Αναγκαίες απαντήσεις: σε «ανωφελή ερωτήματα», στο
«ανέκδοτο βιβλίο» και στα «ολίγα για τον μητροπολίτη Καισαρείας, Σερβίων και
Κοζάνης Ιωακείμ» (5ο)
Γράφει, (επιμέλεια
υλικού), Νίκος Δινόπουλος - συνταξιούχος εργάτης
Επική «παραποίηση» και
βιασμός της ιστορικής πραγματικότητας στο κείμενο του Χρ. Μπέσα, «Μητροπολίτης
Ιωακείμ Συνοπτική αναφορά», Παρέμβαση, τ. 71/1993. Προκειμένου να
πλήξει το κύρος, να αποδομήσει και να απαξιώσει τον μητροπολίτη, όλα
επιτρέπονται. Για να εκβιάσει το επιθυμητό συμπέρασμα πως «η αγιότης του
ταυτίζεται με το Μεταξικό καθεστώς, του οποίου θα παραμείνει πιστός θεράπων ως
την πτώση του» καταφεύγει σε μια χονδροειδή παραποίηση: μεταθέτει χρονικά -εκεί
που «βολεύει»- την αποστολή της επιστολής του μητροπολίτη Ιωακείμ «προς την
Α.Μ. τον Βασιλέα, την Κυβέρνησιν, τον Ελληνικό λαόν, τον ελληνικόν τύπον».
Συγκεκριμένα, γράφει στο κείμενό του ο Χρ. Μπέσας:
«Στις 16 Αυγούστου δημοσιεύεται στην τοπική εφημερίδα
«Μακεδονικόν Βήμα» η περίφημη ΕΚΚΛΗΣΙΣ του Ιωακείμ την οποία απευθύνει προς την
Α.Μ. τον Βασιλέα, την Κυβέρνησιν, τον Ελληνικό λαόν, τον ελληνικόν τύπον. […] Η
κριτική αυτή, που γίνεται 10 μέρες μετά την επιβολή μιας στυγνής δικτατορίας
και που καταδικάζει συλλήβδην τα πολιτικά κόμματα και έμμεσα τη Δημοκρατία,
αποτελεί απόπειρα εξευμενισμού των κρατούντων (σ.σ. η υπογράμιση δική
μου)», [Παρέμβαση, τ. 71/1993, Χρ. Μπέσα, «Μητροπολίτης
Ιωακείμ Συνοπτική αναφορά»].
Το διαψεύδει ακόμα και ο κ. Α. Καλιανιώτης: [Ο Ιωακείμ] «δημοσίευσε
την πρώτη Αυγούστου του 1936 ένα σκληρό ανοιχτό γράμμα προς την κυβέρνηση και
το βασιλιά, θίγοντας βασικά προβλήματα της περιοχής, όπως την ανεργία, την
περίθαλψη και την εκπαίδευση[1]».
Επίσης: «Την 1η Αυγούστου 1936 απευθύνει ανοιχτή επιστολή
προς τον βασιλέα και την κυβέρνηση για να προβάλει τα προβλήματα της Δυτικής
Μακεδονίας»[2].
Επίσης: «Τον Αύγουστο του 1936, τρείς ημέρες πριν από την
εγκαθίδρυση δικτατορικού καθεστώτος από τον Ιωάννη Μεταξά, ο Ιωακείμ απέστειλε
επιστολή-έκκληση προς τον Βασιλιά Γεώργιο Β΄ (1890-1947) και την Κυβέρνηση
Ιωάννη Μεταξά[3]
αλλά με αποδέκτες και τον ελληνικό λαό και τον Τύπο που έπρεπε να
ενημερωθούν για την κοινωνική και οικονομική κατάσταση της Δυτικής Μακεδονίας»[4].
Αυτό το κείμενο του Χρ. Μπέσα, είναι η πηγή, που με τις
παραπομπές τους, οι κ. της τοπικής διανόησης Β. Π. Καραγιάννης, Α. Καλιανιώτης,
Χ. Καρανάσιος δημιούργησαν βιβλιογραφία για τον «πολιτικό τυχοδιωκτισμό» και
την ταύτιση του Ιωακείμ με το δικτατορικό καθεστώς. Στο κείμενο του Χρ. Μπέσα
είναι εμφανέστατη εξ αρχής η εμπάθεια και η πυρετώδης επιθυμία αποδόμησης,
απαξίωσης του μητροπολίτη, γι’ αυτό και επιδίδεται σε μια αγωνιώδη αναζήτηση
προσωπικών αδυναμιών. Δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο. Θύμα των αναθεωρητών της
ιστορίας με αντίστοιχες προσπάθειες δεν είναι μόνο ο μητροπολίτης Ιωακείμ αλλά
και κάθε άλλη προσωπικότητα που δεν ήταν και δεν είναι συμβατή με την κυρίαρχη
αστική ιστοριογραφία και όχι μόνο για όσους συμμετείχαν στην αντίσταση στα
χρόνια της τριπλής κατοχής.
Η έκτακτη πρώτη συνάντηση του Μεταξά με τον αρχιεπίσκοπο
έγινε για να διευθετηθεί το «πολιτικό ζήτημα» της ανοιχτής επιστολής του
Μητροπολίτη Κοζάνης Ιωακείμ την 1η Αυγούστου 1936[5].
Το καθεστώς είχε αποφασίσει την εκτόπιση του Ιωακείμ για ένα χρόνο στη νησίδα
Μαθράκι του Νομού Κέρκυρας μετά την απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής
Ασφαλείας του Νομού Κοζάνης. Ο Χρυσόστομος όμως έπεισε τον Μεταξά να μην
εκτελεσθεί η απόφαση της εκτόπισης για έναν χρόνο και να παραπεμφθεί η εξέταση
της υπόθεσης στην Σύνοδο. Ο μητροπολίτης υπέβαλε δύο απολογητικά υπομνήματα:
Στο πρώτο αναφέρει πως «ο θεσμικός του ρόλος ως θρησκευτικού ηγέτη δεν τον
περιόριζε μόνο στα θρησκευτικά του καθήκοντα, αλλά και στο ενδιαφέρον του για
τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι πολίτες που αποτελούσαν το ποίμνιό του και
όφειλε να διαμεσολαβήσει για αυτούς προς την πολιτική εξουσία». Στο δεύτερο
τονίζει ότι ο καταγγελτικός τόνος του κειμένου δεν είχε να κάνει με την παρούσα
κυβέρνηση[6].
Ενώπιον της Συνόδου ο Ιωακείμ απέδωσε τις κατηγορίες σε βάρος του σε
συκοφαντίες του Νομάρχη Κοζάνης, οργάνων της Χωροφυλακής και του Επιτελάρχη της
Μεραρχίας, με τον οποίο είχε έλθει σε σύγκρουση στο παρελθόν λόγω της ίδρυσης
στην Κοζάνη της Τεκτονικής Στοάς «Μακεδονία»[7].
Τελικά ο μητροπολίτης εξορίστηκε για έξι μήνες στο Άγιον Όρος.
Στο κείμενό του ο Χρ. Μπέσας για να εμφανίσει το μητροπολίτη
ως έναν ανήθικο, ιδιοτελή, φιλοχρήματο τυχοδιώκτη, χρωματίζει με οξύτατους
αρνητικούς χαρακτηρισμούς τις εφημερίδες της εποχής για τα θετικά τους
δημοσιεύματα, σε αντίθεση με τα αρνητικά δημοσιεύματα άλλων εφημερίδων. Αυτές
αναφέρονται απλά ως εφημερίδες, άρα αξιόπιστες. Ενδεικτικά: «Η εφημερίδα ΗΧΩ
ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, η οποία κυριολεκτικά λάτρευε τον Ιωακείμ […], «η Η.τ.Μ., όπως
πάντα έπαιρνε, σχεδόν άκριτα, το μέρος του λατρευτού της Δεσπότη», «η τοπική
εφημερίδα «Βόρειος Ελλάς» έκανε ανελέητο πόλεμο εναντίον του Ιωακείμ και
προέτρεπε το Λαό να τον διώξει φωνάζοντας …Ανάξιος» και η εφημερίδα ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ
επί ένα μήνα δημοσίευε στην πρώτη σελίδα, φοβερές λεπτομέρειες για πρόσωπα και
πράξεις ανήθικες».
Τα γεγονότα μιας ιστορικής περιόδου πρέπει να εξετάζονται
και να κρίνονται μέσα στις κοινωνικές – πολιτικές συνθήκες που συντελούνται.
Γι’ αυτό, μια συνοπτική περιγραφή τους είναι αναγκαία.
