Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2014

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ από το σήμερα στο αύριο


του Τάκη Κυπραίου

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν ξέρει ακόμα πώς να αντιμετωπίσει τα επερχόμενα. Από τη μια η αναβίωση της χρεοκοπημένης ενδοδιαμάχης των κομματικών μηχανισμών, που ξοδεύονται κατά κύριο λόγο στην προσπάθεια για τον έλεγχό της κι από την άλλη μια θετική, αναγκαστικά ετερογενής, συσπείρωση συντρόφων, σχεδόν όλων των πλευρών, που αγωνιά και προτάσσει τα πολιτικά ζητούμενα.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στο χρονικό διάστημα της ύπαρξής της έδωσε πολλές και με επιτυχία μάχες και στο μέτωπο της πολιτικής γενικά και στις εκλογικές αναμετρήσεις και στο εργατολαϊκό κίνημα αντίστασης και αντεπίθεσης ενάντια στις πολιτικές εξαθλίωσης των εργαζομένων, που επέβαλε η τρόικα σε συνεργασία με τις εξωνημένες κυβερνήσεις. Η κανιβαλική αντεπίθεση κυβέρνησης - τρόικας κυρίως στα συνδικαλιστικά δικαιώματα και ο νέος γύρος μειώσεων στους μισθούς και τις συντάξεις που σχεδιάζουν και προωθούν οι κυβερνώντες, οι αρνητικότεροι συσχετισμοί, όπως αποτυπώνονται στην εκλογική μάχη του περασμένου Ιούνη και η υποχώρηση του κινήματος, συνιστούν το τέλος ενός κύκλου στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης. Εντός αυτού του πολιτικού και κοινωνικού περιβάλλοντος έληξε και ο πρώτος κύκλος ύπαρξής της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Απαιτείται επομένως ένα νέο ξεκίνημα και χρειάζονται βαθιές τομές και ουσιαστικές οργανωτικές τροποποιήσεις στην πολιτική της. Αυτό ακριβώς επιχειρείται και μέσω της επικείμενης πανελλαδικής συνδιάσκεψης.

Σαν το αγρίμι μπροστά στην επερχόμενη κακοκαιρία που με σιγουριά οσμίζεται να ζυγώνει, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν ξέρει ακόμα πώς να αντιμετωπίσει τα επερχόμενα. Από τη μια η αναβίωση της χρεοκοπημένης ενδοδιαμάχης των κομματικών μηχανισμών, που ξοδεύονται κατά κύριο λόγο στην προσπάθεια για τον έλεγχό της κι από την άλλη μια θετική, αναγκαστικά ετερογενής, συσπείρωση συντρόφων, σχεδόν όλων των πλευρών, που αγωνιά και προτάσσει τα πολιτικά ζητούμενα. Αυτή η δεύτερη τάση, που συνδέεται με τις ισχυρές διάχυτες ανάλογες απόψεις εντός των οργανώσεων, προσβλέπει στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως την εν δυνάμει ηγετική δύναμη μιας λαϊκής αντεπίθεσης «για την επιβίωση και τη ζωή του λαού», ενός αναγεννώμενου κινήματος, ως ενός πόλου συγκρότησης της ευρύτερης δυνατής αριστερής αντικαπιταλιστικής συμμαχίας με βάση το ανάλογο πρόγραμμά της, η οποία με τη σειρά της θα συμβάλει και στη συγκρότηση ενός επαναστατικού εργατολαϊκού κινήματος που θα ευνοεί τη δημιουργία ενός αποφασιστικού αντικαπιταλιστικού μετώπου και θα γονιμοποιεί τη συγκρότηση του σύγχρονου μαζικού, εργατικού κομμουνιστικού κόμματος.

Οι πολιτικές αυτές διεργασίες πρέπει έμπρακτα να ενισχυθούν. Θα έχουν φόντο τις ευρύτερες πολιτικές εξελίξεις στη χώρα μας, που παρά τη συνεχή ρευστότητά τους, σηματοδοτούνται από τις προσεχείς εκλογές, που όλα δείχνουν ότι θα διεξαχθούν σύντομα (έστω και αν η διαδικασία ανάδειξης νέου προέδρου της χώρας δεν οδηγήσει υποχρεωτικά σε βουλευτικές εκλογές). Οι εκλογές, όποτε και να γίνουν, θα επιφέρουν σημαντικές αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό με την αναμενόμενη ήττα της ΝΔ, την ουσιαστική (ίσως και πραγματική) εξαφάνιση του ΠΑΣΟΚ, και κυρίως τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ. Φυσικά θα υπάρξουν και ενδιάμεσες ανακατατάξεις του πολιτικού σκηνικού που θα προσδιορίσουν, ενδεχομένως, και τη φυσιογνωμία της νέας κυβέρνησης που θα έχει επίκεντρο τον ΣΥΡΙΖΑ. Μοιραία λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ στο άμεσο μέλλον θα αποτελεί ένα από τα δεδομένα, που κάθε πολιτική ανάλυση οφείλει να λαμβάνει σοβαρά υπόψη της.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις όποιες επιφυλάξεις και αντιρρήσεις, είναι πολιτικό κομμάτι της Αριστεράς, χωρίς τη στρατηγική της Αριστεράς, την επανάσταση και την κομμουνιστική στόχευση. Μετακινείται ραγδαία όλο και πιο δεξιά σε μια πολιτική που εν τέλει περιορίζεται σε μια σχετικά ανθρωπινότερη διαχείριση της υπάρχουσας κατάστασης, σε μια πολιτική αντιμετώπισης της ακραίας φτώχειας, του ακραίου αυταρχισμού, των ακραίων ιδιωτικοποιήσεων, του ακραίου νεοφιλελευθερισμού. Σε περίπτωση που γίνει κυβέρνηση, οι πολιτικές επιτυχίες ή αποτυχίες του θα έχουν επιπτώσεις σε όλη την Αριστερά.

Από αυτή την άποψη οφείλουμε να ενισχύσουμε πρωτίστως την αυτοτελή προγραμματική, πολιτική και οργανωτική παρουσία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Να προβάλλουμε τη δικιά μας πολιτική και με αυτή, ως κριτήριο, να κρίνουμε τη συνολική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, ενισχύοντας κριτικά το παραμικρό φιλολαϊκό μέτρο με τη μεγαλοσύνη του ηγεμόνα. Κάτω από τους αναγκαίους στόχους, που αφορούν τους μισθούς, το δημοκρατικό ζήτημα από σύγχρονη εργατική σκοπιά και την πάλη ενάντια στις διεθνείς σχέσεις του καπιταλισμού, πρωτίστως την έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ, να υπερασπιζόμαστε εκείνες τις πλευρές της πολιτικής του, που έχουν φιλολαϊκό (και σε κάποιο βαθμό εθνικοαπελευθερωτικό) χαρακτήρα. Γνωρίζοντας βέβαια πολύ καλά ότι η πολιτική του, στην καλύτερη περίπτωση, μπορεί να περιλάβει περιορισμένα μέτρα προσωρινής ανακούφισης των λαϊκών στρωμάτων, πάντα μέσα στα πλαίσια του συστήματος. (Πιθανότητα απομακρύνεται όλο και περισσότερο όσο περνάει ο καιρός και αυξάνουν οι υποσχέσεις της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ προς τα κέντρα εσωτερικής και εξωτερικής εξουσίας.)

Στο ζήτημα αυτό, η αριστερή πλειοδοσία που κινείται στο έδαφος της βούλησης παρά στο έδαφος της ανάγκης, δεν μπορεί να βοηθήσει το εργατολαϊκό κίνημα. Όπως επίσης δεν προσφέρει καμιά βοήθεια η συστηματική άκριτη πολεμική που του ασκεί το ΚΚΕ, το οποίο νοιάζεται σχεδόν αποκλειστικά «το μαγαζί να πηγαίνει καλά» και περιμένει τη δικαίωσή του, που κάποτε θα έρθει, χωρίς να εκλαμβάνει την ιστορική αναγκαιότητα ως δυνατότητα μάλλον, παρά ως βεβαιότητα.
Προσβλέπουμε σε μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ που θα ηγείται πολιτικά στους αγώνες του εργατολαϊκού κινήματος, το οποίο θα υπερασπίζεται τα φιλολαϊκά μέτρα και θα στηρίζει με αγώνες στους δρόμους, ενδεχομένως και θυσίες, τη λήψη και το βάθεμα αυτών των μέτρων, θα εμπνέει και θα ωθεί αντί να απογοητεύει, θα ενώνει αντί να χωρίζει, ώστε να σώσει συνολικά την τιμή της Αριστεράς. Πάνω απ’ όλα όμως θα έχει σπείρει βαθιές επαναστατικές υποθήκες για την επόμενη φάση του κινήματος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κάνει πολλές υποχωρήσεις από την εποχή του «καμιά θυσία για το Ευρώ - κυβέρνηση της Αριστεράς»  μέχρι σήμερα και μετακινείται συνεχώς σε βαθύτερη τροχιά ενσωμάτωσης στο σύστημα. Ο ελληνικός λαός όμως δεν έχει να κάνει με τις υποχωρήσεις του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε και με τη Μέρκελ προσωπικά. Έχει να κάνει με τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό της εποχής μας, με το γερμανικό κεφάλαιο που ηγεμονεύει και τα θέλει όλα. Είναι το ίδιο κεφάλαιο που έφτιαξε τα Άουσβιτς και κερδοσκόπησε εξοντώνοντας εκατομμύρια εργάτες στα κρεματόρια.

