της Ειρήνη Γαϊτάνου
Τοποθέτηση
στην εκδήλωση της Αναμέτρησης, Ομάδας Κομμουνιστών/στριών, «Δεκέμβρης
'08. Μια δεκαετία μετά. Μια δεκαετία κρίσης και αγώνων» που έγινε την
Τετάρτη 5/12.
Δέκα
χρόνια μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008. Γράφτηκαν αρκετά,
διοργανώθηκαν εκδηλώσεις, ξαναθυμηθήκαμε εικόνες, ιστορίες, σχέσεις και
περιστατικά. Έχουν όμως κάποιο ουσιαστικό νόημα όλα αυτά;
Για
να προκαταλάβω, ο Δεκέμβρης του '08 μου άλλαξε προσωπικά τη ζωή –
κυριολεκτικά και σε όλα τα κρίσιμα επίπεδά της. Και έκανε το ίδιο σε
πάρα πολλούς άλλους ανθρώπους. Και αυτό, έχει επίσης τη σημασία του.
Αλλά ποια είναι αυτή;
Έγραφε ο Θανάσης Σκαμνάκης σε ένα πρόσφατο κείμενό
του, λίγο μετά τη φετινή επέτειο του Πολυτεχνείου: «Τις ημέρες που
πέρασαν περίσσεψαν οι ηρωικές περιγραφές, στους χώρους των αριστερών
ανυπότακτων Γαλατών μας. Μια επιστροφή στο παρελθόν, το οποίο είχε
υποσχεθεί πολλά περισσότερα απ’ όσα έδωσε, συνιστά μια ευκαιρία για
αναμόχλευση αξιών που εξατμίστηκαν σταδιακά στην τριβή και τη συνήθεια,
σε έναν άξενο κόσμο που τιμά τις “ηρωικές” αναμετρήσεις αλλά δεν έχει
καμία διάθεση να τις μιμηθεί.»
Το
νόημα, στην αναμέτρηση με τα ιστορικά γεγονότα, δεν είναι να
επαναλάβουμε άλλη μια επετειακή αφήγηση ηρωικών εποχών. Ούτε βέβαια να
επιβεβαιώσουμε εκ των υστέρων πολιτικές γραμμές, ή βουλήσεις, ή
φαντασιώσεις. Ακόμα χειρότερα, δεν είναι να επιβεβαιώσουμε τον δικό μας,
συλλογικό ή ατομικό, ρόλο μέσα σε αυτά.
Όταν μιλάμε για ένα ιστορικό γεγονός, πρέπει να σκεφτούμε τι έχει αξία να ειπωθεί σε κάθε πολιτική συγκυρία. Τι έχει αξία να ειπωθεί για την εξέγερση του Δεκέμβρη του '08 σήμερα;
1/ Πρώτα πρώτα, ότι γίνεται.
Ότι έγινε, ξεκίνησε ένα βράδυ, «ξαφνικά». Ότι μπορεί, δηλαδή, να
συμβεί. Πώς φτιάχνεται λοιπόν η ιστορία; Πρόκειται γι' αυτή την
πολύπλοκη δυναμική μεταξύ συνέχειας και τομής, αυθόρμητου και
συνειδητού, υποκειμενικού και αντικειμενικού παράγοντα – ή αλλιώς, αυτό
το «έχουμε ωριμάσει» με υπογραφή «οι συνθήκες» που γράφτηκε σε έναν τοίχο των Εξαρχείων τότε. Ο Δεκέμβρης δεν ξέσπασε «απλώς» εκείνο το βράδυ
– δεν αποτελούσε «μεμονωμένο περιστατικό». Ήρθε ως πρώτη έκφραση του
κενού ηγεμονίας που έγινε πολύ πιο καθαρά φανερό τα χρόνια που
ακολούθησαν, της πολιτικής κρίσης και όλων των πλευρών της (κρίση
πολιτικής εκπροσώπησης, απαξίωση των θεσμών, στοχοποίηση του κράτους).
Συσπείρωσε τη νεολαία, ως απάντηση στην τάση περιθωριοποίησης και
αποκλεισμού ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων, στο έδαφος της νέας
κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας που διαμορφωνόταν. Αποτέλεσε
μια «επικίνδυνη συνάντηση» κοινωνικών και πολιτικών υποκειμένων που
ανέδειξε νέες δυνατότητες. Το ίδιο το περιστατικό – στην αναγκαστικά
απλουστευμένη εκδοχή του, η δολοφονία ενός μαθητή από έναν αστυνομικό –
έχει φυσικά τη δική του σημασία (η ταυτότητα του Αλέξη, η χρονική
στιγμή, η αντίληψη της ζωής ως όριο), τόσο για το ξέσπασμα της εξέγερσης
όσο και για τα χαρακτηριστικά της.
Από την άλλη πλευρά, ο Δεκέμβρης, «απλώς» ξέσπασε εκείνο το βράδυ.
Αποτέλεσε μια στιγμή, με την έννοια της συμπύκνωσης και απελευθέρωσης
πολιτικών δυναμικών εκρηκτικής δημιουργικότητας, και έτσι σηματοδότησε
μια τομή. Μετά, τίποτα δεν θα ήταν όπως πριν. Δεν ήταν, σύμφωνα
με τα παραδοσιακά σχήματα, γραμμικό αποτέλεσμα της συστηματικής δουλειάς
μέσα στους κοινωνικούς χώρους, αναδιάταξης των συσχετισμών, συσσώρευσης
όρων. Εξέφραζε όμως, υπόγειες δυναμικές, υπαρκτές κοινωνικές και
πολιτικές τάσεις, που μπορεί να μην είναι προφανείς, αλλά υπάρχουν, και
ενδέχεται να συγκροτούν ρηξιακούς όρους με μη παραδοσιακούς τρόπους. Όπως και συγκροτούσαν.
Πράγματι, οι πολιτικοί μας χώροι δεν τις είχαν αντιληφθεί. Δεν είναι
πρωτότυπο – ας θυμηθούμε την ίδια συζήτηση πριν το Μάη του '68, για τους
νέους/ες και τη Γαλλία που βαριούνται, το πρωτοσέλιδο της Αυγής με
τίτλο «Γιατί δεν θα γίνει πραξικόπημα» στις 21/4/1967, ή το γεγονός ότι η
πορεία του Πολυτεχνείου του 2008 λίγες μέρες πριν ήταν από τις πιο
άμαζες και άνευρες των τελευταίων χρόνων. Αυτή η πραγματικότητα δεν
αποδεικνύει κυρίως ότι γεγονότα σαν αυτά έρχονται από το πουθενά, απλώς
ως μεταφυσικώς αδύνατα να προβλεφθούν. Αποδεικνύει πάντως ότι, με τον
τρόπο που οι χώροι του κινήματος κάνουν πολιτική και αντιλαμβάνονται τις
πολιτικές διεργασίες (είτε με τις παραδοσιακές εκπροσωπήσεις, είτε
στους μικρόκοσμους και τις γυάλες των στενών πολιτικών τους ορίων –
χωρικά/γύρω από τα Εξάρχεια, κοινωνικά και πολιτικά), χάνουν την επαφή
τους με την κοινωνία και τον λαό, και τις υπόγειες αυτές δυναμικές που
διαμορφώνονται – και, φυσικά, έτσι, δεν συμβάλλουν σε αυτές όσο θα
μπορούσαν.
Ο Δεκέμβρης έκανε πράξη ότι δεν υπάρχει μόνο αυτό που είναι, αλλά και αυτό που θα μπορούσε να είναι, το δυνάμει υπάρχον, ως φάσμα δυνατοτήτων που κυοφορείται στις αντικειμενικές και υποκειμενικές δυνατότητες της εποχής[1]. Υπάρχει
βέβαια ένα καθοριστικό στοιχείο για τη διαμεσολάβηση μεταξύ δυνατότητας
και πραγματικότητας, και αυτό είναι πάντα, και μόνο, η ίδια η πράξη,
η οποία με τη σειρά της μετασχηματίζει τα όρια αυτά, και τη δεδομένη,
μέχρι τότε, πραγματικότητα. Έτσι ταυτόχρονα ισχύει ότι τελικά, ο κόσμος είναι όλα όσα πράγματι συμβαίνουν.
2/ Έτσι, η εξέγερση του Δεκέμβρη ανέδειξε ξανά το ρόλο της πολιτικής,
ως ηγεμονική διάσταση που ενοποιεί, δίνοντας τη δυνατότητα υπέρβασης
των, δεδομένων μέχρι εκείνη τη στιγμή, ορίων. Τέθηκε το ερώτημα του τι
σημαίνει να κάνουμε πολιτική, και τι σημαίνει να μην κάνουμε. Ο
Δεκέμβρης ανέδειξε δυνατότητες και αποκάλυψε νέα όρια. Επικρατεί συχνά
μια λογική υποστασιοποίησης της εξέγερσης που την κρίνει, εκ των υστέρων
και εξωτερικά. Έτσι, ακούμε συχνά ότι θα θέλαμε έναν άλλο Δεκέμβρη,
εργατικό, αλλιώς, πιο συνειδητό κοκ. Χάνεται, νομίζω, εδώ, η ουσία του
πώς κατανοούνται τα ιστορικά γεγονότα. Όπως κανένας Δεκέμβρης δεν
τέλειωσε ποτέ, έτσι και κανένας Δεκέμβρης, ή Οκτώβρης, δεν
επαναλαμβάνεται – και ευτυχώς. Μετασχηματίζει και αναδιατάσσει, μέσα από
την ίδια την πράξη, δίνοντας έναυσμα για να πάμε παρακάτω – να
αρχίσουμε ξανά από τη μέση. Με αυτή την έννοια, τα όρια που αναδεικνύει,
αποτελούν εν δυνάμει δυνατότητες προς κατάκτηση στην επόμενη στροφή.
Για να είναι όμως τέτοιες, είναι απαραίτητη η εσωτερική εμπλοκή και η
ουσιαστική κατανόηση και ο μετασχηματισμός και των ίδιων μας των εαυτών,
της υπέρβασης των δικών μας ορίων, ως τμήμα των ορίων ενός κινήματος σε
μια δεδομένη στιγμή.
Με αυτή την έννοια, το βασικό όριο της εξέγερσης του Δεκέμβρη δεν βρίσκεται στα χαρακτηριστικά της, αλλά στην ανάδειξη της αδυναμίας του πολιτικού υποκειμένου
να παράξει και να προτάξει έναν πολιτικό σχεδιασμό για τη συνέχεια, σε
σύνδεση με την πραγματική κίνηση των μαζών. Αυτό το πολιτικό υποκείμενο
δεν είναι το Κόμμα, με την παραδοσιακή έννοια που το ξέρουμε, που
«ξέρει», «δίνει γραμμή» και οι μάζες ακολουθούν – και αυτό είναι
συμπέρασμα που οφείλουμε να βγάλουμε (και) από τον Δεκέμβρη. Είναι
εκείνο το πολυτασικό πολιτικό υποκείμενο, που αποτελεί πραγματικό
κομμάτι των κοινωνικών αγώνων, τροφοδοτείται από αυτούς για να μπορέσει
να τροφοδοτήσει, και αναπνέει μέσα σε αυτούς – δε νιώθει άβολα, μετέωρα ή
ξένα. Αφήνεται ουσιαστικά ανοιχτό στη νέα εμπειρία, την επιδιώκει και
επικοινωνεί μαζί της, εμπιστεύεται και μαθαίνει από την πραγματική
κίνηση των μαζών, για να μπορέσει να τις ριζοσπαστικοποιήσει και να τις
πολιτικοποιήσει[2]. Και τελικά, συμβάλλει στη μετατροπή της στιγμής, που αποτελεί η εξέγερση, σε διαρκή πρακτική.
Με
αυτή την έννοια μπαίνει και το ζήτημα της σχέσης μεταξύ συνειδητού και
αυθόρμητου, μια συζήτηση που συχνά γίνεται με απλουστεύσεις, και
συνήθως, αντιπαραθέτοντας τεχνητά το ένα με το άλλο. Το βασικό ζήτημα
είναι, νομίζω, ότι ο «ορθόδοξος και παραδοσιακός μαρξισμός», υπό την
ιστορική ηγεμονία του ΚΚΕ στην Ελλάδα, έχει βάλει τη σφραγίδα του στη
διαμόρφωση όλου του χώρου των δυνάμεων του κινήματος, της αριστεράς και
της πολιτικής αναρχίας, ανεξάρτητα από τις διακηρύξεις του κάθε
κομματιού τους. Κι έτσι, το ερώτημα δεν είναι ποιοι/ες είναι με το
αυθόρμητο (που πάντα εξάλλου υπάρχει στα κοινωνικά κινήματα), και
ποιοι/ες με το συνειδητό (εννοώντας την ανελαστική και από τα πάνω
επιβολή μιας προαποφασισμένης πολιτικής κατεύθυνσης, ανεξάρτητα από τις
κινήσεις των μαζών), αλλά ποια είναι τα χαρακτηριστικά της πολιτικής
πρωτοπορίας που την αναδεικνύουν ως τέτοια σε διαλεκτική σύνδεση με την
αυθόρμητη κίνηση των μαζών (και που από αυτήν, εξάλλου, αναδύεται αυτή η πρωτοπορία).
Εξάλλου,
η κρίση πολιτικής εκπροσώπησης που ανέδειξε η εξέγερση του Δεκέμβρη,
δεν αφορά μόνο την επίσημη και θεσμική πολιτική εκπροσώπηση, αλλά και
την ανάδειξη μιας κρίσης στον τρόπο συγκρότησης και τις μορφές άσκησης
πολιτικής των δυνάμεων του κινήματος. Από τα μπαλέτα της Λυρικής στην
Πανεπιστημίου, μέχρι το κείμενο των εξώγαμων του Δεκέμβρη για τον έρωτα
που μοιράστηκε στις 14 Φλεβάρη 2009 στο Γκάζι · από τις καταλήψεις
δημοσίων χώρων και την παρέμβαση στην πόλη (στο συγκεκριμένο πεδίο, ως
τόπος όπου εκτυλίσσεται η εξέγερση και ταυτόχρονα ως διακύβευμα), μέχρι
τις παρεμβάσεις στα θέατρα και τους ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς
σταθμούς · από τις παρεμβάσεις κριτικής στον καταναλωτισμό μέχρι την
αναζήτηση νέων τρόπων συλλογικής οργάνωσης · αυτές οι μορφές, πέρα από
πρακτικές συλλογικοποίησης και απελευθέρωσης της καθημερινής ζωής,
αποτελούν προσπάθειες ανασυγκρότησης της έννοιας του συλλογικού και του
πολιτικού, πέρα και έξω από τα κουτάκια και τις προηγούμενες αποτυχίες
του. Φυσικά, κάθε έξαρση του κοινωνικού κινήματος συνοδεύτηκε πάντα από
καινοτόμες, δημιουργικές και απελευθερωτικές πρακτικές. Αυτοτελώς, αυτό
έχει τη σημασία του, κι ας μην είναι πρωτόγνωρο, γιατί διευρύνει το
ρεπερτόριο των πολιτικών πρακτικών από το κλασικό, ξύλινο, “αυστηρά
πολιτικό” πρωτόκολλο. Ξανά-ορίζει την πολιτική ως τρόπο και τέχνη ζωής,
όχι ως μια μερική κατηγορία δίπλα στις άλλες. Επιπλέον, θέτει το ζήτημα
της δημοκρατίας και του πολιτισμού, της ουσιαστικής πολιτικής
συμμετοχής, στο επίκεντρο, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τα όρια του τρόπου
με τον οποίο τον αντιλαμβάνονται και τον αναπαράγουν οι υπάρχοντες
πολιτικοί χώροι.
3/
Τα παραπάνω όρια σχετίζονται με την προσπάθεια αντεπίθεσης των δυνάμεων
της αντι-εξέγερσης, κυρίως μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη. Ένταση της
καταστολής, στοχοποίηση πολιτικών χώρων, επιθέσεις σε καταλήψεις και
χώρους γειτονιάς, συντεταγμένη προπαγάνδα και προσπάθεια χειραγώγησης
από τα ΜΜΕ, προβολή μιας συγκεκριμένης αφήγησης για την εξέγερση με
στόχο την κοινωνική της απονομιμοποίηση, αποτελούν πλευρές αυτής της
προσπάθειας. Ιδιαίτερη σημασία έχει η συντεταγμένη στοχοποίηση των
μεταναστών/στριών – και αυτό γιατί ο Δεκέμβρης σηματοδότησε την
αμφισβήτηση του αποκλεισμού τους από την πολιτική ζωή: χωρίς πολιτικά
δικαιώματα, οι αφανείς και αποκλεισμένοι/ες από κάθε όψη της πολιτικής
ζωής, διεκδίκησαν για τον εαυτό τους τη δράση ως πολιτικά υποκείμενα,
επιβάλλοντας τον ορισμό της πολιτικής κοινότητας έξω από τα τυπικά της
όρια, με αυτό τον τρόπο μετατοπίζοντάς τα. Αυτή η συντεταγμένη αντεπίθεση των δυνάμεων της αντί-εξέγερσης,
δεν μπόρεσε και δεν μπορούσε να νικήσει ολοκληρωτικά, γιατί δεν
μπορούσε να αναιρέσει το βασικό όριο μέσα στο οποίο όλα αυτά λάμβαναν
χώρα: την κρίση ηγεμονίας του καπιταλισμού, που εξακολουθεί και σήμερα. Και επειδή δεν μπορούσε να αναιρέσει μια βασική πλευρά της στιγμής του Δεκέμβρη: ότι δίχασε τους από πάνω και ένωσε τους από κάτω – με ό,τι αποτελέσματα έφερε αυτό.
Ωστόσο,
άφησε την αντανάκλασή της και στις δυνάμεις του κινήματος. Έτσι,
σήμερα, 10 χρόνια μετά, η επικρατούσα συζήτηση για την εξέγερση του
Δεκέμβρη περισσότερο αντανακλά τα προβλήματα παρά συμβάλλει σε
ουσιαστικά συμπεράσματα. Να μην κρατήσουμε από τον Δεκέμβρη αυτό που μας βολεύει[3]. Αντίθετα, να αναμετρηθούμε κατάματα με αυτό που δε μας βολεύει. Στις αφηγήσεις που αναπαράγονται για άλλη μια φορά αυτές τις μέρες, βλέπουμε αποσπασματικές εικόνες.
Άλλοι θυμούνται μόνο τα «μπάχαλα» - λιγότεροι τα πλιάτσικα, κι άλλοι
επιλέγουν να τα ξεχνούν. Άλλες, τις καταλήψεις των πανεπιστημιακών χώρων
– στη Νομική, το Πολυτεχνείο, την ΑΣΟΕΕ. Κάποιοι μάλιστα, μια από
αυτές, ανάλογα με τον πολιτικό χώρο που ανήκουν. Άλλοι, τα ταξικά
σωματεία – και εδώ ανάλογα τον πολιτικό χώρο: είτε την κατάληψη της
ΓΣΕΕ, είτε την ανάληψη της απεργίας στις 10/12 από τα πρωτοβάθμια
σωματεία όταν η ΓΣΕΕ την ματαίωσε, είτε την πρωτοβουλία των σωματείων
για την επίθεση στην Κωνσταντίνα Κούνεβα που ακολούθησε. Άλλες, τους
μαθητές και τις μαθήτριες, ή τους φοιτητικούς συλλόγους. Άλλοι,
αναφέρονται στην εξέγερση ως φυγή προς τα μπρος, ως εδώ και τώρα
επαναστατικό αίτημα, κι άλλες επιμένουν στο αίτημα έμπρακτης αλλαγής του
συγκεκριμένου, της καθημερινής ζωής. Και τα λοιπά.
Μέχρι
ένα σημείο, είναι λογικό να μη θυμόμαστε όλοι και όλες τον ίδιο
Δεκέμβρη. Ωστόσο, ο ρόλος του πολιτικού υποκειμένου δεν είναι να
συγκροτεί απλώς ένα άθροισμα εμπειριών – ακόμα κι αν, σε όσες
περισσότερες συμμετέχει, τόσο καλύτερα. Είναι να λειτουργεί ως
συλλογικός διανοούμενος, με την έννοια της ενοποίησης των διάφορων
μερικών, με σεβασμό στην αυτοτέλεια, στις διαφορές και τις εμπειρίες
τους, και να μπορεί, με βάση αυτό το όλον, να παράγει πολιτικό σχεδιασμό
και πράξη. Αυτό, μας λείπει από τη συζήτηση για την εξέγερση του Δεκέμβρη, 10 χρόνια μετά.
4/ Τι να κρατήσουμε λοιπόν από την εξέγερση του Δεκέμβρη του '08 σήμερα; Αφού μας αρέσουν οι εικόνες, ας κρατήσουμε εικόνες, ως πρώτο βήμα για να αποτελέσουν κάτι περισσότερο από θραύσματα:
- τα μπαλέτα της Λυρικής να χορεύουν στην Πανεπιστημίου. Την ένταξη στην πολιτική πρακτική, της τέχνης, της ποίησης, της λογοτεχνίας, της μουσικής, την αλλαγή του ξύλινου τρόπου σκέψης, την αντίληψη της ζωής μας, των σχέσεων μας, των φίλων μας, του έρωτα, των καθημερινών μας δραστηριοτήτων, των επιλογών μας, ως τμημάτων συλλογικών πρακτικών που ολοκληρώνουν, αντί για ατομικές φυγές.
- την αστυνομία να φυλάει το χριστουγεννιάτικο δέντρο τον Δεκέμβρη του '09 ή και φέτος, γιατί ο δικός τους φόβος αποτελεί συχνά απόδειξη των υπαρχουσών δυναμικών ως δυνατότητες, ακόμα κι αν δεν είναι προφανείς, ή εμείς δεν τις αντιλαμβανόμαστε ακριβώς,
- τις δικές μας, προσωπικές εικόνες και συνταρακτικές ιστορίες από εκείνο τον μήνα. Αυτές που εξακολουθούμε να συζητάμε με τις παρέες μας τα βράδια. Εγώ, για παράδειγμα, θα κρατήσω το συναίσθημα και την, παιδική σχεδόν, έκπληξη ένα ξημέρωμα, όπου γυρνούσα στο σπίτι συνοδηγός στο μηχανάκι ανάποδα στην Ιπποκράτους, κάνοντας ζιγκ-ζαγκ ανάμεσα σε φωτιές. Να τις κρατήσουμε, όχι ως ένα είδος νοσταλγίας, αλλά γιατί αποτελούν εμπειρίες χιλιάδων που διαμόρφωσαν έναν τύπο αγωνιστή και αγωνίστριας - έναν τύπο ανθρώπου,
- το συναίσθημα τις τρεις πρώτες μέρες τουλάχιστον, μέχρι την Τρίτη, της πραγματικής αμφισβήτησης κάθε κανονικότητας στον τρόπο που κάνουμε πολιτική, της αίσθησης ότι όλα είναι δυνατά, και της «φωτιάς στα επιτελεία» όπως τα ξέραμε, που έθεσε η εξέγερση του Δεκέμβρη, και που αφορούσε και ένα σημαντικό τμήμα των ανθρώπων που συμμετείχαν οργανωμένα σε πολιτικούς χώρους τότε,
- την πραγματική αίσθηση της Δευτέρας 10/12, ότι το κράτος χάνει τον έλεγχο,
- τις κινητοποιήσεις για τον Ρωμανό, 6 χρόνια μετά, ως σημείο συγκρότησης και αναφοράς μιας ολόκληρης γενιάς,
- τους μαθητές και τις μαθήτριες στα σχολεία, στις καταλήψεις, στα αστυνομικά τμήματα κάθε πρωί, σε όλη τη χώρα,
- εκείνο το 44% που δήλωνε κατά τη διάρκεια της εξέγερσης ότι θα προέτρεπε τα παιδιά του να συμμετάσχουν στις κινητοποιήσεις. Το 14% που συμφωνούσε με τις επιθέσεις στις τράπεζες και το 19% που συμφωνούσε με τις επιθέσεις στα αστυνομικά τμήματα. Το γεγονός ότι οι βίαιες πρακτικές δεν ήταν περιθωριοποιημένες ή περιθωριακές αλλά πρακτικές μαζών – με ό,τι διαχωρισμούς και αφηγήσεις κι αν προσπάθησαν να επιβληθούν εκ των υστέρων,
- το κείμενο του Στεκιού Αλβανών Μεταναστών, που διακήρυσσαν ότι αυτές οι μέρες είναι και δικές τους,
- εκείνη τη βαθιά αίσθηση ότι είμαστε ατρόμητες/οι, ή μάλλον καλύτερα, ότι ο φόβος δε νικάει,
- όσα έμειναν σε δομές και μορφές, ακόμα κι αν δε θυμόμαστε ακριβώς ότι έβαλε σε αυτά τη σφραγίδα του τόσο πολύ ο Δεκέμβρης: τους χώρους γειτονιάς, τις εργατικές λέσχες, τις καταλήψεις δημοσίων χώρων, μια άλλη αντίληψη για την παρέμβαση στην πόλη, αλλά και τα ανεξάρτητα media και την ανεξάρτητη πληροφόρηση,
- Κυρίως: το χαρακτήρα του Δεκέμβρη ως ταυτόχρονα μαζικό, μαχητικό, συγκρουσιακό και ριζοσπαστικό κίνημα, σε επίπεδο περιεχομένου και πρακτικών. Όχι μόνο μαζικό, όχι μόνο συγκρουσιακό. Η «δική μας» επανάσταση σίγουρα δεν είναι αυτή που όταν θα γίνει δεν θα σπάσει ούτε ένα τζάμι, όπως διακήρυσσε τότε η Αλέκα Παπαρήγα ως θέση του ΚΚΕ στη Βουλή. Και ταυτόχρονα, η βία, όταν ξεκόβει από μαζικές κοινωνικές διαθέσεις και υποκαθιστά αντί να εκφράζει τη χειραφετητική πολιτική, αποτελεί κομμάτι του προβλήματος και όχι της λύσης. Τείνουμε, ειδικά σε περιόδους που δεν έχουμε κάτι από τα δύο (μαζικό κίνημα, συγκρουσιακές πρακτικές και διαθέσεις), να βολευόμαστε με το ένα από τα δύο. Είναι ακόμα πιο επικίνδυνο, όταν αυτό το κάνουμε πολιτική.
Είναι
αλήθεια ότι, όπως γράφτηκε, ό,τι συμβαίνει στην ταξική πάλη, διεξάγεται
γρηγορότερα σε σχέση με τις αναλυτικές μας ικανότητες. Ευτυχώς, με μια
έννοια, αλλά ας μην καθησυχαστούμε με αυτό. Να κρατήσουμε από την
εξέγερση του Δεκέμβρη του '08 και πάλι το να σκεφτούμε, και να κάνουμε, την πολιτική αλλιώς.
Με έμφαση σε κάθε μια λέξη της πρότασης, και όχι σε μια από αυτές.
Έλεγαν οι Ζαπατίστας ότι «ό,τι λείπει, λείπει», εννοώντας ότι τη στιγμή
της όξυνσης της ταξικής πάλης, όταν η αυλαία σηκώνεται και η ομάδα των
μαύρων σκύλων ορμάει στη σκηνή[4] χωρίς να το έχει προβλέψει ο θεατρίνος, πρέπει να ριχτούμε στη μάχη με ό,τι έχουμε. Σήμερα
όμως, που η αυλαία δεν έχει σηκωθεί και πάλι ακόμα, είναι η στιγμή του
ουσιαστικού αναστοχασμού και της επεξεργασίας, ώστε αυτό που λείπει, να
εννοηθεί ως αυτό που μένει να κατακτηθεί. Μέχρι την επόμενη στροφή
της ταξικής πάλης, που θα έρθει ανεξάρτητα από το αν θα επιλέξουμε να
κάνουμε κάτι γι' αυτό – και φυσικά η επιλογή αυτή θα συμβάλλει στα
χαρακτηριστικά της.
Σήμερα,
μετράμε υποχωρήσεις. Η δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου πυροδότησε μια
εξέγερση, και οι συμμετέχουσες και οι συμμετέχοντες σε αυτή,
αντιλαμβανόμενες/οι τη ζωή ως όριο, διακήρυξαν ότι η ζωή του Αλέξη άξιζε
να βιωθεί. Έτσι, διεκδίκησαν ότι οι δικές τους ζωές, οι δικές μας ζωές
άξιζαν να βιωθούν. Αναπαράγεται σήμερα μια, νοσταλγικού τύπου, συζήτηση,
για τις δολοφονίες του Ζακ, της Ελένης, του Πετρίτ (του Σαχζάτ, του
Παύλου, τόσων και τόσων που τα ονόματά τους δεν έρχονται στην
επιφάνεια), και το πώς δεν ξεσηκώνουν τέτοιες αντιδράσεις. Μακριά από
απλοποιήσεις και γραμμικές μεταφορές, ίσως ένα από τα ερωτήματα που
ουσιαστικά τίθενται σήμερα μέσα από αυτό, είναι η ανακατοχύρωση της πεποίθησης ότι οι δικές μας ζωές αξίζουν πράγματι να βιωθούν. Και η εμπιστοσύνη
ότι γι' αυτό μπορούν να αγωνιστούν μόνο οι ίδιοι οι άνθρωποι που τους
αφορά, όλοι και όλες εμείς. Ως πρώτο βήμα, για να το κάνουμε και πάλι.
[1] https://marginalia.gr/arthro/epilegontas-na-paroyme-to-treno-en-kinisei/
[2] Και βέβαια, είναι, καταρχάς και τουλάχιστον, εκεί
όπου βρίσκονται τα υποκείμενα που κινητοποιούνται. Είναι, για
παράδειγμα, εκεί που κινητοποιούνται οι ΛΟΑΤΚΙ συλλογικότητες για τον
θάνατο του Ζακ Κωστόπουλου (Zackie) – δεν καλεί «δική του» κινητοποίηση
μια άλλη μέρα, «προστατευμένο» από κάθε τι που θα μπορούσε να το φέρει
σε πραγματική επικοινωνία, για να μη μπλέκει και μπερδεύεται,
αναπαράγοντας μια ελιτίστικη, εξωτερική, και τελικά, απολύτως αδιάφορη,
κριτική. Για να πάρουμε ένα σημερινό παράδειγμα.
[3] Έγραψε
κριτικά ο Θάνος Ανδρίτσος με αφορμή τις τωρινές κινητοποιήσεις στη
Γαλλία, το εξής σχόλιο στα κοινωνικά δίκτυα: «Αρχές Δεκέμβρη: Έρχεται ο
φασισμός στη Γαλλία, οι μικροαστοί χωρίς εργατικά αιτήματα στρέφονται
προς τον εθνικισμό. Μέσα Δεκέμβρη: Στη Γαλλία νικάει ο λαός.
Μασσαλιώτιδα, Παρισινή Κομμούνα, Μάης 68. Μέσα Απρίλη: Και τα "κίτρινα
γιλέκα" εν τέλει ενσωματώθηκαν γιατί δεν έθεσαν το θέμα της εξουσίας και
της ανατροπής της εκμετάλλευσης. Η Αριστερά δεν ήταν έτοιμη. Τέτοια
κινήματα είναι καταδικασμένα να χάνουν όσο δεν ενισχύεται η δική μας
Αριστερά.» Μια αφήγηση που την έχουμε δει να επαναλαμβάνεται ξανά και
ξανά όλη την περασμένη δεκαετία. Και βέβαια, όσο πιο μακριά, χρονικά και
χωρικά, είναι τα γεγονότα, τόσο πιο εύκολη γίνεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.