Είναι και η απόκλιση από το κυρίαρχο πολιτιστικό ιδίωμα, η
απόσταση από τον κύκλο των κρατικών εξουσιών που κατατάσσει το βιβλίο στις
διαλέκτους της αντίστασης με όλες τις μορφές.
Σημειωτέον ότι το συγγραφικό έργο του Κώστα Διαμαντίδη
περιλαμβάνει άλλη μία ποιητική συλλογή, δύο μυθιστορήματα και μια μετάφραση
αρχαίας κωμωδίας, όλα στην ποντιακή διάλεκτο.
Η γλώσσα δεν είναι εμπόδιο.
Ο τυπολογικός πλούτος των ποντιακών και η έλλειψη
εξοικείωσης με τα τονικά σημάδια και τις καταλήξεις από τους μη Πόντιους
αναγνώστες καθόλου δεν θολώνει την ποιητική ενάργεια των στίχων:
«διάκρυα, τη ψης (=ψυχής) των διατρικόν, τση καρδιάς το
βοτάνιν», δάκρυα που αν «εσυναρμούσανε κ’ εσμίουσαν κ’ επέγ’ναν / θ’ εγίνουσανε
θάλασσαν, παπόρια να πατεύ’νε (=βουλιάζουν) / παπόρια αγλυγορόπλεα μουράτια
(=επιθυμίες) φορτωμένα»
Άλλωστε, οι κανόνες προφοράς και το σύντομο γλωσσάρι που
ετοίμασε ο επιμελητής του βιβλίου Χριστ. Χριστοφορίδης βοηθούν
αποτελεσματικά ν’ ακουστούν χωρίς παρεμβολές τα «αχ» του συγγραφέα.
Το παρελθόν στοιχειώνει τις περισσότερες σελίδες του
βιβλίου.
Υπάρχει μια διττή σχέση των ποιημάτων με τα περασμένα. Από
τη μια μεριά είναι το γεγονός του βίαιου ξεριζωμού από τον Πόντο, της
αναγκαστικής ανταλλαγής πληθυσμών που αποφάσισαν οι κυβερνήσεις στις πρώτες
δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα και άφησαν πίσω αγαπημένες πατρίδες και πολλά
τραύματα.
«Αχ να ’χα από το χώμα σου / μια χούφτα μάνα Σμύρνη»,
αναφέρεται στο ομώνυμο της συλλογής ποίημα που αφιερώνεται σε όλους τους
πρόσφυγες της γης.
Από μια δεύτερη σκοπιά, το παρελθόν αναβιώνει μέσα από τους
γνώριμους ήχους του δημοτικού τραγουδιού.
Ο ριζωμένος στη συλλογική αισθητική του λαού μας ρυθμός του
15σύλλαβου στίχου είναι το «όχημα» του Κώστα Διαμαντίδη για μια
αναψηλάφηση παλιών και νέων πληγών.
Άλλωστε, το δημοτικό τραγούδι είναι το κατεξοχήν πρότυπο των
ποιημάτων.
«Ερώτεσαν την κεμεντσέν (=λύρα) τα γονικά σ’ απ’ όθεν;»
ξεκινά ο συγγραφέας τους στίχους ενός από τα τραγούδια που είπε ο Αλέξης
Παρχαρίδης.
Είναι από τα πλέον χαρακτηριστικά γνωρίσματα της δημοτικής
ποίησης η προσωποποίηση αντικειμένων και ο διάλογος μαζί τους. «Τουφέκι μου
περήφανο, πιστόλια πέρα πέρα / και συ σπαθί μου διμισκί με τη χρυσή τη χούφτα»,
απευθύνεται αντίστοιχα ο ανώνυμος ποιητής στα όπλα του στο δημοτικό «ο γέρος
κλέφτης».
Τα στοιχεία της φύσης κι αυτά στο λογοτεχνικό σύμπαν της
δημοτικής ποίησης έχουν «ψυχή», συμμετοχή στην πλοκή και στη δραματοποίηση των
εικόνων και των σκέψεων του αφηγητή. Για παράδειγμα, σ’ ένα από τα πλέον γνωστά
κλέφτικα, που τιτλοφορείται «του Κίτσου», η μάνα μαλώνει και πετροβολά το
ποτάμι. «Ποτάμι για λιγόστεψε, ποτάμι γύρνα πίσω / για να περάσω αντίπερα, στα
κλέφτικα λημέρια», λέει η λαϊκή μούσα.
Σ’ ένα από τα πιο όμορφα ποιήματα της συλλογής του Κώστα
Διαμαντίδη, ο ξενιτεμένος πια επισκέπτης στη «χαμένη πατρίδα» μιλά στο
«ροδάφ’νον», τη δαφνοκερασιά που φύτρωσε στην αυλή της ερημωμένης οικογενειακής
εστίας:
«Γιατί ροδάφ’νο μ’ ’κι τρανύντς (=δεν μεγαλώνεις), φύλλα
γιατί ’κ’ εβγάλλεις (=δεν βγάζεις) / και μαραγκουλιασμένον στκ’ς, ξάι ’κι
νουνιείς (=καθόλου δεν σκέφτεσαι) το χάλι σ’;»
Αν σε πρώτο επίπεδο ανάγνωσης η καταφυγή στους εκφραστικούς
θησαυρούς της παράδοσης και ο περιορισμός σε μια μειοψηφική κοινότητα ομιλητών
φαίνονται συντηρητικές επιλογές, στην πραγματικότητα ισχύει το αντίθετο.
Είναι επιλογή ρήξης με το κυρίαρχο πολιτιστικό και πολιτικό
πρότυπο.
Στην εποχή της αποσάθρωσης των κοινωνικών δικτύων και
δεσμών, η αναζήτηση της ρίζας, της κοινής γλωσσικής και γεωγραφικής κοιτίδας,
είναι πράξη αντίστασης στην εξατομίκευση.
Σε συμβολικό επίπεδο, ο συγγραφέας «σπάει» την πολιτιστική
και φωνολογική ομοιομορφία της «κοινής» νεοελληνικής, ανοίγοντας νέους
ορίζοντες στην ποικιλομορφία της επικοινωνίας.
Περαιτέρω, τα ποιήματα στη συλλογή Το «αχ» το υστερ’νόν,
όσο κι αν κατατάσσονται γενικά στην προσωπική ποίηση, δεν είναι εσωστρεφή. Ο
προσωπικός πόνος του ξεριζωμού εντάσσεται στη συλλογική μοίρα ενός ολόκληρου
λαού που αναζητά το παρελθόν του. Ο πόνος της μετανάστευσης είναι συλλογικός
πόνος.
Άλλωστε, δεν λείπουν και οι στίχοι με σύγχρονο πολιτικό και
κοινωνικό φορτίο.
«Φατέστεν σκυλ’ αχόρταγοι, όλιον τον κόσμον φάτεν / ’ς σην
γην απάν’ μη αφήνετεν τ’ ανθρώπινον το γένος», είναι η αυθόρμητη αντιπολεμική
κραυγή που βγήκε με αφορμή τον παλλαϊκό ξεσηκωμό σε όλα τα Βαλκάνια, όταν
βομβαρδίστηκε το Σαράγιεβο από το ΝΑΤΟ.
Σε άλλο σημείο αφιερώνονται στίχοι στους ανυπότακτους νέους:
«Καλόερος ’κι (=δεν) γίνουμαι ’κ’ (=δεν) εμπαίνω ς’ σ’
Άγιον Όρος / εμέν ιγεύ’ (=μου ταιριάζει) ’ς σ’ Εξάρχεια πουλί μ’
κουκουλοφόρος».
Η αγανάκτηση που άλλοτε ξεσπά έμμεσα, με τις ένρινες
ποντιακές καταλήξεις και τα δυσερμήνευτα σημάδια της συνίζησης, άλλοτε πιο
άμεσα, με τους ευθείς στίχους όπως «ανάθεμά ’τ’ς π’ εποίκανε αΐκον (=τέτοια)
κοινωνίαν», δίνει το χρώμα της αντίστασης στο «αχ», που όλοι εύχονται να μην
είναι το τελευταίο.
Γιώργος Λαουτάρης
Πηγή: bookblog.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου