της Ιωάννας Ασημάκη
Ένας χρόνος προστέθηκε στην απουσία του
συντρόφου μας και αγωνιστή της επαναστατικής Αριστεράς, Τάσου
Κατιντσάρου. Και δύο χρόνοι, σχεδόν, από εκείνο το φθινοπωρινό μεσημέρι
της Παρασκευής, όταν μου ανακοίνωσε στο τηλέφωνο τα άσχημα νέα. Με φωνή
ζεστή και ψύχραιμη, μα και μ' αυτό το σπάσιμο το ελαφρύ, το αδιόρατο,
που από τότε έμαθα πολύ καλά να το ξεχωρίζω όταν κάτι δεν πήγαινε καλά.
Και πάντα το ίδιο δυσκολεύομαι, όταν πρέπει να στριμωχτώ σε λέξεις, για
να μιλήσω για τον σύντροφό μας.
Ποιες λέξεις μπορούν να ψηλώσουν τόσο, ώστε να αποδώσουν την
οξυδέρκεια, την αφοσίωση, την ευγένεια, το χαμόγελο, το χιούμορ, το
διεισδυτικό και σπινθηροβόλο βλέμμα του, όταν μιλούσε για το κίνημα και
την κομμουνιστική προοπτική, για τον εργατικό αγώνα, για τον έρωτα, για
την καταπίεση, για την ζωή, για την απουσία, για τον θάνατο; Ποιες
λέξεις μπορούν να δυναμώσουν τόσο, ώστε να μιλήσουν για τον μαχητικό και
πεισματάρη μας σύντροφο, που πάντα βρίσκαμε στο δρόμο, στην πρώτη
γραμμή διαδηλώσεων, απεργιών και αγώνων, συνεπή και μέσα στην αρρώστια
του. Βαρύ το βήμα του αλλά σεμνό και αθόρυβο, με την ταπεινότητα της
ανθρωπιάς, της κοινωνικής ευαισθησίας και της ανεξάντλητης αισιοδοξίας.
Όταν έβγαιναν οι εξετάσεις, τις διαβάζαμε σιωπηλοί, αποφεύγαμε να
μιλάμε γι’ αυτό. Μια δυο φορές μόνο με κοίταξε στα μάτια και μου είπε:
«Θα την δώσω αυτή τη μάχη. Δεν παραιτούμαι. Μέχρι το τέλος».
Από τότε αρχίσαμε να ρωτάμε, να ψάχνουμε, να μαθαίνουμε, να
παλεύουμε, να ελπίζουμε, να προσδοκάμε. Με την ίδια φειδώ στα λόγια,
νομίζω πως το βλέμμα είχε καλά εξασκηθεί, περιέγραφε με απόλυτη ακρίβεια
όσα δεν υπήρχε κανένας λόγος να αναλύουμε. Η νίκη σ' αυτόν τον αγώνα
είχε γίνει μονόδρομος, δεν υπήρχε τίποτε άλλο.
Δεν θα ξεθωριάσει ποτέ η εικόνα του Τάσου, όταν καθόταν στο γραφείο
του, ανακάτευε με το καλαμάκι τον καφέ του, ύστερα σήκωνε τα μάτια,
τραβούσε μια γερή τζούρα απ' το τσιγάρο του και μετά, πάλι, πίσω στον
καφέ. «Δεν αγανακτείς, δεν διαολίζεσαι, ρε Τάσο, με όλα αυτά; Τα
πράγματα δεν πάνε καλά, πρέπει να πλησιάσουμε τον κόσμο, να νιώσουμε, να
εξηγήσουμε, να πείσουμε».
Μου απαντούσε τότε: «Είμαι ήδη έξω φρενών. Προχωράμε, Ιωάννα. Δες έναν ήλιο που έχει σήμερα έξω».
Τις τελευταίες μέρες στο νοσοκομείο δεν μιλούσε πολύ, μα ρωτούσε για
τα πάντα. Και άκουγε τα πάντα. Και σήκωνε τα μάτια του ψηλά, ζητώντας τη
λύτρωση και την διέξοδο. Κι αναρωτιόμουν, άραγε ως πού θα έφτανε το
βλέμμα ψηλά, αν δεν ερχόταν, γεμάτο έπαρση, το ταβάνι να το σταματήσει;
Μέσα στο δωμάτιο υπήρχαν θόρυβοι που δεν ακούγονταν και άλλοι που
ακούγονταν και σου σπάγανε τ' αυτιά, μα δεν υπήρχαν. Ένα βράδυ του είπα
ότι θέλω να γυρίσει ανάποδα ο χρόνος. Κι οι άνθρωποι πρώτα να
πεθαίνουν και κατόπιν να γεννιούνται. Και φαίνεται πως με άκουσε.
Γιατί ο σύντροφός μας ζει στο παρόν μας και στο μέλλον μας και μέσα στο μεγάλο που καλπάζει.
από:- Kommon
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου