Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 24 Αυγούστου 2012

Αντίσταση, Μεταρρύθμιση, Επανάσταση

Μια συζήτηση για τις προβληματικές μορφές αντικαπιταλισμού σήμερα



Την Τετάρτη, 30/5, η ομάδα πλατύπους οργάνωσε τη σχετική συζήτηση στη Θεσσαλονίκη με ομιλητές τους Νικόλα Σεβαστάκη – αναπλ. καθηγητή του τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Α.Π.Θ., Θοδωρή Καρυώτη – συμμετέχει σε εγχειρήματα άμεσης δημοκρατίας και αλληλέγγυας οικονομίας, Άρη Τσιούμα – μέλος της Κίνησης Εργατικής Χειραφέτησης και Αυτοοργάνωσης και Κώστα Γούση – μέλος του Νέου Αριστερού Ρεύματος (ΝΑΡ).
Η ‘Platypus Affiliated Society’, δημιουργήθηκε τον Δεκέμβρη του 2006 και οργανώνει ομάδες μελέτης, δημόσια φόρουμ, επιδιδόμενη σε έρευνα και δημοσιογραφία. Εστιάζει στα προβλήματα και καθήκοντα, που μας κληρονόμησε η «Παλιά» (δεκαετίες ’20 και ’30), η «Νέα» (’60 και ’70) και η μετα-πολιτική (’80 και ’90) Αριστερά, για τις δυνατότητες της απελευθερωτικής πολιτικής σήμερα.
Παρακάτω, δημοσιεύουμε τμήματα των εισηγήσεων των ομιλητών και μέρος του σκεπτικού της διοργάνωσης της εκδήλωσης από πλευράς συνοψίζεται σύμφωνα με την ομάδα πλατύπους  ως εξής στο παράθεμα από το έργο του Μόις Ποστόουν:
«Μετά την αποτυχία της Νέας Αριστεράς τη δεκαετία του 1960, η υποβόσκουσα απόγνωση αναφορικά προς την πραγματική αποτελεσματικότητα της πολιτικής βούλησης και παρέμβασης (σε μια ιστορική κατάσταση αυξημένης ανημπόριας) αυτοσυγκροτήθηκε ως κάτι παρείσακτο και αλλότριο, παρά ως εργαλείο μετασχηματισμού. Εστιάζοντας στη γραφειοκρατική στασιμότητα του φορντιστικού, όψιμου κόσμου του 20ού αιώνα, απηχούσε την καταστροφή αυτού του κόσμου από τη δυναμική του κεφαλαίου: τον νεοφιλελευθερισμό και την παγκοσμιοποίηση.Η ιδέα ενός θεμελιώδους μετασχηματισμού απομονώθηκε και, αντ’ αυτού, αντικαταστάθηκε από την ασαφέστερη έννοια της “αντίστασης”. Η έννοια της αντίστασης, ωστόσο, δεν διευκρινίζει τη φύση του πράγματος που προκαλεί την αντίσταση, ή τη φύση των εμπλεκόμενων πολιτικών της αντίστασης – δηλαδή τον χαρακτήρα των προσδιορισμένων μορφών της κριτικής, της αντίθεσης, της εξέγερσης και της “επανάστασης”. Η έννοια της “αντίστασης” εκφράζει συχνά μια βαθιά δυιστική κσμοαντίληψη που τείνει να πραγμοποιήσει τόσο το σύστημα της κυριαρχίας όσο και την ιδέα της μεσολάβησης.Η “αντίσταση” στηρίζεται σπάνια σε μια αναστοχαστική ανάλυση των δυνατοτήτων για θεμελιώδη αλλαγή, οι οποίες παράγονται αλλά και καταπιέζονται από μία δυναμική ετερόνομη τάξη [του κεφαλαίου]. [Η "αντίσταση"] είναι μια μη διαλεκτική κατηγορία που δεν συλλαμβάνει τις δικές της συνθήκες δυνατότητας· αποτυγχάνει δηλαδή να συλλάβει το δυναμικό ιστορικό πλαίσιο του οποίου αποτελεί μέρος.»
– Μόις Ποστόουν, “Ιστορία και ανημπόρια: Μαζική κινητοποίηση και σύγχρονες μορφές αντικαπιταλισμού”, 2006
ΕΚΔΗΛΩΣΗ
Νικόλας Σεβαστάκης:
Η έκκληση για αντίσταση – και μιλώ για τις πολλαπλές εκκλήσεις αντίστασης που καταλαμβάνουν τη σκηνή τις τελευταίες δεκαετίες – μεταφράζει συχνά μια αμηχανία έναντι των ιδρυτικών «σκοπεύσεων» του ριζοσπαστικού κινήματος. Αμηχανία ή ακόμα και υπεκφυγή σε σχέση με τον στόχο της αληθινής υπέρβασης του καπιταλισμού. Ας το πω αλλιώς. Η πρόθεση της ριζικής συστημικής αλλαγής υποκαθίσταται από τις πρακτικές της «παρεμπόδισης» ή της ανάσχεσης των πιο ακραίων ή των πιο αρνητικών πτυχών ενός καθεστώτος κυριαρχίας, μιας πολιτικής, μιας κυβερνητικής απόφασης… Στο σημείο αυτό, η αντίσταση, ακόμα και αν συνοδεύεται με όρους «ρηξικέλευθους και ανατρεπτικούς» ανακαλεί εκείνη την ιδέα σύμφωνα με την οποία η κίνηση είναι το παν και όχι ο σκοπός (ιδέα που διατυπώνεται αρχικά, όπως γνωρίζουμε, σε μια ρεφορμιστική παράδοση). […]
Παρά λοιπόν τα όρια που έχει η λογική των αντιστάσεων ( και της αντιστασιακής έκκλησης), παρά δηλαδή το γεγονός ότι όντως «φέρει εντός της» την εμπειρία των απωλειών και των πολλαπλών αποτυχιών των κινημάτων χειραφέτησης, θεωρώ προβληματική, πολιτικά και ηθικά, την «απώθηση» αυτής της εμπειρίας [της απώλειας ή της αποτυχίας] στο βωμό κάποιας νέας αλήθειας ως κατάφασης, ως πράξης με την οποία «απαλλασσόμαστε με ένα άλμα» από το βάρος μιας θλιμμένης ή ένοχης συνείδησης. Για να το εκφράσω διαφορετικά: πιστεύω ότι η εμπειρία της απώλειας ως αφετηρία για την τολμηρή αναγνώριση του ηθικού και πολιτικού κακού το οποίο αναδύθηκε και στο εσωτερικό της ριζοσπαστικής παράδοσης (κυρίως αλλά όχι αποκλειστικά εντός του κομμουνισμού) είναι προτιμότερη από τη γοητεία την οποία ασκεί στις μέρες μας ένας ορισμένος δογματικός τόνος. Η αναγκαία απόσταση από τις παλαιότερες «αποπροσανατολιστικές» στιγμές της μεταμοντέρνας θρηνολογίας για το χαμένο Νόημα ή της φιλελεύθερης πτωματολογίας (αναφορικά, για παράδειγμα, με τις σκοτεινές πτυχές των επαναστατικών κινημάτων του εικοστού αιώνα) δεν πρέπει να δώσει τη θέση της σε ένα είδος «ηθικής αναισθησίας» καλυμμένης κάτω από το πέπλο της Ριζικής Πράξης, της ριζικής Απόφασης (σε αυτό το σημείο συνάντησης ενός Καρλ Σμιτ και ενός Λένιν το οποίο ελκύει πολλούς ριζοσπάστες της εποχής μας). Όσο κριτική και αν οφείλει να είναι η προσέγγισή μας στις παραλυτικές πλευρές της όποιας «μελαγχολικής» πολιτικής, δεν επιτρέπεται να λησμονήσουμε ούτε στιγμή το τεράστιο πλήγμα που υπέστη και υφίσταται ακόμα η ιδέα της χειραφέτησης από τις λογικές μιας δίχως αναστολές «θετικότητας», μιας «πολεμικής αποφασιστικότητας» η οποία έστηνε απέναντί της τη διαφωνία ως μικροαστικό συναισθηματισμό ή «ασυνάρτητη μελαγχολία»… […]
Νομίζω καταρχάς ότι όλοι εδώ θα συμφωνήσουμε στην παραδοχή ότι το σημερινό πλαίσιο (το νεοφιλελεύθερο πλαίσιο της κρίσης και της κατάρρευσης των «ευημεριστικών» συμβιβασμών του παρελθόντος) αλλάζει σημαντικά τους όρους των κοινωνικών και πολιτικών ανταγωνισμών. Από τη σκοπιά της δομής (ή της κυρίαρχης τάσης πολιτικών συστημάτων και οικονομικής αρχιτεκτονικής) ο μεταρρυθμισμός, τουλάχιστον στην εξελικτική και ήπια θεσμοκρατική του εκδοχή, μοιάζει πράγματι «μπλοκαρισμένος» και δίχως περιθώρια κινήσεων. Αυτός ο παλιός, «αξιοσέβαστος» και καθηλωμένος στην ιδέα της ορθολογικής συναίνεσης ρεφορμισμός ανήκει, πράγματι, στις περιόδους των μεγάλων κοινωνικών συμβιβασμών και των σοσιαλδημοκρατικών συμβολαίων. Αλλά αν λάβουμε σοβαρά υπόψη το συλλογικό ήθος και τις κοινωνικές αναπαραστάσεις των εργαζομένων τάξεων (στις ευρωπαϊκές τουλάχιστον κοινωνίες), η επανάσταση, η ιδέα της επανάστασης, δεν διαθέτει καμιά αξιοπιστία. Είναι εν πολλοίς κάτι εντελώς αόρατο και ξένο. Για πολλούς και διάφορους λόγους, το Επαναστατικό Εγχείρημα, έτσι όπως διαμορφώθηκε στο εποχικό διάνυσμα από το 1789 ως το 1968, δεν αναγνωρίζεται πλέον ως «ιστορικά ενεργό» ούτε, για να είμαστε ειλικρινείς, ως ηθικά-πολιτικά επιθυμητό. Από τη μεγάλη πλειονότητα των λαϊκών τάξεων και όχι μόνο από τους διανοουμένους ή τους καθηγητές πανεπιστημίων. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε λοιπόν είναι να αποκαταστήσουμε τον δεσμό της μεταρρύθμισης με τη δομική ρήξη, με συγκεκριμένα δραστικά ρήγματα στο «καθεστώς παγίωσης» του «Δεν Υπάρχει Άλλος Δρόμος», there is no Alternative. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί να ανοιχτεί εκ νέου μια δυνατότητα: μέσα από τέτοια «μεταρρυθμιστικά ρήγματα» που στις σημερινές συνθήκες θα επιτρέψουν στους από κάτω την ελπίδα, την επιθυμία για το καλύτερο, ενδέχεται να επανεισαχτεί η «δυναμική της αμφισβήτησης» στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο. Αυτό κατά τη γνώμη μου είναι εξαιρετικής σημασίας. Και πιστεύω ότι μια ριζοσπαστική πολιτική, αν δεν θέλει να είναι απλώς αναμνηστική, οφείλει να επιμείνει πλέον στην ιδέα της δημοκρατίας έτσι όπως αυτή συναρθρώνεται ξανά με το κοινωνικό ζήτημα, με το ζήτημα της κατανομής της κοινωνικής εξουσίας.