Η Μικρασιατική καταστροφή, το 1922, είναι ένας θλιβερός σταθμός στην ιστορία της χώρας. Είναι όμως
και ένα ορόσημο για τις πολιτικές εξελίξεις στα χρόνια που ακολούθησαν, έως και
το 1941. Με τη συνθήκη της Λωζάνης τα σύνορα της χώρας οριστικοποιήθηκαν και
περίπου ενάμιση εκατομμύριο πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν σε μια χώρα που οι πόλεμοι
είχαν βυθίσει στη φτώχια τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας. Σ’ αυτό το πλαίσιο
οι ενδοαστικές συγκρούσεις για τη δομή του αστικού κράτους κορυφώθηκαν -
παροξύνθηκαν. Η αστική τάξη διχασμένη σε βενιζελικούς - βασιλικούς, παρά τις
όποιες προσπάθειες που προηγήθηκαν, δεν είχε καταφέρει να ολοκληρώσει και να
σταθεροποιήσει τον μετασχηματισμό της χώρας σε ένα σύγχρονο αστικό κράτος. Το
ενάμιση περίπου εκατομμύριο των προσφύγων και η ανάγκη ενσωμάτωσής του, έφερε
και δραστικές αλλαγές στην ταξική διαστρωμάτωση της ελληνικής κοινωνίας.
Η ένταση των διεκδικήσεων της αναπτυσσόμενης εργατικής τάξης
και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων για την αντιμετώπιση και λύση στα οξυμένα
προβλήματά τους και η δράση του ΚΚΕ από το 1918, παράλληλα με τις ενδοαστικές
συγκρούσεις, προκαλούσαν και επέτειναν της κρίση νομιμοποίησης της εξουσίας της
κυρίαρχης αστικής τάξης. Τα κόμματα του αστικού μπλοκ εναλλάσσονταν στη νομή
της αστικής κυβερνητικής εξουσίας, είτε μέσα σ’ ένα τυπικό αστικό συνταγματικό
πλαίσιο, είτε παραβιάζοντάς το με πραξικοπήματα και δικτατορίες σε μια λυσσώδη
προσπάθεια να κρατήσουν τις πολιτικές εξελίξεις υπό τον έλεγχό τους. Έτσι, ενώ
τυπικά ίσχυαν οι όποιες αναιμικές αστικοδημοκρατικές ελευθερίες και δικαιώματα
-με εξαίρεση τις δικτατορικές περιόδους 1925-1926, 1936-1941- πρακτικά δεν
είχαν καμιά ισχύ, αφού, είτε με νομοθετήματα για έκτακτα μέτρα που ίσχυαν εν
τέλει πάγια όπως το «ιδιώνυμο του Βενιζέλου», που διαχώριζε τους πολίτες σε
«κομμουνιστές», σε «υπόπτους συνοδοιπόρους» και σε «νομιμόφρονες», είτε με τις
παρεμβάσεις στη διακυβέρνηση της χώρας από τον βασιλιά.
Μέσα σ’ αυτές τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες έδρασε
ο μητροπολίτης Ιωακείμ και μέσα σ’ αυτές κρίνεται και η δράση του. Όλες οι
πηγές συμφωνούν πως ήταν ένας πατριώτης, ένας δραστήριος
βενιζελικός, ένας φιλελεύθερος αστός δημοκράτης με ριζοσπαστικές ιδέες. «Ο
δικηγόρος Γιώργος Καφταντζής, στέλεχος της ΕΠΟΝ Θεσσαλονίκης γράφει για την Α΄
Παμμακεδονική Συνδιάσκεψη της ΕΠΟΝ που έγινε στο Καταφύγι Πιερίων στις 20-21
Οκτωβρίου 1943: «Το Συνέδριο χαιρέτισαν και πολλοί προσκαλεσμένοι ΕΑΜίτες,
πρώτος ο μητροπολίτης Ιωακείμ», όπου μεταξύ άλλων πρόσθεσε: «Δεν είμαι κομμουνιστής. Μα θεωρώ τιμή μου
να συνεργάζομαι με κομμουνιστές»[8].
Οι εμπαθείς πολέμιοί του τις τοπικής διανόησης φαίνεται να το αγνοούν, σκόπιμα
ή όχι δεν έχει σημασία, ψάχνοντας εναγωνίως «παρεκκλίσεις» από την «κομμουνιστική
ή την «αριστερή» πολιτική ιδεολογία» του μητροπολίτη, αναπαράγοντας στις
σύγχρονες συνθήκες τους διαχωρισμούς του «ιδιώνυμου» περί «κομμουνιστών» και
των «συνοδοιπόρων» τους.
1925-1926, πραξικόπημα και δικτατορία του στρατηγού Θεόδωρου
Πάγκαλου. Ο έλεγχος της αρχιερατικής εκκλησιαστικής ηγεσίας ήταν και είναι
πάγια πρακτική των αστικών κυβερνήσεων, πολύ περισσότερο των δικτατορικών.