Είναι επομένως εντελώς παράλογο να πιστεύει κανείς πως μπορεί να βασιστεί η όποια κυβέρνηση, άρα και εκείνη του ΣΥΡΙΖΑ, με ή χωρίς προσθήκες από Ποτάμια, ΑΝΕΛ κλπ., σε αυτά τα κεφάλαια για κινήσεις καλής θέλησης και αμοιβαίου συμφέροντος, ακόμα και για ικανοποίηση αναγκών της χώρας που αφορούν ανακούφισή και των υπό το καθεστώς ακραίας φτώχιας ζώντος μεγάλου μέρους του ελληνικού λαού.

Και το πιο μικρό φιλολαϊκό μέτρο που θα τολμήσει να αναγγείλει ότι θα εφαρμόσει όντας κυβέρνηση, θα βρει τείχος από την τρόικα και ιδιαίτερα τη Γερμανία με τους ντόπιους συνεργάτες της, οι οποίοι θα του επιτεθούν για να τον υποτάξουν άμεσα, αλλά και εξευτελιστικά. Θα κλείσουν τις στρόφιγγες ζωής μέσω των οποίων πορεύεται η χώρα.

Γι’ αυτό το τελευταίο έχουν ήδη φροντίσει οι προηγούμενες προδοτικές κυβερνήσεις ΝΔ - ΠΑΣΟΚ - ΛΑΟΣ - Παπαδήμου - ΔΗΜΑΡ. Το να πιστεύει κανείς, ότι εκείνη τη χρονική στιγμή η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορέσει να διαπραγματευτεί, σε λογικό επίπεδο με τους τροϊκανούς, σημαίνει ότι είναι ή αφελής ή βλάκας.

Γίνεται έτσι φανερό, ότι και το πιο απλό ζήτημα που τυχόν θα θελήσει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να λύσει σε αντίθεση με τις επιταγές της υπό τη γερμανική ηγεμονία ΕΕ, θα φέρει την κυβέρνηση ενώπιον αλυσιδωτών και κλιμακούμενων προβλημάτων, όπως είναι η παραμονή της χώρας στην Ε.Ε. και το Ευρώ, η εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και των μεγάλων επιχειρήσεων, η αναζήτηση κεφαλαίων, η εξασφάλιση προμήθειας εισαγόμενων αναγκαίων προϊόντων, φαρμάκων, τροφίμων, καυσίμων κ.λ.π.

Η κυβέρνηση τότε θα έχει δύο επιλογές. Η μία είναι η συνέχιση και το βάθεμα της αντιλαϊκής εξοντωτικής πολιτικής προς όφελος του μεγάλου (κυρίως ξένου αλλά και ελληνικού) κεφαλαίου, η πλήρης υποταγή στον ευρωγερμανικό ιμπεριαλισμό (πλήρης υποδούλωση), και η άλλη η άρνηση της υποταγής, η αντίσταση στις παράλογες απαιτήσεις και η σύγκρουση με τους ισχυρούς της Ε.Ε. του ΔΝΤ (ΗΠΑ) και της ΕΚΤ και τους ντόπιους συμμάχους τους.

Η δεύτερη επιλογή είναι αδύνατο να γίνει από τον ΣΥΡΙΖΑ εξαιτίας της πολιτικής του φύσης. Μια τέτοια επιλογή πιθανόν να πραγματοποιηθεί μόνο υπό την αναγκαία προϋπόθεση της ύπαρξης ισχυρού εργατολαϊκού κινήματος που θα στηρίζει ολόπλευρα και μαχητικά μια αριστερή, σύγχρονα εθνικοαπελευθερωτική πολιτική (δηλαδή επί της ουσίας αντικαπιταλιστική).

Τότε μόνο και τότε ίσως ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να αποτολμήσει τη δεύτερη επιλογή. Τότε και μόνο τότε επίσης ο λαός θα είναι αποφασισμένος να υποστεί ακόμα και θυσίες στην προοπτική ουσιαστικής υπέρβασης της σημερινής δύσκολης κατάστασης.

Ένα τέτοιο κίνημα μόνο μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ ανοιχτή και πρωτοπόρα, με το βλέμμα διαρκώς στο εργατικό κίνημα, τις αναγκαίες συμμαχίες που σταδιακά θα δημιουργήσουν πολιτικό μέτωπο και με βάση το πρόγραμμα πάλης που έχει, μπορεί να ηγηθεί. Μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ όμως, που θα έχει «ολοκληρώσει» ένα οργανωτικό άνοιγμα, μια πολιτική συμμαχιών και ένα πρόγραμμα διεκδικήσεων που θα πατάει γερά στην υλική πραγματικότητα και τις κοινωνικές ανάγκες του συγκεκριμένου τόπου στο συγκεκριμένο χρόνο.

Από αυτή τη σκοπιά αποτελούν ελπιδοφόρα μηνύματα η πολιτική ενότητας και συνεργασιών που αποπνέουν οι διάχυτες αντιλήψεις στο δυναμικό των οργανώσεων, τα πολιτικά κείμενα των ανένταχτων με το κάλεσμα «να χαλαρώσουν οι οργανώσεις» για να αποκτήσουν νόημα και ουσιαστικό περιεχόμενο οι συνεδριάσεις και η προσπάθεια ουσιαστικής ενότητας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για να μην οπισθοχωρήσει το εγχείρημα και να μετατραπεί σε χαλαρή συμπόρευση. Καθώς επίσης γεννούν ελπίδες και τα σπέρματα παρόμοιων αντιλήψεων που ρητά ή υπόρρητα σημειώνονται στα ντοκουμέντα της συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αρκεί όλα αυτά να μορφοποιηθούν με πολιτική σαφήνεια.

Ο ρόλος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε περίπτωση κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να είναι ρόλος εργατικής αριστερής αντιπολίτευσης. Μιας πρωτόγνωρης αντιπολίτευσης με γνώμονα τα σύγχρονα δικαιώματα και εργατικές ανάγκες. Δεν στηρίζει συνολικά, δεν μετέχει στην κυβέρνηση.
Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής προτάσσει ένα πρόγραμμα και τα αναγκαία μέσα υλοποίησης του και υπερασπίζεται (και παράλληλα πιέζει για διεύρυνση) προοδευτικά φιλολαϊκά κυβερνητικά μέτρα.

Αυτή η πολιτική επιλογή δίνει άλλη υπόσταση στους αγώνες στήριξης κυβερνητικών μέτρων, στήριξης εθνικοαπελευθερωτικών επιλογών, γιατί αυτή η πολιτική δεν κινείται εντός των ορίων του συστήματος και έχει ακριβώς ένα αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης για να τα υπερβεί.

Τα παραπάνω συνιστούν ένα προβλέψιμο σενάριο, από τα πολλά που υπάρχουν, για το άμεσο μέλλον. Σε καμιά περίπτωση δεν αποτελούν βεβαιότητα, δεδομένου ότι στη ζωή και μάλιστα σε περιόδους ιστορικών, όπως η σημερινή, κρίσεων, μπορεί να συμβούν απροσδόκητες εξελίξεις, μικρές ή μεγάλες, πόλεμοι και εκτροπές, εκρήξεις και ανατροπές σε τοπικό και διεθνές επίπεδο, που με τη σειρά τους θα οδηγήσουν την κούρσα της ιστορίας. Γι’ αυτό και πρέπει πάντοτε να παραμένουμε πιστοί στην αρχή της ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης, μέσα στις κάθε φορά δεδομένες συνθήκες.

Πηγή: Kommon αντιγραφή μεσω:  e-KOZANH

Δεν υπάρχουν σχόλια: