του Θανάση Σκαμνάκη
Αλήθεια, πάνω σε ποιο σχέδιο δημιουργείται
η Ιστορία; Ποια αιτία και ποιό μεγάλο χέρι ορίζει την έναρξη, τη δράση,
την κορύφωση, την αποδρομή, την παρακμή;
Οι μέρες κυλάνε παραπέμποντας στον Καρυωτάκη. Λαμπρός ήλιος, δεν λέω,
και οι κουβέντες καλές, δεν λέω, αλλά πολλές και χωρίς αντίκρισμα βρε
αδελφέ, και πολύ μουντάδα στην ατμόσφαιρα και βαρεμάρα, αφόρητη,
προβλέψεις και πάλι για μακρά πορεία στο ημίφως, σε μεσαία διαβίωση. Στο
τέλος δεν περιμένεις παρά πότε θα νυχτώσει βαθιά, να ξεχάσεις σε έναν
ύπνο ανονείρευτο αυτή την απελπισία της αδράνειας, τη μέρα που (δεν)
διανύθηκε, του τίποτα.
Και αίφνης λαμπαδιάζει το σύμπαν. Πάνε περίπατο τα σχέδια για ύπνο. Η
ανία μετατρέπεται σε αγωνία. Συμπυκνωμένος χρόνος που αλλάζει τη δομή
των πραγμάτων και κατά έναν τρόπο τη φύση τους.
Αυτό το έργο έχει επαναληφθεί πολλές φορές, τόσο που έγινε νόμος της
ζωής μας. Ή ήταν πάντα έτσι; Μάλλον το δεύτερο. Απλώς κάθε γενιά θέλει
να τον επιβεβαιώσει, με τη δική της, συνήθως σκληρή (και ίσως πικρή),
πείρα.
Είναι εικόνες που δανείζομαι από τις ημέρες του 2008, αλλά που δεν ανήκουν μόνο στο εκεί και το τότε.
Τι να πει και το σαράκι που έτρωγε, με υποδειγματική αφοσίωση, το
δέντρο χρόνια ολόκληρα; Τέλειωνε τη ζωή του κι ανέθετε στο ερχόμενο να
συνεχίσει την μάταιη ενασχόληση. Τι να πει το σαράκι που όταν
γκρεμίστηκε το δέντρο το πήρε κι αυτό μαζί του στην ανυπαρξία;
Ποιος το είδε; Εμείς μετά μετράγαμε πόσους πλάκωσε η πτώση, και
κάναμε αναλύσεις για την αιτία της. Τόσο είχαμε προσπαθήσει να το
ρίξουμε κι εκείνο έμενε αγέρωχο. Τόσοι ξυλοκόποι με αμφίβολα τσεκούρια
πελεκάγανε. Το σαράκι δεν το είδαμε. Δεν φαινόταν, δεν μπορούσαμε να το
υπολογίσουμε.
Δεν θέλουμε να διεκδικήσουμε τη άδοξη επιτυχία του σαρακιού. Ούτε την υπομονή του.
Ούτε έναν ρόλο άγονου ξυλοκόπου, όχι μόνο από οικολογική ευαισθησία
αλλά και από μια πιο σοφιστικέ διάθεση. Θέλουμε περισσότερο τον τίτλο
των επιτελείων, των ηγεμονικών δυνάμεων μιας εποχής. Θέλουμε να
υπερασπίσουμε τα δέντρα, το σαράκι, τους ανθρώπους και τη ζωή. Και
θέλουμε να έχουμε την υπομονή και την επιμονή που έχει ένα σαράκι, το
(αγέρωχο) ύφος που έχει ένα δέντρο και την ανυπομονησία που έχει η ζωή.
Όμως πόσο το μπορούμε;
Καθώς η εποχή σωρεύει νεκρούς, μιλώ για τους εμφανείς νεκρούς, γιατί
οι αφανείς είναι αμέτρητοι, η πράξη γίνεται αναγκαία. Αλλά μπροστά στην
πράξη στεκόμαστε με εμφανή αμηχανία. Καταρτίζουμε σχέδια, προγράμματα,
στόχους. Όμως μας διαφεύγει το απτό, το συγκεκριμένο, το κατάλληλο της
στιγμής. Δεν μας βοηθάνε και οι συνθήκες.
Η ρουτίνα νικάει την επιθυμία. Οπότε τα σχέδια πάσχουν σε ένα κρίσιμο
σημείο. Το σημείο εκκίνησης. Κι έτσι καθηλώνονται στην αφετηρία και
αναλώνονται πριν καταναλωθούν.
Οι καλύτερες ιδέες δεν μπορούν να αντέξουν σε μια τέτοια ακινησία.
Γι’ αυτό και συχνά πυκνά ομάδες που ασφυκτιούν στην αφετηρία βγαίνουν
εξορμήσεις, σαν απονενοημένα διαβήματα. Να σπάσουν το κενό και την
αμηχανία. Αναζητούν την ευλυγισία και το θερμό επιχείρημα μιας φλόγας.
Μοιάζει γεροντική εμμονή το να φωνάζεις πως δεν είναι η κατάλληλη
ώρα, πως θα αναλωθούν πριν καν πράξουν, θα σπαταληθούν σε ανεπίδοτες
πράξεις. Πως χωρίς επιτελικό σχέδιο, χωρίς προετοιμασία, χωρίς κοινωνική
αποδοχή, χωρίς κατάλληλες προϋποθέσεις, κάθε απόπειρα θα είναι στο
κενό.
Καλύτερα έτσι, σου απαντάνε, παρά στην ακίνητη στάση, των σχεδόν αγαλμάτων.
Και καίγονται, ή απλώς καίνε την ορμή τους.
Αλλά, ούτως ή άλλως, η ορμή δεν καίγεται στην αφετηρία;
Αυτό είναι ερώτημα άγονων καιρών. Και η απάντησή του είναι δύσκολη, έως αδύνατη.
Ξανά παλιά διλήμματα στη επιφάνεια. Με νέα τρόπο. Έτσι ώστε οι κάθε
φορά νέοι άνθρωποι, και όχι μόνο, να θεωρούν πως είναι πρωτοφανή.
Να πω ξανά μια ιστορία από το παρελθόν.
Στα χρόνια της χούντας, κυρίως τότε που φάνταζε παντοδύναμη, είχε
επιβληθεί γενική αδράνεια. Η πολιτική πράξη, η κάθε πράξη αντίστασης
φάνταζε ατελέσφορη.
Οι ανήσυχοι άνθρωποι μαζεύονταν στην αφετηρία, που λέγαμε,
αναζητώντας τρόπους να δράσουν. Πολλές συζητήσεις, αναλύσεις, σχέδια επί
στρατηγικού χάρτου. Περίσσευαν οι ρεαλιστικές προσεγγίσεις του
ιστορικού μέλλοντος, της επανάστασης και της κατίσχυσης του σοσιαλισμού,
και έλειπαν, ή ήσαν αδύναμοι, οι σχεδιασμοί για το τώρα. Έτσι που στα
μυαλά τουλάχιστον να φαίνεται πιο κοντινή προοπτική ο σοσιαλισμός, αλλά
πολύ πιο μακρινή η ανατροπή της χούντας.
Οι καλύτεροι από εκείνους (ίσως απλώς οι πιο ανυπόμονοι;) ξεχώριζαν,
αποσύρονταν σε μικρές ομάδες, χάνονταν. Ξαναβρίσκονταν πίσω από
θορυβώδεις εκρήξεις. Τουλάχιστον έκαναν κάτι. Εξακόντιζαν μια λάμψη. Μια
βόμβα, για την οποία μιλούσαν οι ξένοι σταθμοί, ήταν πιο τελεσφόρο μέσο
από μια ατέρμονη συζήτηση για την οποία δεν μίλαγε κανείς.
Άλλοι πάλι καίγονταν στο ζέσταμα. Βούλιαζαν στην απραξία των σχεδίων. Αποσύρονταν, πότε για λίγο, πότε για πάντα.
Καθώς το περιγράφει ο ποιητής:
“Η μοίρα, καθώς λένε, μας δένει μες στον κύκλο του ακατόρθωτου
να τριγυρνάμε γύρω-γύρω στο πηγάδι, όπου μέσα του μένει
κλεισμένο, σκοτεινό, αξεδιάλυτο το πρόσωπό μας.” (Γ. Ρίτσος, Τέταρτη διάσταση)
Όταν άλλαξε τροπή ο καιρός, κάτι που δεν έγινε μόνο του, εκείνοι οι
άνθρωποι που αναλώνονταν στην αφετηρία είχαν κάτι να πουν γι’ αυτό, και
κυρίως είχαν μεγάλο μερίδιο στην παραγωγή του.
Ποιος μπορεί όμως να πει πως κάθε πράξη, κάθε σκέψη, κάθε σχέδιο,
ακόμα και τα απονενοημένα διαβήματα, ακόμα κι εκείνοι που κάηκαν πριν
ξεκινήσουν, δεν είχαν το μερίδιο της συμβολής σε ό,τι μετά αποκαλέσαμε
γεγονότα;
Τα βάζεις όλα σε μια σειρά και τα αξιολογείς, με την ψυχραιμία του
περασμένου. Και λες πως όλα καλά έγιναν. Όλα; Όχι φυσικά. Γιατί έτσι
χάνεται η λογική. Γιατί έτσι χάνεται η διαλεκτική των γεγονότων. Τα
αλληλοσυγκρουόμενα, αισθήματα, πράξεις, σχεδιασμοί, δεν μπορεί να είναι
στο ίδιο καζάνι, να βράζουν μαζί και να βγαίνει μια σούπα ενιαία,
πιθανόν εύγευστη, αλλά πάντως σούπα.
Γιατί έτσι καταργείς τη διαλεκτική της ζωής. Υπάρχει κύριο και δευτερεύον, κυρίαρχο και κυριαρχούμενο, σ’ αυτή τη σχέση.
Ας μείνουμε σ’ αυτή την περιπλάνηση στο παρελθόν, καθώς αν δεν μας
καθηλώνει, κάτι που συμβαίνει συχνά λόγω της νοσταλγίας, μας βοηθάει να
αποκτήσουμε ολόκληρη την εικόνα του παρόντος, αφού είναι το μόνο
στοιχείο της πραγματικότητάς μας για το οποίο έχουμε την, ας πούμε,
πλήρη, ή έστω ολοκληρωμένη, εικόνα.
(Ο Μάρξ το πήγαινε και πιο πέρα: “Κατά τη διάρκεια εποχών
επαναστατικής κρίσης, οι άνθρωποι επικαλούνται την βοήθεια πνευμάτων του
παρελθόντος, δανείζονται τα ονόματα, τα συνθήματα και τα κουστούμια
τους για να επαναλάβουν μια ιστορική σκηνή υπό τη σεβάσμια αυτή
μεταμφίεση και με το πλαστό τους όνομα”).
Δείχνουν σα να γυρίζουν όλα σε έναν κύκλο; Κι όμως, όσο ο κύκλος
γυρίζει στο ίδιο σημείο δεν μπορείς να δεις πως κάθε φορά είναι αλλιώς.
Πως κάθε φορά τίποτα δεν είναι ίδιο. Και πως η μόνη ελπίδα ευόδωσης
ανήκει πάντα σ’ εκείνους που μπορούν να εμπιστευτούν το σαράκι, τους
ξυλοκόπους και τη ζωή.
Εν τέλει, ό,τι καίει δεν είναι πάντα η φωτιά. Υπάρχουν πιο δραστικές πυρπολήσεις.
ΠΗΓΗ:- Kommon
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.