Διενέξεις και ένταση ανάμεσα στο Πατριαρχείο και τη δικτατορία. Το Πατριαρχείο
μεταθέτει τον Ιωακείμ στη Μητρόπολη Αυστραλίας.
«Άμεσα ξεκινάει μια προσπάθεια με τη μορφή υπομνήματος,
από βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς φίλους του Ιωακείμ. Το υπόμνημα
κυκλοφόρησε σε Αθήνα και Κοζάνη και περιείχε 22 λόγους προσπαθώντας να πείσει το ποίμνιο για την ανάγκη επιστροφής του Ιωακείμ στην
Κοζάνη»[9].
Τελικά η κυβέρνηση, «[…] αποφάσισε μια σειρά μέτρων σχετικά με τα διοικητικά
ζητήματα της Εκκλησίας. Σύμφωνα με αυτά τα μέτρα κανένας Μητροπολίτης των Νέων
Χωρών δεν γίνεται να μετατεθεί είτε στο εξωτερικό είτε εντός Ελλάδας. Κανένας
κληρικός δεν ήταν δυνατόν να διοριστεί εκτός Ελλάδος και τέλος, δεν είχε
αρμοδιότητα η Εκκλησία να δικάσει κάποιον κληρικό αν δεν είχε δώσει νωρίτερα τη
γραπτή συγκατάθεσή της η ελληνική κυβέρνηση»[10].
Παράλληλα «η αντίδραση του προσφυγικού κόσμου της Κοζάνης και διαφόρων
επαγγελματικών οργανώσεων, από τις στήλες αυτής της εφημερίδας [«Η Αγροτική»],
στην αποφασισμένη μετάθεση του πόντιου μητρ. Ιωακείμ στην αρχιεπισκοπή
Αυστραλίας, ανάγκασε το Πατριαρχείο να αποφασίσει την παραμονή του στην Κοζάνη»[11].
Το 1927 ψηφίστηκε το νέο Σύνταγμα της Ελλάδας από την
οικουμενική κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη. Στις εκλογές του 1928 επικρατούν οι
βενιζελικοί, το κόμμα των φιλελευθέρων. Οι συνθήκες είναι πλέον ώριμες και
απαιτούν τον εκσυγχρονισμό του αστικού κράτους σε όλα τα επίπεδα. Το κυρίαρχο
αστικό μπλοκ εξουσίας αλλά και το ελληνικό κεφάλαιο έχει πια συνειδητοποιήσει
αυτή την ανάγκη αλλά και την αναγκαιότητα να ανέβει το μορφωτικό επίπεδο της
ελληνικής κοινωνίας. «Την περίοδο αυτή ο αναλφαβητισμός σε ολόκληρη
την Ελλάδα βρισκόταν σε υψηλά επίπεδα. Κατά την απογραφή του 1928, ο μέσος όρος
αναλφάβητων από 8 ετών και πάνω ήταν 40,72% του πληθυσμού, 23,47% για τους
άνδρες και 57,97% για τις γυναίκες»[12]. «Η μεταρρύθμιση του
εκπαιδευτικού συστήματος και η αναβάθμιση της εκπαίδευσης προωθούνται με μια
σειρά από νομοθετήματα και αποσκοπούν στην ίδρυση του Λαϊκού Σχολείου, στην
ίδρυση τεχνικών και γεωργικών σχολείων, στην ανέγερση σχολικών κτηρίων,
σχολικών βιβλιοθηκών, εργαστηρίων και στην εκπαίδευση των εκπαιδευτικών[13][…]».
Αλλαγές επίσης έγιναν στο περιεχόμενο, τη δομή της ύλης και στη γλώσσα των
αναγνωστικών-σχολικών βιβλίων. Το 1930 υπουργός Παιδείας ανέλαβε ο Γεώργιος
Παπανδρέου, με την εισήγηση του οποίου ψηφίστηκε ο νόμος 5045 /1930 «περί
σχολικών βιβλίων» ως συνέχεια των νόμων του 1917. Με βάση τον νέο νόμο γράφτηκαν
νέα σχολικά βιβλία στη δημοτική γλώσσα.
Στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση αντέδρασε η Φιλοσοφική Σχολή
και μαζί της «θα συνταχθούν και τα συνεργαζόμενα σωματεία υποβάλλοντας με τη
σειρά τους υπόμνημα προς τα Νομοθετικά Σώματα επισημαίνοντας τις προσπάθειες
των «κομμουνιζόντων» να υπονομεύσουν τα θεμέλια του αστικού κράτους και ζήτησαν
«την οριστικήν εκκαθάρισιν από των κομμουνιζόντων, έστω και εν κρυπτώ,
υπαλλήλων και δη εκπαιδευτικών». […] Ζητήθηκε επίσης η κατάργηση των μεικτών
σχολείων, ως προϊόντων του μπολσεβίκικου συστήματος, η κατάργηση της «μαλλιαρής
γλώσσης, ήτις είναι η γλώσσα των κομμουνιστικών εντύπων», η απομάκρυνση όσων
διαδίδουν κομμουνιστικές θεωρίες και τη δημοτική γλώσσα καθώς και την αποβολή
όλων των αριστεριζόντων φοιτητών από τα Πανεπιστήμια. […] Η επιρροή της
Φιλοσοφικής Σχολής και της ελλαδικής Εκκλησίας στο παραπάνω υπόμνημα είναι
εμφανής, ενώ επιστρατεύτηκε και πάλι ο κίνδυνος από τον κομμουνισμό, όπως έγινε
και με τα νομοσχέδια του 1917»[14].
«Αν τη δεκαετία του 1910 κυριαρχεί το ζήτημα της γλώσσας
και βασικός αντίπαλος είναι ο «μαλλιαρισμός», την τρίτη δεκαετία του αιώνα στα
επιχειρήματα εναντίον των μεταρρυθμίσεων θα προστεθεί ένα νέο, το οποίο πολύ
γρήγορα, θα καταστεί πρωτεύον: η ταύτιση κομμουνισμού και δημοτικισμού και η
αναγωγή κάθε μεταρρυθμιστικής προσπάθειας στον «ερυθρό κίνδυνο»[15].
Το 1932 η συντηρητική μερίδα της αστικής τάξης που θα αναλάβει την εξουσία
θα ανακόψει τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια του 1929.
«Η προσπάθεια της μεταρρύθμισης θα επανεργοποιήσει τις
αντιδράσεις όλων των συντηρητικών δυνάμεων […]. Κατά τον Μπουζάκη η
μεταρρύθμιση βάλλεται από τις εξής ομάδες συμφερόντων: Εκκλησία, Φιλοσοφική
Σχολή Αθηνών, Λαϊκό Συντηρητικό Κόμμα, Συνδικάτα Εκπαιδευτικών (ΔΟΕ – ΟΛΜΕ),
συντηρητικούς διανοούμενους κ.α. με απώτερο στόχο την ακύρωση της
μεταρρύθμισης, τη διατήρηση της προηγούμενης παραδοσιακής εκπαίδευσης και της
προηγούμενης κοινωνικής πραγματικότητας. Στις διαβουλεύσεις επαναφέρουν το
γλωσσικό ζήτημα εκμεταλευόμενοι τις απόψεις τις συντηρητικής μερίδας καθώς και
τον γενικότερο φόβο απέναντι στον αναπτυσσόμενο κομμουνισμό, ταυτίζοντας τον με
τον εκπαιδευτικό δημοτικισμό. (Μπουζάκης Σ. (2007), «Η εκπαιδευτική
μεταρρύθμιση του 1929...», ό.π., σ. 154)»[16].
Σ’ αυτό το ιστορικό πλαίσιο ο μητροπολίτης Ιωακείμ τάσσεται
υπέρ της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης με άρθρο του «στο «μαλλιαρό» περιοδικό
της ΟΛΜΕ, εκφράζοντας την δική του -τολμηρή για εκείνους τους καιρούς- άποψη
για τη διδαχή των θρησκευτικών στα σχολεία[17]»
όπως γράφει ο κ. Α. Καλιανιώτης[18].
Ο Χρ. Μπέσας στο κείμενό του γράφοντας για τα τις αντιδράσεις στην Κοζάνη
προσπερνάει τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες της περιόδου, λες και αυτές
γίνονται σε ιστορικό κενό, για να καταλήξει στο μοχθηρό αστήρικτο συμπέρασμα: «Ο
αγών γίνεται δια την άλωσιν του παγκαρίου. Αυτή είναι η αλήθεια.
Όπως είναι επίσης αλήθεια, ότι ο Ιωακείμ ήταν φιλοχρήματος»:
«Τον Αύγουστο [1929] όμως ξεσπάει μεγάλος θόρυβος γύρω
από το όνομα του Δεσπότη μας. Δύο έντυπα των Αθηνών αναδημοσίευσαν τα αισχρά
κείμενα του «Ταχυδρόμου της Θεσσαλονίκης και επί πλέον κατηγορούν τον Ιωακείμ
«επί αθεΐα και σκανδαλισμό των χριστιανικών συνειδήσεων» εξαιτίας μιας
κριτικής, που δημοσίευσε, στο «Δελτίο της Ομοσπονδίας Λειτουργών Μέσης
Εκπαιδεύσεως […]. Προκλήθηκε μέγας θόρυβος στους εκκλησιαστικούς κύκλους καθώς
και στην ίδια την Ιερά Σύνοδο. Στη διαμάχη πήραν μέρος άνθρωποι με ιδιαίτερο
πνευματικό βάρος. Η τοπική εφημερίδα «Βόρειος Ελλάς» έκανε ανελέητο πόλεμο
εναντίον του Ιωακείμ και προέτρεπε το Λαό να τον διώξει φωνάζοντας …Ανάξιος. Η Η.τ.Μ.,
όπως πάντα έπαιρνε, σχεδόν άκριτα, το μέρος του λατρευτού της Δεσπότη. Η
εκκλησιαστική επιτροπή του Αγίου Νικολάου οργανώνει συλλαλητήριο στο προαύλιο
του Ναού, ο παρευρισκόμενος εισαγγελέας διατάζει τους χωροφύλακες να διαλύσουν
το συλλαλητήριο, ο κόσμος αντιδρά, τα βάζει με τον εισαγγελέα. Τελικά
εγκρίνεται ψήφισμα με το οποίο απαιτείται η απομάκρυνση του σεβ. Ιω. από την
Κοζάνη. Η εκκλησιαστική επιτροπή απαρτιζόταν εξ ολοκλήρου από αντιβενιζελικούς.
Ο άγιος Κοζάνης καταργεί την επιτροπή και διορίζει, άλλη της αρεσκείας του.
Επανέρχεται όμως η παλιά επιτροπή, αφού πρώτα δικαιώνεται στο Συμβούλιο
Επικρατείας – όταν πρόεδρός της ήταν η εξέχουσα φυσιογνωμία του νεοελληνικού
βίου ο Κω/ντίνος Ρακτιβάν. Ο αγών γίνεται δια την
άλωσιν του παγκαρίου. Αυτή είναι η αλήθεια. Όπως είναι επίσης αλήθεια,
ότι ο Ιωακείμ ήταν φιλοχρήματος». «Η κατακραυγή των θρησκευτικών οργανώσεων
και εντύπων ανάγκασε
την Ιεράν Σύνοδον
να εκδικάσει την υπόθεσιν «Μητροπολίτης Ιωακείμ». Την απόφαση σχολιάζει η
«Βόρειος Ελλάς» ως εξής: «Απηλλάγει της απιστίας διότι εδήλωσεν γονυκλινής
έγγραφον μετάνοια και ότι δεν ήξερεν τι έγραφεν. Η τιμωρία του επίπληξις και
επιτίμησις ενώπιον της Συνόδου….».
«Αξιόπιστο» (sic) δημοσίευμα
της εφ. «Βόρειος Ελλάς», 18/5/1930
|
Η αξιοπιστία του δημοσιεύματος της εφημερίδας «Βόρειος
Ελλάς» κρίνεται και από το δημοσίευμα της φωτογραφίας: «Είναι εκείνος [ο
μητροπολίτης Ιωακείμ) , όστις απαγαγών νεάνιδα της αμαρτωλής εκλογής του
ανεχώρησε προ διετίας δι' Αμερικήν και αφού εκόρεσε τα πάθη του επανήλθε και
ανέλαβε την ποιμαντορικήν του!!» [Εφ. Βόρειος Ελλάς 18-5-30].
Η αξιοπιστία του κειμένου του Χρ. Μπέσα κρίνεται και από το
τρόπο που αναφέρει τα δημοσιεύματα δύο άλλων εφημερίδων της εποχής: «Ηχώ της
Μακεδονίας» και «Μακεδονικόν Βήμα» χωρίς να σχολιάσουν την απόφαση έγραψαν:
“Αθώωση του Ιεράρχου μας”». Η αθώωση του μητροπολίτη από τις αναπόδεικτες
καταγγελίες δεν είναι αρκετή για τον Χρ. Μπέσα, πρέπει να συνοδεύονται και από
σχόλια που πλήττουν το κύρος του και τον απαξιώνουν.
Για να στηρίξουν τον
ισχυρισμό πως ταυτίστηκε με τη δικτατορία του Μεταξά, επικαλούνται τη συμμετοχή
του, λόγω της θεσμικής του θέσης ως μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης, σε
εκδηλώσεις, συναντήσεις, επιστολές και τα τηλεγραφήματα για τις νίκες στο
Αλβανικό μέτωπο σε θεσμικούς παράγοντες της δικτατορίας του Μεταξά και στο
Βασιλιά. Να ασκηθεί κριτική, να χρεωθεί τις όποιες σκοπιμότητες για τη στάση
του απέναντι στη δικτατορία, δεν είναι όμως τα απόλυτα πειστήρια για πολιτική
ταύτισή του με το δικτατορικό καθεστώς όπως ισχυρίζονται οι εμπαθείς κ. της
τοπικής διανόησης. Γράφει ο Χρ. Μπέσας:
«Ήδη από την πρώτη εμφάνισή του, η αγιότης του ταυτίζεται
με το Μεταξικό καθεστώς, του οποίου θα παραμείνει πιστός θεράπων ως την πτώση
του. Τα δείγματα είναι πολλά, θα αναφέρω μερικά». Τη συμμετοχή του και την
ομιλία του στα εγκαίνια των νέων εγκαταστάσεων των συσσιτίων του πατριωτικού
Ιδρύματος όπου: «…εξάρας την κοινωνικήν πολιτικήν της παρούσης κυβερνήσεως»,
τόνισε δε «την ευγνωμοσύνη την οποίαν οφείλουν εις την εθνικήν κυβέρνηση δια
τον άρτον που με τόσο κόπο κατορθώνει να εξοικονομήσει υπέρ αυτών» [Βόρειος
Ελλάς 1-1-1937]. Γράφει στο άρθρο του ο Χρ. Μπέσας ως τεκμήριο
«παρέκκλισης» από τις «αριστερές ιδέες» του μητροπολίτη αλλά και ταύτισης με το
Μεταξικό καθεστώς: Με το «έγγραφο με αριθμ. 672 της
Μητρόπολης […] ανακαλεί την πρότασή της για διορισμό του Γ.Ξ. ως κλητήρα επειδή
“προερχόμενος εκ της τάξεων των αριστεριζόντων …και δεικνύει τάσεις
αριστερίζουσας … αποφασίζομεν την οριστικήν και αμετάκλητον απόλυσιν αυτού”».
«Σε άλλο έγγραφο συνιστά οι εκκλησίες να γίνουν τόποι …συναγερμού (sic) προκειμένου να μαζέψουν
όσο το δυνατόν περισσότερα χρήματα υπέρ της Αεροπορίας». Στις 15/8/1937 η εφημερίδα
«Βόρειος Ελλάς» γράφει: «Η Α.Μ. ο Βασιλεύς απένειμεν το Ταξιάρχην του
Φοίνικος εις τον Μητροπολίτην Σερβίων και Κοζάνης». Για την συνάντηση στη
Θεσσαλονίκη με τον δικτάτορα Μεταξά γράφει ο Χρ. Μπέσας: «εγένετο δεκτός υπό
του πρωθυπουργού εις ον έθεσε τα ζητήματα της πόλεως … Νοσοκομείο, καπνά κλπ,
(Β.Ε. 27/2/38)», [Παρέμβαση, τ. 71/1993, Χρ. Μπέσα, Μητροπολίτης Ιωακείμ
Συνοπτική αναφορά].
Μ’ όλα αυτά, τελικά, αυτοαποκαλύπτονται πως συντάσσονται με
τις θέσεις ακραίων συντηρητικών δυνάμεων -«με ιδιαίτερο πνευματικό βάρος»-
και αυτό που προκαλεί και γεννάει την εμπάθειά τους κατά του μητροπολίτη είναι
η συμμετοχή του στην αντίσταση, στο ΕΑΜ, στον ΕΛΑΣ, στην Εθνοσυνέλευση και στην
ΠΕΕΑ συμπορευόμενος με το ΚΚΕ και τους κομμουνιστές.
Το
1ο μέρος εδώ και Το
2ο μέρος εδώ και Το 3ο μέρος εδώ και Το 4ο μέρος εδώ
[1]
Δελιαλής 1972:ε΄-η΄ & Χαραμαντίδης Αγαθάγγελος (2000), «Η δράση των Ελλήνων
αρχιερέων», Μνήμες και μαρτυρίες από
το ΄40 και την Κατοχή, η προσφορά της Εκκλησίας το 1940 –1944, επιμ:
Αγαθάγγελος Χαραμαντίδης, Αθήνα: Εκκλησία της Ελλάδος, 79-151, 117-8. Επίσης
Μύρου 1985:40-1, όπου αφήγηση του Γεωργίου Ξυλοφόρου
[2]
Μάξιμος (Εμμανουήλ) Γεωργόπουλος «Εθνομάρτυρες Ιερείς της Μητροπόλεως Σερβίων
και Κοζάνης»: 50
[3]
Ο Ιωάννης Μεταξάς πριν προχωρήσει στην ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος
και την εγκαθίδρυση της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου είχε αναλάβει τα
καθήκοντα του πρωθυπουργού καθώς είχε διοριστεί από τον Βασιλιά μετά τον θάνατο
του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Δεμερτζή στις 13 Απριλίου 1936 [Ανδρ. Γ.
Δημητρόπουλος, Οι ελληνικές κυβερνήσεις 1843-2004, Αθήνα 2004, σ. 73].
[4]
Η δράση των ΕΑΜιτών Μητροπολιτών Ιωακείµ Κοζάνης Ιωάννα Γρηγοράκη: 69
[5]
ΙΔΑΥΕ, 1936, φακ. 59, υποφ. 9 (Εκκλησιαστικά ζητήματα). Με το υπ’ αριθμ. 15963,
Αθήνα,
17 Αυγούστου 1936, τηλεγράφημα του Προέδρου της
Κυβερνήσεως προς τον Αρχιεπίσκοπο
Αθηνών, εκλήθη σε σύσκεψη στο Υπουργείο Εξωτερικών.
[6]
ΙΑΙΣ, Κώδικας Πρακτικών Ιεράς Συνόδου (1936), φακ. 56, Υπόμνημα του Κοζάνης
Ιωακείμ προς την Ιερά Σύνοδο, Κοζάνη, 27 Αυγούστου 1936.
[7]
Ό.π.
[8]
Η εκκλησία από την κατοχή στον εμφύλιο, Γιώργος Ν. Καραγιάννης: 34
[9]Αλ.
Θ. Πετρόπουλος, «Ιωακείμ Αποστολίδης. Ένας Δεσπότης διαφορετικός. Μια απόπειρα
ιστορικής βιογραφίας», σσ. 35, 37, 59-62 και 68-80.
[10]
Αλ. Θ. Πετρόπουλος, «Ιωακείμ Αποστολίδης. Ένας Δεσπότης διαφορετικός. Μια
απόπειρα ιστορικής βιογραφίας», σ. 63.
[11]
Κοζάνη, 600 Χρόνια Ιστορίας, «Η Συμβολή των Προσφύγων, Στάθης Πελαγίδης»: 489
[12]
Η εκπαιδευτική Πολιτική στα χρόνια του Βενιζέλου, πρακτικά συνεδρίου, Ιαν. 2004
[13]
Λέφας Χ. (1942), "Ιστορία της Εκπαιδεύσεως", Ο.Ε.Σ.Β, Αθήναι, σ.246 –
250, παρατίθεται, «Λαϊκή παιδεία και οικονομική ανάπτυξη
- η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1929», Πανταζής, Χρήστος (2010, Πανεπιστήμιο
Ιωαννίνων): 89-90
[14]
Καραφύλλης Α. (2002). Νεοελληνική εκπαίδευση: Δύο αιώνες μεταρρυθμιστικών
προσπαθειών. Αθήνα, Εκδόσεις Κριτική: σ. 110, παρατίθεται, «Οι αντιδράσεις στην
εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1929 - Το παράδειγμα της εφημερίδας «Ακρόπολις»,
Σούκουλη Φωτεινή: 90
[15]
Μπουρνάζος, Σ. (2004). Στα πρακτικά του συνεδρίου: «Η εκπαιδευτική πολιτική στα
χρόνια του Ελευθέριου Βενιζέλου».
[16]
Παρατίθεται, «Λαϊκή παιδεία και οικονομική ανάπτυξη - η εκπαιδευτική
μεταρρύθμιση του 1929», Πανταζής, Χρήστος (2010, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων): 92
υποσ. 226
[17]
ΔΒΚ, Βόρειος Ελλάς, Μεγάλη
εβδομαδιαία Εφημερίς, εθνική πολιτική, κοινωνιολογική, διευθ: Σταύρος Θεοδοσιάδης,
18.5.30/1, Κοζάνη
[18]
Ιωακείμ Αποστολίδης: «ο Δεσπότης του βουνού»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου