Από τον Ήφαιστο
Ο Ναζίμ Χικμέτ, αριστοκρατικής καταγωγής, γεννήθηκε το 1902 στη
Θεσσαλονίκη. Γρήγορα η οικογένειά του μετακόμισε στο Καντικιόι της
Κωνσταντινούπολης. Το 1912 φοιτά σε ιδιωτικό σχολείο. Ο επόμενος όμως
χρόνος τον βρίσκει σε δημόσιο σχολείο. Το 1917 μπαίνει στη σχολή
αξιωματικών του ναυτικού και φοιτά ως δόκιμος. Μια επίμονη πλευρίτιδα
του στερεί τη δυνατότητα να υπηρετήσει τη θητεία του ως αξιωματικός.
Το 1921 ο Χικμέτ αποφασίζει να ενταχθεί στον «Πόλεμο Ανεξαρτησίας»
του Κεμάλ, στην Ανατολή. Στο δρόμο συναντιέται με Τούρκους Σπαρτακιστές
φοιτητές, που είχαν απελαθεί από τη Γερμανία. Απ' αυτούς μαθαίνει για
τους Μαρξ, Ενγκελς κι έρχεται σε επαφή με την κομμουνιστική ιδεολογία.
Στην πεζοπορία του προς την Αγκυρα γίνεται μάρτυρας της φτώχειας και
δυστυχίας των αγροτών της Ανατολής και συνειδητοποιεί το μέγεθος των
κοινωνικών προβλημάτων της χώρας.
Την ίδια στιγμή, η αστική επανάσταση του Κεμάλ δεν μπορεί να καταργήσει τις ταξικές διαφορές, πράγμα αντικειμενικό, κάτι που διαπιστώνει και ο ίδιος. Ενώ ζητά να σταλεί στο μέτωπο, τελικά στέλνεται ως δάσκαλος στην πόλη Μπολού. Εκεί ενημερώνεται για την Οχτωβριανή Επανάσταση και αποφασίζει να ταξιδέψει στην ΕΣΣΔ. Στο ταξίδι του πληροφορείται τη δολοφονία του ιδρυτή του Τουρκικού Κομμουνιστικού Κόμματος Μουσταφά Σουπχί και 14 συντρόφων του.
Το 1922 γίνεται μέλος του Κόμματος των Μπολσεβίκων - ΠΚΚ (μπ) και του Κομμουνιστικού Κόμματος Τουρκίας. Σπουδάζει στο Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο των Εργατών της Ανατολής (ΚΟΥΤΒ). Γνωρίζεται με τον Μαγιακόφσκι, με φουτουριστές και κονστρουκτιβιστές καλλιτέχνες.
Το 1924 πεθαίνει ο Λένιν. Ο Ναζίμ στέκεται τιμητική φρουρά στο φέρετρο.
«Είμαι ένας κομμουνιστής ποιητής ...»
Επιστρέφει στην Τουρκία και το 1925 συνεργάζεται με τα πολιτικά περιοδικά «Διαφώτιση» και «Σφυροδρέπανο», προσκείμενα στο ΤΚΚ. Κηρύσσεται στρατιωτικός νόμος, καταργείται η ελευθερία του Τύπου και διώκονται οι κομμουνιστές. Ο Ναζίμ διαφεύγει στη Σμύρνη. Αποστολή του η οργάνωση παράνομου κομματικού τυπογραφείου. Καταδικάζεται, ερήμην, σε 15 χρόνια φυλακή. Μεταμφιεσμένος και χωρίς ταξιδιωτικά έγγραφα δραπετεύει στην ΕΣΣΔ, όπου συνθέτει ποιήματα και πάνω από 30 θεατρικά, που όμως δε διασώζονται.
Στην Τουρκία ξεκινούν καινούργιες δίκες κομμουνιστών. Το 1928 καταδικάζεται, ερήμην, σε 3 μήνες φυλακή. Τον Ιούλη, επιστρέφοντας παράνομα στην Τουρκία, συλλαμβάνεται στα σύνορα και φυλακίζεται στην Αγκυρα απ' όπου αποφυλακίζεται μετά από 7μηνη κράτηση.
Το 1929 κυκλοφορεί η πρώτη του ποιητική συλλογή σε λατινικό αλφάβητο «835 στίχοι». Η συλλογή περιλαμβάνει ποιήματα γραμμένα στην ΕΣΣΔ με έντονη τη σφραγίδα του κονστρουκτιβισμού. Σημειώνει μεγάλη επιτυχία για τις καινοτομίες που εισάγει στη μορφή και στο περιεχόμενο της τουρκικής ποίησης. Παρά την αναγνώρισή του, δεν βρίσκει δουλειά λόγω της κομμουνιστικής του στράτευσης.
Στο μακροσκελές του ποίημα «Η Τζοκόντα και ο Σι-Για-Ου» καλεί την Τέχνη να συμμετέχει στον επαναστατικό αγώνα. Το 1930 κυκλοφορεί δίσκος με τον ποιητή να διαβάζει ποιήματά του.
Για την ποιητική του συλλογή «Η πόλη που έχασε τη φωνή της», εμπνευσμένη από απεργία στα μέσα μεταφοράς, συλλαμβάνεται, αφήνεται όμως ελεύθερος λόγω πίεσης του μεγάλου λαϊκού ακροατηρίου της δίκης. Στην απολογία τουμ το 1931 ο Χικμέτ αναφέρει: «Είμαι ένας Κομμουνιστής ποιητής και κάθε μέρα προσπαθώ να γίνω καλύτερος Κομμουνιστής και καλύτερος ποιητής».
Το 1933 συλλαμβάνεται ξανά και απαγορεύεται η κυκλοφορία ποιητικής του συλλογής. Υπόδικος μεταφέρεται από την Κωνσταντινούπολη στις φυλακές της Προύσας, όπου ξεκινά τη συγγραφή του εξαιρετικού «Το έπος του Σεΐχη Μπεντρεντίν». Ο δημόσιος κατήγορος απαιτεί να καταδικαστεί σε θάνατο.
Τον Γενάρη 1934 καταδικάζεται σε 5 χρόνια φυλάκιση, τον Αύγουστο αποφυλακίζεται με γενική αμνηστία. Προσλαμβάνεται ως συντάκτης στις εφημερίδες «Απογευματινή» και «Αυγή» όπου υπογράφει με το ψευδώνυμο Ορχάν Σελίμ. Γράφει κινηματογραφικά σενάρια. Στα περισσότερα το όνομά του δεν αναφέρεται ή υπογράφει με ψευδώνυμο είτε για λόγους πολιτικούς, είτε γιατί το περιεχόμενό τους δεν τον εκφράζει.
Το 1935 δημοσιεύει το αφηγηματικό του ποίημα «Γράμματα στην Ταράντα - Μπαμπού», για την επίθεση της φασιστικής Ιταλίας στην Αιθιοπία. Το 1936 στην μπροσούρα «Γερμανικός φασισμός και ρατσισμός» καταγγέλλει τη στενή σχέση φασισμού, καπιταλιστικών συμφερόντων και πολέμου. Στο «Επος του Σεΐχη Μπεντρεντίν» ο Χικμέτ ιστορικοποιεί την αναγκαιότητα της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Δώδεκα χρόνια στη φυλακή
Στις 17 Γενάρη του 1938 συλλαμβάνεται ξανά στη βάση σκευωρίας και περνά Στρατοδικείο, κατηγορούμενος για υποκίνηση των δοκίμων σε ανταρσία. Καταδικάζεται σε 15 χρόνια φυλακή.
Το 1939 καταδικάζεται σε ακόμα 20 χρόνια φυλακή. Το 1940 οδηγείται στις φυλακές της Προύσας.
Η επαφή του με τους λαϊκούς ανθρώπους επιδρά στην ωρίμανση της γλώσσας και της ποίησής του, που γίνεται πιο μεστή και απλή. Ο Χικμέτ, ακολουθώντας τη διεθνή πρακτική των φυλακισμένων κομμουνιστών, μετατρέπει τη φυλακή σε ένα πραγματικό σχολείο για τους συγκρατούμενούς του με μαθήματα γλώσσας, λογοτεχνίας, Γαλλικών, αλλά και βασικών αρχών μαρξισμού.