Δουλεύοντας πάνω σε αυτό τον κόμβο (δημοκρατίας-κοινωνικού ζητήματος) θα μπορούσαμε ενδεχομένως να προσδοκούμε βάσιμα στην επανεμφάνιση ενός «πληθυντικού» στις πηγές του αντικαπιταλισμού. Γιατί ο αντικαπιταλισμός, παρά τη λαϊκή δυσφορία για τους πλούσιους και για τη διαφθορά των νέων αδίστακτων ολιγαρχιών, παρά τις «διάσπαρτες αντιπλουτοκρατικές» διαθέσεις που αναπτύσσονται στον αέρα των σκανδάλων και των διαψεύσεων του κόσμου, παραμένει μια εξαιρετικά μειονοτική ευαισθησία. Και σε πολλές άλλες κοινωνίες από τη δική μας, ο αντικαπιταλισμός είναι περισσότερο απόμακρος και από την ιδέα του εποικισμού του πλανήτη Άρη. Μπορεί παρόλα αυτά να ξαναϋπάρξει ως σοβαρή προοπτική, ως στοιχείο της «ενεργού πραγματικότητας» μόνο μέσα από μια εμπειρία της δημοκρατίας στην οποία θα «ενσωματώνονται» τα κριτικά στοιχεία και αυτής ακόμα της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Εννοείται φυσικά ότι το πέρασμα από την ιδέα της δημοκρατίας στον αντικαπιταλισμό και ειδικότερα σε έναν αριστερό και σοσιαλιστικό αντικαπιταλισμό είναι μια υπόθεση που προϋποθέτει την άρση της κατάστασης του κοινωνικού ζόφου. Η μείωση της κοινωνικής καχεξίας και ατροφίας, η «αποτροπή» της περαιτέρω βιοτικής απαθλίωσης ευρύτερων στρωμάτων, η ανάσχεση ας πούμε του πιο επιθετικού πυρήνα των «μνημονιακών προγραμμάτων» δεν είναι έτσι κάτι ασήμαντο το οποίο πρέπει να αντιμετωπιστεί ως Εμπόδιο, αυταπάτη ή παραπλάνηση. Σε συνθήκες όπου υφίσταται ουσιαστική αναστολή των όρων μιας φιλελεύθερης και κοινωνικής δημοκρατίας, η απαίτηση για πραγματική δημοκρατία και η συμβολική επικύρωση των συντακτικών αξιών της κοινωνικής αλληλεγγύης και της αξιοπρέπειας, μπορούν να είναι, εν δυνάμει, πολύ πιο δραστικές από άλλες «εκκλήσεις». […]
Η σύγχυση μεταξύ γλωσσικής «επαναστατικής» ευφορίας και ριζοσπαστισμού συνιστά κατά τη γνώμη μου κατάλοιπο μιας στατικής τοποθέτησης για τη σχέση μεταρρύθμισης και επανάστασης. Αυτή η μαγεία των ανατρεπτικών λέξεων έχει βέβαια μια αξία: μπορεί να είναι μια υπενθύμιση των «συγκρουσιακών» θεμελίων κάθε κανονιστικής τάξης, κάθε ορθολογικής συναίνεσης, κάθε πολιτικής μεσολάβησης σε μια ανταγωνιστική και βαθιά άνιση κοινωνία. Αλλά η αξία της υπενθύμισης μετατρέπεται συχνότατα σε αυταπάτη περί «καθαρότητας των μετώπων», σε ένα είδος πολιτικής της άρνησης των αποχρώσεων, της περιφρόνησης για τις πολύπλοκες μεταβάσεις και τις «μικτές στιγμές».
Τελειώνω, λέγοντας ότι κατά τη γνώμη μου ζούμε μια κατεξοχήν μικτή και ακάθαρτη πολιτική συγκυρία. Και η Αριστερά καλείται να «κάνει κάποια πράγματα» περισσότερο από το να εμμένει στα σεβάσμια λεξιλόγια και στις γνώριμες μεθόδους με τις οποίες αυτοσυντηρείται στο χρόνο με τους φίλους και τους αποστάτες της, τις ενοχές και τις προδοσίες της, τις ορθοδοξίες και τις αιρέσεις της…
Αυτά τα πράγματα, αν και εφόσον τα προσπαθήσει, είναι φυσικά «λίγα», είναι υποδεέστερα του σκοπού της, του ονείρου ή του σχεδίου της στη νεωτερικότητα. Αναδύονται ωστόσο ως ανάγκες από την ίδια την οδύνη του κοινωνικού είναι, από την σημερινή κατάπτωση των σωμάτων που ζητούν να στηθούν ξανά όρθια, να διεκδικήσουν περιθώρια συγκεκριμένης ελευθερίας από τον δεσποτισμό της «μνημονιακής τάξης» και των πολιτικών της κελευσμάτων.
Θοδωρής Καρυώτης:
Ας τολμήσουμε να αντιστρέψουμε την – κοινή στην ελευθεριακή σκέψη – παραδοχή ότι το κράτος και η αγορά είναι «εξωκοινωνικοί θεσμοί». Πράγματι σήμερα είναι δύσκολο να βρούμε κάποια αγνή και αμόλυντη “κοινωνία” κάτω από το κράτος και την αγορά, με την έννοια ότι οι βασικοί δεσμοί που αναπαράγουν την κοινωνική ζωή είναι δομημένοι μέσα από το κράτος και την αγορά. Οι καταναγκαστικοί μηχανισμοί του κράτους και της αγοράς, όπως το μονοπώλιο της νόμιμης βίας και ο μηχανισμός του χρέους, είναι οι τελευταίοι σε μια σειρά μηχανισμών στους οποίους καταφεύγουν αυτοί οι θεσμοί για να επιβάλλουν τη λογική τους. Σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας εσωτερικεύουμε τους μηχανισμούς με τους οποίους αναπαράγονται, για παράδειγμα μέσα από την αρχή της ανάθεσης/αντιπροσώπευσης ή μέσα από την αρχή της μεγιστοποίησης του κέρδους, κτλ.
Ακολουθώντας τον Φουκώ, ας ονομάσουμε «βιοπολιτικό» αυτό το πεδίο αναπαραγωγής των κοινωνικών σχέσεων . Το υποκείμενο είναι προϊόν της εξουσίας: οι εμπορευματικές, ταξικές και κυριαρχικές σχέσεις μάς έχουν καθορίσει σε τέτοιο βαθμό που είμαστε καταδικασμένοι να τις αναπαράγουμε. Κάθε ένας από εμάς είναι ένας φορέας αναπαραγωγής του καπιταλισμού. Το κράτος και η αγορά λοιπόν δεν κυριαρχούν παρασιτικά, από έξω, αλλά από το εσωτερικό της κοινωνικής ζωής.
Φυσικά το βιοπολιτικό πεδίο δεν είναι αρκετό για την αναπαραγωγή του καπιταλισμού, απαιτείται επίσης ένα «πολιτικό» πεδίο με την παραδοσιακή έννοια του όρου: το κράτος, το αντιπροσωπευτικό σύστημα, οι νόμοι, οι οικονομικοί θεσμοί, οι μηχανισμοί καταστολής και ενσωμάτωσης, οτιδήποτε έχει να κάνει με τη διαχείριση της καπιταλιστικής ολότητας.
Υπό αυτή την οπτική, οι στρατηγικές κοινωνικής χειραφέτησης που επικεντρώνονται στην αλλαγή του «πολιτικού» χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους το «βιοπολιτικό», θα καταφέρουν στην καλύτερη περίπτωση πολύ αποσπασματικές και πρόσκαιρες νίκες: είμαστε προγραμματισμένοι να αναπαράγουμε τον καπιταλισμό.
Είναι βέβαια υπερβολή να πούμε ότι το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων καθορίζονται από το κράτος και την αγορά. Επιβιώνουν στην κοινωνία σχέσεις κοινοτικές, συλλογικές συνεργατικές που βγαίνουν από την λογική της εξατομίκευσης και της μεγιστοποίησης του οφέλους, της αφηρημένης εργασίας και της συσσώρευσης.
Η παρούσα οικονομική κρίση δημιούργησε μια έκρηξη κοινωνικής δημιουργικότητας προς αυτή την κατεύθυνση. Η απόσυρση του κοινωνικού κράτους και η επιβολή της λογικής της αγοράς σε νέους τομείς της κοινωνικής ζωής είχαν ως “παρενέργεια” την απαγκίστρωση μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας από την κρατική κηδεμονία, και την ανάδειξη των δυνάμεων συνεργασίας και αλληλεγγύης της ίδιας της κοινωνίας.
Θα ήταν βέβαια αφελές να υποστηρίξουμε ότι όλα αυτά τα νέα εγχειρήματα είναι ανοιχτά ανταγωνιστικά προς τον καπιταλισμό, ή ότι αποτελούν μια ξεκάθαρη και ομογενή πρόταση υπέρβασης του καπιταλισμού με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Πρόκειται περισσότερο για την ανάδειξη του «πλήθους» όπως το αντιλαμβάνονται οι Χαρντ και Νεγκρι, παρά για την ανάδειξη ενός νέου επαναστατικού υποκειμένου με την μαρξιστική έννοια. […]
Εμείς λοιπόν φτιάχνουμε τον καπιταλισμό. Πρέπει να σταματήσουμε να τον φτιάχνουμε και να κάνουμε κάτι άλλο. Σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να κατανοήσουμε την ανάδυση αυτής της πληθώρας νέων εγχειρημάτων βασισμένων στην αρχή της ισότητας, της οριζοντιότητας, της συμμετοχής.
Κοινωνικά κέντρα, καταναλωτικοί και παραγωγικοί συνεταιρισμοί, αστικές καλλιέργειες, οικοκοινότητες, πειράματα κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, δίκτυα ανταλλαγών, χαριστικά παζάρια, συνελεύσεις γειτονιών, κινήσεις για την προάσπιση των κοινωνικών αγαθών, δομές κοινωνικής αλληλεγγύης, και η λίστα εμπλουτίζεται συνεχώς.
Ανεξάρτητα από τις ιδιαιτερότητες της κάθε μίας, θα μπορούσε κανείς να πει ότι όλες αυτές οι νέες συλλογικότητες εκφράζουν μία απογοήτευση από τα πολιτικά κόμματα και το κράτος, ως ενιαίων χώρων διοχέτευσης και επίλυσης των αιτημάτων τους, και προτάσσουν ένα στόχο ριζοσπαστικό: μια συνολική μεταμόρφωση του τρόπου δράσης και σκέψης. Σε περιορισμένο βαθμό, και με τις αντιφάσεις και αμφισημίες που χαρακτηρίζουνε όλα τα κοινωνικά κινήματα ως απόπειρες υπέρβασης του υπάρχοντος, τα εγχειρήματα αυτά έχουν δημιουργήσει στο εσωτερικό τους κοινωνικές σχέσεις αντίθετες στη δυναμική της αγοράς και στην “κρατικο-κεντρική” ιεραρχία.
Πρόκειται για πειράματα κοινωνικής χειραφέτησης από τα κάτω τα οποία δεν επιβάλλουν αλλαγές σε όλο τον κοινωνικό ιστό. Δημιουργούν ξεκάθαρες προτάσεις αλλά δεν έχουν ένα σχέδιο συνολικού κοινωνικού μετασχηματισμού από τα πάνω. Δεν θέλουν να επιβάλουν το όραμά τους, ίσως αυτό θα τους φαινόταν αντιφατικό . Η ίδια τους η πολυμορφία είναι ένδειξη ελευθερίας στην πράξη: Δεν έχουμε ένα μοναδικό μοντέλο που θα πρέπει να εφαρμοστεί, αλλά μία πληθώρα μοντέλων βασισμένων σε παρόμοιες αξίες, αρχές και πρακτικές.
Αυτά τα εγχειρήματα αποτελούν ταυτόχρονα λύση σε άμεσες πρακτικές ανάγκες, αλλά και κοινωνικό πειραματισμό, δηλαδή απόπειρα κοινωνικής αλλαγής στο εδώ και στο τώρα, αφού δεν περιμένουν την αβέβαιη μαγική στιγμή της επανάστασης. Αλλά και όταν έρθει αυτή η στιγμή, θα έχουν μια καλή ιδέα για το τι μπορεί να λειτουργήσει στη μετεπανασταστική κοινωνία και τι όχι.
Το να τα χαρακτηρίσουμε «κινήματα αντίστασης» σημαίνει ελλιπή κατανόηση τους: πρόκειται για μικρά πειράματα «αυτονομίας» ή, καλύτερα, «αυτονόμησης», για να δοθεί έμφαση στην διαδικασία και όχι στην κατάσταση, που περνάν από την καταγγελία του υπάρχοντος προς την προεικονιστική οικοδόμηση διαφορετικών κοινωνικών σχέσεων και δομών. Δεν περιορίζονται στο «βιοπολιτικό» πεδίο, αν και αυτό είναι το κατεξοχήν πεδίο δράσης τους, αλλά το παίρνουν ως αφετηρία με σκοπό τη δημιουργία ενός νέου πολιτισμού, ενός νέου ανθρωπολογικού τύπου που συνειδητά θα απορρίψει τις αξίες του καπιταλισμού.
Φυσικά όπως είπα και πιο πάνω ούτε όλα αυτά τα εγχειρήματα είναι ανοιχτά ανταγωνιστικά προς τον καπιταλισμό, ούτε αποτελούν πανάκεια για όλα τα πολιτικά μας προβλήματα. Σίγουρα από μόνα τους δεν είναι αρκετά τα εγχειρήματα αυτονομίας. Το πολιτικό πλαίσιο στο οποίο κινούνται βάζει περιορισμούς και πρέπει να βρεθούν δημιουργικοί τρόποι υπέρβασης τους. Πάντα επίσης υποβόσκει ο κίνδυνος του αναχωρητισμού και της απομόνωσης από την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα. […]
Κατά τη γνώμη μου, αυτή η κίνηση προς την αυτονομία περνάει απαραίτητα από τη δημιουργία φορέων από την ίδια την κοινωνία για τη δικτύωση μεταξύ κοινοτήτων, τη διαχείριση των κοινών και την επίλυση διαφορών. Είναι απαραίτητη η δημιουργία θεσμών που θα ενώσουν το βιοπολιτικό πεδίο με το πολιτικό και θα συγκροτήσουν ένα νέο πόλο «από τα κάτω» στην πολιτική ζωή.
Κάποια από τα χαρακτηριστικά των νέων αυτών θεσμών θα πρέπει να είναι:
  • Να επιτρέπουν έναν καταμερισμό εργασίας που να μην ευνοεί όμως την εξειδίκευση και την ανάθεση, πχ μέσω κληρωτών θέσεων ευθύνης.
  • Να επιτρέπουν έναν «ήπιο» βαθμό εκπροσώπησης χωρίς να φτάνουν όμως στην αντιπροσώπευση.
  • Να οριοθετούν τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των συλλογικοτήτων που τους αποτελούν.
  • Να θεσμίσουν μηχανισμούς συλλογικής απόφασης, σύνθεσης των απόψεων, επίλυσης διαφορών.
Με αυτό τον τρόπο τα εγχειρήματα βάσης θα μπορούν να μεταφέρουν την πολιτική κουλτούρα των συνελεύσεων τους σε ένα ανώτερο επίπεδο δικτύωσης, και θα αποτελέσουν έτσι εργαλεία «εποικισμού» της πολιτικής ζωής με τις αξίες των κινημάτων κοινωνικής χειραφέτησης από τα κάτω, αντίθετα με τους μηχανισμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, που αποτελούν ακριβώς το ανάποδο.
Άρης Τσιούμας:
Η δική μου συνεισφορά στη κουβέντα θα γίνει μέσω της παρουσίασης ενός σχήματος το οποίο επιθυμεί να παράξει ένα πολιτικό πρόσημο μέσω της παρακολούθησης των ταξικών ανα-διαρθρώσεων του καπιταλισμού τα τελευταία χρόνια, και την επακόλουθη αλληλεπίδραση τους με τις δυναμικές συγκροτήσεις, αφηγήσεις και τακτικές του ευρύτερου αντικαπιταλιστικού κινήματος και των προβληματικών που αυτό ανέπτυξε.
Κάνοντας μια εισαγωγή, θα ορίσω ως ιστορική αφετηρία του σχήματος, το έτος 1933, όπου η ρύθμιση του New Deal, θα αποτελέσει την πρώτη διαμόρφωση μιας σοσιαλδημοκρατικής οικονομικής βάσης, στην προσπάθεια της κυβέρνησης των ΗΠΑ να απαντήσει αποτελεσματικά στην κρίση του 1929. Η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία της Γερμανίας την ίδια χρονιά και η σταδιακή αναβάθμιση του ρόλου της ΕΣΣΔ την ίδια περίοδο θα καταδείξουν ένα σημαντικό πρόβλημα. Η ρύθμιση του New Deal και η νέα διαχείριση που εισάγει δεν αποτελούν ακόμα ένα οικουμενικό μοντέλο. Οι εναλλακτικές διαχειρίσεις του καπιταλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο θα αποτελέσουν έναν ακόμα από τους πολλούς λόγους, εξ αιτίας των οποίων η ανθρωπότητα θα οδηγηθεί σε μια παγκόσμια πολεμική σύρραξη.
Η επόμενη μέρα του πολέμου θα βρει την Ευρώπη στη μέση δυο υπερδυνάμεων με μόνη ελπίδα μια μεγεθυμένη ανάπτυξη από αυτές που μπορούν να υπάρξουν μόνο πάνω στα ερείπια ενός ολοκληρωτικού πολέμου. Την περίοδο μεταξύ 1950–1970 η Ευρώπη – και οι λαοί της – θα γνωρίσουν την πλήρη ανάπτυξη του σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου. Πρόκειται για την αναβάθμιση της σοσιαλδημοκρατικής οικονομικής βάσης μέσω κυρίως του κρατικού παρεμβατισμού σε νέα βιοπολιτική διαχείρισης του καπιταλισμού. […]
Ο τρόπος λειτουργίας του σοσιαλδημοκρατικού συστήματος υπήρξε σχετικά απλός. Ένα κρατικό πλέγμα προστασίας απλώνεται με όρους ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και την εργατική δύναμη. Παράλληλα καλλιεργείται ο χυδαίος ορισμός του δημόσιου αγαθού ως κρατικού προϊόντος. Παρακολουθούμε δηλαδή την ανάπτυξη της διαδικασίας εισδοχής των δημόσιων αγαθών στην αγορά, την εμπορευματοποίηση τους.
Οι βασικοί στόχοι της όλης διαδικασίας είναι: η διατήρηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και η συνεχής διαχείριση της εξουσίας από την αστική ελίτ μέσω του ελέγχου του κράτους από το πολιτικό προσωπικό.
Με θεωρητικό πλαίσιο τις υποσχέσεις ευμάρειας και πρακτικό εργαλείο τους μαζικούς φορείς ενσωμάτωσης [τα πολιτικά κόμματα, και τα συνδικάτα ως μέρος του κρατικού μηχανισμού] ξεκινά η διαδικασία πρόσδεσης της εργατικής τάξης στο πλάνο ανάπτυξης του καπιταλισμού.
Πρόκειται για την προσπάθεια ευνουχισμού μέσω της αποπολιτικοποίησης της εργατικής τάξης που εκ της θέσης της [είναι η τάξη η οποία αναπαράγει τον καπιταλισμό] είναι δυνάμει επαναστατική. Αυτή η διαπίστωση μας φέρνει και στο κύριο σώμα της σημερινής εκδήλωσης. […]
Με μήτρα και γέννημα ταυτόχρονα το Μάη του 1968, θα αναπτυχθεί η Νέα Αριστερά της οποίας βασικό στοιχείο χαρακτηροδομής θα αποτελέσουν τα νέα κοινωνικά κινήματα.
Σε ένα πρόχειρο πλαίσιο ο J. Alexander θα πει ότι: «τα κοινωνικά κινήματα αποτελούν βάση έκφρασης των μεταμοντέρνων κοινωνιών και ταυτόχρονα βασικό χαρακτηριστικό τους».
Ο A. Touraine θα συμπληρώσει επεξηγηματικά: «το κοινωνικό κίνημα αποτελεί ένα πλαίσιο πολιτισμικών μοντέλων που θέτουν κοινωνικές πρακτικές», ενώ τονίζει ότι: «οι υλικές απαιτήσεις και οι ταξικές διακρίσεις δεν βρίσκονται πλέον στο επίκεντρο». Η δε συνοχή των κοινωνικών κινημάτων δεν εδράζεται στο έδαφος του ταξικού, αλλά μέσα από το σχήμα του «ενεργού πολίτη» [της ταυτότητας δηλαδή υπηκόου της κοινωνίας των πολιτών] εδράζεται πλέον σε διαταξικά σχήματα. Στόχος είναι είτε οι νομοθετικές μεταρρυθμίσεις υπέρ της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων ή η εδραίωση νέων συλλογικών συμπεριφορών.
Μη αναγνωρίζοντας ως βασική αντίθεση της καπιταλιστικής διάρθρωσης της κοινωνίας την αντίθεση μεταξύ κεφαλαίου-εργασίας, αυτά τα κινήματα μετακινούνται από την ταξική σύγκρουση στην ενασχόληση με ζητήματα εποικοδομήματος [φύλο, μειονότητες, μεταναστευτικό, αντιψυχιατρικό, εγκλεισμού κλπ].
Αυτή η διαδικασία θα έχει ως αποτέλεσμα να μετατεθεί το βάρος από την επανάσταση ως μέσο απελευθέρωσης στη μεταρρύθμιση μέσω του συμπεριφορισμού του μαζικού ατόμου που πετυχαίνει τη νομοθετική ρύθμιση προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από το ίδιο το πλαίσιο εξουσίας στο οποίο εναντιώνεται.
Στην Ελλάδα λόγω της λενινιστικής επικυριαρχίας το κίνημα αυτό θα εκπροσωπηθεί σχεδόν αποκλειστικά από το νεοελευθεριακό ρεύμα και μετά το 1990 από το μετα-αναρχικό.
Πρόκειται ουσιαστικά για τη θέσμιση του κοινωνικού ρεφορμισμού μέσω των διαταξικών σχημάτων πρωτοβουλίας πολιτών σε πολιτικό ρεφορμισμό, μια διορθωτική κίνηση εν τέλει μέσα στον καπιταλισμό με τη μορφή παρέμβασης στο νομοθετικό του πλαίσιο. Μια διαδικασία η οποία μιλά στο όνομα της επανάστασης, φέρει όμως το ονοματεπώνυμο «Μεταρρύθμιση».
Σε έναν εντελώς φανταστικό αντίποδα θα καλλιεργήσει μετά το 1990 και με αφορμή την κατάρρευση των σοσιαλιστικών σχηματισμών ένα κομμάτι της μετά-σταλινικής αριστεράς το δικό του κίνημα «αντίστασης».
Χρησιμοποιώντας μια επίφαση μαρξικής κληρονομιάς, αυτή η αριστερά θα επικαθορίσει το κοινωνικό με βάση μια πολιτική φαντασιακή θέσμιση. Συγκεκριμένα, ερμηνεύοντας τον κόσμο με όρους αναδίπλωσης των χειραφετησιακών κινημάτων, θα διατηρήσει τις αναφορές της στην ταξική πάλη, η οποία πλέον όμως στη βάση μιας «ρεαλιστικής προσέγγισης» θα συνδικαλιστικοποιηθεί.
Ενώ η συνοχή του κινήματος αντίστασης δεν διαφέρει ουσιαστικά από την διαταξική σύσταση του μεταμοντέρνου κινήματος μεταρρύθμισης, η διαφορά θα σημειωθεί στους όρους χρήσης.
Και πάλι στο όνομα της επανάστασης ένας πολιτικός ρεφορμισμός, ο οποίος συνέχεται στο πεδίο της άρνησης περιγραφής ενός άλλου παραγωγικού μοντέλου, μιας «μεγάλης αφήγησης» της απελευθέρωσης με κοινωνικούς όρους, θα εκφυλιστεί σε έναν κοινωνικό ρεφορμισμό μέσω της οριοθέτησης αυστηρά συντεχνιακών αιτημάτων τα οποία μπορούν να βρουν πεδίο ανάπτυξης σε όλες τις κοινωνικές τάξεις διαμέσου μιας πολιτικής του χώρου.
Η απόφαση του κινήματος αντίστασης, [το οποίο στην Ελλάδα θα εκπροσωπήσουν όλες οι δυνάμεις του αριστερού εξωκοινοβουλίου] ότι οι εργαζόμενοι [με τους οποίους δεν θα αποκτήσουν ποτέ οργανική σχέση] βρίσκονται σε μαζική άμυνα, θα μετατρέψει την ίδια την αντίσταση σε ένα αποκομμένο, κούφιο νοήματος, κέλυφος, έναν φαύλο κύκλο, καθώς η διαλεκτική σχέση της αντίστασης, ως προοίμιο της επανάστασης, θα διακοπεί βίαια. Το όνομα που θα φέρει αυτή η διαδικασία είναι το όριο της αιώνιας αντίστασης· πρόκειται ουσιαστικά για την μετουσίωση του πολιτικού ρεφορμισμού σε κοινωνικό ρεφορμισμό. […]
Ρόλος των χειραφετησιακών κινημάτων σήμερα που μιλούν και όντως τάσσονται με την επαναστατική διαδικασία είναι να υπενθυμίζουν διαρκώς στην τάξη και την κοινωνία των καταπιεσμένων ότι:
Δεν μπορεί να υπάρξει καμιά επαναστατική πολιτική, εάν δεν μιλάς για την αυτοδιεύθυνση της κοινωνίας από αυτούς που παράγουν τον πλούτο, εάν δεν μιλάς για την ολοκληρωτική άρση της διαχωρισμένης εξουσίας σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο.
Δεν μπορεί να υπάρξει καμιά χειραφετησιακή πολιτική από τα πάνω προς τα κάτω, κανένα λαϊκό κίνημα στη βάση επικυριαρχίας του πολιτικού στο κοινωνικό. Η άμεση δημοκρατία ως μια πολιτική μορφή κομμουνισμού αποτελεί απαραίτητο συντελεστή στην προσπάθεια χειραφέτησης του ανθρώπου.
Δεν μπορεί να υπάρξει καμιά αριστερά και καμιά αναρχία, εάν δεν μιλούν για το ζήτημα αλλαγής παραγωγικού μοντέλου, εάν δεν μιλούν για το ζήτημα της κατάργησης της ιδιοκτησίας, της κατάργησης της εξουσίας ανθρώπου σε άνθρωπο σε όλα τα επίπεδα.
Μένει να υπενθυμίζουμε και να δρούμε διαρκώς με βάση την αποστροφή: «Όσα είπαμε ισχύουν».
Κώστας Γούσης:
Την ώρα που ξεσπά η μάχη αποτελεί πολυτέλεια και συχνά θρασυδειλία να κάθεσαι άπραγος, επειδή οι συνθήκες δεν είναι αρκετά ώριμες, ο διεθνής συσχετισμός είναι αρνητικός κ.ο.κ. Η λενινιστική τομή άλλωστε του Οκτώβρη του 1917 συνίσταται στην επαναστατική πολιτική παρέμβαση που αξιοποιεί τις δυνατότητες της κοινωνικής ρήξης με το ρίσκο των αντίξοων συνθηκών. Ταυτόχρονα όμως  μας υπενθυμίζει την ανάγκη να αναγνωρίζονται οι ανεπάρκειες, τα ελλείμματα, οι δυσκολίες, τα πράγματα με μια πιο γενική έννοια, ως έχουν και να μη βαφτίζεται η ανάγκη αρετή.
Η πρόσληψη της πραγματικότητας στο λενινιστικό παράδειγμα τοποθετεί στο κέντρο της την προτεραιότητα της κομμουνιστικής στρατηγικής και τις συνολικές εξελικτικές τάσεις της ανθρωπότητας έναντι των τακτικών επιλογών μιας περιόδου. Το αντίθετο, σύμφωνα με την εύστοχη διατύπωση του Λούκατς, αποτέλεσε το κέντρο της μεθόδου του Στάλιν, σαν ουσία της οντολογίας του κοινωνικού είναι. Ο επαναστατικός μαρξισμός επομένως παρακμάζει όταν η θεωρία έχει την αποστολή να έρθει εκ των υστέρων για να καθαγιάσει την τακτική επιλογή και να την εμφανίσει σαν αναγκαίο συμπέρασμα της μαρξιστικής και λενινιστικής μεθόδου. […]
Σε αυτή την εισήγηση θα δώσουμε βαρύτητα στη θεωρητική πλευρά της σχέσης κοινωνικής αντίστασης, μεταρρύθμισης κι επανάστασης. Σπεύδω όμως να τονίσω πως σε κάθε περίπτωση ανάμεσα στη θεωρητική, την πολιτική, την οργανωτική και κινηματική διάσταση της συζήτησης δεν υπάρχουν σινικά τείχη και, όπως δεν πρέπει να ταυτίζονται, έτσι δεν πρέπει και να αυτονομούνται μεταξύ τους τα διαφορετικά επίπεδα μιας δυναμικής σχέσης αλληλεπίδρασης. Άλλωστε, μία σοβαρή παγίδα που μπορεί να εγκλωβίσει τον επαναστατικό μαρξισμό στον βάλτο της ακινησίας σε μια περίοδο, όπου όλα κινούνται και όλα αλλάζουν, βρίσκεται σε μια υποθετική θεώρηση των πραγμάτων σαν την παρακάτω ∙ η θεωρία ασχολείται με τον κομμουνισμό ως αφηρημένη ιδέα, το κίνημα περιορίζεται στην κοινωνική αντίσταση χωρίς άλλο ορίζοντα πάλης ή έστω προσδοκιών και οι επαναστατικές οργανώσεις – αριστερές περιθωριακές τάσεις μεγάλων κομμάτων προπαγανδίζουν την επανάσταση ως ιδεολογικό συμπλήρωμα σε μια κυρίαρχη στρατηγική που συνίσταται σε μεταρρυθμίσεις με όρους προοδευτικής κυβερνητικής διαχείρισης κι ενός νέου ιστορικού συμβιβασμού για τη διέξοδο από την κρίση.
Προφανώς, οι ομοιότητες της παραπάνω υπόθεσης με πραγματικά πρόσωπα και καταστάσεις της τρέχουσας κοινωνικής και πολιτικής συγκυρίας και τα νέα διακυβεύματα της κρίσης δεν είναι καθόλου τυχαίες. Για να αντιληφθούμε όμως τους όρους και τους δρόμους επανεμφάνισης της προγραμματικής συζήτησης για μεταρρυθμίσεις, επαναστάσεις, τακτική και στρατηγική τη νέα περίοδο, πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη το σοκ της κατάρρευσης και την ισχύ της ρεβανσιστικής και αλαζονικής διακήρυξης του «τέλους της ιστορίας» τη δεκαετία του ’90. Το παράδοξο μάλιστα με το «τέλος της ιστορίας» είναι πως πολλοί απ’ όσους έριχναν κατάρες ενάντια στον Φουκουγιάμα κατά βάθος ήταν και οι ίδιοι πολύ απαισιόδοξοι σε σχέση με τη δυνατότητα των μαζών να καθορίσουν τις εξελίξεις. Δεν έλειψαν βέβαια κι εκείνη την περίοδο όσοι επεσήμαναν πως η ιστορία δεν τέλειωσε και αργά ή γρήγορα νέοι κοινωνικοί τριγμοί θα τραντάξουν την «ησυχία, τάξη και ασφάλεια» των όπου γης κεφαλαιοκρατών. […]
Οι ουδέποτε ηγεμονεύουσες επαναστατικές απόπειρες του εξεγερσιακού κύκλου που άνοιξε με τον Μάη του ’68 κατέρρευσαν μαζί με τις δεκαετίες των ιστορικών συμβιβασμών και αυταπατών για το δημοκρατικό, κοινοβουλευτικό και ειρηνικό μετασχηματισμό του καπιταλιστικού κράτους. Τη δεκαετία του ’90 με βάση τον πρώτο κύκλο ριζοσπαστισμού στη Λατινική Αμερική με το παράδειγμα των Ζαπατίστας και τις νέες κινηματικές εμπειρίες του κινήματος κατά της καπιταλιστικής διεθνοποίησης διάφορες αυτόνομες κι αναρχικές προσεγγίσεις αναπτύχθηκαν δυσανάλογα σε σχέση με τη θεωρητική δυναμική τους.
Την ίδια στιγμή κι εντός της πολλαπλότητας των αναρχικών ρευμάτων πήρε προβάδισμα μια μετα–ηγεμονική και αντιπολιτική διάσταση, όπως χαρακτηριστικά εκφράζεται στο βιβλίο του Ρίτσαρντ Ντέι Gramsci is Dead, όπου το ίδιο το ερώτημα «μεταρρύθμιση ή επανάσταση» θεωρείται παρωχημένο, καθώς δεσμεύεται σε παραδόσεις θεμελιώδους κοινωνικής αλλαγής που χαρακτήρισαν τόσο τον κλασσικό μαρξισμό όσο και τον κλασσικό αναρχισμό. Ο μετα-αναρχισμός μοιράζεται με τις μεταμαρξιστικές προσεγγίσεις των Λακλάου και Μουφ τις αναφορές στον Λακάν και την παραίτηση από το όραμα μιας κοινωνίας χωρίς κράτος, εξουσία κι εκμετάλλευση.
Από διαφορετικές αφετηρίες μια σειρά από προσεγγίσεις χωρίς τις ίδιες θεωρητικές καταβολές και διαδρομές καταλήγουν στο να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία, όπως διακήρυξε ο Τζον Χόλογουεϊ. Ο περιορισμός σε αυτόνομες νησίδες κατέληξε στην αυτονόμησή τους από κάθε γενικό πολιτικό σχέδιο και μια αντιπολιτική των συμβάντων χωρίς προϋποθέσεις και προοπτική. Στον αντίποδα στήθηκε μια εξιδανίκευση της λογικής των αριστερών προοδευτικών κυβερνήσεων με βάση τους εν εξελίξει λατινοαμερικάνικους ριζοσπαστισμούς που υποτίμησε όμως τη δυναμική της ενσωμάτωσης, τα δομικά όρια των «από τα πάνω» μεταρρυθμίσεων στα πλαίσια του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού και τις «από τα κάτω» λαϊκές συγκροτήσεις σαν καθοριστικό παράγοντα των εξελίξεων.
Το ξέσπασμα της κρίσης του καπιταλισμού, η νέα ποιότητα και το βάθος της άλλαξαν άρδην τα δεδομένα. Έχοντας πλέον μια τετραετία πίσω μας ο αναρχικός χώρος φαίνεται να διαπερνιέται από μια στρατηγική αμηχανία απέναντι στα ερωτήματα της κρίσης, ενώ οι προτάσεις προοδευτικής διαχείρισης αυτού που ο Μπαντιού έχει αποκαλέσει καπιταλοκοινοβουλευτισμό συγκροτεί πράγματι στη συγκυρία μια δυναμική σχέση με τα ρεύματα της κοινωνικής αντίστασης και της νέας πολιτικοποίησης. Στα πλαίσια αυτής της εισήγησης θέτουμε αφοριστικά την εκτίμηση πως η δυναμική της περιόδου θα σπρώχνει αντικειμενικά είτε προς αντικαπιταλιστικές ανατρεπτικές απαντήσεις είτε προς μια επικίνδυνη αντιδραστική αναμόρφωση του συνολικού σκηνικού. Κι αυτό όχι μόνο με όρους μακροπρόθεσμου ξεδιπλώματος ενεργών αντιφάσεων, αλλά και όσον αφορά στις άμεσες απαντήσεις «εδώ και τώρα» για την επιβίωση – ανακούφιση του λαού.
Με αυτή την έννοια χρειαζόμαστε μια πολιτική των καταπιεσμένων που να συγκροτηθεί ως μεταβατικό πρόγραμμα που θα ανοίξει τον δρόμο προς τον θεμελιώδη κοινωνικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Η λογική του μεταβατικού προγράμματος είναι η λογική της διαρκούς επαφής και πολιτικοποίησης της κοινωνικής αντίστασης με στόχο τη γέννηση νέων πρωτοποριών, αλλά και την προώθηση της επαναστατικής διαδικασίας μέσα από την πείρα των ίδιων των μαζών. Το ΝΑΡ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχουν προτείνει στο μαζικό κίνημα ένα τέτοιο πρόγραμμα με βασικούς άξονες: την αύξηση μισθών και συντάξεων, την κατάργηση των μνημονίων και των μέτρων τους, την παύση πληρωμών και διαγραφή του χρέους, την έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ με διεθνιστική προοπτική, το πέρασμα στο Δημόσιο των τραπεζών και των μονάδων στρατηγικής σημασίας χωρίς αποζημίωση, με εργατικό έλεγχο και προς όφελος του λαού, την απαγόρευση των απολύσεων – κοινωνική προστασία των ανέργων και των φτωχών, μέτρα που συμπυκνώνονται στον πολιτικό στόχο της αντικαπιταλιστικής ανατροπής.
Ένα σχέδιο ηγεμονίας όμως και μετασχηματισμού των ρευμάτων της κοινωνικής αντίστασης σε ρεύματα της επαναστατικής ανατροπής δεν θα κριθεί μόνο από ένα άμεσο αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης, αλλά και από την επαναθεμελίωση μιας νέας κομμουνιστικής προοπτικής. Ενός κομμουνισμού ως ρυθμιστικής στρατηγικής υπόθεσης (hypothèse stratégique régulatrice) με τους όρους που το έθετε ο Ντανιέλ Μπενσαΐντ σε ένα από τα τελευταία του κείμενα. Μια στρατηγική υπόθεση που δίνει προσανατολισμό στην καθημερινή δράση και αποτελεί ασπίδα προστασίας απέναντι στον εκφυλισμό μιας ενσωματωμένης πολιτικής χωρίς αρχές. Η επανεξόρμηση των κομμουνιστικών ιδεών δε δημιουργεί βέβαια από μόνη της επαναστατικά γεγονότα. Δημιουργεί όμως το πιο προωθημένο ρεύμα που θα αποτελέσει πόλο έμπνευσης και πυξίδα προοπτικής στις κρίσιμες επόμενες καμπές, όπου η κοινωνική αντίσταση ή θα κάνει άλμα προς τα μπρος ή άλμα στο κενό.

Δεν υπάρχουν σχόλια: