λύσεις να είναι ισοδύναμες.
Εν κατακλείδι, δηλαδή, η άποψη της ΔΕΗ είναι ότι η ύπαρξη λιγνιτικών μονάδων ενισχύει το δίκτυο και συμβάλλει στην ανάπτυξη των ΑΠΕ, οι οποίες μπορούν να υποκαταστήσουν μόνο τη παραγωγή ενέργειας από το λιγνίτη και όχι να αντικαταστήσουν την ισχύ που προέρχεται από τις λιγνιτικές μονάδες.
Κι αυτό γιατί σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση προκύπτουν υπέρμετρες οικονομικές επιβαρύνσεις.
Έτσι λοιπόν, στα πλαίσια της προβληματικής που προτάσσει με έντονο τρόπο η ΔΕΗ το τελευταίο διάστημα, είναι ζήτημα του εθνικού ενεργειακού σχεδιασμού να αντιμετωπίζει την κάθε πηγή ενέργειας συνολικά και σφαιρικά, αξιοποιώντας τα πλεονεκτήματα κάθε πηγής και μειώνοντας τα μειονεκτήματα.
Με δεδομένο, λοιπόν, ότι οι ενεργειακές ανάγκες θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να καλύπτονται με αξιόπιστο, οικονομικό και περιβαλλοντικά αποδεκτό τρόπο, οι αναλύσεις της ΔΕΗ καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η νέα λιγνιτική μονάδα Πτολεμαΐδα 5 καλύπτει τις παραπάνω προϋποθέσεις.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, κι ανεξάρτητα από το αν κανείς συμμερίζεται εξ ολοκλήρου ή όχι τις παραπάνω αναλύσεις των στελεχών της ΔΕΗ, με βάση το πώς είναι σήμερα διαμορφωμένη η κατάσταση της ηλεκτροπαραγωγής στη χώρα, είναι ρεαλιστικός ο προβληματισμός για το αν και κατά πόσο λιγνίτης και ΑΠΕ θα μπορούσαν να αναπτύξουν μια συνεργατική κι όχι ανταγωνιστική σχέση.
Μάλιστα, οι φωνές αυτές πύκνωσαν το τελευταίο διάστημα, μιας και η συζήτηση για τις λιγνιτικές μονάδες ζωήρεψε ξανά, επ’ αφορμής τόσο των αποφάσεων για την αναμόρφωση του ETS, αλλά και του Ευρωδικαστηρίου σε σχέση με τον κυρίαρχο ρόλο της ΔΕΗ στην αξιοποίηση των λιγνιτικών κοιτασμάτων, όσο και της συμφωνίας της ΔΕΗ με την CMEC για τη Μελίτη 2.
Ο αντίλογος που προβάλλεται στην εισαγωγή νέων λιγνιτικών μονάδων είναι σαφής: το περιβαλλοντικό κόστος και οι μακροχρόνιες επιπτώσεις από την εισαγωγή τους είναι επαρκής λόγος ώστε να εγκαταλειφθούν τέτοια σχέδια.
Στην έντονη αντιπαράθεση σχετικά με τη νέα λιγνιτική μονάδα της ΔΕΗ, την Πτολεμαΐδα 5, οι περιβαλλοντικές οργανώσεις καταφέρονται λάβρες κατά του συγκεκριμένου έργου.
Η σχετική συζήτηση γίνεται συνήθως σε έδαφος που αποκλείει πιθανές συγκλίσεις, καθώς αμφότερες οι πλευρές εμφανίζονται προσκολλημένες σε θέσεις αρχής, υπέρ ή κατά του λιγνίτη εν γένει.
Από την άποψη αυτή, έχει ενδιαφέρον να δούμε τι θα μπορούσε να προσφέρει στη σχετική συζήτηση μια cost-benefit ανάλυση, σαν κι αυτή που, σύμφωνα με πληροφορίες του energypress, έχουν εκπονήσει στελέχη της ΔΕΗ για την περίπτωση της Πτολεμαΐδας 5.
Σύμφωνα με την ανάλυση αυτή, βασικά σημεία της οποίας παρουσιάζουμε στη συνέχεια, η ΔΕΗ εκτιμά ότι το επιφερόμενο κόστος από τη χρήση ΑΠΕ και συστημάτων αποθήκευσης ως εναλλακτικής λύσης σε σχέση με την Πτολεμαΐδα 5 είναι αποτρεπτικό για την επιλογή μιας τέτοιας λύσης.
Ανεξάρτητα από το αν κάποιος συμφωνεί ή όχι με τη θέση της ΔΕΗ ότι ο ρόλος του λιγνίτη ως εθνικού στρατηγικού καυσίμου είναι αναντικατάστατος σε ό,τι αφορά την ασφάλεια του συστήματος, εκτιμούμε ότι έχει ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς τη συλλογιστική που αναπτύσσεται.
Οι προβλέψεις για την Πτολεμαΐδα 5
Στη βάση της προαναφερθείσας επεξεργασίας, τίθεται το εξής σκεπτικό: οι όποιες εναλλακτικές λύσεις, θα πρέπει να είναι συγκρίσιμες ως προς την ενέργεια που θα παράγεται από την Πτολεμαΐδα 5.
Σύμφωνα με τους σχεδιασμούς της ΔΕΗ, η νέα μονάδα Πτολεμαΐδα 5 θα έχει συνολική ισχύ 800MW.
Η μονάδα πρόκειται να λειτουργεί ως μονάδα βάσης για όλο το έτος, με καθαρή ισχύ 616 MW, παράγοντας 4.620 GWh το χρόνο, λειτουργώντας για 7.500 ώρες το χρόνο σε πλήρες φορτίο.
Η παραγωγή της νέας μονάδας θα είναι συνεχής και θα ακολουθεί τη ζήτηση φορτίου.
Ως προς το κόστος, το συμβατικό κόστος υπολογίζεται στα 1,39 δισ. ευρώ.
Πιο αναλυτικά, το κόστος επένδυσης μαζί τα κόστη λειτουργίας, συντήρησης και καυσίμου της μονάδας της Πτολεμαΐδας 5, καθώς και το κόστος CO2, φτάνει τα 3,4 δισ. ευρώ, ανηγμένο σε παρούσα αξία.
Η εναλλακτική των αιολικών πάρκων
Σύμφωνα με τις αναλύσεις της ΔΕΗ, για την παραγωγή ίσης ποσότητας ενέργειας από ανεμογεννήτριες, θα χρειαζόταν να εγκατασταθεί τουλάχιστον τριπλάσια συνολική ωφέλιμη ισχύς. Κι αυτό γιατί οι ανεμογεννήτριες δεν υπερβαίνουν τις 2.500 ώρες συνεχούς λειτουργίας, με το νούμερο αυτό, μάλιστα, να αφορά τις καλύτερες δυνατές συνθήκες, δηλαδή νησιά του Αιγαίου με υψηλό αιολικό δυναμικό.
Πέραν αυτού, σε περίπτωση που επιλέγονταν αιολικά πάρκα ως εναλλακτική για την Πτολεμαΐδα 5, θα υπήρχε πρόσθετη ανάγκη για συστήματα αποθήκευσης κατάλληλης ισχύος, δεδομένου ότι, για αντικειμενικούς λόγους, η παραγωγή των ανεμογεννητριών δεν μπορεί να είναι συνεχής και να ακολουθεί τη ζήτηση φορτίου.
Λαμβάνοντας όλες αυτές τις παραμέτρους υπόψη, στη σχετική μελέτη υπολογίζεται ότι η ελάχιστη συνολική αιολική ισχύς που θα απαιτούνταν είναι 2.376 MW, ενώ το σύστημα αποθήκευσης θα έπρεπε να έχει ισχύ 1.473 MW.
Αν συνυπολογίσει κανείς ότι ο στόλος των ανεμογεννητριών αυτών θα πρέπει να ανανεωθεί σε περίπου δεκαπέντε χρόνια, αφού περίπου τόσος είναι ο μέγιστος χρόνος ζωής τους, τότε, σύμφωνα με τους ίδιους υπολογισμούς, το κόστος της επένδυσης εκτινάσσεται.
Συγκεκριμένα, με μέσες τιμές 1.000 ευρώ/KW για ανεμογεννήτριες και 1.250 ευρώ/KW για αντλησιοταμιευτικό έργο, οι αναλύσεις αυτές δίνουν συνολικό κόστος άνω των 6,5 δισ. ευρώ., το οποίο ανηγμένο σε παρούσα αξία, φτάνει τα 5,9 δισ. ευρώ.
Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΔΕΗ, ακόμα κι αν ληφθεί υπόψη η περιβαλλοντική επιβάρυνση που καταλογίζεται στην Πτολεμαΐδα 5, το κόστος επένδυσης, αλλά και η συνολική τιμή κιλοβατώρας αυξάνει κατά 57% σε περίπτωση που προτιμηθεί η εναλλακτική των αιολικών.
Ως εκ τούτου, η ανάλυση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η συγκεκριμένη εναλλακτική απαιτεί 6,3 φορές περισσότερη ισχύ, έχει τριπλάσιο κόστος επένδυσης και οδηγεί σε 1,6 φορές ακριβότερη παραγόμενη κιλοβατώρα σε σχέση με την Πτολεμαΐδα 5.
Η εναλλακτική των φωτοβολταϊκών
Σε σχέση με το προηγούμενο σενάριο που αφορά χρήση αιολικών, αν εξεταστεί η εναλλακτική των φωτοβολταϊκών, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι στην περίπτωση αυτή η παραγωγή είναι πιο προβλέψιμη τόσο χρονικά όσο και ποσοτικά, καθώς τα σχετικά στοιχεία της ηλιοφάνειας είναι προσδιορίσιμα.
Στην περίπτωση αυτή, οι αναλυτές της ΔΕΗ υπολογίζουν ότι η παραγωγή αναλογεί στατιστικά σε 1.500 ισοδύναμες ώρες λειτουργίας σε πλήρες φορτίο σε ετήσια βάση, έναντι 2.500 ωρών στην περίπτωση των ανεμογεννητριών.
Σύμφωνα με τη σχετική επεξεργασία, προκειμένου η λύση των φωτοβολταϊκών να είναι συγκρίσιμη ως προς την παραγόμενη ποσότητα ενέργειας με Πτολεμαΐδα 5, θα πρέπει να εγκατασταθεί τουλάχιστον πενταπλάσια συνολικά ωφέλιμη ισχύς από φωτοβολταϊκά.
Επιπροσθέτως, όπως και στην περίπτωση των ανεμογεννητριών, απαιτείται και σε αυτό το σενάριο η πρόβλεψη για συστήματα αποθήκευσης ισχύος, δεδομένου ότι η παραγωγή των φωτοβολταϊκών δεν είναι συνεχής, αλλά εξαρτάται άμεσα από το επίπεδο ηλιοφάνειας κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τους προαναφερθέντες υπολογισμούς, η συνολική ενέργεια που πρέπει να εισαχθεί στο σύστημα αποθήκευσης θα είναι 5.280 GWh, η οποία αντιστοιχεί σε πρόσθετη συνολική ισχύ 3.520 MW. Άρα η ελάχιστη συνολική ισχύς φωτοβολταϊκών που απαιτείται είναι 4.136 MW, ενώ το σύστημα αποθήκευσης πρέπει να έχει ισχύ 2.945 MW.
Αν τώρα συνυπολογίσει κανείς ότι, όπως και στην περίπτωση των ανεμογεννητριών, ο στόλος των φωτοβολταϊκών αυτών θα πρέπει να ανανεωθεί σε περίπου δεκαπέντε χρόνια, αφού περίπου τόσος είναι ο μέγιστος χρόνος ζωής τους, τότε, σύμφωνα με τους ίδιους υπολογισμούς, το κόστος της επένδυσης αυξάνεται κατά πολύ.
Εν προκειμένω, με μέσες τιμές 1.000 €/KW για τα φωτοβολταϊκά και 1.250 €/KW για το αντλησιοταμιευτικό έργο, οι αναλύσεις αυτές δίνουν συνολικό κόστος που υπερβαίνει τα 11,5 δισ. ευρώ, το οποίο ανηγμένο σε παρούσα αξία, ανέρχεται σε 10,8 δισ. ευρώ.
Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με τις παραπάνω εκτιμήσεις της ΔΕΗ, σε περίπτωση που προτιμούνταν η εναλλακτική των φωτοβολταϊκών το κόστος επένδυσης, αλλά και η συνολική τιμή κιλοβατώρας είναι185% πάνω σε σχέση με την Πτολεμαΐδα 5.
Συμπερασματικά, σύμφωνα με τις ίδιες αναλύσεις, η συγκεκριμένη εναλλακτική απαιτεί 11,5 φορές περισσότερη ισχύ, έχει 5,6 φορές υψηλότερο κόστος επένδυσης και οδηγεί σε περίπου 3 φορές ακριβότερη κιλοβατώρα.
Επιπλέον δυσκολίες για την υποκατάσταση από ΑΠΕ
Ένας ακόμα παράγοντας που θα πρέπει να συνεκτιμηθεί σε ό,τι αφορά το τελικό κόστος, είναι η αύξηση του ΕΤΜΕΑΡ.
Επίσης, σε περίπτωση που υιοθετούνταν η επιλογή μιας εξ αυτών των εναλλακτικών, θα έπρεπε να επιλυθεί το πρόβλημα της εξεύρεσης του κατάλληλου χώρου για την εγκατάσταση αυτών των συστημάτων, είτε πρόκειται για ανεμογεννήτριες, είτε για φωτοβολταϊκά, καθώς θα απαιτούνταν επαρκής έκταση με υψηλό αιολικό ή ηλιακό, κατά περίπτωση, δυναμικό. Κατάλληλη έκταση θα έπρεπε επίσης να εξασφαλιστεί και για την κατασκευή του απαιτούμενου αντλησιοταμιευτικού έργου, μαζί με τις αναγκαίες λίμνες – ταμιευτήρες.
Ως προς το δεύτερο, είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν συνολικά δύο τέτοια έργα συνολικής ισχύος 750 MW, κάθε μια εκ των δυο εναλλακτικών θα απαιτούσε, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, έργα πολλαπλάσιας ισχύος.
Παράλληλα, η επιλογή οποιασδήποτε εκ των δυο αυτών εναλλακτικών θα απαιτούσε την υλοποίηση του αντίστοιχου αναγκαίου δικτύου μέσης και υψηλής τάσης, τόσο για τη σύνδεση των ανεμογεννητριών ή των φωτοβολταϊκών, όσο και του αντλησιοταμιευτικού έργου με το σύστημα της χώρας.
Ταυτόχρονα, το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης του έργου θα πήγαινε αρκετά πίσω.
Μια ακόμα παράπλευρη επίπτωση αφορά την τηλεθέρμανση της Πτολεμαΐδας, αφού σε περίπτωση μη υλοποίησης της νέας μονάδας, αυτή θα μπορούσε να εξασφαλιστεί μόνο με την εγκατάσταση πρόσθετης θερμικής ισχύος, ενδεχομένως από βιομάζα. Μια τέτοια επιλογή, όμως, συνεπάγεται επιπρόσθετο κόστος, τόσο για την κατασκευή της σχετικής μονάδας, όσο και για την προμήθεια του αντίστοιχου καυσίμου.
Πέραν αυτών, η ανάλυση της ΔΕΗ αντιπαραβάλλει και τις συνέπειες ως προς τις θέσεις εργασίας που εκτιμά ότι θα προκύψουν. Σε σχέση με τις προβλέψεις που αφορούν την Πτολεμαΐδα 5, η κύρια διαφορά έγκειται στο ότι η επιλογή κάποιας εκ των δυο εναλλακτικών δε διασφαλίζει παρά ελάχιστες θέσεις εργασίας στην περιοχή, εν αντιθέσει με τις θέσεις εργασίας που προκύπτουν για τα προβλεπόμενα 35 χρόνια λειτουργίας της Πτολεμαϊδας 5 και αφορούν, πέραν της μονάδας παραγωγής, τα ορυχεία που την τροφοδοτούν, καθώς και αρκετές μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην περιοχή.
Άλλο η θερμική παραγωγή κι άλλο η θερμική ισχύς
Βάσει των παραπάνω αναλύσεων, στελέχη της ΔΕΗ επισημαίνουν ότι η ενίσχυση των ΑΠΕ είναι επιθυμητή, αλλά και εφικτή, πάντα, όμως, μέσα στα όρια διατήρησης της αξιοπιστίας, της ασφάλειας εφοδιασμού και της λειτουργικότητας του ηλεκτρικού δικτύου, στο οποίο εντάσσονται.
Η κύρια παράμετρος που αναδεικνύει η ΔΕΗ είναι ότι οι ΑΠΕ μπορούν να λειτουργήσουν θετικά ως προς την υποκατάσταση της θερμικής παραγωγής, αλλά επ’ ουδενί δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τη θερμική ισχύ, καθώς σε μια τέτοια περίπτωση θα πρέπει να συνυπολογιστεί το κόστος εφεδρείας και αποθήκευσης, ώστε οι λύσεις να είναι ισοδύναμες.
Εν κατακλείδι, δηλαδή, η άποψη της ΔΕΗ είναι ότι η ύπαρξη λιγνιτικών μονάδων ενισχύει το δίκτυο και συμβάλλει στην ανάπτυξη των ΑΠΕ, οι οποίες μπορούν να υποκαταστήσουν μόνο τη παραγωγή ενέργειας από το λιγνίτη και όχι να αντικαταστήσουν την ισχύ που προέρχεται από τις λιγνιτικές μονάδες.
Κι αυτό γιατί σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση προκύπτουν υπέρμετρες οικονομικές επιβαρύνσεις.
Έτσι λοιπόν, στα πλαίσια της προβληματικής που προτάσσει με έντονο τρόπο η ΔΕΗ το τελευταίο διάστημα, είναι ζήτημα του εθνικού ενεργειακού σχεδιασμού να αντιμετωπίζει την κάθε πηγή ενέργειας συνολικά και σφαιρικά, αξιοποιώντας τα πλεονεκτήματα κάθε πηγής και μειώνοντας τα μειονεκτήματα.
Με δεδομένο, λοιπόν, ότι οι ενεργειακές ανάγκες θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να καλύπτονται με αξιόπιστο, οικονομικό και περιβαλλοντικά αποδεκτό τρόπο, οι αναλύσεις της ΔΕΗ καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η νέα λιγνιτική μονάδα Πτολεμαΐδα 5 καλύπτει τις παραπάνω προϋποθέσεις.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, κι ανεξάρτητα από το αν κανείς συμμερίζεται εξ ολοκλήρου ή όχι τις παραπάνω αναλύσεις των στελεχών της ΔΕΗ, με βάση το πώς είναι σήμερα διαμορφωμένη η κατάσταση της ηλεκτροπαραγωγής στη χώρα, είναι ρεαλιστικός ο προβληματισμός για το αν και κατά πόσο λιγνίτης και ΑΠΕ θα μπορούσαν να αναπτύξουν μια συνεργατική κι όχι ανταγωνιστική σχέση.
22 12 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.