Το 1941 ξεκινά τη συγγραφή του μνημειώδους έπους «Ανθρώπινα τοπία». Συνεχίζει τις μεταφράσεις, γράφει κινηματογραφικά σενάρια, φτιάχνει ξυλόγλυπτα και ζωγραφίζει πίνακες για βιοπορισμό. Υποφέρει από παθήσεις και αϋπνίες.
Το 1945 ξεκινά τη συγγραφή μιας σειράς ποιημάτων με τη μορφή επιστολών προς τη γυναίκα του, που ξεπερνούν τα όρια της προσωπικής σχέσης τους, με τον τίτλο «Ποιήματα των 9 και 10 μ.μ.». Συνεχίζει με τα «Ανθρώπινα τοπία», και παράλληλα με τα «Ρουμπαγιάτ» με παραδοσιακή μορφή περσικών τετράστιχων, αλλά με σύγχρονο διαλεκτικό - υλιστικό, κοινωνικό και επαναστατικό περιεχόμενο.
Το 1948 τα προβλήματα υγείας του επιδεινώνονται. Ξεσπά κύμα διεθνιστικής αλληλεγγύης για την απελευθέρωσή του. Διανοητές όπως οι Ελυάρ, Κιουρί, Νερούντα, Σαρτρ, Πικάσο ζητούν την απελευθέρωσή του. Το 1950, μετά από επαναλαμβανόμενες απεργίες πείνας, κατακτά την αποφυλάκισή του.
Το Νοέμβρη του '50 τού απονέμεται στη Βαρσοβία το Παγκόσμιο Βραβείο Ειρήνης μαζί με τους Πικάσο, Ρόμπσον, Γουάντα Τζακουμπόσκα και Νερούντα. Στον ίδιο απαγορεύεται να παραβρεθεί στην τελετή.
«Πρεσβευτής» του σοσιαλισμού και της ειρήνης
Το 1951 ο Ναζίμ καλείται στην Αγκυρα για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία με στόχο να χαθεί κάπου στα βάθη της Ανατολής. Εγκαταλείπει την Τουρκία. Στα διεθνή ύδατα επιβιβάζεται σε ρουμάνικο πλοίο. Το τουρκικό Κοινοβούλιο τον ανακηρύσσει προδότη και του αφαιρεί την τουρκική υπηκοότητα. Μέσω Βουκουρεστίου φθάνει στη Μόσχα. Τον υποδέχεται με τιμές η Ενωση Συγγραφέων.
Στη Μόσχα δημοσιεύει έργα του, ανεβάζει θεατρικά και αρθρογραφεί στον Τύπο. Συμμετέχει στο Φεστιβάλ Νεολαίας στο Βερολίνο και στο Συνέδριο για την Ειρήνη στη Βιέννη.
Τον επόμενο χρόνο, στο Πεκίνο παθαίνει την πρώτη καρδιακή προσβολή που ακολουθείται από δεύτερη στο Βερολίνο, σε πορεία ενάντια στον πόλεμο της Κορέας.
Το 1953 συμμετέχει στο δεύτερο Παγκόσμιο Συνέδριο Ειρήνης. Συναντάται με τους Αραγκόν, Σαρτρ, Ριβέρα, Νερούντα.
Το 1954 τον βρίσκει να γράφει σειρά ποιημάτων με έντονη νοσταλγία για τα αγαπημένα πρόσωπα και τον τόπο του, αλλά και ποιήματα εμπνευσμένα από τα ιδανικά του σοσιαλισμού και της αντιιμπεριαλιστικής πάλης. Παρά τα σοβαρά προβλήματα υγείας ταξιδεύει και στηρίζει τους λαούς που υποφέρουν, που αγωνίζονται. Μόνο οι ΗΠΑ τού αρνούνται τη βίζα.
Γνωρίζεται με τον Γιάννη Ρίτσο. Το 1956 γράφει το θεατρικό «Υπήρξε ή όχι ο Ιβάν Ιβάνοβιτς;» Το 1958 συμμετέχει στο συνέδριο των Ανατολικών Συγγραφέων στην Τασκένδη. Το 1961 ταξιδεύει στην Κούβα της Επανάστασης και συνθέτει το «Ρεπορτάζ στην Αβάνα» και την «Αυτοβιογραφία».
Το 1962 ανακηρύσσεται Σοβιετικός πολίτης. Ξεκινά το μοναδικό του μυθιστόρημα με έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία «Η ζωή είναι ωραία, αδελφέ μου», που στην ΕΣΣΔ εκδόθηκε ως «Οι Ρομαντικοί».
Το 1963 συμμετέχει στο Συνέδριο Ασιατών και Αφρικανών συγγραφέων στην Τανζανία, γράφει το ποίημα «Ρεπορτάζ από την Τανγκανίκα» και ολοκληρώνει το μυθιστόρημα «Οι Ρομαντικοί».
Πεθαίνει από καρδιακή προσβολή στις 3 Ιούνη 1963, στη Μόσχα.
Πηγή: Ήφαιστος
TVXS - TV Χωρίς Σύνορα
Την ίδια στιγμή, η αστική επανάσταση του Κεμάλ δεν μπορεί να καταργήσει τις ταξικές διαφορές, πράγμα αντικειμενικό, κάτι που διαπιστώνει και ο ίδιος. Ενώ ζητά να σταλεί στο μέτωπο, τελικά στέλνεται ως δάσκαλος στην πόλη Μπολού. Εκεί ενημερώνεται για την Οχτωβριανή Επανάσταση και αποφασίζει να ταξιδέψει στην ΕΣΣΔ. Στο ταξίδι του πληροφορείται τη δολοφονία του ιδρυτή του Τουρκικού Κομμουνιστικού Κόμματος Μουσταφά Σουπχί και 14 συντρόφων του.
Το 1922 γίνεται μέλος του Κόμματος των Μπολσεβίκων - ΠΚΚ (μπ) και του Κομμουνιστικού Κόμματος Τουρκίας. Σπουδάζει στο Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο των Εργατών της Ανατολής (ΚΟΥΤΒ). Γνωρίζεται με τον Μαγιακόφσκι, με φουτουριστές και κονστρουκτιβιστές καλλιτέχνες.
Το 1924 πεθαίνει ο Λένιν. Ο Ναζίμ στέκεται τιμητική φρουρά στο φέρετρο.
«Είμαι ένας κομμουνιστής ποιητής ...»
Επιστρέφει στην Τουρκία και το 1925 συνεργάζεται με τα πολιτικά περιοδικά «Διαφώτιση» και «Σφυροδρέπανο», προσκείμενα στο ΤΚΚ. Κηρύσσεται στρατιωτικός νόμος, καταργείται η ελευθερία του Τύπου και διώκονται οι κομμουνιστές. Ο Ναζίμ διαφεύγει στη Σμύρνη. Αποστολή του η οργάνωση παράνομου κομματικού τυπογραφείου. Καταδικάζεται, ερήμην, σε 15 χρόνια φυλακή. Μεταμφιεσμένος και χωρίς ταξιδιωτικά έγγραφα δραπετεύει στην ΕΣΣΔ, όπου συνθέτει ποιήματα και πάνω από 30 θεατρικά, που όμως δε διασώζονται.
Στην Τουρκία ξεκινούν καινούργιες δίκες κομμουνιστών. Το 1928 καταδικάζεται, ερήμην, σε 3 μήνες φυλακή. Τον Ιούλη, επιστρέφοντας παράνομα στην Τουρκία, συλλαμβάνεται στα σύνορα και φυλακίζεται στην Αγκυρα απ' όπου αποφυλακίζεται μετά από 7μηνη κράτηση.
Το 1929 κυκλοφορεί η πρώτη του ποιητική συλλογή σε λατινικό αλφάβητο «835 στίχοι». Η συλλογή περιλαμβάνει ποιήματα γραμμένα στην ΕΣΣΔ με έντονη τη σφραγίδα του κονστρουκτιβισμού. Σημειώνει μεγάλη επιτυχία για τις καινοτομίες που εισάγει στη μορφή και στο περιεχόμενο της τουρκικής ποίησης. Παρά την αναγνώρισή του, δεν βρίσκει δουλειά λόγω της κομμουνιστικής του στράτευσης.
Στο μακροσκελές του ποίημα «Η Τζοκόντα και ο Σι-Για-Ου» καλεί την Τέχνη να συμμετέχει στον επαναστατικό αγώνα. Το 1930 κυκλοφορεί δίσκος με τον ποιητή να διαβάζει ποιήματά του.
Για την ποιητική του συλλογή «Η πόλη που έχασε τη φωνή της», εμπνευσμένη από απεργία στα μέσα μεταφοράς, συλλαμβάνεται, αφήνεται όμως ελεύθερος λόγω πίεσης του μεγάλου λαϊκού ακροατηρίου της δίκης. Στην απολογία τουμ το 1931 ο Χικμέτ αναφέρει: «Είμαι ένας Κομμουνιστής ποιητής και κάθε μέρα προσπαθώ να γίνω καλύτερος Κομμουνιστής και καλύτερος ποιητής».
Το 1933 συλλαμβάνεται ξανά και απαγορεύεται η κυκλοφορία ποιητικής του συλλογής. Υπόδικος μεταφέρεται από την Κωνσταντινούπολη στις φυλακές της Προύσας, όπου ξεκινά τη συγγραφή του εξαιρετικού «Το έπος του Σεΐχη Μπεντρεντίν». Ο δημόσιος κατήγορος απαιτεί να καταδικαστεί σε θάνατο.
Τον Γενάρη 1934 καταδικάζεται σε 5 χρόνια φυλάκιση, τον Αύγουστο αποφυλακίζεται με γενική αμνηστία. Προσλαμβάνεται ως συντάκτης στις εφημερίδες «Απογευματινή» και «Αυγή» όπου υπογράφει με το ψευδώνυμο Ορχάν Σελίμ. Γράφει κινηματογραφικά σενάρια. Στα περισσότερα το όνομά του δεν αναφέρεται ή υπογράφει με ψευδώνυμο είτε για λόγους πολιτικούς, είτε γιατί το περιεχόμενό τους δεν τον εκφράζει.
Το 1935 δημοσιεύει το αφηγηματικό του ποίημα «Γράμματα στην Ταράντα - Μπαμπού», για την επίθεση της φασιστικής Ιταλίας στην Αιθιοπία. Το 1936 στην μπροσούρα «Γερμανικός φασισμός και ρατσισμός» καταγγέλλει τη στενή σχέση φασισμού, καπιταλιστικών συμφερόντων και πολέμου. Στο «Επος του Σεΐχη Μπεντρεντίν» ο Χικμέτ ιστορικοποιεί την αναγκαιότητα της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Δώδεκα χρόνια στη φυλακή
Στις 17 Γενάρη του 1938 συλλαμβάνεται ξανά στη βάση σκευωρίας και περνά Στρατοδικείο, κατηγορούμενος για υποκίνηση των δοκίμων σε ανταρσία. Καταδικάζεται σε 15 χρόνια φυλακή.
Το 1939 καταδικάζεται σε ακόμα 20 χρόνια φυλακή. Το 1940 οδηγείται στις φυλακές της Προύσας.
Η επαφή του με τους λαϊκούς ανθρώπους επιδρά στην ωρίμανση της γλώσσας και της ποίησής του, που γίνεται πιο μεστή και απλή. Ο Χικμέτ, ακολουθώντας τη διεθνή πρακτική των φυλακισμένων κομμουνιστών, μετατρέπει τη φυλακή σε ένα πραγματικό σχολείο για τους συγκρατούμενούς του με μαθήματα γλώσσας, λογοτεχνίας, Γαλλικών, αλλά και βασικών αρχών μαρξισμού.
Το 1941 ξεκινά τη συγγραφή του μνημειώδους έπους «Ανθρώπινα τοπία». Συνεχίζει τις μεταφράσεις, γράφει κινηματογραφικά σενάρια, φτιάχνει ξυλόγλυπτα και ζωγραφίζει πίνακες για βιοπορισμό. Υποφέρει από παθήσεις και αϋπνίες.
Το 1945 ξεκινά τη συγγραφή μιας σειράς ποιημάτων με τη μορφή επιστολών προς τη γυναίκα του, που ξεπερνούν τα όρια της προσωπικής σχέσης τους, με τον τίτλο «Ποιήματα των 9 και 10 μ.μ.». Συνεχίζει με τα «Ανθρώπινα τοπία», και παράλληλα με τα «Ρουμπαγιάτ» με παραδοσιακή μορφή περσικών τετράστιχων, αλλά με σύγχρονο διαλεκτικό - υλιστικό, κοινωνικό και επαναστατικό περιεχόμενο.
Το 1948 τα προβλήματα υγείας του επιδεινώνονται. Ξεσπά κύμα διεθνιστικής αλληλεγγύης για την απελευθέρωσή του. Διανοητές όπως οι Ελυάρ, Κιουρί, Νερούντα, Σαρτρ, Πικάσο ζητούν την απελευθέρωσή του. Το 1950, μετά από επαναλαμβανόμενες απεργίες πείνας, κατακτά την αποφυλάκισή του.
Το Νοέμβρη του '50 τού απονέμεται στη Βαρσοβία το Παγκόσμιο Βραβείο Ειρήνης μαζί με τους Πικάσο, Ρόμπσον, Γουάντα Τζακουμπόσκα και Νερούντα. Στον ίδιο απαγορεύεται να παραβρεθεί στην τελετή.
«Πρεσβευτής» του σοσιαλισμού και της ειρήνης
Το 1951 ο Ναζίμ καλείται στην Αγκυρα για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία με στόχο να χαθεί κάπου στα βάθη της Ανατολής. Εγκαταλείπει την Τουρκία. Στα διεθνή ύδατα επιβιβάζεται σε ρουμάνικο πλοίο. Το τουρκικό Κοινοβούλιο τον ανακηρύσσει προδότη και του αφαιρεί την τουρκική υπηκοότητα. Μέσω Βουκουρεστίου φθάνει στη Μόσχα. Τον υποδέχεται με τιμές η Ενωση Συγγραφέων.
Στη Μόσχα δημοσιεύει έργα του, ανεβάζει θεατρικά και αρθρογραφεί στον Τύπο. Συμμετέχει στο Φεστιβάλ Νεολαίας στο Βερολίνο και στο Συνέδριο για την Ειρήνη στη Βιέννη.
Τον επόμενο χρόνο, στο Πεκίνο παθαίνει την πρώτη καρδιακή προσβολή που ακολουθείται από δεύτερη στο Βερολίνο, σε πορεία ενάντια στον πόλεμο της Κορέας.
Το 1953 συμμετέχει στο δεύτερο Παγκόσμιο Συνέδριο Ειρήνης. Συναντάται με τους Αραγκόν, Σαρτρ, Ριβέρα, Νερούντα.
Το 1954 τον βρίσκει να γράφει σειρά ποιημάτων με έντονη νοσταλγία για τα αγαπημένα πρόσωπα και τον τόπο του, αλλά και ποιήματα εμπνευσμένα από τα ιδανικά του σοσιαλισμού και της αντιιμπεριαλιστικής πάλης. Παρά τα σοβαρά προβλήματα υγείας ταξιδεύει και στηρίζει τους λαούς που υποφέρουν, που αγωνίζονται. Μόνο οι ΗΠΑ τού αρνούνται τη βίζα.
Γνωρίζεται με τον Γιάννη Ρίτσο. Το 1956 γράφει το θεατρικό «Υπήρξε ή όχι ο Ιβάν Ιβάνοβιτς;» Το 1958 συμμετέχει στο συνέδριο των Ανατολικών Συγγραφέων στην Τασκένδη. Το 1961 ταξιδεύει στην Κούβα της Επανάστασης και συνθέτει το «Ρεπορτάζ στην Αβάνα» και την «Αυτοβιογραφία».
Το 1962 ανακηρύσσεται Σοβιετικός πολίτης. Ξεκινά το μοναδικό του μυθιστόρημα με έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία «Η ζωή είναι ωραία, αδελφέ μου», που στην ΕΣΣΔ εκδόθηκε ως «Οι Ρομαντικοί».
Το 1963 συμμετέχει στο Συνέδριο Ασιατών και Αφρικανών συγγραφέων στην Τανζανία, γράφει το ποίημα «Ρεπορτάζ από την Τανγκανίκα» και ολοκληρώνει το μυθιστόρημα «Οι Ρομαντικοί».
Πεθαίνει από καρδιακή προσβολή στις 3 Ιούνη 1963, στη Μόσχα.
Πηγή: Ήφαιστος
TVXS - TV Χωρίς Σύνορα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου