Δημοσιεύτηκε: αριστερό blog
Αλέκος Αναγνωστάκης
Η
φράση «χαμένη δεκαετία» αφορά τη μακροχρόνια εμπειρία συσσώρευσης χρεών
μαμούθ, οικονομικής στασιμότητας και αποπληθωρισμού που βίωσε η Ιαπωνία
στα μέσα της δεκαετίας του ’90. «Αν δεν δράσουμε από κοινού»,
προειδοποιεί η επικεφαλής του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, «η παγκόσμια
οικονομία διατρέχει τον κίνδυνο ενός πτωτικού σπιράλ αβεβαιότητας, μιας
αλυσιδωτής χρηματοοικονομικής αστάθειας και πιθανής κατάρρευσης της
ζήτησης. Διατρέχουμε τον κίνδυνο αυτού που κάποιοι σχολιαστές ήδη
αποκαλούν χαμένη δεκαετία. Η παγκόσμια οικονομία εισήλθε σε μια αβέβαιη
και επικίνδυνη φάση». Και έχει δίκιο.
Στις
χώρες που εκδηλώθηκε η κρίση, ως θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης
προσλαμβάνουν πλέον εκείνους που στις περασμένες δεκαετίες εθεωρούντο ως
έναρξη εισόδου σε κρίση (0,2%-2,5%). Στις δε αναδυόμενες οικονομίες
(Κίνα, Ινδία, Βραζιλία, Τουρκία) οι ρυθμοί ανάπτυξης επιβραδύνονται. Το
πλέον σοβαρό όμως είναι πως εξακολουθεί να μην παρατηρείται μια τάση
επιστροφής κεφαλαίων από τον υπεραναπτυγμένο χρηματοπιστωτικό τομέα προς
την πραγματική λεγόμενη οικονομία (690 τρισ. δολάρια, 10 φορές πάνω το
παγκόσμιο ΑΕΠ εξακολουθούν να «ίπτανται» στον τομέα αυτό).
Στην
Ελλάδα η αποσάθρωση των αμοιβών στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, η
υπερφορολόγηση των πολιτών, η στάση πληρωμών του Δημοσίου στο εσωτερικό
σε συνδυασμό με μαζικά λουκέτα μικρομεσαίων, προς το παρόν,
επιχειρήσεων, έχει οδηγήσει τα πράγματα σε οριακό σημείο. Οι
περισσότερες από τις τράπεζες, παρά τα 100 δισ. ευρώ που έχουν λάβει και
τα αναμενόμενα 50 από την ανακεφαλαιοποίηση, δεν μπορούν να λάβουν
απευθείας ρευστότητα από την ΕΚΤ λόγω έλλειψης κατάλληλου ενεχύρου.
Αναγκάζονται επομένως να λαμβάνουν ρευστότητα με το σταγονόμετρο από την
ίδια την Τράπεζα της Ελλάδος με σοβαρότατο αντίκτυπο στην αγορά. Σε
συνδυασμό με τα σύννεφα πτωτικών τάσεων που εμφανίζονται στον τουρισμό,
δικαιολογείται το ενδεχόμενο, με το τέλος της τουριστικής σεζόν,
εκδήλωσης, σε περιοχές της επικράτειας, ακόμη και ανθρωπιστικής κρίσης
ως συνέπεια της οικονομικής.
Τα
δημοσιεύματα του Τύπου, ξένου και ελληνικού, περί εξόδου από το ευρώ
αποτελούν, βραχυχρόνια, μέσο πίεσης. Αντανακλούν όμως ενδυναμούμενη
μεσοπρόθεσμη τάση των αστικών επιτελείων που συνειδητοποιούν ότι η
έξοδος του ελληνικού καπιταλιστικού σχηματισμού από το ευρώ είναι πλέον
ανεπιθύμητο μεν, αναπόφευκτο δε, σοβαρό ενδεχόμενο αν θέλουν να τη
διατηρήσουν σαν ένα είδος χρήσιμης ειδικής οικονομικής ζώνης. Ενδεχόμενο
που σχετίζεται άμεσα με τις εξελίξεις στην Ισπανία. Τυχόν αδυναμία
αποπληρωμής του συνολικού χρέους της, ύψους 2,4 τρισ.(!) δολαρίων,
δημιουργεί μια νέα ποιοτική κατάσταση με απρόβλεπτες εξελίξεις. Το
δημόσιο χρέος της Ισπανίας εκτινάχθηκε στο 78% από το 67% το 2011 και το
ιδιωτικό στο 227% του ισπανικού ΑΕΠ.
Υπεραντιδραστική αστική επίθεση
Στις
29 Μαΐου, σε συνθήκες οικονομικής αστάθειας ολόκληρης της ευρωπαϊκής
ηπείρου, σαθρής παγκόσμιας αντιδραστικής ανάπτυξης, και ενώ το ελληνικό
πρόβλημα να οξύνεται και η Ισπανία να γίνεται η νέα «εστία φωτιάς», είδε
το φως της δημοσιότητας ένα «νέο» ολοκληρωμένο σχέδιο πολιτικής
αντιμετώπισης της κρίσης. Το πρόγραμμα καταρτίστηκε στα πρότυπα της
«Ατζέντας 2010 για τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις» που είχε εκπονηθεί
από τον τότε σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο και μετέπειτα στέλεχος του
ρώσικου μονοπωλίου ενέργειας Γκάζπρομ, Γκέρχαρντ Σρέντερ.
Σοσιαλδημοκράτες και χριστιανοδημοκράτες προτείνουν από κοινού, στο
όνομα των ευρωπαίων κεφαλαιοκρατών, τους βασικούς άξονες
υπεραντιδραστικής εξόδου από την ύφεση, αποκαλύπτοντας ξανά και ξανά το
σύγχρονο εργασιακό μεσαίωνα που σχεδιάζουν για τους κολασμένους του 21ου
αιώνα.
Τα βασικά σημεία του προσχεδίου, όπως δημοσιεύτηκαν στο γερμανικό περιοδικό Σπίγκελ, περιλαμβάνουν:
Πρώτο,
τη δημιουργία, με τη συνοδεία ελκυστικών φοροαπαλλαγών, ειδικών
υπηρεσιών (π.χ. ειδικών ταμείων) ιδιωτικοποιήσεων στα πρότυπα της
Τρόιχαντ, η οποία είχε αναλάβει την πώληση κρατικών επιχειρήσεων της
πρώην Ανατολικής Γερμανίας, για «να μειωθεί δραστικά ο υψηλός αριθμός
οργανισμών και υπηρεσιών που βρίσκονται υπό τον έλεγχο του Δημοσίου, σε
πολλές χώρες ειδικά του ευρωπαϊκού Νότου».
Δεύτερο,
την εισαγωγή ενός αντιδραστικότερου μοντέλου περιορισμένης απασχόλησης,
που αποκαλείται «μίνι δουλειά», με μικρότερη φορολόγηση και εισφορές.
Το μοντέλο «μίνι δουλειά - μίνι αμοιβή» ως μόνιμη εργασιακή σχέση
συνοδεύεται από μέτρα παραπέρα χαλάρωσης των όρων για απολύσεις.
Τρίτο,
δημιουργία ειδικών οικονομικών ζωνών (ΕΟΖ) για εγκατάσταση βιομηχανικών
επιχειρήσεων στο πρότυπο που χρησιμοποίησε η Κίνα.
Τέταρτο,
χρηματοδότηση μικρής και μεσαίας κλίμακας επενδύσεων, μέσω κρατικού
χρηματοπιστωτικού φορέα που θα έχει αναπτυξιακό ρόλο.
Πέμπτο,
υιοθέτηση προγραμμάτων που θα βοηθούν τη δημιουργία μικρών και μεσαίων
επιχειρήσεων, στο πρότυπο των προγραμμάτων που «τρέχει» η γερμανική
αναπτυξιακή τράπεζα KfW.
Έκτο,
ανάπτυξη ενός διπλού εκπαιδευτικού συστήματος που θα συνδυάζει
θεωρητική εκπαίδευση σε επαγγελματικό σχολείο και μαθητεία σε επιχείρηση
συγκεκριμένου κλάδου.
Το
πρόγραμμα έχει γενική ισχύ. Αφορά τόσο τις χώρες του Νότου όσο και τις
χώρες του ανεπτυγμένου Βορρά. Η αστική πολιτική λοιπόν αντεπιτίθεται. Το
ερώτημα είναι, γιατί;
Μια
από τις ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα στην τωρινή δομική κρίση του
καπιταλισμού και στις αντίστοιχες προηγούμενες, έγκειται ακριβώς στο ότι
στην ουσία ο σημερινός καπιταλισμός δεν χωρά στον εαυτό του. Η
υπεραυτοματοποίηση, η ταχύτητα και ο όγκος διάδοσης δεδομένων, οι
ραγδαίες ανακαλύψεις στην τεχνολογία, τη βιοτεχνική και τη ρομποτική,
στην εφαρμογή τους, συνταράσσουν τους όρους, τους χρόνους, την οργάνωση,
τους ρυθμούς και την ποιότητα παραγωγής. Διαταράσσουν τη γεωστρατηγική
σημασία χωρών. Θέτουν με νέους όρους το ζήτημα του χρόνου εργασίας, τη
σχέση του εργάτη δημιουργού με τα ίδια τα δημιουργήματά του. Στην ουσία,
οι παραγωγικές δυνάμεις που ο ίδιος ο καπιταλισμός επαναστατικοποιεί,
ιδιοποιείται, διαστρέφει και επιχειρεί να ακρωτηριάζει, δεν μπορεί να
τις εσωτερικεύσει χωρίς σοβαρές διαταραχές στη λειτουργία του.
Μπροστά
σε αυτή τη νέα κατάσταση της ιστορίας και σε αυτή την ιστορία της νέας
κατάστασης, οι καπιταλισμός –άρα και οι διαχειριστές του– είναι
αναγκασμένος, προκειμένου να μην τα χάσει όλα, να περνά σε ολοένα και
αντιδραστικότερες πολιτικές. Γι’ αυτό και τη βασικότερη παραγωγική
δύναμη, την εργατική δύναμη, την ακρωτηριάζει πετσοκόβοντας τα
δικαιώματα και περιορίζοντας τις ανάγκες της κάτω και από το όριο
αναπαραγωγής της. Εξ ου και οι μισθοί των 180-400 ευρώ, οι συντάξεις
βοηθήματα και η εμπορευματοποιημένη περίθαλψη των γενοσήμων.
Σημειωτέον
πως στις 27 σελίδες του κυβερνητικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ δεν
υπάρχει ούτε μια φορά ο όρος καπιταλισμός, ούτε μια φορά ο όρος
καπιταλιστική κρίση. Η κρίση αντιμετωπίζεται ως υποκειμενικό αποτέλεσμα
της πολιτικής διαχείρισης των δεξιών λαϊκών κομμάτων και της
σοσιαλδημοκρατίας.
Οι
αστοί κυνηγούν ως το τέλος το νέο καπιταλιστικό όνειρο. Να διαμορφώσουν
–αξιοποιώντας τη σημερινή κρίση– παραγωγικές, κοινωνικοπολιτικές και
γεωστρατηγικές προϋποθέσεις προκειμένου να κατακτήσουν τη «διαιώνιση»
της αναπαραγωγής του καπιταλισμού σε μια νέα και ανώτερη, αν είναι
δυνατόν, μακρά περίοδο δυναμικής ανάπτυξης και κερδοφορίας. Μια τέτοια
όμως προοπτική, με βάση τη σημερινή έκρηξη όλων των θεμελιακών του
αντιφάσεων, είναι αδύνατη. Αν ο καπιταλισμός μετά την κρίση του ’73
έπεσε, κατά μέσο όρο, κατά 50% στους ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης του ΑΕΠ
σε σχέση με τη χρυσή περίοδο 1945-70, τότε στην τρέχουσα κρίση και μετά
οι ρυθμοί ανάπτυξης θα είναι σαθροί και αναιμικοί, προετοιμάζοντας την
επόμενη.
Για
την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης και προοπτικής οργανώνουν και
προωθούν πρωτοφανείς αλλεπάλληλες και ολοένα αντιδραστικότερες
αναδιαρθρώσεις στο παραγωγικό καπιταλιστικό μοντέλο. Μια
υπεραντιδραστική ανασυγκρότηση όλων των κοινωνικών και εργασιακών
σχέσεων με πυρήνα το δομικό κατακερματισμό και τη διάσπαση της εργατικής
τάξης. Αυτή η σύγχρονη αστική πολιτική της συνολικής κοινωνικής
βαρβαρότητας δεν είναι επομένως απλώς μια πολιτική επιλογή των κυρίαρχων
κύκλων. Δεν αποτελεί παράδοξη εμμονή ή κάποιο αυτόματο αποτέλεσμα μόνο
των αρνητικών συσχετισμών που δημιουργήθηκαν από την τεράστιας σημασίας
ήττα του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς, τον περασμένο αιώνα. Η
τάση για μια υπεραντιδραστική στροφή διαρκείας σε βάρος της εργασίας
αποτελεί θεμελιώδη και αναγκαία πλευρά των κυρίαρχων χαρακτηριστικών της
σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας. Τάση που θα προωθείται μέσα από
διαφορετικές ιστορικές τακτικές και πολιτικές ανάλογα με τις καμπές της
ταξικής πάλης.
Αυτή
ακριβώς η αστική στρατηγική υιοθετείται από τα λαϊκά κόμματα και τη
χρεοκοπημένη σοσιαλδημοκρατία. Πολιτική, ίδια στον πυρήνα της από τη
δεκαετία του ’90, που κλιμακώνεται και ξεγυμνώνεται όλο και περισσότερο
και αποκτά αποκρουστικότερα κανιβαλικά χαρακτηριστικά στη νέα κατάσταση
της τέταρτης μεγαλύτερης στην ιστορία του καπιταλισμού κρίσης.
Αυτή
την πολιτική προσαρμόζουν και προωθούν στην Ελλάδα τα αστικά κόμματα με
αιχμή του δόρατος τη ΝΔ και από κοντά το ΠΑΣΟΚ που καταρρέει, η Δράση,
και τα ακροδεξιά, συστημικά, βρυξελλιώτικα συμπληρώματα τύπου ΛΑΟΣ και
Χρυσή Αυγή.
Για
να την προωθήσουν οφείλουν να καθαρίσουν με το κίνημα και την Αριστερά.
Τόσο με την παρούσα ενοχλητική παρουσία και αξιοσημείωτη δράση τους που
εμποδίζει αλλά δεν ανατρέπει ακόμη, όσο κυρίως με το ανεπιθύμητο μέλλον
της ουσιαστικής αναγέννησης και νικηφόρας δυνητικής προοπτικής τους.
Οι
αστοί πολιτικοί καθώς και διανοούμενοι - γελωτοποιοί που τους
συνοδεύουν, γνωρίζουν θαυμάσια πως δεν μπορούν να απαλλαγούν από το
εργατικό κίνημα. Γι’ αυτό υποκλίνονται τάχα στο απεργιακό δικαίωμα,
αρκεί αυτό να μη διαταράσσει τη λειτουργία της αγίας αγοράς. Αρκεί να
είναι απαλλαγμένο από την εργατική πολιτική. Την πολιτική δηλαδή που
ανακόπτει τη σχέση μισθών - κερδών υπέρ των πρώτων. Διαταράσσει τις
διεθνείς σχέσεις του κεφαλαίου υπέρ του εργατικών, λαϊκών διεθνών
σχέσεων. Αποδυναμώνει τη σύγχρονη υπεραντιδραστική αστική δημοκρατία και
το σύγχρονο κράτος - στρατηγείο της καθολικής παρακολούθησης και
καταστολής, υπέρ των εργατικών οργάνων και συλλογικοτήτων, σύγχρονων και
μη.
Αυτή
την ολοκληρωτική πολιτική συμπυκνώνει ο πεντάλογος - ολοκληρωτικό
παραλήρημα του Σαμαρά στο οποίο επιλέγει ως αντίπαλους «όσους επί
δεκαετίες έδιωχναν επενδύσεις κι έκλειναν επιχειρήσεις. Όσους θέλουν
ανοχύρωτες τις πόλεις μας από τους λαθρομετανάστες. Όσους θέλουν τη
διάλυση της Αστυνομίας. Όσους αποκλείουν λιμάνια, διώχνουν τουρίστες,
παραλύουν την οικονομική ζωή. Όσους επιμένουν στον κρατισμό και στη
σπατάλη. Όσους τάζουν παροχές από λεφτά που δεν υπάρχουν. Όσους
προτείνουν μέτρα που μας βγάζουν άμεσα από το ευρώ και αποκόπτουν τη
χώρα από τη μοναδική ευκαιρία της νέας Ευρώπης». Ο Σαμαράς και ο
Βενιζέλος, η Μπακογιάννη, o Μάνος και ο Καρατζαφέρης, αυτοί οι πιστοί
του αστικού φιλελευθερισμού, προσπαθούν, ως ρωμαίες εταίρες, σεμνότυφα
να ντυθούν τη μισοαντιμνημονιακή τάχα τήβεννο για να κρύψουν τη σύγχρονη
ολοκληρωτική πανοπλία τους που στρέφεται εναντίον αυτών ακριβώς που
τους καλούν να τους ακολουθήσουν.
Η
συνειδητή αυτή ποιοτική υπεραντιδραστική αντεπίθεσή τους συνιστά μια
τρομακτική απειλή για την ειρήνη, την επιβίωση, τις ελευθερίες, τα
δικαιώματα των καταπιεσμένων, τις κατακτήσεις του κοινωνικού πολιτισμού
της ανθρωπότητας.
Η πολιτική αυτή και οι εκφραστές τους επιβάλλεται και μπορεί να ηττηθούν!
Προκειμένου
όμως να υλοποιηθεί αυτή η αναγκαιότητα, απαιτείται, με επιδίωξη και
προοπτική, αντίθετα από την πολιτική του ΚΚΕ, μια τεράστια συγκέντρωση
και συστράτευση εργατικών και διανοητικών δυνάμεων. Δυνάμεις που θα
αντληθούν από τη σημερινή εργατική τάξη και τα πληττόμενα μεσαία λαϊκά
στρώματα. Απαιτείται επομένως ένα σύγχρονο αντικαπιταλιστικό, βαθιά
εργατικό, ουσιαστικά λαϊκό και σύγχρονα ενιαίο μέτωπο νίκης και
ανατροπής, στον πυρήνα του οποίου θα δρα το ταξικά αναγεννώμενο –εδώ,
στις σκληρές αναμετρήσεις και τολμηρές αναζητήσεις– νέο εργατικό κίνημα.
Και μια Αριστερά σκεπτόμενη, δημοκρατική και επαναστατική η οποία, με
λοκομοτίβα το επαναστατικό κόμμα του 21ου αιώνα, θα ενώνει αντί να
χωρίζει, θα εμπνέει αντί να καθηλώνει.
Στις
δεκατρείς χιλιάδες πεντακόσιες λέξεις του κυβερνητικού προγράμματος του
ΣΥΡΙΖΑ οι όροι «εργατικό κίνημα», «λαϊκό κίνημα», «κίνημα νεολαίας», η
πολιτική κουλτούρα και επιδίωξη συγκέντρωσης λαϊκών δυνάμεων ως
πολιτικών δημιουργών, λείπουν. Το μέσο - εργαλείο που θα υλοποιήσει το
κυβερνητικό πρόγραμμα είναι η ίδια η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - «ήρεμη δύναμη».
Το κίνημα ως όρος αναφέρεται μια φορά ως «ζωντανό κίνημα» - στοιχείο
«ριζικού κοινωνικού μετασχηματισμού» ο οποίος επέρχεται διά της
«δημοκρατικής διαβούλευσης». Το απαιτούμενο όμως είναι ένα ηγεμονικό
σχέδιο του εργατικού κινήματος που υλοποιείται από τους καταπιεσμένους
για τους ίδιους.
Μαστίγιο και καρότο
Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΑΔΥΝΑΤΟΥ ΚΑΙ Η ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΤΟΥ ΔΥΝΑΤΟΥ
Το
εκλογικό αποτέλεσμα της 6ης Μαΐου εγκαινιάζει μια νέα περίοδο «δύναμης
του αδύνατου», που παραμένει αδύνατος και «αδυναμίας του δυνατού», που
παραμένει ωστόσο δυνατός. Μια πρώτη διαφιλονικούμενη καταδίκη των
πολιτικών του Μνημονίου και του δικομματισμού. Από τους 3.300.000
ψηφοφόρους, οι οποίοι απομακρύνθηκαν από ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΛΑΟΣ , 1.250.000
στράφηκαν προς την Αριστερά (συνυπολογίζεται αφαιρετικά και η ΔΗΜΑΡ),
1.300.000 σε αστικά και ακροδεξιά κόμματα –συν 440.000 στη Χρυσή Αυγή–
και περίπου 600.000 προτίμησαν την αποχή. Για πρώτη φορά μεταπολεμικά
2.200.000, το 31% περίπου του εκλογικού σώματος (26% ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ,
ΑΝΤΑΡΣΥΑ), στέκεται θετικά, ιδιαίτερα σε εργατουπόλεις και
εργατοσυνοικίες, στην υπάρχουσα Αριστερά.
Αυτή
η πολιτική μετατόπιση των λαϊκών στρωμάτων κρύβει μέσα της ποιοτικά
χαρακτηριστικά που δεν συνιστούν ακόμη ποιοτική μεταβολή. Συμπυκνώνουν
και αποκαλύπτουν το ίδιο το πολιτικό επίπεδο και τη θετική δυναμική του
κινήματος στην προηγούμενη περίοδο.
Το
αστικό πολιτικό σύστημα προσπαθεί να βγει από μια κατάσταση
αιφνιδιασμού και σοβαρών δυσκολιών. Στη διαχείριση της πολιτικής
κατάστασης στην Ελλάδα, μαζί με το ντόπιο πολιτικό προσωπικό και την
εγχώρια αστική τάξη που πελαγοδρομούν, αποφασιστικό ρόλο παίζουν τα
ιμπεριαλιστικά κέντρα, κυρίως Βερολίνο και Παρίσι. Γνωρίζουν καλά τα
πολιτικά όρια του ΣΥΡΙΖΑ. Όμως καίγονται γι’ αυτόν γιατί γνωρίζουν τη
δυναμική που κρύβει το λαϊκό ρεύμα που τον ακολουθεί και το πολιτικό
μήνυμα που εκπέμπεται εκτός συνόρων. Ρεύμα που γεννήθηκε από τις
πολυάριθμες θελήσεις, συλλογικές πράξεις και αγώνες της περασμένης
περιόδου που στρέφονται αντικειμενικά εναντίον του καπιταλισμού.
Αντικειμενικά. Και τρέμουν μήπως το αντικειμενικά γίνει συνείδηση.
Η
γραμμή που προωθούν είναι μια γραμμή μαστίγιου (απειλές διακοπής του
δανείου, εξόδου από ευρώ) και καρότου (υπόσχεση «ανάπτυξης» με μισθούς
Βουλγαρίας, ανεργία Ισπανίας, ελαστικοποίησης των όρων αποπληρωμής του
χρέους, ομόλογο). Επιδιώκουν τα ζητήματα που αφορούν την ουσία των
εργασιακών σχέσεων να εξασθενίσουν πίσω από μια ασαφή «χαλάρωση των
μνημονίων και της δανειακής σύμβασης» (επιμήκυνση των δόσεων, μείωση
ίσως των επιτοκίων δανεισμού και εξασφάλισης κεφαλαίων κίνησης για «να
κινηθεί η αγορά» πάντα υπό συνθήκες εργασιακής γαλέρας) ώστε να υπάρξει
μια προσωρινή εκτόνωση της συσσωρευμένης λαϊκής οργής.
ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΟΣ
Πολιτική και εκλογική ενίσχυση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Οι
αντιθέσεις και τα αδιέξοδα του καπιταλισμού, οι εξελίξεις στην
οικονομία, το ίδιο το εκλογικό αποτέλεσμα, η σταθερή παρουσία ενός
απρόβλεπτου εν πολλοίς κινήματος, δείχνουν πως βαδίζουμε ολοταχώς προς
μια σκληρή σύγκρουση που δεν μπορεί να κερδηθεί με όρους διαχείρισης ή
επικοινωνίας. Ούτε βέβαια με ένα ρηχό κινηματισμό ή επαναστατικό
βερμπαλισμό.
Ο
Συνασπισμός ήδη «επιστρέφει εκεί που ήταν». Παρουσιάζεται ως ανοιχτή
φιλοΕΕ δύναμη, συμπαρασύροντας συνιστώσες του, τώρα που τα ζητήματα του
ευρώ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του χρέους αποτελούν τη λυδία πολιτική
λίθο. Χωρίς στρατηγικό στόχο, εφ’ όσον μια άλλη Αριστερά και ένα
αναγεννημένο εργατικό και κίνημα δεν κάνουν αισθητή την παρουσία τους, ο
ΣΥΡΙΖΑ αναγκαστικά και γρήγορα θα εγκαθίσταται στο αριστερό
διαχειριστικό άκρο του αστικού πολιτικού συστήματος. Το πρόγραμμά του
στηρίζεται σε έναν παλιάς κοπής μεταρρυθμισμό, επιμέρους αλλαγών χωρίς
αλλαγή, ρήξεων χωρίς ρήξη, ο οποίος δοκιμάστηκε στο προηγούμενο στάδιο
του καπιταλισμού και χρεοκόπησε. Όπως η πολιτική ιστορία έχει αποδείξει,
συμμετοχή της Αριστεράς σε κυβέρνηση μέσα στα πολιτικά όρια της ΕΕ, της
τρόικας και του ευρώ οδηγεί σε ενσωμάτωση, αδιέξοδη διαχείριση και
ήττα.
Οι εξελίξεις αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο δημιουργίας κυβέρνησης αντιμνημονιακού προσανατολισμού γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτός
«ο παλιολαός που δεν καταλάβαινε από τέτοια», η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, οποιοδήποτε
φιλολαϊκό μέτρο θα το στηρίζει στους δρόμους και τις πλατείες. Με γνώση
πως ούτε ΠΑΣΟΚ του ’80, ούτε σοσιαλδημοκρατική διαχείριση του
καπιταλισμού, έστω με μισοπαροχές, μπορεί να υπάρξουν. Η σύγκριση
κοινωνικά, ιστορικά και πολιτικά δεν ισχύει, η σύγκρουση είναι
αναπόφευκτη. Εκεί, στην πράξη λοιπόν, με όρους μαζικού κινήματος θα
αποκαλύπτονται τα περιορισμένα όρια, η αδήριτη ανάγκη διεύρυνσής τους.
Εκεί στην πράξη θα ενισχύεται η ταξική ανεξαρτησία και δράση του μαζικού
κινήματος, η δημιουργία μαζικού κοινωνικού ηγεμονικού ρεύματος με
καθαρή αντικαπιταλιστική στόχευση. Πάνω από όλα επομένως η
αντικαπιταλιστική Αριστερά παρουσιάζεται, πράττει και κρίνει με το δικό
της αυτοτελές πρόγραμμα.
Η
διπλή και αδιαίρετη αντικαπιταλιστική πολιτική για τη νέα, τρικυμιώδη
περίοδο, δεν μπορεί παρά να είναι τόσο η παραπέρα βαθιά καταδίκη και
πολιτική αποδυνάμωση των μνημονιακών αστικών δυνάμεων όσο και ο σταθερός
στόχος - μονόδρομος της αντικαπιταλιστικής ανατροπής της αστικής και
ιμπεριαλιστικής επίθεσης, ο κλονισμός του καπιταλισμού με επιδίωξη την
επανάσταση και τον κομμουνισμό της εποχής μας. Η εργατική - λαϊκή
εξουσία –μέρος της οποίας είναι η κυβέρνηση– είναι ο βαθύτερος και
ουσιαστικός επιδιωκόμενος και δημόσια διακηρυγμένος στόχος που
ενσαρκώνει τα εργατικά και λαϊκά συμφέροντα.
Μεσοπρόθεσμα,
η ρεαλιστική προοπτική που ανοίγεται είναι η συγκρότηση ενός μαζικού
αριστερού, αντικαπιταλιστικού πόλου με καθοριστική τη συμβολή των
δυνάμεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με το διάσπαρτο αντικαπιταλιστικό δυναμικό, το
αντικαπιταλιστικό τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ και του Μετώπου Αλληλεγγύης Ανατροπής
που θα υπερνικούν το δέος απέναντι στην ΕΕ και θα διαχωρίζονται από τη
λογική ενός δήθεν καλύτερου καπιταλισμού, καθώς και με δυνάμεις του ΚΚΕ
που κατανοούν το αδιέξοδο της ασκούμενης πολιτικής του, με ισχυρό έναν
κομμουνιστικό πυρήνα σύγχρονης αναφοράς και πρακτικής.
Η
πολιτική και εκλογική ενίσχυση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτελεί στοιχείο επίγνωσης
των συνταρακτικών στιγμών που έρχονται. Αναγνώρισης του καθοριστικού
της ρόλου ως πολιτικής δύναμης που γνωρίζει το βάθος, την έκταση, τη
διάρκεια και την επικινδυνότητα της κρίσης και της ασκούμενης αστικής
πολιτικής και γι’ αυτό επιχειρεί διαρκώς να ενώσει το εργατικό κίνημα
και τον λαό. Να δράσει ως καταλύτης για τη συσπείρωση των αριστερών
αντικαπιταλιστικών και αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων, πάνω στους άμεσους
στόχους που δημιουργούν υλικά τακτικά ρήγματα και ανοίγουν δρόμο. Ώστε
το εργατικό κίνημα να μπορεί να προωθεί με συνείδηση, γνώση και
πρόγραμμα την επαναστατική αναγκαιότητα της εποχής.
Σύντομη Περιγραφή:
Αλέκος Αναγνωστάκης
Η
φράση «χαμένη δεκαετία» αφορά τη μακροχρόνια εμπειρία συσσώρευσης χρεών
μαμούθ, οικονομικής στασιμότητας και αποπληθωρισμού που βίωσε η Ιαπωνία
στα μέσα της δεκαετίας του ’90. «Αν δεν δράσουμε από κοινού»,
προειδοποιεί η επικεφαλής του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, «η παγκόσμια
οικονομία διατρέχει τον κίνδυνο ενός πτωτικού σπιράλ αβεβαιότητας, μιας
αλυσιδωτής χρηματοοικονομικής αστάθειας και πιθανής κατάρρευσης της
ζήτησης. Διατρέχουμε τον κίνδυνο αυτού που κάποιοι σχολιαστές ήδη
αποκαλούν χαμένη δεκαετία. Η παγκόσμια οικονομία εισήλθε σε μια αβέβαιη
και επικίνδυνη φάση». Και έχει δίκιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου