Πάνθεον εθνικοφροσύνης
(Όλοι με πιστοποιητικόν) |
Φανέ, όταν το έλαιον σε λείψη, τί θα γίνης;
Τί; θα σβεσθής… Δ. Παπαρρηγόπουλος |
Μεγάλη πόρτα να χωρά ο Μεγάλος
που διπλά μεγαλώνει άμα ξαπλώσει.
Ώς το κατώφλι Θάνατος και Λήθη
και μέσα Αιώνια Μνήμη και Χαρά!
Αθάνατοι σε μάρμαρο και μπρούντζο
λαμποκοπούν οι αχόρταγοι λαοφάγοι.
Τους προσκυνά η Πατρίδα «ευγνωμονούσα»
και τους φοβάται ο «Σκώληξ ο Ακοίμητος».
Του ακάνθινου στεφάνου ο κορονάτος
στην πίσσα ρίχνει τους πιστούς σου, Φτώχεια.
Δεν μπορεί να χαρεί του Παραδείσου
τα πλούτη, όσο θυμάται τα δικά του.
Καλαμαράς που τύφλωνε τ’ αηδόνια
και δάσκαλος που βίαζε την Αλήθεια,
15 για ν’ ανεβούν σερνόντανε στη λάσπη
και τους έφαε κι αυτούς και τα χαρτιά τους.
Και μια μεγαλουσιάνα, άφραγη λάμια,
να ’τανε, λέει, κάθε φορά παρθένα!
Και μια παρθένα πρώιμη, που δεν πρόλαβε
να ξεπεράσει τη μαμά στ’ ανάσκελα.
Τ’ αγνά μας εθνικόπουλα, ορκισμένα
τον άγιον όρκο των αρχαίων εφήβων,
γράφουν στην πλάκα των τουφεκισμένων
από τους Γερμανούς: «Καλά σάς κάναν!»
Και στην κορφήν απάνου ο Μαύρος Ήλιος!
Τον κοιτάς και σαπίζουνε τα λούκια σου.
Διχτάτορας! Όλ’ η κοπριά του αιώνα
κοιλοπονούσε για να τον ξεράσει!
Αυτοί Πατρίδα, Άγια Γραφή και Σπόρος!
Κι απ’ τα ιερά μας κόκαλα βγαλμένη
η Προδοσιά στο μασκοφόρο δίνει
σπαθί μ’ ένα χρυσό πουγκί για φούντα!
Των αιμάτων σου οι πόταμοι, Λαέ,
δεν κάνουν ένα ρόχαλο δικό τους.
Κι αν τη στερνή σού αρπάξανε μπουκιά,
σου αφήσανε τη δόξα του Θανάτου.
*
Στη χώρα κάτω νύχτωσεν η μέρα,
μαύρη καπνούρα κι ουρλιαχτά και θρήνος.
Δικά και ξέν’ αγριόσκυλα, ζευγάρι,
σε μαγαρίζουν, κοσμογόνε Βράχε!
Πασκαλιά στο βασίλειο των Σκιών!
Αναστημένα μάρμαρα και μπρούντζοι
κατηφοράνε χορευτά με πήδους
να μοιραστούν τη σάρκα σου, λαουτζίκο!
Αναδημοσίευση από: Κώστας Βάρναλης: Πάνθεον εθνικοφροσύνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου